Η Εκκρεμής Θέση της Νύφης του Ιούλη

Αλέξανδρος Κορδάς

Η Εκκρεμής Θέση της Νύφης του Ιούλη

Παναγιώτης Νικολαΐδης, Η Νύφη του Ιούλη, Σμίλη, 2019.

nyfi_iouli_cover_17_5_19-1

Η Νύφη του Ιούλη είναι το έκτο κατά σειρά ποιητικό βιβλίο του Παναγιώτη Νικολαΐδη. Αποτελείται από δεκαοχτώ ποιήματα σε ελεύθερο στίχο τα οποία συνθέτουν μια ενιαία αφήγηση. Το νήμα το οποίο διατρέχει την συλλογή είναι εκείνο της κατοχής του βορείου τμήματος του νησιού από τους Τούρκους και βέβαια εκείνο της εισβολής του ‘74. Ωστόσο, ο Νικολαΐδης δεν εργαλειοποιεί το θέμα του προκειμένου να εκβιάσει το συναίσθημα του αναγνώστη. Χτίζει την αφήγησή του μεθοδικά αγγίζοντας με λεπτότητα τις διαφορετικές πτυχές του ζητήματος. Μα είναι πρώτα και κύρια η δική του πληγή που διαπραγματεύεται, ο δικός του νόστος που παραμένει εκκρεμής για να μετατραπεί σε ένα ακατάβλητο μαράζι. Γιατί, όπως μαθαίνουμε και από το επίμετρο του βιβλίου, η αφορμή για να γραφτούν ετούτα τα ποιήματα δόθηκε όταν ο Νικολαΐδης ταξίδεψε στα Κατεχόμενα, όταν είδε δηλαδή για πρώτη φορά ολόκληρο το νησί του. Η εμπειρία αυτή θα πρέπει να ήταν για εκείνον πηγή ενός εσωτερικού κλυδωνισμού, οι απόηχοι του οποίου δίνουν και τον ρυθμό στα ποιήματά του: «Μες στον πόλεμον/ η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά/ μες στ’ αγκάλια της τζι εβούραν». Με τούτα τα ελληνικά ξεκινά η αφήγηση του και δεν έχουμε ανάγκη από κανένα γλωσσάρι για να μας υποδείξει τι πάει να πει ετούτο το » εβούραν » το οποίο μονάχο του φαντάζει κάπως ξένο στ’ αφτιά του ελλαδίτη αναγνώστη. Μια μητέρα τρέχει με το παιδί της στ’ αγκάλια της προκειμένου να γλυτώσει από την σφαγή. Ο πατέρας θα κρατήσει για πρώτη φορά το παιδί στην δική του αγκαλιά όταν το κακό θα έχει πια συντελεσθεί κι ο τόπος θα είναι στο εξής διαιρεμένος. Εκείνο βλέποντας στο βλέμμα του πατέρα του τον φονιά θα ξεσπάσει σε κλάματα. Τί είδε όμως πραγματικά το παιδί στο βλέμμα του πατέρα; Είδε άραγε τον εχθρό που κυνηγούσε να σκοτώσει εκείνο και την μητέρα του ή μήπως το δολοφονικό μίσος το οποίο είχε αγκιστρωθεί στην ματιά του τζυρού του, μετά από τα γεγονότα της εισβολής. Το απόσπασμα διατηρεί σκόπιμα μια αμφισημία κι αυτό γιατί βρισκόμαστε σε ένα συναισθηματικό πεδίο όπου το κυρίαρχο στοιχείο είναι ο τρόμος, ο καθαρός τρόμος του παιδιού μπροστά σε κάτι που το υπερβαίνει.

Το τραύμα της παιδικής ηλικίας είναι ένα θέμα το οποίο επανέρχεται συχνά τόσο στην ποίηση των ελλαδιτών όσο και σ’ εκείνη των Κυπρίων ποιητών, ιδίως των πιο νέων, όπως διαπιστώνει και ο ίδιος ο Νικολαΐδης στην εισαγωγή της συλλογής κριτικών κειμένων του για την νεώτερη ποίηση της Κύπρου υπό τον τίτλο: Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας.[1] Η δική μας εντύπωση είναι πως η χρήση του θέματος αυτού μπορεί εύκολα να εκτραπεί σε έναν μάλλον άχαρο παλιμπαιδισμό. Στην ποίηση του Νικολαΐδη ωστόσο, έχουμε ένα τραύμα που μπορούμε να μυρίσουμε το αίμα του, ένα παράπονο το οποίο υπερβαίνει την ηλικία: «κόμα θθυμούμαι./ Ως την πέμπτην δημοτικού/ έππεφτα με την μάναν μου./ Εξύπνουν, λαλεί,/ τζαι που τον φόον/ εν εκλείαν τα μμάθκια μου./ Άμαν τζι έφυα να σπουδάσω/ εκατάλαβα πόσον τυχερός/ εν ο κόσμος/ που τζοιμάται τζαι ξυπνά χωρίς φον». Στο ποίημα αυτό ο Νικολαΐδης διαπραγματεύεται με έναν τρόπο έμμεσο την εμπειρία της εισβολής και του αποτυπώματος που άφησε στην μνήμη. Ακόμη θυμάται, μας λέει ο αφηγητής, πως μέχρι την πέμπτη δημοτικού ξύπναγε μες στην νύχτα από τον φόβο. Το λέει, κι η γλώσσα του τρέμει μεταλαμβάνοντας το σώμα και το αίμα της κυπριακής διαλέκτου: «εν εκλείαν τα μμάθκια μου». Κι ακούμε ακόμη το αναφιλητό του προηγούμενου ποιήματος, με την αγωνία της μητέρας και του τζυρού, με τον τρόμο του παιδιού. Κι ο φόβος σε τούτα τα ελληνικά γράφεται με νι (φον) και αν δεν κάνω πολύ μεγάλο λάθος το νι ετούτο ανήκει του φονιά. Η φυσική ενρίνωση της κυπριακής διαλέκτου αξιοποιείται εδώ για να αποδώσει ένα βάθος στο ίδιο το σημαίνον του φόβου, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επισυμβαίνει μια διάκλειση προς το σημαινόμενο του – ο φόβος ως φόβος για τον φονιά. Δεν πρόκειται βέβαια για κανένα χαριτωμένο λεκτικό παιχνιδάκι, αλλά για μια γλώσσα που μπορούμε να αισθανθούμε την σάρκα και το δέρμα της. Κι ο Νικολαΐδης συνεχίζει την καταβύθιση του στο τραύμα της παιδικής ηλικίας. «Μέχρι τα δέκα/ ονειρευόμουν να κάνω κάτι ηρωικό./ Κι είχα πραγματικά μεγαλεπήβολα σχέδια./ Να περισώσω σπάνια είδη/ δάση τροπικά/ τα πεινασμένα παιδιά της Αφρικής/ να λευτερώσω την πατρίδα μου». Κι από τούτη την συμπαράθεση καταλαβαίνουμε πως η φαντασία του παιδιού που όλα τα χωρεί κι όλα τα καταφέρνει δίνει την θέση της στην προσγειωμένη ματιά, αλλά και κάποτε στην ματαίωση του ενηλίκου: «Όσο κι αν ονειρεύομαι όμως (…) όλο νυχτώνει στο λευκό», θα πει παρακάτω. Στίχοι οι οποίοι ποτίζουν το ποίημα με μια γεύση του ανεκπλήρωτου, τόσο ισχυρή για τον ποιητή, ώστε να του δημιουργεί μια αίσθηση πως ούτε και το Επέκεινα δεν είναι σε θέση να την αποσοβήσει. Ταυτόχρονα όμως λαμβάνει χώρα ακόμη μία αλλαγή, το ποίημα δεν μας μιλά πλέον στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά στην κοινή ελληνική. Με την μετάβαση αυτή ο Νικολαΐδης υπογραμμίζει την απολεσθείσα αθωότητα αφενός και αφετέρου μας παρουσιάζει ανάγλυφα την μεταιχμιακή θέση του Κυπρίου ο οποίος ακροβατεί συνεχώς μέσα στην ίδια του την γλώσσα. Κι όμως το όνειρο θα γίνει εδώ το ζύγι των πραγμάτων, το κρυφό μαράζι το οποίο ακόμη γυροφέρνει στην σκέψη του ενηλίκου: «Να λευτερώσω την πατρίδα μου». Μας λέει κι ακούμε σχεδόν τον αναστεναγμό του, μιας και δεν μπορεί να εγκαταλείψει πλήρως αυτή την τόσο ευγενική επιθυμία των παιδικών του χρόνων.

Την αθωότητα της παιδικής ηλικίας θα διαδεχτούν οι ποικίλοι συμβιβασμοί της ενήλικης ζωής, μια εικόνα την οποία διαρρηγνύουν πότε οι εκλάμψεις της φαντασίας και του ονείρου και πότε μια πικρή ειρωνεία: «άνθρωποι που μασούν/ καθώς/ ο οισοφάγος τους συστέλλεται/ κατεβάζοντας σβώλους τροφής στο στομάχι». Το τέταρτο ποίημα της σειράς, από το οποίο μόλις παραθέσαμε κάποιους στίχους, μας παρουσιάζει γλαφυρά την εικόνα του σύγχρονου αλλοτριωμένου Υποκειμένου, το οποίο θέτει ως κύριο άξονα της ζωής του την κατανάλωση, εν προκειμένω την κατανάλωση της τροφής. Ο Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault) στις Ετεροτοπίες του, μας λέει πως η μετάβαση από το Υποκείμενο του 19ου αιώνα σ’ εκείνο του 20ου είναι κατά βάση η μετάβαση από τον παραγωγό στον καταναλωτή.[2] Με την έννοια πως στην ύστερη φάση του Καπιταλισμού και εξαιτίας της αυξανόμενης εκμηχάνισης της παραγωγής, αυτό το οποίο απαιτείται από το Υποκείμενο, προκειμένου να επιβιώσει το σύστημα, είναι ακριβώς το να καταναλώνει. Σημαίνοντα ρόλο σε αυτήν την φάση, εξηγεί ο Φουκώ, διαδραματίζει η τροφή, ως το κατεξοχήν αντικείμενο καταναλωτικής απόλαυσης. «Σε λειτουργία λανθάνουσας ύπαρξης», θα μας πει ο Νικολαΐδης, «ανθίζουμε εμείς./ τα παιδιά των νεκρών./ Ένας πλανόδιος πεπτικός σωλήνας». Η τελευταία φράση μας δίνει ακριβώς την καλύτερη δυνατή περιγραφή του μοντέρνου Υποκειμένου, το οποίο υπό το καθεστώς του θανάτου του Θεού εισέρχεται σε μια κατάσταση λανθάνουσας ύπαρξης. Αποζητά δηλαδή την πραγμάτωσή του μοναχά μέσα από εφήμερα αντικείμενα, ψάχνει για μια τροφή η οποία δεν προσφέρεται ως κοινωνία, αλλά πέφτει στο υπαρξιακό κενό δίχως να φέρνει ποτέ την πλήρωση. Γι’ αυτό, το ταξίδι του Νικολαΐδη στην κατεχόμενη πλευρά της Κύπρου, τίθεται εξαρχής ως προσκύνημα, ως αναζήτηση ενός νοήματος το οποίο έχει διαρραγεί. Κι έτσι ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο εκείνο που φαίνεται να τον απασχολεί είναι η ρωγμή των συνόρων η οποία διατρέχει το σώμα του νησιού, σε ένα δεύτερο και πιο ουσιαστικό επίπεδο η ψηλάφηση της ραγισματιάς προχωρεί προς τα μέσα.

Στο πέμπτο ποίημα της σειράς ο Νικολαΐδης παρατηρεί ένα «σύννεφο παρατεταμένης σκόνης», το οποίο κρέμεται ως γάζα πάνω από την πόλη για να σκεπάσει την πληγή στο βουνό. Κι όπως μαθαίνουμε από τις σημειώσεις στο επίμετρο του βιβλίου, ο Νικολαΐδης βλέπει ως πληγή την τεράστια σημαία του » τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους «. Είναι τέτοιο το μένος του για το γεγονός της Κατοχής, ώστε δεν θέλει να έχουμε καμία αμφιβολία για το τι εννοεί. Η τουρκική σημαία λοιπόν ως πληγή, μια πληγή με την οποία πρέπει να μάθει κανείς να ζει, βλέποντάς την σε απόσταση αναπνοής από το παράθυρο του μικρού του γραφείου, μαθαίνοντας να ζει απέναντι από ένα καθεστώς το οποίο θέτει διαρκώς την εξαίρεση. Ο Τζόρτζιο Άγκαμπεν (Giorgio Agamben) στην θεωρητική του επεξεργασία ορίζει το καθεστώς εξαίρεσης ως μία περίπτωση κατά την οποία μια κίνηση της Ισχύος καταλύει τον Νόμο, συνήθως επικαλούμενη μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ακριβώς δηλαδή μία εξαίρεση στο εκάστοτε νομικό πλαίσιο.[3] Έτσι ο ίδιος ο Νόμος προσφέρει τις δυνατότητες της αδρανοποίησης του, πράγμα από το οποίο επωφελούνται υποψήφιοι τύραννοι προκειμένου να αδράξουν την εξουσία και να δημιουργήσουν μία νομική λίμβο (limbo), εντός της οποίας η ίδια τους η Ισχύς τίθεται ως ο μοναδικός Νόμος. Η παραπάνω περιγραφή μας φέρνει αναγκαστικά στον νου την Τουρκία, η οποία χρησιμοποιώντας το πραξικόπημα του Ιωαννίδη ως αφορμή για την εισβολή στο βόρειο τμήμα του νησιού, κατάφερε το 1974 να εδραιώσει την κυριαρχία της σε αυτό και να δημιουργήσει ακριβώς μια τέτοια κατάσταση εκτός Νόμου. Είναι σαφές λοιπόν ότι το βόρειο τμήμα του νησιού από την στιγμή που συνέβη το κακόν τζι ο τόπος εμοιράστηκεν, έχει αποκτήσει έναν ετεροτοπικό προσδιορισμό, είναι ένας ου-τόπος μεταξύ του νόμιμου και του παράνομου, ένας χώρος διαρκούς εκκρεμότητας προς επίλυση. Το ταξίδι του Νικολαΐδη στα κατεχόμενα είναι υπό αυτήν την έννοια ένα ταξίδι στην άλλη μεριά, μια Νέκυια, όχι τόσο Ομηρική, όσο Σινοπουλική, ακριβώς γιατί ο ποιητής του Περισσού θέτει με έναν τόσο ριζικό τρόπο την εκκάλυψη ενός μεταιχμιακού ασυνείδητου τοπίου στην Ιστορική μνήμη του Εμφυλίου Πολέμου. «Πρώτη φορά γυρίσαμε την άλλη πλευρά/ τον άλλο πενταδάχτυλο». Θα μας πει ο Νικολαΐδης καθώς εισέρχεται σε αυτήν την άλλη πραγματικότητα, η οποία θυμίζει τον βυθό μιας οθόνης ή καλύτερα ενός καθρέφτη. «Λες και γυρίζει ανάστροφα/ κάποιος το κλειδί/ στον αυχένα του χρόνου». Κι ο αυχένας του Χρόνου είναι βέβαια και ο αυχένας του νησιού, το βόρειο τμήμα του το οποίο μακραίνει μέσα στην θάλασσα. Εκεί, συμβαίνουν πράγματα τα οποία μοιάζουν να διασαλεύουν την φυσική τάξη, ένα πουλί, σαν εκείνο των δημοτικών τραγουδιών, κοιτάζει παράξενα, δυο ποιήματα πιο κάτω μια λεμονιά ψιθυρίζει στον αφηγητή να παραμείνει στην μητρώα γη: «Μεν φύεις. Μείνε, λαλώ σου, τζι ειμ’ αθθισμένη». Τα δικά της λεμόνια δεν είναι τα Πικρολέμονα του Λώρενς Ντάρρελ (Lawrence Durrell), του Άγγλου συγγραφέα του οποίου το εν λόγω βιβλίο αποτελεί προπαγανδιστικό κείμενο της αγγλικής αποικιοκρατίας. Η αντίστιξη αυτή, με την αναφορά στον Ντάρρελ και στην ποιητική του συλλογή Bitter lemons από την μια και την λεμονιά του δημοτικού τραγουδιού από την άλλη, γίνεται σκόπιμα από τον Νικολαΐδη προκειμένου να υπογραμμίσει την διαφορά ανάμεσα στην κυριαρχική γραφή και την ζώσα ελληνική Παράδοση. Διότι η μήτρα της γλώσσας μας είναι ετούτο το ζωντανό ξύλο το οποίο απλώνει τις ρίζες του από τις κυπριακές Ρίμες Αγάπης και τον Απόκοπο του Μπεργαδή της κρητικής παράδοσης, για να ανοίξει τους κλάδους της μέχρι τις μέρες μας. Κι η ποίηση του Νικολαΐδη κρύβει μέσα της τα θροΐσματα αυτού του μεγάλου δέντρου, την εσωτερική λαλιά στην οποία πρώτος ο Όμηρος μας μίλησε, ανάμεσα στα άλλα, και για τον καημό μιας γυναίκας που περιμένει τον άντρα της.

ce92ce99ce92ce9bce99ce9146.jpgΕίναι σε γλώσσα καρδιακή λοιπόν με την οποία ο Νικολαΐδης μας μιλά για τον καημό της δικής του νύφης: «Ήτουν να παντρευτώ Κυριακήν./ Παρασκευή εφέραν μου το νυφικόν./ Εφόρησα το μόνον μία φοράν./ Σάββατο ξημερώματα εγίνην η εισβολή./ Το νυφικόν έμεινεν πίσω κρεμασμένον». Αυτή είναι σε λίγες γραμμές η ιστορία της νύφης που ‘ταν να παντρευτεί εικοσιμίαν του Ιούλη. Στο βιβλίο του ο Νικολαΐδης μας παρουσιάζει την διττή της θέση. Στον άξονα του πραγματικού πρόκειται για μια κοπέλα, την Αργυρώ Χριστοφόρου, της οποίας ο γάμος ματαιώθηκε από την εισβολή. Στον άξονα του συμβολικού όμως η Νύφη είναι η ίδια η Κύπρος η οποία επίσης περιμένει μία ένωση που παραμένει εκκρεμής. Εξετάζοντας αυτήν την μετέωρη θέση ο Νικολαΐδης εισέρχεται κατά βάση σε ένα ζήτημα ταυτότητας: πώς μπορεί κάποιος να υπάρχει περιμένοντας μία λύση που διαρκώς επίκειται. Και για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: τί σημαίνει να είναι κανείς Κύπριος. Ένα ερώτημα που διαπλέκεται με το εξής ευρύτερο του: τί σημαίνει να είναι κανείς Έλληνας. Κι από την απέναντι πλευρά, εκείνη της τουρκικής επεκτατικότητας, βλέπουμε να κατασκευάζεται μεθοδικά ένας μηχανισμός αποσιώπησης και διαστρέβλωσης της αλήθειας ο οποίος αναπλάθει την ίδια την γλώσσα μετονομάζοντας, όπως μας λέει με περισσή ειρωνεία ο Νικολαΐδης, την εισβολή σε φτερούγισμα, τους εποίκους σε πρόσφυγες, τις σφαίρες σε βάλσαμο, κ.ο.κ. Η πραγματικότητα ωστόσο παραμένει, κανένας οργουελικού τύπου μετωνυμικός μηχανισμός, δεν πρόκειται να αποσοβήσει το αίμα των αδικοχαμένων. Το αίμα τίθεται εδώ ως το τελευταίο βερνίκι της ανθρωπότητας, ένα βερνίκι το οποίο είναι αδύνατον να αποξεστεί από αυτήν. Κι είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο, νομίζω, όπου διαφαίνεται η πρόταση του Νικολαΐδη: εάν δεν αναμετρηθούμε με το αίμα των αδικοχαμένων δεν μπορούμε να έρθουμε πραγματικά σε επαφή με την ταυτότητά μας. Μένοντας αμύητοι σε αυτό το οποίο ο Σολωμός συνόψισε με τον στίχο του: Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι, δεν θα είμαστε παρά πλανόδιοι πεπτικοί σωλήνες, θα αναζητούμε δηλαδή την ουσία σε οτιδήποτε πέρα από τον εαυτό μας. Είναι ανάγκη λοιπόν να ακούσουμε την φωνή των νεκρών η οποία μας ζητά να αντιταχθούμε στο πνεύμα το οποίο μας περιφρονεί και ζητά να μας συνθλίψει. Η ένωση επομένως δεν μπορεί να είναι παρά ένωση με τον εαυτό μας. Μόνο γινόμενοι νυμφίοι του εαυτού μας θα μπορέσουμε να αδρανοποιήσουμε το βαρβαρικό στοιχείο το οποίο έρχεται και ζητά να αλώσει την ανθρωπιά μας. Ο λόγος για τον οποίο πιστεύω πως η περίπτωση του Νικολαΐδη ξεχωρίζει σήμερα στα ελληνικά γράμματα είναι ακριβώς γιατί διαπλέκει με έναν τρόπο τόσο κομβικό το προσωπικό με το συλλογικό, χαράσσοντας έναν δρόμο πέρα από τα ιδιωτικά οράματα, προς μια ποίηση που θα είναι και πάλι δυνατόν να μας αφορά όλους.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ



* Το κείμενο εκφωνήθηκε κατα την παρουσίαση του βιβλίου στο Polis Art Cafe (Πεσμαζόγλου 5, Αίθριο Στοάς ΒιβλίουΑθήνα) την Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

[1] Παναγιώτης Νικολαΐδης, Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας, 14 κριτικά κείμενα για τη σύγχρονη ποίηση στην Κύπρο μετά το ’90, εκδ. Διόραμα, Λευκωσία, 2018.

[2] Michel Foucalt, Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 2012.

[3] Giorgio Agamben, Κατάσταση Εξαίρεσης, όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα. εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2007.