Έρκος φιλοκαλίας

του ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

Ο Alain Robbe-Grillet στο δοκίμιο του για το Nouveau roman, Νέο μυθιστόρημα, νέος άνθρωπος (1965)  αναφέρει πως ακόμη και τα αισθήματα μπορούν να κατέχουν ρόλο αντικειμένων, όπως ακριβώς ότι «κατέχει το πνεύμα είναι εξ ορισμού αντικείμενο».[i]

Τα πράγματα κατακλύζουν τον κόσμο και διαφεντεύουν την καθημερινότητα μας ωσάν τεκνία υπνωτιστών, πολλές φορές βίαια, βρυχώμενα και λυσσώντα. Μερικά απ’ αυτά δεν είναι καν ορατά προς εμάς διότι εναγκαλίζονται μία μορφή άπιαστη για τον οφθαλμό ή παρενδύονται την ίδια τη γαλήνη μας.

Τέτοια παρενδυσία διενεργείται και στην πολυτάραχη έννοια της μεταφυσικής, μετατρέποντας την σε πραγματική θωή της διαλεκτικής. Για να επεξηγήσουμε τη θεμελιώδη φύση του ανθρώπου και του περίγυρου του, εισερχόμαστε σπάνια στον πειρασμό να το πράξουμε βάσει των αντικειμένων που τον περιβάλλουν.

Τούτο όμως σημαίνει πως μία απόλυτα κατάφωρη μεταφυσική τεκμαίρεται ως αντικειμενική. Πλειστάκις παρεξηγημένη κατακλείδα και πολλάκις παράδοξη.

Κατά κάποιο τρόπο ο Heidegger βρισκόταν εκτός εαυτού όταν υποστήριζε: «[…] Το Μηδέν μηδενεί αδιάκοπα, χωρίς να γνωρίζουμε πραγματικά αυτό το γίγνεσθαι μέσω της γνώσης στην οποία κινούμαστε καθημερινά».[ii]

Έχει και δεν έχει δίκιο όταν το λέει αυτό, είναι και δεν είναι ορθός ο λόγος του. Διαφαίνεται εντόνως πως κάτι του διέφευγε. Από τη μία η άφατη βία, απλωμένη ως βαρυτική βασκανία στα οστά μας, προερχόμενη εν γένει απ’ το κρυψίνοο Άγνωστο, διαφυλάσσεται ακέραιη στο προσωπικό μας σεντούκι με τα άβολα άτοπα και την θησαυρισμένη απαισιοδοξία, απ’ την άλλη τ’ αντικείμενα τα οποία θεοποιούμε διαρκώς μέσα στον τραυλό μα ιερό βίο μας, τελούν πιθανότατα, χρέη μικροοικονομικών θυρών προς το θεμελιώδες των όντων.

Ουδείς δεν έχει ασπαστεί ώς σήμερα μήτε μισό δράμι του πραγματικού Είναι του, σύμφωνα πάντα με τον Heidegger. Να ’ναι όμως τούτο το αποτέλεσμα ενός λανθασμένου και υπερ-κοπιαστικού κοιτάγματος; Μίας χαμένης ή παραστρατημένης όρασης, εκφυλισμένης απ’ την, κατά τ’ άλλα αισθητικά υπέροχη και βαθιά, θρησκευτική παράδοση που μας νεκρασπάζεται απ’ τα γεννοφάσκια μας;

Το ηχηρά εκμαυλισμένο και πνιγηρά αμετάκλητο των αντικειμένων είναι ο λόγος που ο ίδιος ο άνθρωπος υπηρετεί αγκυλωμένος τη θητεία του μέσα στην άφαντη Μέρα και δεν προτάσσεται ν’ αναστήσει το παραμικρό χωρίς προηγουμένως ν’ ανέλθει πάνω απ’ τα αντικείμενα. Συμπερασματικά, τ’ αντικείμενα, εν τη γενέσει τους, είναι και το έρκος που θέτει η ύπαρξη για τον εαυτό της, έτσι ώστε να μην χρειαστεί ν’ ανακαλύψει ποτέ το ατόφιο Είναι της.

Ριχνόμαστε όμως ξανά σε παγίδα οξύμωρου. Είναι ποτέ δυνατόν το γνήσιο Είναι του ανθρώπου να βρίσκεται, ψωμοφαγωμένο και καρυδοπνιγμένο, μέσα στ’ αντικείμενα του κι όχι μέσα στον ίδιο;

Πως θ’ αποσπάσουμε άραγε ομόφωνη και γραπτή αδεία προαυλισμού ενός Είναι, εκ των δεσμοφυλάκων μας των αντικειμένων που μας περιφρουρούν ακατάπαυστα; Μα είναι ολοφάνερο.

Εκτός του ότι εμείς οι ίδιοι τα επινοήσαμε, τ’ αντικείμενα δεν πρόκειται ποτέ να μας δώσουν πίσω αυτό που μας χρωστάνε, λόγω έλλειψης θέλησης και άρρητου συμφυρμού τους με την μέγιστη αβουλία.

Ίσως τ’ αμίλητα μα ληστρικά αντικείμενα είμαστε εμείς οι ίδιοι: Ο Georges Perec, αυτοέγκλειστος, οιονεί  ερμητικός προφήτης της μεταφυσικής, ξεκινά να περιγράφει τ’ αντικείμενα πάνω στο τραπέζι και χωρίς να το ’χει συνειδητοποιήσει ακόμη και ο ίδιος (υποθέτουμε καλή τη πίστει) δίνει εν τω άμα μία ακριβέστατη περίληψη του ενδότερου κι εξώτερου εαυτού του – περιγράφει στεγνά αλλά την ίδια στιγμή αναλύει άριστα την ύπαρξη του, παιζογελώντας με τα πράγματα του. Ο ίδιος υπήρξε δεινός καπνιστής όλη του τη ζωή, όπως και μανιακός γραφιάς. Τα δύο πράγματα που επιλέγει να περιγράψει πρώτα απ’ όλα στο σύντομο αφήγημα του Σημειώσεις για τα αντικείμενα που βρίσκονται πάνω στο γραφείο μου δεν είναι άλλα απ’ τον στυλογράφο και το τασάκι:

Υπάρχουν πολλά αντικείμενα πάνω στο τραπέζι που δουλεύω. Το παλαιότερο είναι αναμφίβολα ο στυλογράφος μου· το νεότερο είναι ένα μικρό στρογγυλό σταχτοδοχείο που αγόρασα την περασμένη εβδομάδα· είναι κεραμικό, λευκό και ο διάκοσμος του απεικονίζει το Ηρώο της Βηρυτού […]»[iii]

Αν υποθέσουμε πως τα όντα χωρίς τ’ αντικείμενα τους δεν είναι τίποτα, αυτό συμβαίνει γιατί αυτομάτως δεν σχετίζονται με κάτι το ακίνητο, οπότε και δεν υπάρχουν – ακόμη κι αυτοί που άγιασαν και βρήκαν την ουσία ή τον Θεό τους, πάντα αυτό γίνεται σε σχέση με κάτι άλλο που δεν κινείται. Ακόμη κι εκείνοι που μεταμέλησαν για τ’ αμαρτήματα τους, που βαναυσούργησαν εσωτερικά ή εξωτερικά, πάντα κι αυτό γίνεται σε σχέση με κάτι το ακίνητο. Αυτή η έλλειψη κίνησης, επειδή είναι άμεσα αντιληπτή και κατέχεται απ’ τη νόηση, τότε μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως αντικείμενο.[iv]

Αν οι άνθρωποι μένουν ακίνητοι όπως τ’ αντικείμενα, είναι αυτομάτως παράταιροι, ασυσχέτιστοι κι ακραία banals[v] (όπως για την ενδυματολογική γλώσσα η μόδα είναι ένα μοιραίο και κίβδηλο στοιχείο σημασιοδότησης, θέλοντας και μη, έτσι και για την οντολογία το αντικείμενο είναι μία αναπόφευκτη Banalité που υποδύεται το ρόλο ενός άχαρου διανύσματος στην εξίσωση της μεταφυσικής), σε σχέση προς το Θεϊκό που αντιπροσωπεύει το άπιαστο, το αόρατο και το μονίμως κινούμενο.

Καθισμένοι αενάως απάνω στο οκνηρό, ακούνητο τίποτα, αναμένουμε την μορφοποίηση μας κι αυτή η μορφοποίηση καταφθάνει μόνο με το σχήμα των αντικειμένων, οπότε τελικά υπάρχει η γνώση μας ενός δίψυχου αδιάκοπου μηδενεί μέσω των ίδιων των αισθημάτων μας προς αυτά. Εδώ ακριβώς ίσως να έσφαλε ελαφρώς ο Heidegger: Οι άνθρωποι έχουν γνώση των αντικειμένων, οπότε έχουν κι απόλυτη γνώση του γίγνεσθαι του Μηδενός.

Όταν ο άνθρωπος περιγράφει τη ζωή γύρω του, δεν είναι ποτέ ουδέτερος. Είναι ο λιγότερο αμέτοχος στη διακονία της περιγραφής, έτσι τ’ αντικείμενα και τα πράγματα που μέσα τους εμφύσησε την ύπαρξη του, είναι και οι τοποτηρητές της οντολογίας του.

Από θρησκευτικής άποψης αυτό ίσως θεωρηθεί ιεροσυλία διότι αυτομάτως τοποθετούμε στη θέση ενός Παντοδύναμου Κυρίου και Θεού ένα αγύρτικο αντικείμενο, πλειοψηφικά εκλεγμένο απ’ το ίδιο το ον. Αν ο Θεός είναι μόνο ένα αντικείμενο, τότε εύκολα καταρρίπτεται το πάθος του Σταυρού και το Προπατορικό αμάρτημα εξ ορισμού. Ο Χριστός δεν σταυρώθηκε για τις αμαρτίες μας αλλά για τ’ αντικείμενα μας αυτά καθαυτά, ο Αδάμ δεν εκδιώχθηκε απ’ τον Θεό Τιμωρό αλλά από ένα αντικείμενο.

«Μόνο ο Θεός μπορεί να ισχυριστεί πως είναι αντικειμενικός» αναφέρει ο Grillet ―υποχθόνια αστειευόμενος― μιλώντας για το υποκειμενικό στοιχείο στο Nouveau roman. Έχει όμως νόημα ο βίος των αντικειμένων; Η γενική ουσία των όντων εξαίφνης εχάθην μέσα στο ασυνεχές κι όλα νοούνται πλέον ως πλήρως αντιφατικά κι αμφισβητούμενα∙ ο σκοπός της ύπαρξης έχασε λίγο-λίγο τ’ ανθρώπινα ή πατρογονικά-Θεϊκά προνόμια του, ότι ακριβώς έπαθε και η αστική τάξη μόλις συνειδητοποίησε τον εαυτό της, άγοντας και φέροντας την κούτσαυλη ύπαρξη της μέσα στις μετά-πόλεις.

Τι είναι όμως τελικά εκεί;

Η απάντηση φυσικά είναι αδύνατον να δοθεί. Η υπόθεση που γίνεται εδώ είναι πως είτε η ύπαρξη δεν έχει κανένα απολύτως νόημα ―δήλωση κραταιά banale― είτε πως αυτό το εκεί, ως ο ορίζοντας του ανθρώπινα ανέφικτου – κρύβεται ασθμαίνοντας μέσα στ’ αντικείμενα, τα οποία μπορεί κάλλιστα να κατηγοριοποιούνται σαν αισθήματα μέσα στις αρχειοθετικές ντουλάπες του ψυχισμού. Και τα δύο ενδεχόμενα ομιλούν ξεκάθαρα για ένα δίψυχο κι αδιάκοπο μηδενεί.

Πέφτουμε σε αντίφαση ξανά: Η ύπαρξη είναι εν γένει banale ο,τι και να μας συμβαίνει. Είτε μένει ακίνητη είτε όχι. Αυτό είναι τόσο αποκαρδιωτικό που αυτομάτως στρεφόμαστε μηχανικά προς την ζεστή μίνα των ανωτέρων αισθημάτων μας. Τα αισθήματα όμως τι ρόλο παίζουν στο βίο μας; Αποκλείεται, ψιθυρίζουμε αυθυποβαλλόμενοι, τα αισθήματα μας να ’ναι μόνο αχρείοι κομπάρσοι· διαφαίνονταν σαν οι δεινοί πρωταγωνιστές του μεταφυσικού δράματος μας εξ αρχής.

Να όμως που ένα αίσθημα μπορεί να ’ναι μόνο ένα στυγνό αντικείμενο και μάλιστα υπόπτου μεταφυσικής προελεύσεως. Το αίσθημα κατέχεται απ’ τη νόηση. Απ’ τη στιγμή που πέφτει στην αντίληψη μας τότε είναι αντικείμενο. Τούτο το αναφέρει το Λεξικό και ο “δωσίλογος” Grillet επαυξάνει. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα η βία του ίδιου του αντικειμένου αναγιγνώσκει την ύπαρξη μας στο Μηδέν, αποδιώχνοντας το απ’ την εναγώνια ποδιά μας.

Οι αιτιοκρατικές κι απαρέγκλιτες ερωτήσεις «τι βρίσκεται εκεί;» και «με τι μοιάζει;» είναι απαντημένες ήδη από τις οζώδεις ράβδους των αντικειμένων μας που προσγειώνονται ανήλεα στις ανθρώπινες ράχες. Η θεμελιώδης φύση του όντος είναι ολόκληρη παγιδευμένη μέσα στην αντινομία και τη βία των διαθλάσεων των αντικειμένων – μία καταδίκη που φαινομενικά μοιάζει φυσιολογική και είναι αποδεκτή εκ γενετής. Η βία του αντικειμένου προέρχεται μόνο απ’ το επ’ αορίστου εργοδοτικό συμβόλαιο του προς εμάς. Αν ο Θεός είναι “πράγμα”, τότε τ’ αντικείμενα είναι οι νόμιμοι πνευματικοί εργοδότες μας, αυτοί που δεν μας αφήνουν να πέσουμε στην ένδεια της ανυπαρξίας, στην ανεργία της ψυχής – κι είμαστε εμείς που τα εναποθέσαμε σ’ αυτή τη θέση, λόγω της ίδιας της νόησης μας.

Οπότε εδώ υπεισέρχεται ένας γενετήσιος “εργασιακός” και δη οντολογικός μαζοχισμός που είναι αδύνατον να ξεπεραστεί.

Δεν μπορεί, μία τέτοια συλλογιστική, παρά να ’ναι σωστή, κι επιθυμούμε να ’ναι ορθή, διότι αν ήταν το οτιδήποτε άλλο θα βουλοπλέαμε διαρκώς μέσα στην αμφοτερόπλευρη σκίαση του Μηδενός.

Αν ο άνθρωπος σταματήσει ν’ ασπάζεται τα πράγματα (αισθήματα κ.ά.), τότε αυτομάτως παύει ν’ ασπάζεται τη ζωή σαν έννοια, που εν συνεχεία σημαίνει πως ακυρώνει τον εναγκαλισμό του με το Θεϊκό, διότι ο Θεός είναι ο απόλυτος φύλακας της ζωής και όχι ο βοηθός του θανάτου, σύμφωνα με τις Γραφές.

Ή μήπως δεν είναι έτσι; Πώς όμως θα πούμε το αντίθετο; Είναι ποτέ δυνατόν ο Θεός να στέκει ωσάν αρυτίδωτος βοηθός δίπλα απ’ τον Θάνατο, συνδράμοντας του; Να αποσιωπά την απανταχού ζώσα ύλη, ο ίδιος ο Δημιουργός της που υπόσχεται αιώνια ζωή; Αν αυτό είναι αδύνατον ―σύμφωνα με τα διδάγματα της Εκκλησίας και την πλουμιστή Ορθόδοξη ιστορία μας― τότε λοιπόν αναγκαστικά και σύμφωνα με τη λογική, ο Θεός είναι ένα αντικείμενο και μάλιστα ασκούμενο διαρκή και γλυκύ βία στα στήθη μας, στεκούμενο σε κάποια γλαφυρή γωνία της οικίας μας, ενόσω εμείς το οικτίρουμε για τη σιωπή του, βαλμένο εκεί εκ γνήσιας φιλοκαλίας μας.

Αν ο άνθρωπος δεν αντέχει άλλο να κοιτάει τα πράγματα[vi] τότε αρνείται το ζην, αρνούμενος εν συνεχεία τον Θεό κι εναγκαλιζόμενος το ανιαρό Μηδενικό, δηλαδή την απύθμενη λήθη. Αυτό το μελανό γεγονός δεν μπορεί παρά να ’ναι ανεπίτρεπτο, αηδιαστικά απαγορευτικό και άκρως μη προσπελάσιμο, κινούμενο μονίμως μέσα στη περιοχή ενός φεουδάρχη Θανάτου, δηλαδή άχαρα κι ανέλπιστα banal.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ


[i] «Κι αν πάρουμε το αντικείμενο στη γενική του έννοια (αντικείμενο, λέει το λεξικό, είναι: ο,τι υποπίπτει εις τας αισθήσεις μας) είναι φυσικό το να μην υπάρχουν στα βιβλία μου παρά μόνο αντικείμενα. Τα ίδια υπάρχουν και στη ζωή μου: τα έπιπλα του δωματίου μου, τα λόγια που ακούω, η γυναίκα που αγαπώ, η χειρονομία αυτής της γυναίκας κ.τ.λ. Και με μία ευρύτερη σημασία  (αντικείμενο, λέει ακόμα το Λεξικό, είναι: ό,τι κατέχει πνεύμα) θα είναι επίσης αντικείμενα η ανάμνηση (με την οποία γυρνώ στα περασμένα αντικείμενα), τα σχέδια μου (που με μεταφέρουν σε μελλοντικά αντικείμενα: όταν αποφασίζω να πάω για μπάνιο, βλέπω κιόλας τη θάλασσα και την παραλία μέσα στο κεφάλι μου) και κάθε μορφή φαντασίας». Alain Robbe-Grillet, Nathalie Sarraute, Στιμιότυπα, Τροπισμοί, (μτφρ.: Τ.Τ. Μηλιώνη), Κάλβος, σ. 27.

[ii] Martin Heidegger, Τι είναι μεταφυσική, (μτφρ.: Π.Κ. Θανασάς), Πατάκης, σ. 81

[iii] Georges Perec, Σκέψη/Ταξινόμηση, (μτφρ.: Λ. Τσιριμώκου), Άγρα, σ. 59.

[iv] «Εντέλει λοιπόν η μεταμέλεια, μια και η εμφάνιση της σημαίνει έλλειψη δράσης, πρέπει να εκληφθεί σαν αντικείμενο». S. Kierkegaard, Η έννοια της αγωνίας, (μτφρ.: Γ. Τζαβάρας), Δωδώνη, σ. 142.

[v] «Θα μπορούσαμε να πούμε, δανειζόμενοι μία έκφραση από την συμβολική λογική, ότι για όλες τις εξισώσεις, υπόρρητες ή μη, της ενδυματολογικής γλώσσας η μόδα συνιστά το διάνυσμα σημασιοδότησης». Roland Barthes, Το μπλε είναι φέτος στη μόδα…, (μτφρ.: Β. Πατσογιάννης), Πλέθρον, σ. 72.

[vi] «Βλέπω τα πράγματα αλλά δεν θέλω: δεν θέλω να τα βλέπω. Και η καταραμένη λάμπα είναι υπεύθυνη για την παρουσία των πραγμάτων. […] φώτα που φανερώνουν πάλι πράγματα, κτίρια και αυτοκίνητα, εξίσου μισητά με όσα φωτίζει η λάμπα […]». Αριστείδης Αντονάς, Ο πολτός των πραγμάτων, Αντίποδες, σσ. 10-11.