Month: Αύγουστος 2019

Ειρήνη Γιαννάκη, Σχεδίασμα για ένα καλοκαίρι

11.JPG

Ειρἠνη Γιαννάκη
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Σε πλάκες δαγκεροτυπίας παλιάς
πάγωσα
το καλοκαίρι αυτό
με κόπο το βύθισα στο ιώδιο
θέλει βάρος για να κάτσει η ελαφρότητα, βλέπεις
θέλει μια κάποια μελαγχολία για να αποκτήσει υπόσταση
ό, τι υπερίπταται
μαύρα νερά
βράχοι που σου γελούν απ’ τις σχισμές
ηφαίστεια που λουλουδίζουν
προκυμαίες που κυματίζουν
τζιτζίκια που για θάνατο κρυφομιλούν
περιμένοντας τον ερχόμενο
το καλοκαίρι αυτό
παίζει στο ριπίτ εδώ κι αιώνες
κι ας κράτησε μόνο μία σαιζόν
το καλοκαίρι αυτό
έσκασε σαν καρπούζι στο πάτωμα
κι αφού χάθηκε πια η μαλακή του καρδιά
γλείφουμε με λαχτάρα σκύλου τα κουκούτσια
το καλοκαίρι αυτό
ξεβράστηκε
σαν το μαρμάρινο κεφάλι του Διόνυσου
που άξαφνα φύτρωσε στην κορυφή ενός σκιάχτρου
για να ξυπνήσει πρωτογονισμούς λαμπρούς
να λύσει χρόνιους αποκλεισμούς
για να δοξάσει όλους τους αφελείς
ν’ αποτελειώσει τους επιρρεπείς.

Στην κοιλάδα με τις πεταλούδες
ονειρευτήκαμε
πως χανόμαστε
στις φωτιές του Άι-Γιάννη
πως σβήνουμε
και το μόνο που θυμόμαστε
είναι κάτι τόσο δα
ανάερο
σαν κόκκος σκόνης τα μεσημέρια

~.~


ΣΑΡΚΩΔΕΣ

Αν δεν χτυπά ανελέητα,
δεν είναι θέρος.

Αν δεν εκλιπαρείς για έλεος,
δεν είναι φως.

Αν δεν βαστούν νύχια γαμψά την αθωότητα,
δεν είναι δώρο.

Αν δεν υψώνεσαι λευκός καπνός ο ίδιος,
δεν είναι επιστροφή.

Αν δεν ζηλεύεις τον καρπό
που γέρνει γλυκά απ’ το βάρος
στο κλαρί,
αν δεν ορέγεσαι του ώριμου φρούτου την υφή,

εξόριστος θα μείνεις
θα βλέπεις μια ζωή από μακριά
κι όλο θα φτάνεις.

~.~

ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΗΡΧΑ

Είμαι χταπόδι
με χτυπά ο ψαράς στον βράχο
αφήνω φλογισμένα σάλια
ξεραίνομαι

Είμαι λιθρίνι
με έχουν πετάξει με βία στο καλάθι
μα εγώ σπαρταρώ
ακόμα

Είμαι τζιτζίκι
και μονολογώ
μα μια κρυφή ηδονή με διαπερνά
όταν ένα ζευγάρι χέρια με τραβούν
και μια ανθρώπινη φωνή με νανουρίζει

Είμαι νυχτοπεταλούδα
όλο με τραβά το φως
όλο με μεθάει
μα το σκοτάδι
πιο δυνατό

Είμαι στρείδι
στον ίδιο βράχο για χρόνια
κάτι με αποκολλά
τελειώνω

Είμαι γατάκι
σε ηλιόλουστη αυλή
άγνωστο χέρι με χαϊδεύει
αφήνομαι

Είμαι πυγολαμπίδα
βλέπω τα φαναράκια που πλησιάζουν
κι ύστερα γίνομαι
κόκκινο σειρήτι για τα παιδιά

Είμαι σαύρα
εδώ κι ένα εκατομμύριο έτη
ονειρεύομαι
πως αφήνω το αποτύπωμά μου στην πέτρα
για πάντα

Είμαι καρπός
βαραίνω
λυγίζω
πέφτω

Είμαι μυρμήγκι
βαδίζω χιλιόμετρα για ένα σκοπό
με άλλους μαζί
αλλά και μόνο
τον πετυχαίνω

Είμαι κηφήνας
δεν έχω κεντρί
πεθαίνω
για τη βασίλισσά μου

Είμαι φοράδα
γέρνουν τα μαστάρια μου βαριά απ’ το γάλα
κοιτώ το πουλαράκι στα μάτια
το βυζαίνω
κοιμάται

Είμαι κατσικάκι
βελάζω
από μια σπηλιά
στο βάθος της μέρας

Είμαι φιδοπουκάμισο
ό, τι απέμεινα
αφού πέταξα
καινούριο δέρμα

θα ’θελα
πως θα ’θελα
μα δυστυχώς
εγώ σκέφτομαι.

~.~

ΑΡΓΟΛΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ

Το τοπίο είναι ένα
ο χρόνος δεν υπάρχει
ο χρόνος μια καμπύλη
που τρώει την ουρά του
εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια
σ’ αγαπώ
εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια
από τότε που το είδος σου ενέσκηψε στη γη
με εκείνη την τρυφερότητα την αμυδρή στο καύκαλο
τη σιγουριά στα μέλη όταν λύνονται
εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια
σ’ αγαπώ
έπρεπε
ν’ αφανιστούνε ήπειροι
να ενωθούν στεριές
να εκραγούν ηφαίστεια
να ανοιχτούν σχισμές
για να σε ξαναβρώ.

Είμαστε δυο ημίθεοι διωγμένοι απ’ τους θεούς
γιατί αγάπησαν τη γη
πιότερο από νεφελώματα κι από καταγωγή.

Αν ξανοιχτείς για εκεί που σου μιλώ
θα δεις ένα νησί
και γύρω-γύρω μνήματα
θα δεις ένα νησί
και γύρω-γύρω πεύκα
στα στραφταλίσματα του ήλιου θα δεις
τι αγώνα ημιαντοχής το φως που δίνει
στην κατωφέρεια του αρχαίου ναού θα δεις
το δάσος που φουντώνει
μια θάλασσα στο βάθος το τοπίο να αυλακώνει.

Στη μέση του κάμπου του Αργολικού
θα δεις τη θάλασσα
στα ερείπια του ατελούς θα δεις
το τέλειο
σε πιο νωχελικές διαστάσεις.

ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ

Νέοι ποιητές ενός νέου αιώνα |28. Βἀγια Κάλφα

ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 2000-2020

Ποιά ἡ ποίηση τοῦ 21ου αἰώνα καὶ ποιοί οἱ ποιητές της; Χιλιάδες ποιητικὲς συλλογές, εἴτε τυπωμένες ἀπὸ ἐπώνυμους οἴκους εἴτε αὐτοεκδόσεις, ἑκατοντάδων ἢ καὶ χιλιάδων ποιητῶν ποὺ ἀναζητοῦν τὴν θέση τους στὴν Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Τί μένει ὅμως καὶ τί περνάει ἀπὸ τὴν κρησάρα τῆς κριτικῆς; Τί ἐπιβιώνει –ἢ ἔστω, τί φαίνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει– στὴν μνήμη τῆς ἀναγνωστικῆς κοινότητας;

Ἀποπειρώμενο μιὰν ἀπάντηση στὰ παραπάνω, τὸ Νέο Πλανόδιον ἐγκαινιάζει τὴν ἑβδομαδιαία στήλη ‘‘Νέοι ποιητὲς ἑνὸς νέου αἰώνα. Διαρκὴς ποιητικὴ ἀνθολογία 2000-2020’’. Γιὰ διάστημα δύο ἐτῶν καὶ ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019, θὰ ἀνθολογοῦμε κάθε ἑβδομάδα ἀπὸ ἕνα ἢ περισσότερα ποίηματα ἑνός/μιᾶς συγγραφέα, ποὺ θὰ πληροῦν δύο προϋποθέσεις: θὰ εἶναι α) δημοσιευμένα μετὰ τὸ 2000, καὶ β) γραμμένα ἀπὸ ποιήτριες ἢ ποιητὲς 45 ἐτῶν καὶ νεώτερους, γεννημένους δηλαδὴ ἀπὸ τό –σημαδιακό– 1974 καὶ ἑξῆς.

Τὰ ποιήματα θὰ παρατίθενται πολυτονισμένα, δίχως ὅμως ἄλλες παρεμβάσεις στὸ πρωτότυπο. Ἐπίσης, στὸ τέλος κάθε ἑξαμήνου θὰ δημοσιεύεται στὸν ἱστότοπο ὁ Θησαυρὸς Ἀναγνώσεων τῶν ἀνθολόγων μὲ τὴν μορφὴ ἀναλυτικοῦ καταλόγου, ὅπου καὶ θὰ καταγράφονται ὅλες οἱ ποιητικὲς συλλογὲς ποὺ εἴδαμε στὸ διάστημα αὐτό. Τὰ ποιήματα ποὺ θὰ προκύψουν στὸ πέρας τῆς διαρκοῦς αὐτῆς ἀνθολόγησης, συμπληρωμένα ἐνδεχομένως καὶ μὲ ἄλλα, θὰ ἀποτελέσουν τὸν κορμὸ μιᾶς ἔντυπης Ἐκλογῆς.

Οἱ σκοποὶ τοῦ ἐγχειρήματος, δύο: νὰ ἀναδείξουμε τὰ ἀξιανάγνωστα ποιήματα ποὺ γράφονται στὶς μέρες μας ἀπὸ νέους ποιητές· καὶ νὰ συμβάλλουμε στὴν ἐπόπτευση τῆς νεοελληνικῆς ποίησης τοῦ αἰώνα μας, μακριὰ ἀπὸ παρελκυστικὲς κατηγοριοποιήσεις, αἰσθητικὲς ἢ/καὶ ἰδεολογικές.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ


Βάγια Κάλφα

148

(Ληθόστρωτο, Ἀθήνα, Ἐκάτη, 2013)

Φίλοι

Ἄλλους τοὺς κατάπιε
Μιὰ αἵρεση
Ἄλλους τοὺς πῆρε
Μιὰ δάφνη ποὺ ἔφερε
Ὁ ἀέρας στὸν ὦμο σου
Λοξὴ
Κι ἔμειναν
Κάποιοι ἀπροσδόκητοι

Δὲν ξέρεις
Τί νὰ τοὺς κάνεις

~.~

Ἡ οὐρὰ τῶν ἀνέργων

Δὲν ἔχουν διάθεση
Καμιὰ γιὰ φιλίες, χειραψίες
Κι ἄλλες κοινωνικότητες
Ἐγκλωβισμένοι
Στὰ λαμπρά τους προσόντα
Δὲν πιάνουν κουβέντα
Ἀπροσχημάτιστα κρατοῦν
Ἀποστάσεις
Βλέμμα πέρα ἢ μπροστά

Ἀπ’ ἀνάγκη
Νὰ διαχωρίσουν τὴ μοίρα τους


Ἡ Βάγια Κάλφα γεννήθηκε τὸ 1984 στὴν Ἀλεξανδρούπολη. Σπούδασε Νέα ἑλληνικὴ φιλολογία στὴν Κομοτηνὴ καὶ στὸ Μπέρμιγχαμ. Ἔχουν ἐκδοθεῖ οἱ ποιητικές της συλλογές: Ἁπλὰ πράγματα (2012) καὶ Ληθόστρωτο (2013). Ποιήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ ἱστολόγια.

Το πρόσωπο και το ιερό

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Το πρόσωπο και το ιερό
Μετάφραση-Επίμετρο: Σταύρος Ζουμπουλάκης
Εκδόσεις Πόλις, 2018, σ. 77

 

Αρχίζω κάπως ανάποδα.

Όταν η Βέιλ γράφει στις τελευταίες γραμμές του κειμένου ότι «Εικόνα αυτής της απρόσωπης και θεϊκής τάξης του σύμπαντος ανάμεσά μας είναι η δικαιοσύνη, η αλήθεια, η ομορφιά» (σ. 48), έχει προηγουμένως παραπέμψει στο ευαγγελικό: «όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους». (ό.π.) Όμως, όταν θεωρεί ότι η ρήση αυτή «δεν συνάπτει εκεί την εικόνα ενός προσώπου, αλλά πρωτίστως την εικόνα μιας απρόσωπης τάξης», είναι σαν να λέει ότι ο Χριστός δεν είναι Πρόσωπο. Τις όψεις αυτές της ζωής, την αλήθεια, την ομορφιά και την δικαιοσύνη, μετά την ενανθρώπιση του Λόγου, τις γνωρίζουμε μέσα από το Πρόσωπο του Χριστού. Σάρκωση του Λόγου σημαίνει η Αλήθεια σε Πρόσωπο. Οι όψεις αυτές δεν υπάρχουν αυτόνομες παρά μονάχα όταν θεωρητικοποιούμε τη ζωή –δια της εννοιολογικής φιλοσοφίας– την μετατρέπουμε σε σύνολο αφαιρέσεων ή νομικών και αποδεικτικών διατυπώσεων. Γιατί μπορούμε θαυμάσια να θεωρήσουμε ότι η αλήθεια, η δικαιοσύνη και η ομορφιά είναι καθαρές αφαιρέσεις, είναι ιδέες ή έννοιες, ειδικά αν αναφερθούμε στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία. Ωστόσο, αν αναφερθούμε στην αρχαιοελληνική, δεν είμαι βέβαιος ότι τα πράγματα είναι τόσο αφηρημένα. Το λέω αυτό γιατί στην Πολιτεία, ο Σωκράτης δεν κρίνει τα πολιτεύματα ως αριστοκρατία, δημοκρατία, τυραννία, ολιγαρχία κλπ., αλλά τον αριστοκράτη, τον δημοκράτη, τον τύραννο, τον ολιγάρχη: δηλαδή τον άνθρωπο με σάρκα και οστά και όχι το πολίτευμα-αφαίρεση.

Στην πατερική θεολογία γίνεται λόγος για ένωση ακτίστου και κτιστού, έχουμε ένωση Πατρός και Υιού κατά το «Ο Πατήρ μου και εγώ εν εσμέν». Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, όπως μάλιστα έρχεται από την αρχαιότερη και γνησιότερη χριστιανική παράδοση. Η προσωπική πατερική θεολογία ή η εναλλαγή πρόσωπο-υπόσταση δεν ταυτίζεται με την περσοναλιστική φιλοσοφία. Και σίγουρα η Βέιλ δεν αναφέρεται (ούτε εξαρτάται στις διατυπώσεις της) από τη θεολογία των Πατέρων: των Καππαδοκών, του αγίου Μαξίμου κλπ. Και μάλλον ούτε καν τους ξέρει. Η παράδοσή της είναι η εβραϊκή, είτε το δέχεται είτε όχι, και η αρχαιοελληνική, καθώς έχει επάξια προσηλωθεί στην αφομοίωση της αρχαιοελληνικής πνευματικότητας (ποίηση, θεολογία, φιλοσοφία). Και βεβαίως είναι χριστιανή στην πράξη και κατά δήλωσή της  έχει μυστική ή ενορατική εμπειρία, προσωπικής συνάντησης με το Χριστό. Αλλά η θεωρητική της κατάρτιση είναι περισσότερο φιλοσοφική παρά θεολογική. Το γεγονός μάλιστα ότι εμμένει στον σταυρό και παραθεωρεί την Ανάσταση, την κατατάσσει στην ρωμαιοκαθολική Παράδοση, όπου σιγά-σιγά εξατμίζεται η αναστάσιμη διάσταση και κολλάμε στον σταυρό ή με τα λόγια του Κάλλιστου Γουαίαρ:

Στην δυτική όμως προσέγγιση υπάρχουν ορισμένα πράγματα που  κάνουν τους Ορθοδόξους να μην αισθάνονται και τόσο άνετα. Αισθάνονται πως η Δύση τείνει να θεωρεί τη Σταύρωση ως μεμονωμένο γεγονός, χωρισμένο από την Ανάσταση, με συνέπεια η εικόνα του Χριστού ως πάσχοντος Θεού να έχει στην πράξη αντικατασταθεί από την εικόνα τη πάσχουσας ανθρώπινης φύσης του Χριστού: ο πιστός στη Δύση, όταν σκέπτεται τον Σταυρό, πιο πολύ ενθαρρύνεται στο να προβάλλει μια συναισθηματική συμπάθεια για  τον άνθρωπο της θλίψης, παρά να εξυμνεί τον νικητή και θριαμβευτή βασιλιά.

(Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, Ακρίτας, 1996, σ. 361)

Θέλοντας να ξεκαθαρίσω περισσότερο τη σχέση προσώπου και απροσωπίας που θέτει το κείμενο της Βέιλ παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της ίδιας από το βιβλίο Εκλογή από το έργο της.[1]

Γράφει:

Αυτό που μέσα στον άνθρωπο είναι η ίδια η εικόνα του Θεού, είναι κάτι που μέσα μας συνδέεται με το γεγονός πως είμαστε πρόσωπα, αλλά δεν είναι αυτό το ίδιο το γεγονός. Είναι η ικανότητα ν’ απαρνηθούμε το πρόσωπο. Είναι η υπακοή. Κάθε φορά που ένας άνθρωπος ανέρχεται σ’ ένα ύψος τελειότητας που τον καθιστά δια μετοχής, ένα θείο όν, εμφανίζεται σ’ αυτόν κάτι το απρόσωπο, κάτι το ανώνυμο. Η φωνή του τυλίγεται στη σιωπή. Αυτό είναι φανερό στα μεγάλα έργα  της τέχνης και της σκέψης, στις μεγάλες πράξεις των αγίων και στα λόγια τους.

Είναι επομένως αλήθεια, κατά μία έννοια, πως πρέπει να συλλάβουμε τον Θεό ως απρόσωπο, δηλαδή κατά την έννοια πως Εκείνος είναι ο θείος τύπος ενός προσώπου που υπερβαίνει τον εαυτό του με την αυταπάρνηση. Να τον συλλάβουμε σαν ένα παντοδύναμο πρόσωπο ή αλλιώς, με το όνομα του Χριστού, ως ανθρώπινο πρόσωπο, σημαίνει να αποκλειστούμε από την αληθινή αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει ν’ αγαπούμε την τελειότητα του ουράνιου Πατέρα, όπως τη βλέπουμε στο χωρίς διάκριση μοίρασμα του φωτός. Ο θείος, ο απόλυτος τύπος αυτής της αυταπάρνησης μέσα μας που είναι η υπακοή, αυτός είναι η δημιουργική και προστακτική αρχή μέσα στο σύμπαν, αυτός είναι η πληρότητα της ύπαρξης. (σ. 60)

Πρώτα-πρώτα πρέπει να λεχθεί εδώ ότι η Βέιλ μιλά για μια «σύλληψη του Θεού ως απρόσωπου», σαν η δουλειά αυτή να γίνεται κυρίως δια του νου. Και προσθέτει αμέσως «δηλαδή κατά την έννοια πως Εκείνος είναι ο θείος τύπος ενός προσώπου που υπερβαίνει τον εαυτό του με την αυταπάρνηση». Είναι σαν να περνά το πρόσωπο του Χριστού σε άλλο επίπεδο, στο επίπεδο της διανοητικής σύλληψης, ενώ από την άλλη, ο Χριστός είναι Αυτός που «υπερβαίνει τον εαυτό του με την αυταπάρνηση». Και ακολουθεί η παράδοξη διατύπωση: «Να τον συλλάβουμε σαν ένα παντοδύναμο πρόσωπο ή αλλιώς με το όνομα του Χριστού, ως ανθρώπινο πρόσωπο, σημαίνει ν’ αποκλειστούμε από την αληθινή αγάπη του Θεού». Εδώ είναι το ζήτημα: ο Χριστός δεν είναι ανθρώπινο πρόσωπο. Είναι Θεός που ενανθρώπισε… Ντύθηκε την ανθρώπινη σάρκα, αλλά όταν λέμε πρόσωπο για τον Χριστό εννοούμε θεανθρώπινο πρόσωπο. Γιατί δεν είναι άνθρωπος αλλά θεάνθρωπος, μοιράζεται η ανθρώπινη φύση με τη θεία («ασυγχύτως και αδιαιρέτως») ή πιο σωστά, ενώνεται. Δεν μπορούμε να κλείσουμε το πρόσωπο-Χριστός μέσα στην ανθρώπινη φύση. Ιδού το ζήτημα.

Επομένως, διασταυρώνοντας το συμπέρασμα αυτό με όσα λέει στο κείμενο Το πρόσωπο και το ιερό καταλαβαίνουμε ότι οι διατυπώσεις της δεν απορρέουν από μιαν οικείωση με την πατερική-αποκαλυπτική Θεολογία. Μάλιστα όταν μας συστήνει στο απόσπασμα που παρέθεσα ότι: «Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει ν’ αγαπούμε την τελειότητα του ουράνιου Πατέρα, όπως τη βλέπουμε στο χωρίς διάκριση μοίρασμα του φωτός. Ο θείος, ο απόλυτος τύπος αυτής της αυταπάρνησης μέσα μας που είναι η υπακοή, αυτός είναι η δημιουργική και προστακτική αρχή μέσα στο σύμπαν, αυτός είναι η πληρότητα της ύπαρξης», είναι σαν να χωρίζεται ο Πατέρας από τον Υιό και σαν η τελειότητα του ουράνιου Πατέρα να μην αφορά αυτό που λέμε στη θεολογία «τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος».

Εξάλλου, το ζήτημα της αυταπάρνησης, το οποίο θέτει και ξαναθέτει η Σιμόνη, πως αλλιώς παρουσιάζεται και ξεκαθαρίζεται αν όχι μέσα από την παρουσία και τη θυσία του Υιού;

Παρ’ όλα αυτά, έχει ξεχωριστή σημασία και γι’ αυτό άξιζε όντως να μεταφραστεί αυτό το κείμενο –και όχι τόσο για τα περί προσώπου και απροσώπου– ο τρόπος με τον οποίον η Βέιλ μεταγράφει ή αποτυπώνει στο χαρτί τη σύνθεση ή το συνδυασμό αλήθειας, δικαιοσύνης και  ομορφιάς. Η μεταγραφή αυτή και η αποτύπωση είναι πρώτιστα χριστιανική και ευαγγελική (χωρίς βέβαια να παραθεωρείται η περίπτωση της Αντιγόνης, για την οποία εξάλλου γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στις σσ. 24-25) και μάλιστα όταν αντιδιαστέλλει σφόδρα την αληθινή δικαιοσύνη με την ισχύουσα κατασταλτική δικαιοσύνη.

Τα ζητήματα αυτά της δικαιοσύνης την απασχόλησαν από πάντα. Το δείχνει αυτό ο προσωπικός αγώνας της ίδιας να διορθώσει τα λάθη της εφαρμοζόμενης δικαιοσύνης (κοινωνικής ή άλλης). Όταν αντιδιαστέλλει το τρίπτυχο αλήθεια-δικαιοσύνη-ομορφιά σε αυτό που ονομάζει κατασταλτική δικαιοσύνη έχει πίσω της Σωκράτη-Πλάτωνα (η Πολιτεία δεν είναι παρά λόγος περί Δικαιοσύνης – και μέσα εκεί υπάρχει και αλήθεια και ομορφιά) αλλά προπαντός έχει Χριστό και Ευαγγέλιο.

Τα ζητήματα αυτά τα αναπτύσσει πολύ περισσότερο στο βιβλίο της Attente de Dieu που ανέφερα και προηγουμένως. Ανατρέχω για μια ακόμη φορά στην Εκλογή όπου και τα κεφάλαια «Αγάπη του κόσμου» και ¨Αγάπη του πλησίον¨. Εκεί λοιπόν, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε σχετικά με τη Δικαιοσύνη τα παρακάτω:

Τίποτα δεν βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα από μια ανθρώπινη ύπαρξη που έχει περιβληθεί μια αληθινή ή ψεύτικη ενοχή και που βρίσκεται ολοκληρωτικά στη διάθεση μερικών ανθρώπων που με λίγες λέξεις θα αποφασίσουν για την τύχη της. Αυτοί οι άνθρωποι δεν της δίνουν προσοχή. Άλλωστε, από τη στιγμή που κάποιος πέφτει στα γρανάζια του ποινικού μηχανισμού ως τη στιγμή που βγαίνει-και αυτοί που ονομάζουμε ποινικούς κατάδικους , καθώς και οι  πόρνες, δεν βγαίνουν από εκεί σχεδόν ποτέ ως το θάνατό τους –δεν αποτελεί ποτέ αντικείμενο προσοχής. Όλα είναι κανονισμένα ως τις παραμικρότερες λεπτομέρειες, ως τις διακυμάνσεις της φωνής, για να την κάνουν να φαίνεται στα μάτια όλων και στα ίδια της τα μάτια ένα πράγμα βρωμερό, ένα αντικείμενο αποκρουστικό.  […] Δεν είναι δυνατόν να γίνεται διαφορετικά αν δεν υπάρχει ανάμεσα στον ποινικό μηχανισμό και το έγκλημα κάτι που καθαρίζει τα μιάσματα. Αυτό το κάτι  δεν μπορεί παρά να είναι ο Θεός. Μόνο η άπειρη καθαρότητα δεν έχει μιανθεί από την επαφή με το κακό.

Κάθε πεπερασμένη καθαρότητα εξ αιτίας αυτής της παρατεταμένης επαφής, γίνεται και η ίδια μίασμα. Με όποιον τρόπο και αν μεταρρυθμιστεί ο κώδικας, η τιμωρία δεν μπορεί να είναι ανθρώπινη αν δεν περάσει από τον Χριστό. (Εκλογή από το έργο της, σσ. 34-35)

Είναι βέβαιο ότι η Βέιλ είναι ένας εντελώς ξεχωριστός άνθρωπος μόνο και μόνο για το γεγονός ότι τολμά να γράψει πως: «Δεν εισέρχεται κανείς στην αλήθεια χωρίς να έχει περάσει μέσα από τη δική του εκμηδένιση χωρίς να έχει παραμείνει για πολύ σε κατάσταση άκρας και πλήρους ταπείνωσης». (Το πρόσωπο και το ιερό, σ. 36) Και μόνο η φράση αυτή τινάζει στον αέρα όλες τις φιλοσοφίες και τις θεωρητικές επάρσεις, γιατί μεταθέτει τη σημασία της ύπαρξης σε άλλο επίπεδο, έξω από το κυρίαρχο πνεύμα όλων σχεδόν των κοινωνιών, τουλάχιστον των τελευταίων αιώνων.

Η παραπάνω διατύπωση της Σιμόνης τἠς επέτρεψε να διεισδύσει βαθιά σε ζητήματα ψυχικής και πνευματικής τάξης, όπως σπάνια έχουν κάνει ψυχίατροι και ψυχαναλυτές. Ο τρόπος που μιλά για τη δυστυχία, για την οδύνη, για τον άνθρωπο μέσαθέ τους, για το πως η σκέψη μπορεί να μιλήσει γι’ αυτά, για την ανάλογη εμπειρία όταν συμβαίνει αυτό, για τη σχέση του ανθρώπου με την εκμηδένιση του εαυτού του για να φτάσει στην αλήθεια είναι μοναδικός. Εξίσου σπουδαία είναι η παρακάτω διατύπωση:

Χάρις στην αιώνια οικονομία της Πρόνοιας, ό, τι δημιουργεί ο άνθρωπος σε κάθε πεδίο, όταν τον κυβερνάει το πνεύμα της δικαιοσύνης και της αλήθειας, ενδύεται τη φεγγοβολή της ομορφιάς, (ό.π., σ. 39)

Έρχομαι τώρα στο «Επίμετρο» του μεταφραστή.

Πολύ σωστές είναι οι παρατηρήσεις του Σταύρου Ζουμπουλάκη όταν μιλά για τους μυστικούς και τη σχέση τους  ή μη με τον αναχωρητισμό και τον ασκητισμό. Γράφει:

Οι μυστικοί όλων των αιώνων, σε όποια θρησκεία κι αν ανήκουν, παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες. Επί παραδείγματι, αντιμετωπίζουν όλοι αρνητικά την ατομικότητα, το εγώ, το προσωπικό θέλημα. Η ψυχή πρέπει να αδειάσει από όλα τα ατομικά στοιχεία, να κενωθεί, για να έρθει να κατοικήσει εκεί ο Θεός, η Αλήθεια. (ό.π., σσ. 72-73) Εδώ, αφήνοντας τα σχετικά με τον Μάιστερ Εκαρτ που λέγονται πιο κάτω, ας μου επιτραπεί νε σημειώσω μερικές αποσαφηνίσεις:

Η υπογράμμιση που κάνουν οι μυστικοί αρχίζει από τη στάση του Χριστού και συγκεκριμένα τη ρήση του –εκφρασμένη μάλιστα σε μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές πριν τη σύλληψή του– «όχι το δικό μου θέλημα αλλά το δικό Σου», και το ζήτημα από εκείνη την ώρα βρίσκεται σε αυτό το σημείο: όχι το δικό μου θέλημα αλλά του Πατρός. Ποιός υπογράμμισε πρώτος στις Επιστολές του αυτή τη διάσταση; Ποιος άλλος από τον Παύλο με τη ρήση: «Ζω ουκέτι εγώ, ζει εν εμοί Χριστός».

Όμως, εδώ προσοχή. Ο Χριστός είναι Πρόσωπο. Δεν υπάρχει στη χριστιανική παράδοση και μάλιστα την αρχαιότερη και αποκαλυπτική, δεν υπάρχει απροσωπία. Υπάρχει υπέρβαση του εγώ και του εαυτού έτσι ώστε να χριστοποιηθεί ο άνθρωπος, να γίνει καινός άνθρωπος. Αυτά, σε μια Παράδοση που έχει μέσα της Συμεών νέο Θεολόγο, Γρηγόριο Παλαμά και Νικόλαο Καβάσιλα, είναι  κ ο ι ν ο ί  τ ό π ο ι .  Αυτά είναι τα κλειδιά. Είναι άλλος ο μυστικισμός που αναπτύσσει ο Καθολικισμός και οι μυστικοί του, αν και πιστεύω ότι αυτοί βρίσκονται πιο κοντά στην Ορθόδοξη παράδοση. Και στο σημείο αυτό τίθεται το ερώτημα: τι σχέση έχουμε οι λεγόμενοι ορθόδοξοι με τη ρήση «όχι το δικό μου αλλά το δικό Σου», ή με το «ζη εν εμοί Χριστός» του Παύλου; Θα πρέπει κάποτε να απαντήσουμε.

Σε άλλο σημείο του ¨Επιμέτρου» διαβάζουμε:

Η σφοδρότητα με την οποία η Βέιλ επιτίθεται κατά της ιδέας του προσώπου ξενίζει, δεδομένου μάλιστα ότι η λέξη και η ιδέα αυτή ανήκουν πρωτίστως στη χριστιανική κληρονομιά. Ο Χριστός είναι  πρόσωπο, και οι αναφορές ή οι επικλήσεις στο πρόσωπο του, στα κάθε είδους χριστιανικά κείμενα, είναι κυριολεκτικά αμέτρητες. Την αγία Τριάδα τη συγκροτούν τρία πρόσωπα, και επίσης κάθε άνθρωπος που μετέχει σε μια χριστιανική σύναξη ή κοινότητα, ορίζεται, ήδη από την Καινή Διαθήκη, ως πρόσωπο (2 Κορ, 1:11). Η Βέιλ το ξέρει αυτό (σελ. 47-48) αλλά το προσπερνάει πολύ εύκολα. Επιπλέον, ο περσοναλισμός, εναντίον του οποίου ρητά στρέφεται, είναι ένα ρεύμα σκέψης χριστιανικής εμπνεύσεως. Με την ιδέα του προσώπου οι περσοναλιστές θέλησαν να διαφοροποιηθούν, τόσο από τον άκρατο ατομικισμό των φιλελευθέρων, όσο και από τον κοινωνισμό των μαρξιστών. (ό.π., σ. 57)

Πράγματι, φαίνεται πως την Βέιλ την ενδιαφέρει η σημασία του προσώπου για τον περσοναλισμό, όχι γενικά για το χριστιανικό πρόσωπο. Πάντως συνάπτει το πρόσωπο  με το ‘εγώ’ τη στιγμή που ένας Μπερντιάεφ –αλήθεια πως δεν αναφέρεται ποτέ στους ρώσους της διασποράς που ζούσαν στο Παρίσι και μάλιστα στον Μπερντιάεφ, προσωπικό φίλο της Μητέρας Μαρίας Σκομπτσόβα (νυν αγίας Μαρίας), η οποία, εξάλλου, στην αγάπη της για τους ανεξαρτήτως φύλου και φυλής αναγκεμένους είναι πολύ κοντά στη στάση της Βέιλ– γράφει για τη σχέση προσώπου-ατόμου:

Ο ρόλος του εγώ είναι να πραγματώσει μέσα του το πρόσωπο κα αυτή η πραγμάτωση είναι ένας αδιάκοπος αγώνας. Η αναγνώριση της προσωπικότητας μέσα του και η πραγμάτωσή της είναι οδυνηρές. Η προσωπικότητα είναι οδύνη και πολλοί, ανίκανοι να υπομείνουν αυτή την οδύνη, προτιμούν να χάσουν την προσωπικότητά τους. Η ίδια η ιδέα της κόλασης είναι αξεχώριστη από την διατήρηση του προσώπου: το απρόσωπο είναι δεν γνωρίζει την κόλαση. Το πρόσωπο δεν είναι ταυτόσημο με το άτομο. Το άτομο είναι κατηγορία τάξεως φυσικής, βιολογικής. Όχι μόνον το ζώο και το φυτό αλλά και η πέτρα, το γυαλί, και η κιμωλία είναι άτομα. Το πρόσωπο αντίθετα είναι μια κατηγορία όχι φυσική αλλά πνευματική, είναι έργο του πνεύματος όταν γίνεται κάτοχος της φύσης. Δεν υπάρχει πρόσωπο χωρίς πνευματική εργασία σχετικά με τη φυσική και ψυχική συγκρότηση του ανθρώπου

Και παρακάτω:

Το πρόσωπο είναι άλλο πράγμα από τη φύση όπως ο Θεός είναι άλλο πράγμα από τη φύση∙ και το πρόσωπο βρίσκεται σε στενή εξάρτηση από το Θεό γιατί το πρόσωπο είναι η εικόνα και η ομοίωση του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Το πρόσωπο προϋποθέτει την ύπαρξη του υπερ-προσωπικού. Δεν υπάρχει πρόσωπο αν δεν υπάρχει κάτι πάνω από αυτό και στην περίπτωση αυτή αδειάζει από το περιεχόμενό του που είναι συγγενικό με το υπερ-προσωπικό. (Ν. Μπερντιάεφ, Πέντε στοχασμοί περί υπάρξεως, μτφρ. Β. και Σ. Γουνελάς, πρόλ. Μ. Μπέγζος, β΄ έκδοση, Παρουσία, 1996, σσ. 185-186, εξαντλ.)

Αυτή η διάσταση του προσώπου δεν υπάρχει στην Βέιλ. Ίσως δεν υπάρχει ούτε στον καθολικισμό, ούτε στον προτεσταντισμό. Τι υπάρχει σε σχέση με την απροσωπία και το πρόσωπο; Το λέει ο Ζουμπουλάκης λίγο πιο πέρα:

Η Βέιλ για να μη βραδυπορούμε, θεωρεί ότι πρόσωπο σημαίνει προνόμια, κοινωνικά προνόμια (σ. 27). Ο σκλάβος στις φυτείες, με την αλυσίδα στο πόδι, η ό άλλος στην αλυσίδα του εργοστασίου δεν έχουν πρόσωπο. Είναι τσαλαπατημένα σώματα και ψυχές, δαρμένα ζώα. >Πρόσωπο έχουν μόνο οι προνομιούχοι. Οι άλλοι δεν έχουν πρόσωπο, άρα δεν έχουν φωνή. Υποφέρουν βουβά. Το πολύ πολύ να ψελλίσουν. […] Η Βέιλ σε όλη τη ζωή της διάλεξε να είναι με αυτούς που δεν έχουν πρόσωπο, με τους κατατρεγμένους, πάσχισε να ταυτιστεί μαζί τους, να ακούσει και να μεταδώσει τη βουβή διαμαρτυρία τους. […] Για να μπορέσεις να ακούσεις την ανάκουστη φωνή ή τα ψελλίσματά τους, χρειάζεται ένα περιβάλλον σιωπής και ένα είδος προσοχής, που δεν είναι κάτι διαφορετικό από την καθαρή αγάπη (σ.11). («Επίμετρο», σσ. 58-59)

Ρωτάω: αυτή η καθαρή αγάπη μονάχα στους κατατρεγμένους στρέφεται; Για τους άλλους δηλαδή ισχύει κάτι άλλο; Μια μη καθαρή αγάπη ή ένα μίσος; Και πως μπορούμε να μιλήσουμε τόσο απόλυτα για το ότι ο εργάτης στο εργοστάσιο δεν έχει πρόσωπο! Πρόσωπο έχουν όλοι, και οι σκλάβοι. Μόνο που το πρόσωπό του είναι συντριμμένο, τσαλακωμένο, και εδώ έχει απόλυτο δίκιο η Βέιλ να στρέφει την αγάπη της σ’ αυτούς. Όμως, το ζήτημα του προσώπου ή της απροσωπίας δεν μπορεί να σχετίζεται ή να αποσαφηνίζεται μονάχα μέσω της αγάπης  των καταφρονεμένων.

Στο άλλο βιβλίο που προανέφερα και στο κεφάλαιο «Η αγάπη του πλησίον», η Σιμόνη φτάνει να ταυτίζει το Χριστό με τον πάσχοντα άνθρωπο, τον σκλάβο ή τον κατάδικο γράφοντας:

Ο Χριστός συγχώρεσε την μοιχαλίδα. Η λειτουργία της τιμωρίας δεν ταίριαζε στην επίγεια ύπαρξη που θα  κατέληγε στο σταυρό. Όμως δεν έδωσε εντολή να καταργηθεί η ποινική δικαιοσύνη. Επέτρεψε να συνεχίσουμε να ρίχνουμε πέτρες. Παντού λοιπόν όπου αυτό γίνεται δίκαια, εκείνος ρίχνει την πρώτη. Και όπως κατοικεί στον δύστυχο  πεινασμένο, που τον τρέφει ο δίκαιος, έτσι κατοικεί και στον δύστυχο κατάδικο που ο δίκαιος τον τιμωρεί. Δεν το είπε αλλά το έδειξε αρκετά πεθαίνοντας  σαν κατάδικος του  κοινού ποινικού δικαίου. Είναι το θείο πρόσωπο των καταδίκων. (Εκλογή, σ. 32)

Μπορεί να μην έδωσε εντολή να καταργηθεί η ποινική δικαιοσύνη, αλλά κάλεσε τους ανθρώπους να αλλάξουν ριζικά την ως τότε επικρατούσα νοοτροπία και κατάσταση. Η παρότρυνση προς τους μαθητές (και εξ αυτού προς όσους τον ακολουθούν) «αγαπάτε αλλήλους» ανοίγει το δρόμο για μετάθεση της προσοχής στα ένδον, για προσήλωση της προσοχής σ’ εκείνο το «η βασιλεία του Θεού εντός υμών έστιν» που ως τότε λειτουργούσε λειψά ή δεν λειτουργούσε καθόλου. Είναι  προβληματικό να πεις ότι ο Χριστός δεν καταργεί την ποινική δικαιοσύνη. Μήπως, άλλωστε, αυτή δεν ανήκει στο «βασίλειο του Καίσαρα»; Το βασίλειο του Χριστού «δεν είναι του κόσμου τούτου»  άρα και οι τιμωρίες του.

Ας προχωρήσουμε πιο γενικά. Ένα είναι σίγουρο. Την Βέιλ  την ενδιαφέρουν δύο κυρίως πράγματα: η αυταπάρνηση, στην οποία δίνει θεολογική διάσταση, γιατί την αναφέρει στον ίδιο τον Χριστό που απαρνείται την θεία φύση του για να κατέβει στη γη («εν μορφή Θεού υπάρχων εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών», λέει ο Παύλος), και η υπέρβαση του εαυτού. Αυτά τα δύο ορίζουν την πορεία της και τη συγγραφική της προσφορά. Υπογραμμίζονται παντού. Άλλωστε, το ένα παραπέμπει στο άλλο. Ταυτόχρονα υπογραμμίζεται η μέσα διάσταση. Αυταπάρνηση σημαίνει απαρνούμαι τον εαυτό μου για χάρη του άλλου ή των άλλων και αυτό σημαίνει και υπέρβαση του εαυτού. Γιατί, τελικά, ο εαυτός δεν είναι το ατομικοποιημένο εγώ, αλλά το προσωποποιημένο άνοιγμα στο Φως που με ωθεί να συναντηθώ ουσιαστικά με τον άλλο. Αλλιώς δεν γίνεται ούτε να καταλάβω-νιώσω την παρουσία του άλλου, ούτε να τον αγαπήσω. Εάν δεχτούμε απροσωπία, δεν μπορούμε να την δεχτούμε παρά όπως την θέτει ο Απόστολος: «δεν ζω εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Ανεξάρτητα από τις διατυπώσεις της η Βέιλ ενδιαφέρεται για μια τέτοια πραγματικότητα. Το λέει στο βιβλίο της Η βαρύτητα και η Χάρη[2]:

Να κενωθούμε από τον κόσμο. Να ντυθούμε τη φύση του δούλου. Να κατεβούμε στο σημείο που καταλαμβάνουμε στο χώρο και στο χρόνο. Στο τίποτε. Να γυμνωθούμε από την αυταπάτη της βασιλείας του κόσμου. Απόλυτη μοναξιά. Τότε κατέχουμε την αλήθεια του κόσμου. (ό.π. στην παλιά έκδοση που προανέφερα, σ. 64)

Και μια άλλη φοβερή διατύπωση:

Δεν κατέχουμε τίποτα στον κόσμο-γιατί η τύχη μπορεί να μας τα στερήσει όλα-εκτός από το δικαίωμα να λέμε εγώ. Αυτό είναι που πρέπει να δώσουμε στο Θεό, δηλαδή να καταστρέψουμε. Δεν υπάρχει καμιά άλλη ελεύθερη πράξη που να μας επιτρέπεται, εκτός από την καταστροφή του εγώ. (ό.π., σ. 65)

Πολύ βαριά πράγματα θα πείτε. Ανέφικτα ή ανεφάρμοστα. Αληθινά ωστόσο. Ρίχνουμε μακριά το κοντάρι γιατί αν το ρίξουμε κοντά η προσπάθεια θα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Σ’ ένα κόσμο που έχει βουλιάξει στην απόλαυση, στην ηδονή, στη βία και  την απάτη, στον οικονομισμό και την αποθέωση της σχέσης πουλάω-αγοράζω, πώς να ηχήσουν αυτά που γράφει η Βέιλ; Διαβάζω στο «Επίμετρο» του Ζουμπουλάκη:

Η σκέψη της Βέιλ, όπως και πολλών άλλων προφητών, μυστικών, δασκάλων, στοχαστών, ποιητών, είναι μια σκέψη του αδυνάτου, εξ ορισμού δηλαδή μη εφαρμόσιμη. […] Χωρίς αυτούς όμως, αν μείνουμε δηλαδή μόνο στα όρια του νόμου, τότε ο δρόμος προς την απανθρωπιά είναι ορθάνοιχτος, και μάλιστα με ήσυχη συνείδηση. Η φωνή τους είναι μια φωνή ανακλητική. Εκεί που ζούμε αμέριμνοι, στην κανονικότητα της αδιαφορίας μας για τους πάσχοντες, εκπληρώνοντας μόνο όσα επιβάλλει ο νόμος, η φωνή της Βέιλ μας ανακαλεί στην ανθρωπιά μας. Μας ανακαλεί δηλαδή στη μωρία της αγάπης. (σ. 76)

Όπως και νά ‘ναι η Βέιλ μἀς παραπέμπει στο Ευαγγέλιο και τον Παύλο. Αυτά τα χρειαζόμαστε, χριστιανοί και μη σήμερα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Εκεί μέσα βρίσκουμε, τελικά, τη σημασία του προσώπου και της απροσωπίας.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ


[1] Το μετέφρασα το 1983 μαζί με την Β. Τριανταφύλλου και περιείχε κεφάλαια από διάφορα βιβλία της Βέιλ. Το συγκεκριμένο απόσπασμα προέρχεται από τη γαλλική έκδοση Attente de Dieu και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο «Αγάπη για την τάξη του κόσμου». Είναι παράξενο πως δεν γίνεται στο «Επίμετρο» καμιά αναφορά σε αυτή την έκδοση, ενώ ήταν η πρώτη στα ελληνικά μετάφραση κειμένων της Βέιλ (που κακώς δεν επανεκδόθηκε).

[2] Το βιβλίο της Η βαρύτητα και η χάρη μεταφράστηκε ολόκληρο από την Αντιγόνη Βρυώνη και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Αστρολάβος/Ευθύνη το 1989.

*(Πρώτη δημοσίευση τοῦ κειμένου: Σύναξη 149 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2019)

 

Νικολέτα Κούτη, Νεκροταφείο

68

Νεκροταφείο

Ξαπλωμένη στο μάρμαρο του πατέρα
Με ρουφάει ο ήλιος.
Με μισόκλειστα βλέφαρα
τον κάνω εικόνες μισοσβησμένες στα σύννεφα.
Πατέρα πού είσαι;
Εδώ στα κάτω χώματα, ή εκεί στον επάνω κόσμο;
Εσύ λες πως θα απαντήσουν τα κυκλάμινα.
Εγώ πάλι λέω τα γεράνια αντέχουν πιο πολύ
Και ίσως ξέρουν περισσότερα περί φθοράς.
Σου αφήνω ένα να συνομιλήσετε,
Με το λουλούδι του έλληνα ποιητή.

ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΚΟΥΤΗ

Νέοι ποιητές ενός νέου αιώνα |27. Παναγιώτης Νικολαΐδης

ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 2000-2020

Ποιά ἡ ποίηση τοῦ 21ου αἰώνα καὶ ποιοί οἱ ποιητές της; Χιλιάδες ποιητικὲς συλλογές, εἴτε τυπωμένες ἀπὸ ἐπώνυμους οἴκους εἴτε αὐτοεκδόσεις, ἑκατοντάδων ἢ καὶ χιλιάδων ποιητῶν ποὺ ἀναζητοῦν τὴν θέση τους στὴν Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Τί μένει ὅμως καὶ τί περνάει ἀπὸ τὴν κρησάρα τῆς κριτικῆς; Τί ἐπιβιώνει –ἢ ἔστω, τί φαίνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει– στὴν μνήμη τῆς ἀναγνωστικῆς κοινότητας;

Ἀποπειρώμενο μιὰν ἀπάντηση στὰ παραπάνω, τὸ Νέο Πλανόδιον ἐγκαινιάζει τὴν ἑβδομαδιαία στήλη ‘‘Νέοι ποιητὲς ἑνὸς νέου αἰώνα. Διαρκὴς ποιητικὴ ἀνθολογία 2000-2020’’. Γιὰ διάστημα δύο ἐτῶν καὶ ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019, θὰ ἀνθολογοῦμε κάθε ἑβδομάδα ἀπὸ ἕνα ἢ περισσότερα ποίηματα ἑνός/μιᾶς συγγραφέα, ποὺ θὰ πληροῦν δύο προϋποθέσεις: θὰ εἶναι α) δημοσιευμένα μετὰ τὸ 2000, καὶ β) γραμμένα ἀπὸ ποιήτριες ἢ ποιητὲς 45 ἐτῶν καὶ νεώτερους, γεννημένους δηλαδὴ ἀπὸ τό –σημαδιακό– 1974 καὶ ἑξῆς.

Τὰ ποιήματα θὰ παρατίθενται πολυτονισμένα, δίχως ὅμως ἄλλες παρεμβάσεις στὸ πρωτότυπο. Ἐπίσης, στὸ τέλος κάθε ἑξαμήνου θὰ δημοσιεύεται στὸν ἱστότοπο ὁ Θησαυρὸς Ἀναγνώσεων τῶν ἀνθολόγων μὲ τὴν μορφὴ ἀναλυτικοῦ καταλόγου, ὅπου καὶ θὰ καταγράφονται ὅλες οἱ ποιητικὲς συλλογὲς ποὺ εἴδαμε στὸ διάστημα αὐτό. Τὰ ποιήματα ποὺ θὰ προκύψουν στὸ πέρας τῆς διαρκοῦς αὐτῆς ἀνθολόγησης, συμπληρωμένα ἐνδεχομένως καὶ μὲ ἄλλα, θὰ ἀποτελέσουν τὸν κορμὸ μιᾶς ἔντυπης Ἐκλογῆς.

Οἱ σκοποὶ τοῦ ἐγχειρήματος, δύο: νὰ ἀναδείξουμε τὰ ἀξιανάγνωστα ποιήματα ποὺ γράφονται στὶς μέρες μας ἀπὸ νέους ποιητές· καὶ νὰ συμβάλλουμε στὴν ἐπόπτευση τῆς νεοελληνικῆς ποίησης τοῦ αἰώνα μας, μακριὰ ἀπὸ παρελκυστικὲς κατηγοριοποιήσεις, αἰσθητικὲς ἢ/καὶ ἰδεολογικές.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ


Παναγιώτης Νικολαΐδης
396543_465301093501245_230522515_n

(Παραλογή, Ἀθήνα, Gutenberg, 2015)

Παραλογή Α

Ι
Μὲς στὸν πόλεμον
ἡ μάνα μου ἐβάσταν με σφιχτὰ
μὲς στ’ ἀγκαλια της τζι ἐβούραν
Ὲν εἶσεν νερὸν
Ἂμαν τζι ἐγίνην τὸ κακὸν
τζι ὁ τόπος ἐμοιράστηκεν
ἐστράφηκεν μὲ τὸ καλὸν ὁ τζύρης μου
τζι ἐγύρεψεν νὰ μὲ πιάσει
Ὲν τὸν ἐκατάλαβα
Ἐθώρουν λαλεῖ ἡ μάνα μου
μὲς στὰ μμάθκια του
τὸν φονιὰν
τζι ἔκλαια

~.~

Παραλογὴ Β

Παιδὶ κυνηγοῦσα πουλιὰ
Τ’ ἄλλα παιδιὰ ἐπεριπαίζαν με
Ρὲ ἦρτεν ὁ ἀτζαμὴς
ἔτσι ἐλαλοῦσαν με τζι ἐχαχανίζασιν
Μιὰν μέραν ἐνευρίασα
Ἐτέντωσα τὸ λάστιχον
τζι ἔσυρα μιὰν στὸν οὐρανὸν
μὲ οὗλλον μου τὸ γαίμαν
Ἔππεσεν ἕναν ἄτυχον πουλλὶν
τζι ἐνόμισα πὼς ἄνοιξεν ἡ τύχη μου
Πρώτην φορὰν εἶδα σελιόνιν
νὰ μὲ θωρεῖ μὲς στὰ μμάθκια
ὁλογαίματον
Ἔπια το μὲς στὰ σέρκα μου
τζι ἐβούρησαν κλάμοντα ἔσσω

Ἴντα ‘σεις πουλλίν μου τζι κλαίεις
ρωτᾶ με ἡ μάνα μου

~.~

Τοῦ δέντρου

Ι
Ποιός εἶδε πεῦκο στὸ βουνὸ
τζαὶ τερατσιὰν στὸν κάμπο
ποιὸς εἶδε δέντρον ἔμορφον
στὸ μέσο τῆς αὐλῆς του
Ἐγὼ εἶδα κόρη εὔμορφη
γλυκειὰν Ἀμαδρυάδα
νὰ θλίβεται νὰ δέρνεται
νὰ κιτρινοφυλλιάζει
Μουσκολοῶ τζαὶ σαίρουνται
τοῦ φεγγαρκοῦ τὰ σέιλη
τζαι τὰ πουλλούθκια τσιμπουροῦν
ψιχούθκια μὲ τὸ μέλιν
Μὰ ‘ρτεν ὁ κόσμος πούκουπα
στὸ στῆθος μέγας λίθος
τζι εἶδα πηλὸν εἶδα φωθκιὰν
τζαὶ τὰ πουλιὰ νὰ φεύκουν
Ὡς τρέμει ἡ καρδούλα μου
ἂς τρέμει τὸ γεφύρι
ὡς πέφτουνε τὰ φύλλα μου
νὰ πέφτουν οἱ διαβάτες

~.~

379370_591198270895508_172190301_n

(Ἡ νύφη τοῦ Ἰούλη, Ἀθήνα, Σμίλη, 2019)

θ’

Βρεγμένοι βγήκαμε πάνω στὸ βουνὸ
ἀκούγοντας μὲ προσοχὴ τὶς μηχανὲς
τῶν δέντρων.
Ἔτσι φτάσαμε γρήγορα στὴ μονή.
Στὸν πόλεμο τὸ Μπελαπάις
ἔγινε πρόχειρο νοσοκομεῖο
τραυματισμένων στρατιωτῶν.
Σήμερα εἶναι σημαντικὸ ἀξιοθέατο
(μὲ εἴσοδο παρακαλῶ)
καθὼς ὁ ἥλιος ρίχνει στὴν πλατεία
προκηρύξεις.
Ἐδῶ ἀγόρασε σπίτι
κι ὁ ποιητὴς τῶν Bitter lemons,
εἶπε μὲ ὕφος ὁ Ἀλέξανδρος.
Κι ὅμως, βλέποντας
ὅλο τοῦτο τὸ βαμβάκι τῆς ἀκτογραμμῆς
ἔμεινε μόνο στὸ κάδρο
τῆς οὐσίας τῶν πραγμάτων.
Μ’ αὐτὰ καὶ τ’ ἄλλα
ἦρθε ἡ ὥρα νὰ προχωρήσουμε.
Ἔτσι συμβαίνει.
Ἡ ζωὴ συνεχίζει νὰ μᾶς σπρώχνει μπροστά.
Ἕνα πουλὶ ὡστόσο
μᾶς κοιτᾶ καθὼς φεύγουμε
περίεργα.

~.~

ια΄

στὴν Ἀκανθοὺ τῆς μάνας μου

Ἄνοιξε δρόμο
ἀνάμεσα σ’ ἀγκάθια κι ἀγριόχορτα.
Λευκὰ λεπτά.
Ἀόρατα νήματα.
Σιγή.
Κι ὕστερα λέξεις ξένες
αἰχμηρὲς
μαῦρο σπαθί,
κι ἡ πόρτα κλείνει ἀδιάφορη
καὶ παγωμένη.

Φεύγοντας τοῦ ψιθύρισε μιὰ λεμονιά:
«Μὲν φύεις.
Μεῖνε, λαλῶ σου, τζι εἶμ’ ἀθθισμένη».

~.~

ιβ΄

Διάστικτοι ἀπὸ ξένη σήμανση
προχωρᾶμε ὅπως αἰσθάνεται κανεὶς
ὅταν πιαστεῖ σὲ ἱστὸ ἀράχνης.
Γι’ αὐτὸ στηρίζουμε τὸ τοπίο
μὲ ἀσπίδες ἠχηρές.
Γαλάτεια
Γιαλούσα
Κῶμα τοῦ Γιαλοῦ,
πέρκι φανεῖ ὁ δρόμος μας ξανὰ
κάτω ἀπ’ τὸν χρόνο.
Σὰν δέμα ματωμένο
φτάσαμε τελικὰ στὸ Ριζοκάρπασο.
Ἐκεῖ μᾶς ὑποδέχτηκαν οἱ φίλοι μας
μὲ γέλια καὶ φωνὲς
ψουμὶν χωρκάτικον, χαλλούμιν τζαὶ ἐλιὲς
λαλλέδες καὶ κυκλάμινα
μὲς στὴν αὐλὴ τοῦ Γυμνασίου.
Κι ὅπως ὁ χρόνος τῶν παιδιῶν περνᾶ γρήγορα
ἔτσι κι ἐμεῖς ἀγαπηθήκαμε στὸ φῶς.
Σὲ κάθε θάνατο, μᾶς εἶπαν,
πεθαίνει ἕνας ἄπειρος ἀριθμὸς
πραγμάτων καὶ μορφῶν.
Κι ὅμως, ἐμεῖς ἐδῶ σηκώνουμε
τὶς πιὸ μεγάλες πέτρες
τῆς ἱστορίας.

~.~

ιστ΄

τῆς Ἀργυρῶς

Ἦτουν νὰ παντρευτῶ Κυριακήν.
Παρασκευὴν ἐφέραν μου τὸ νυφικόν.
Ἐφόρησά το μόνον μιὰν φοράν
(ἄμπα τζαι λερωθεῖ)
τζι ὕστερις
ἄννοια τὸ ἐρμάριν μου κρυφὰ
τζι ἐθώρουν του.
Σάββατον ξημερώματα ἐγίνην ἡ εἰσβολή.
Τὸ νυφικὸν ἔμεινεν πίσω
κρεμασμένον
στὴν Περιστερωνοπηγήν.
Ἐικοσιμιὰν τοῦ Ἰούλη
Κυριακὴν
ἐσταμάτησαν οὕλλα τὰ πουλιὰ

στὸν ἀέραν.


Ὁ Παναγιώτης Νικολαΐδης γεννήθηκε στὴ Λευκωσία τὸ 1974. Σπούδασε φιλολογία καὶ ἐργάζεται στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Ἡ πρώτη του συλλογὴ Σὰν ἴαμβος καθρέφτης (Πλανόδιον, 2009) τιμήθηκε μὲ τὸ κρατικὸ βραβεῖο πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Πολιτισμοῦ τῆς Κύπρου. Ἔχουν ἐκδοθεῖ οἱ συλλογές του: Σὰν ἴαμβος καθρέφτης (2009), Ξενιτεύομαι μ’ ἕνα φωνῆεν (2012), Οἰνοποίηση, 66 χαϊκοὺ γιὰ τὸ κρασὶν τζαὶ τὴν ποίησιν (2014), Παραλογή (2015) καὶ Ἡ νύφη τοῦ Ἰούλη (2019).

Χαν Κανγκ, Οι καρποί της γυναίκας μου (2/2)

*

Συνέχεια από το πρώτο μέρος

~.~

Η Χαν Κανγκ γεννήθηκε στο Γκουάντζου της Νότιας Κορέας και μετακόμισε στη Σεούλ στα δέκα της έτη όπου και σήμερα ζει. Σπούδασε κορεάτικη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Γιόνσεϊ. Έχει βραβευτεί για τη γραφή της τόσο στην Κορέα όσο και διεθνώς: το μυθιστόρημά της Η Χορτοφάγος, το πρώτο της που μεταφράστηκε στα αγγλικά (από την Ντέμπορα Σμιθ), κέρδισε το Man Booker International Prize το 2016. Το διήγημα «Οι Καρποί της Γυναίκας μου» αποτέλεσε πρόδρομο της Χορτοφάγου. Άλλα έργα της: Έργα ανθρώπων, 2016, Το Λευκό Βιβλίο, 2017. Στις 10 Οκτωβρίου 2024, ανακοινώθηκε ότι τιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Μετάφραση από τα αγγλικά (βασισμένη στη μετάφραση της Ντέμπορα Σμιθ): Μαρία Σ. Μπλάνα

~.~

5

Σταδιακά, η γυναίκα μου έπαψε να μιλά. Δεν μίλαγε εκτός αν της μιλούσα, ακόμα και τότε όμως η μόνη απάντησή της ήταν ένα νεύμα ή μια χειρονομία. Όταν ύψωνα τη φωνή μου απαιτώντας μία απάντηση, εκείνη κοίταζε στο υπερπέραν, με την υπεκφυγή ζωγραφισμένη στο βλέμμα της. Ήταν πια εμφανής η διαρκής επιδείνωση στην όψη της, ακόμα και στο χλωμό φως της λάμπας φθορίου.

Δεδομένου ότι ο γιατρός δεν είχε βρει τίποτα παθολογικό, εκτός ίσως από κάποια φυσιολογική διαταραχή στο πεπτικό σύστημα της γυναίκας μου, άρχισα να πιστεύω πως αιτία του προβλήματος ήταν κάτι πιο απλό, κάτι που ίσως η γυναίκα μου αποζητούσε. Τι στο καλό όμως μπορούσε να λαχταρά τόσο;

Τα τελευταία τρία χρόνια ήταν τα πιο γαλήνια, τα πιο ήρεμα της ζωής μου. Η δουλειά μου δεν ήταν τόσο επίπονη, είχα την τύχη να έχω έναν σπιτονοικοκύρη που δεν μου έκανε ούτε μια φορά αύξηση στο νοίκι, είχα σχεδόν αποπληρώσει το δάνειο για το νέο διαμέρισμα, και είχα μια γυναίκα που μπορεί να μην ήταν εκθαμβωτικά ελκυστική, μα είχε όλα όσα ήθελα σ’ έναν σύντροφο. Ένιωθα την ευχαρίστηση να ρέει σαν ζεστό νερό μέσα σε βαθιά, ξέχειλη μπανιέρα, αναζωογονώντας το εξαντλημένο σώμα μου.

Τι πρόβλημα είχε λοιπόν η γυναίκα μου; Αν στ’ αλήθεια λαχταρούσε κάτι, δεν μπορούσα να φανταστώ πώς αυτό ήταν τόσο σοβαρό ώστε να μετατραπεί σε μια ψυχογενή ασθένεια. Κάθε φορά που αναρωτιόμουν για το αν η γυναίκα αυτή είχε το δικαίωμα να μου προξενεί τόση μοναξιά, ένιωθα λες κι όλη μου η ύπαρξη πλημμύριζε μ’ απέραντη απέχθεια, κι αυτό το αίσθημα με απομόνωνε, σαν ένα στρώμα σκόνης που είχε κατακάτσει πάνω μου.

Το πρωί της επόμενης Κυριακής, μια μέρα προτού φύγω για ένα επταήμερο επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό, παρατήρησα τη γυναίκα μου καθώς άπλωνε τη μπουγάδα στο μπαλκόνι. Οι μελανιές κάλυπταν πλέον τόσο πολύ τα χέρια της που τα λευκά μέρη στο δέρμα της φαινόντουσαν σαν ένα αρνητικό φωτογραφίας: σα να ‘ταν αυτά οι μελανιές, μικρές λευκές κηλίδες εδώ κι εκεί ανάμεσα σ’ όλο αυτό το μπλαβί. Κράτησα την ανάσα μου. Μπήκα μπροστά της, καθώς μετέφερε το άδειο καλάθι της μπουγάδας πίσω στο σαλόνι, και της ζήτησα να βγάλει τα ρούχα της. Αντιστάθηκε, μα της έβγαλα το μπλουζάκι της, αποκαλύπτοντας έναν ώμο βαμμένο σε βαθύ, θαμπό μπλε.

Πισωπάτησα παραπατώντας και κοίταξα το σώμα της. Οι άλλοτε πυκνές τρίχες στις μασχάλες της είχαν σχεδόν όλες πέσει, ενώ το χρώμα είχε ξεφτίσει από τις καφετιές της ρώγες, άλλοτε μαλακές και τρυφερές.
«Δεν πάει άλλο. Θα τηλεφωνήσω στη μητέρα σου». (περισσότερα…)

Θοδωρής Αρσένης, Οχτώ χαϊκού

του ΘΟΔΩΡΗ ΑΡΣΕΝΗ

Ι
Καθώς νυχτώνει
θα κοιμηθεί το βλέμμα
πάλι στο μαύρο.

ΙΙ
Η σιωπή αυτή,
τοίχος με συνθήματα
όλου του κόσμου.

III
Σκύλος που πεινά
τ’ αφεντικό του ψάχνει
μόνος και κλαίει.

IV
Επαίτες ζητούν
τη στέρηση που ’χουμε
για ξεπούλημα.

V
Άγνωστη μορφή,
βγες στο φως, μα της γνώσης
σβήσε την αρχή.

VI
Γυναίκα, άσε
τον πόνο και για λίγο
τη γέννησή μας.

VII
Όπου υπάρχεις
θα στέκεσαι σαν χρόνος
που σταμάτησε.

VIII
Τα ποιήματα,
σαν ημέρα Κυριακής,
είναι του ήλιου.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΡΣΕΝΗΣ

Ο Θοδωρής Αρσένης γεννήθηκε το 1999 στην Αθήνα, όπου και ζει. Σπουδάζει Ψυχολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολείται με την ποίηση και τη μουσική.

Νέοι ποιητές ενός νέου αιώνα |26. Βαγγέλης Κούτσης

ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 2000-2020

Ποιά ἡ ποίηση τοῦ 21ου αἰώνα καὶ ποιοί οἱ ποιητές της; Χιλιάδες ποιητικὲς συλλογές, εἴτε τυπωμένες ἀπὸ ἐπώνυμους οἴκους εἴτε αὐτοεκδόσεις, ἑκατοντάδων ἢ καὶ χιλιάδων ποιητῶν ποὺ ἀναζητοῦν τὴν θέση τους στὴν Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Τί μένει ὅμως καὶ τί περνάει ἀπὸ τὴν κρησάρα τῆς κριτικῆς; Τί ἐπιβιώνει –ἢ ἔστω, τί φαίνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει– στὴν μνήμη τῆς ἀναγνωστικῆς κοινότητας;

Ἀποπειρώμενο μιὰν ἀπάντηση στὰ παραπάνω, τὸ Νέο Πλανόδιον ἐγκαινιάζει τὴν ἑβδομαδιαία στήλη ‘‘Νέοι ποιητὲς ἑνὸς νέου αἰώνα. Διαρκὴς ποιητικὴ ἀνθολογία 2000-2020’’. Γιὰ διάστημα δύο ἐτῶν καὶ ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019, θὰ ἀνθολογοῦμε κάθε ἑβδομάδα ἀπὸ ἕνα ἢ περισσότερα ποίηματα ἑνός/μιᾶς συγγραφέα, ποὺ θὰ πληροῦν δύο προϋποθέσεις: θὰ εἶναι α) δημοσιευμένα μετὰ τὸ 2000, καὶ β) γραμμένα ἀπὸ ποιήτριες ἢ ποιητὲς 45 ἐτῶν καὶ νεώτερους, γεννημένους δηλαδὴ ἀπὸ τό –σημαδιακό– 1974 καὶ ἑξῆς.

Τὰ ποιήματα θὰ παρατίθενται πολυτονισμένα, δίχως ὅμως ἄλλες παρεμβάσεις στὸ πρωτότυπο. Ἐπίσης, στὸ τέλος κάθε ἑξαμήνου θὰ δημοσιεύεται στὸν ἱστότοπο ὁ Θησαυρὸς Ἀναγνώσεων τῶν ἀνθολόγων μὲ τὴν μορφὴ ἀναλυτικοῦ καταλόγου, ὅπου καὶ θὰ καταγράφονται ὅλες οἱ ποιητικὲς συλλογὲς ποὺ εἴδαμε στὸ διάστημα αὐτό. Τὰ ποιήματα ποὺ θὰ προκύψουν στὸ πέρας τῆς διαρκοῦς αὐτῆς ἀνθολόγησης, συμπληρωμένα ἐνδεχομένως καὶ μὲ ἄλλα, θὰ ἀποτελέσουν τὸν κορμὸ μιᾶς ἔντυπης Ἐκλογῆς.

Οἱ σκοποὶ τοῦ ἐγχειρήματος, δύο: νὰ ἀναδείξουμε τὰ ἀξιανάγνωστα ποιήματα ποὺ γράφονται στὶς μέρες μας ἀπὸ νέους ποιητές· καὶ νὰ συμβάλλουμε στὴν ἐπόπτευση τῆς νεοελληνικῆς ποίησης τοῦ αἰώνα μας, μακριὰ ἀπὸ παρελκυστικὲς κατηγοριοποιήσεις, αἰσθητικὲς ἢ/καὶ ἰδεολογικές.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ


Βαγγέλης Κούτσης

(Τοῖς «κύνων» ρήμασι πειθόμενοι, Ἀθήνα, Προμετωπίδα, 2013)

Ὁ πρέπων ἀποχαιρετισμός

Δὲ σὲ περιέλαβαν
τοῦ Πάμπλο τὰ πινέλα
δὲ βρέθηκε ἕνας σύντροφος
γιὰ σένα νὰ κραυγάσει
μόνο ὑβρισμένος ἔφυγες
χωρὶς αὐγὴ καὶ κλάμα.
Γιὰ σένα συμφωνήσανε
κι οἱ φίλοι κι οἱ ἐχθροί σου
ἔτσι νογᾶν οἱ Ἕλληνες
ποὺ σὲ συκοφαντοῦσαν
καθεὶς κι ὁ ἑαυτούλης του
καὶ τὰ συμφέροντά του.
Μὰ ἐσύ, Νικόλα, μίσεψες
μόνος καὶ πικραμένος
κρατώντας πάντοτε ψηλὰ
βλέμμα κι ἱδανικά σου.
Δάσκαλε ἡ θυσία σου
γιὰ τὶς καρδιές μας ὕδωρ
τροφὴ  στοῦ λιόντα τὸ μυαλὸ
κι ἂς ἀγνοοῦν οἱ ἀχρεῖοι
πὼς γιὰ τὸ φίλο ξόδεψες
τὰ λίγα αὐτὰ ὁπού ’χες
πὼς μὲς στῆς σμέρνας τὴ φωλιὰ
διαγούμισες τὸν πόθο
γιὰ ἀνιδιοτέλεια
καὶ γιὰ δικαιοσύνη.

Χαῖρε, Νίκο Πλουμπίδη!


Ὁ Βαγγέλης Κούτσης γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα τὸ 1983, μεγάλωσε στὴν περιοχὴ τῆς Ἀμφιλοχίας καὶ σπούδασε οἰκονομικὰ στὴν ΑΣΟΕΕ. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἀθήνα. Κυκλοφορεῖ ἡ μοναδική του ἕως τώρα ποιητική του συλλογή: Τοῖς «κύνων» ρήμασι πειθόμενοι (2013).

Χαν Κανγκ, Οι καρποί της γυναίκας μου (1/2)

DH-mR_zXsAAz_HA1-e1509890004851

~.~

Η Χαν Κανγκ γεννήθηκε στο Γκουάντζου της Νότιας Κορέας και μετακόμισε στη Σεούλ στα δέκα της έτη όπου και σήμερα ζει. Σπούδασε κορεάτικη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Γιόνσεϊ. Έχει βραβευτεί για τη γραφή της τόσο στην Κορέα όσο και διεθνώς: το μυθιστόρημά της Η Χορτοφάγος, το πρώτο της που μεταφράστηκε στα αγγλικά (από την Ντέμπορα Σμιθ), κέρδισε το Man Booker International Prize το 2016. Το διήγημα «Οι Καρποί της Γυναίκας μου» αποτέλεσε πρόδρομο της Χορτοφάγου. Άλλα έργα της: Έργα ανθρώπων, 2016, Το Λευκό Βιβλίο, 2017. Στις 10 Οκτωβρίου 2024, ανακοινώθηκε ότι τιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Μετάφραση από τα αγγλικά (βασισμένη στη μετάφραση της Ντέμπορα Σμιθ): Μαρία Σ. Μπλάνα

~.~

1

Ήταν τέλη Μαΐου όταν πρωτοείδα τις μελανιές στο σώμα της γυναίκας μου. Εκείνη τη μέρα, μυριάδες πέταλα πασχαλιάς έπεφταν, σαν κομμένες γλώσσες, στο παρτέρι πλάι στο γραφείο του επιστάτη, και το πλακόστρωτο στην είσοδο του οίκου ευγηρίας ήταν τελείως σκεπασμένο με λευκά άνθη που μαραίνονταν, καθώς τα τσαλαπατούσαν τα παπούτσια των περαστικών.

Ο ήλιος σχεδόν μεσουρανούσε.

Ηλιαχτίδες, στο χρώμα της σάρκας ώριμου ροδάκινου, ξεχυνόντουσαν στο πάτωμα του καθιστικού, φανερώνοντας άπειρα σωματίδια σκόνης και γύρης.

Αυτό το γλυκανάλατο, χλιαρό ηλιόφως έπεφτε πάνω στο πίσω μέρος της λευκής μου φανέλας, καθώς η γυναίκα μου κι εγώ ξεφυλλίζαμε την Κυριακάτικη πρωινή εφημερίδα.

Η βδομάδα που μόλις είχε τελειώσει άφησε κι αυτή το στίγμα της εξάντλησης που ένιωθα μήνες τώρα. Τα σαββατοκύριακα επέτρεπα στον εαυτό μου να χουζουρεύει ως αργά, κι έτσι είχα ξυπνήσει μόλις πριν από λίγα λεπτά. Μουδιασμένος, γύρισα πλευρό για να βολέψω καλύτερα τα νωθρά μου μέλη, διαβάζοντας αδιάφορα την εφημερίδα, όσο πιο αργά γινόταν.

«Μπορείς να ρίξεις μια ματιά; Δεν ξέρω γιατί αυτές οι μελανιές επιμένουν».

Τα λόγια της γυναίκας μου ήχησαν στ’ αυτιά μου πιο πολύ σαν μια διατάραξη του πέπλου της σιωπής, παρά σαν μια πρόταση με νόημα. Την κοίταξα αφηρημένος.

Σα να με τσίμπησε μύγα, ανακάθισα απότομα στο κρεβάτι. Μαρκάροντας με το δάχτυλό μου το σημείο που διάβαζα, στην εφημερίδα, έτριψα τα μάτια μου με την ανάστροφη της παλάμης μου. Η γυναίκα μου είχε ανασηκώσει το φανελάκι της μέχρι το σουτιέν – εδώ κι εκεί μώλωπες, σαν στάμπες, κηλίδωναν την κοιλιά και την πλάτη της.

«Τι – πώς έγινε αυτό;»

Έστρεψε λίγο τη μέση της ίσα για να δω τους σπονδύλους της, ν’ αναρριχώνται, ξεκινώντας απ’ το φερμουάρ της πλισέ φούστας της. Θαμποί μπλε μώλωπες, στο μέγεθος της γροθιάς ενός νεογνού, που φαινόντουσαν τόσο καθαρά λες κι είχαν τυπωθεί με μελάνι.

«Λοιπόν; Τι είναι αυτά;» Ο αιχμηρός, επίμονος τόνος μου αντήχησε στα εξήντα τετραγωνικά του διαμερίσματός μας.

«Δεν έχω ιδέα… Υπέθεσα πως μάλλον χτύπησα πάνω σε κάτι χωρίς να το καταλάβω, και πως τα σημάδια θα έφευγαν… αλλά, αυτά ολοένα και μεγαλώνουν».

Η γυναίκα μου απέφευγε το βλέμμα μου σαν άτακτο παιδί που πιάστηκε στα πράσα. Μετανιώνοντας λίγο που της μίλησα σα να την επιπλήττω, έκανα μια προσπάθεια να μαλακώσω τον τόνο μου.

«Πονάς;»

«Όχι, καθόλου. Δε νιώθω τίποτα, εκεί που είναι οι μελανιές. Αλλά, ξέρεις, αυτό είναι που με ανησυχεί ακόμα περισσότερο».

Η ένοχη έκφραση που είδα για μια στιγμή να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της χάθηκε δίχως ίχνος και τη θέση της πήρε ένα αχνό, παράταιρο χαμόγελο. Αυτό το χαμόγελο έπαιζε στα χείλη της γυναίκας μου, καθώς ρώτησε αν θα έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο.

Εξέτασα το πρόσωπο της γυναίκας μου μ’ ένα ψυχρό, νηφάλιο βλέμμα – ένιωθα, παραδόξως, σα να με χώριζε μεγάλη απόσταση από αυτό που συνέβαινε. Το πρόσωπο που είχα απέναντί μου έμοιαζε ανοίκειο. Έμοιαζε ανοίκειο, σχεδόν εξωπραγματικό – κάτι που δεν θα περίμενε κανείς δεδομένου ότι μέναμε μαζί εδώ και τέσσερα περίπου χρόνια.

Η γυναίκα μου ήταν τρία χρόνια μικρότερή μου, είχε μόλις κλείσει τα είκοσι εννέα. Το πρόσωπό της την έκανε να μοιάζει εκνευριστικά μικρότερη όταν βγαίναμε, προτού παντρευτούμε – συχνά την έπαιρναν για μαθήτρια. Τώρα είχε πάνω του καθαρά τα σημάδια της κούρασης, που έκαναν αντίθεση με την έκφραση αθωότητας που της έδιναν τα ολοστρόγγυλα μάτια της. Μάλλον δύσκολα θα την μπέρδευε πια κανείς με μαθήτρια, ή έστω φοιτήτρια. Μάλιστα, έμοιαζε πια μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Τα μάγουλά της, σαν άγουρα μήλα που μόλις άρχιζαν να κοκκινίζουν, ήταν βαθουλωτά, σαν πηλός που είχε πιεστεί προς τα μέσα. Η μέση που κάποτε ήταν απαλή κι ευλύγιστη σαν μίσχος λουλουδιού, η κοιλιά που κάποτε είχε τις πιο ελκυστικές καμπύλες, τώρα πια ήταν θλιβερά ισχνή. (περισσότερα…)

Ο Καβάφης του Ντομινίκ Γκρανμόν

Dominique Grandmont

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Dominique Grandmont,
Η νίκη των ηττημένων ή
το μυστικό του Καβάφη,
μετάφραση Νίκος Λυμπέρης
Αρμός, 2018

 

Νά ’μαστε λοιπόν και πάλι να μιλούμε για τον Καβάφη. Την αφορμή την δίνει ο Γάλλος ποιητής και μεταφραστής του Αλεξανδρινού, Dominique Grandmont, και το βιβλίο του για τον Καβάφη που πλέον εκδόθηκε στα ελληνικά και αποτελείται ως επί το πλείστον από ομιλίες που βέβαια τις επεξεργάστηκε ως κείμενα, αλλά παράλληλα δεν χάνουν την προφορική τους διάσταση και ό,τι άλλο φέρνει μαζί της η φωνή του ανθρώπου.

Το βιβλίο δεν διαβάζεται στο πόδι, και συνάμα δεν είναι αναλυτικό ούτε φιλολογικό. Πρόκειται για προσωπική, υπαρξιακή και ποιητική ανάγνωση και προσέγγιση από την οποία δεν λείπει η αναζήτηση βιωματικών στοιχείων του Καβάφη – θέλω να πω ότι ο συγγραφέας ζήτησε να γνωρίσει τη ζωή του, τα μέρη που έζησε, τους ανθρώπους που ζούσαν και ζούν εκεί, τη γλώσσα τους, τον ελληνισμό της Αιγύπτου και θα έλεγα σε έναν ορισμένο βαθμό να τα συσχετίσει και με τον ίδιο αλλά και με τη σχέση που έχει με τον ‘ελληνισμό’ γενικότερα και με την ελληνική γλώσσα ειδικότερα.

Με τη λέξη «ελληνισμός» εννοώ μια πραγματικότητα που ο συγγραφέας την συνδέει καί με τον Καβάφη καί με τους έλληνες, αρχαίους και σημερινούς, θέτοντας μια σειρά από ερωτήματα και απαντήσεις που πρέπει να μας απασχολήσουν. Και μιας που αναφέρει τον Ισοκράτη, να θυμηθούμε την περιβόητη ρήση του «το των ελλήνων όνομα μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας», η οποία βεβαίως επ’ ουδενί πρέπει να διαβαστεί μέσα από την καρτεσιανή διατύπωση «cogito ergo sum» -σκέφτομαι άρα υπάρχω- αλλά πρέπει το «της διανοίας» να διαβαστεί πιο πολύ ως μια ταύτιση ύπαρξης και διάνοιας, τη στιγμή που στον Παρμενίδη «ταυτόν έστιν νοείν τε και είναι», ακόμη και αν (τουλάχιστον στον Πλάτωνα) η ανθρώπινη ύπαρξη νοείται κυρίως ψυχική και όχι ψυχοσωματική.

Τί μας λέει γι’ αυτά ο D.G.;

«…βρίσκεται σε καλή θέση (ενν. ο Καβάφης) για να ξέρει ότι η κουλτούρα και το έδαφος δεν συμπίπτουν, και ότι οι πνευματικές πατρίδες δεν επιτρέπουν σε κανέναν να τις εγκλωβίσει τόσο εύκολα μέσα σε απλουστευμένα ιδανικά απ’ όπου κι αν προέρχονται» (σ. 27).

Λέγοντάς τα αυτά θέτει αμέσως το ερώτημα: «Άραγε η Ελλάδα είναι η αληθινή Ελλάδα;» και καθώς γυροφέρνει την απάντηση γράφει: «Γιατί όμως να εγκλωβίσουμε μια χώρα σε μια επιλογή […] ανάμεσα στη συνέχεια και στη ρήξη; Αυτό είναι μια μορφή εκβιασμού. Δεν υπάρχει αδιάσπαστη συνέχεια της Ελλάδας, κι είναι εύκολο να αποδειχθεί. Αλλά ούτε και ρήξη υπάρχει, αλλιώς θα ’πρεπε να μιλάμε για μια σειρά ρήξεων ενταγμένων σε μια εμφανή συνέχεια.».(σ. 28).

Ο Καβάφης πιστεύει στην κίνηση της ιστορίας, όσο πιστεύει και δέχεται τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ της ελληνικής γλώσσας και παιδείας γράφοντας: «Οι ξένοι παραγνωρίζουσι την γλώσσα μας μεγάλως. Την χωρίζουν, ούτως ειπείν, από την αρχαίαν ελληνικήν. Αρνούνται ή αγνοούσι την παράδοσιν της ενότητός της. Δεν παραδέχονται την προφοράν μας». Έχει από εκείνα τα χρόνια συλλάβει ότι οι ξένοι δεν έχουν τρόπο οι περισσότεροι να δουν και να κατανοήσουν τη διάσταση του ‘ελληνισμού’ που είπα πριν και να συνδέσουν αρχαίο κόσμο και νεώτερο, τη στιγμή μάλιστα που τους λείπει το Βυζάντιο, δηλαδή ένας πολιτισμός δέκα αιώνων που είχε αφομοιώσει πλήρως τον αρχαιοελληνισμό έστω και αν τον εκχριστιάνισε.

Σε σχέση μάλιστα με τη ρήση του Καβάφη που μόλις διάβασα  είναι απολύτως αξιοσημείωτο όταν διαβάζει κανείς στον D.G. το παρακάτω απόσπασμα: «Μέχρι πότε θα επιμένουμε να προφέρουμε τα ελληνικά με τον εράσμιο τρόπο, ολλανδικό θα μπορούσαμε να πούμε, σαν να πρόκειται για μια νεκρή γλώσσα που χάθηκε, ακόμη και να αναπαράγουμε την ελληνική με λατινικούς χαρακτήρες βασιζόμενοι στην προφορά αυτή, με αποτέλεσμα να καταντά αγνώριστη[…] Πρόκειται για μια παρεκτροπή η οποία, με το πρόσχημα του προφορικού νεωτερισμού, συγγενεύει με την γλωσσική γενοκτονία» (σσ. 30-31).

Τα παραπάνω συμπληρώνονται καθώς μιλώντας για τον Καβάφη μιλά για «περιπέτεια κριτικής ενεργοποίησης της μνήμης», η οποία τον βοηθά να μην κλείνεται στη διάσταση του έθνους-κράτους αλλά ούτε και σε καμιά ιμπεριαλιστική πολιτική, νοοτροπία ή συμπεριφορά. Όμως σε τι; Το αποκαλύπτει παρακάτω γράφοντας ότι «Η Ελλάδα του Καβάφη δεν είναι μια μεσογειακή εστία ανάμεσα στις άλλες, αλλά ένα εξαιρετικό σταυροδρόμι ανάμεσα σε τρεις ηπείρους. Δεν είναι η μικρή χώρα που φαίνεται […] αλλά ένα σύμπαν διανοητικό, με τον τρόπο του άθικτο και προσιτό, λόγω της ύπαρξης του λαού του και της γλώσσα του, η οποία παρέμεινε ζωντανή, και μιλιέται αδιάκοπα από τη γένεσή της μέχρι σήμερα» (σ. 30).

Ας προχωρήσουμε. Σύμφωνα λοιπόν με τα λεγόμενα του D.G., τον Καβάφη δεν τον απασχολεί καμιά «επιστροφή στις ρίζες», κινείται σε ένα διευρυμένο κόσμο ελληνικό και αλεξανδρινό και εν πολλοίς βυζαντινό, αλλά «ένας νέος ορισμός για ό,τι είναι καθαρά ελληνικό μέσα στην παμπάλαια και τόσο γόνιμη αντιπαράθεση με άλλες κουλτούρες» (σ. 53). Δεν τον απασχολεί με άλλα λόγια το ζήτημα της ταυτότητας ούτε της αυθεντικότητας, αλλά το γεγονός ότι η «αρχαιότητα αυτή δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσα από την απώλειά της, παρά μόνο μέσα από μια απάρνηση η οποία με τη σειρά της αρνείται την όποια ακινησία». Ο Gradnmont υποστηρίζει ότι ποτέ δεν είμαστε ο εαυτός μας σε μόνιμη βάση, «ποτέ δεν είμαστε ο ίδιος ο εαυτός μας όσο μαζί με κάποιον άλλο», και εννοείται σε επαφή με τον ξένο και μέσα από τις ποικίλες διασταυρώσεις λαών και πολιτισμών (εδώ ξαναθυμόμαστε το Βυζάντιο). Στο σημείο αυτό ο G. υπογραμμίζει τη διάσταση του πένθους, όσον αφορά την αρχαιότητα και τη σχέση του Καβάφη μαζί της. Γιατί, πραγματικά, τι άλλο είναι -λέω τώρα εγώ-, όλα αυτά τα ποιήματα, γραμμένα πάνω σε μνήματα και τάφους αρχαιοελλήνων νέων, αν όχι μνημόσυνα ή κάτι σαν ποιητικές νεκρολογίες;

Όμως η ποίηση τι είναι κατά τον D.G.; Μιλώντας αποφατικά, για να μεταχειριστώ ένα όρο της θεολογίας, φτάνει να πει «είναι μια πληρότητα πρώτου βαθμού που αφήνει μακριά πίσω της κάθε σκέψη ικανοποίησης» (σ .90). Μας έχει ήδη πει ότι ο Κ. «μας προσκαλεί […] να ξαναβρούμε την ελευθερία μας μέσα στην ποίηση».

Προχωρώντας πιο μέσα στα πράγματα, είτε για την ποίηση γενικά, είτε ειδοκότερα για εκείνη του Καβάφη, εκκινεί από «δύο ενδείξεις», καθώς λέει, που τις βρίσκει στον απόστολο Παύλο για να μας πει ότι:

«Ποίημα σημαίνει επίσης εφαρμογή, και συνεπώς έργο, αλλά και απόδειξη και φανέρωση. Ποίηση λοιπόν σημαίνει ακριβώς το γεγονός ότι πραγματώνει και αποκαλύπτει. Είναι μια εφαρμογή, μια πραγμάτωση, στο μέτρο που ο ποιητής (αυτός ο ασκών έργο) φανερώνει το υπο-κείμενο, το παραγκωνισμένο, το απωθημένο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ποιητής (ο ανώνυμος αυτός εκλεκτός) είναι  ο δηλωμένος εκπρόσωπος ενός άψαυστου (δεν επιτρέπεται να αγγιχτεί, σχεδόν ιερό) δικαίου, ενός δικαίου εκτός νόμου» (σ. 78).

Να λοιπόν που έχουμε εδώ κάποιες διατυπώσεις που φανερώνουν τη θέση του συγγραφέα για την ποίηση, τον ποιητή αλλά και τον Καβάφη.  Μας δίνει όψεις της ποιητικής πραγματικότητας όπου ένα ποίημα είναι έργο, φανέρωση και αποκάλυψη των κρυμμένων ή αποσιωπημένων αληθειών της ζωής, γιατί όχι και του θανάτου, αλλά και μιας ιδιαίτερης παρανομίας ή μάλλον εκνομίας, όπου τελικά το ζητούμενο στην ποίηση, όπως και στη ζωή δεν ταυτίζεται ούτε με το Νόμο, ούτε με το Κράτος. (Ας διευκρινίσω εδώ ότι τα σχετικά με τον νόμο και την εκνομία ή παρανομία εννοούνται περισσότερο υπό την έννοια «του νόμου του ισχυρού» θέλοντας να υποστηρίξει ότι ο «ο νόμος του ισχυρού δεν είναι νόμος… Παίρνει χωρίς να δίνει». Κι όλα αυτά, καθώς αναζητά μιαν άλλη δικαιοσύνη. Και διαχωρίζει ρητά τον πολιτισμό από το κράτος ή την αυτοκρατορία θεωρώντας ότι το ίδιο κάνει και ο Καβάφης. Ή, θα πρόσθετα, μήπως, κανονικά, όπως το κάνει και κάθε ποιητής;

Γενικεύοντας θα έλεγα, ότι σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ο Κ. δουλεύει ταυτόχρονα πάνω στο λόγο, στο νόημα και στη σιωπή των προσώπων και των πραγμάτων. Δεν δέχεται την πεπατημένη των ανθρώπων και των κοινωνιών, είτε πρόκειται για τη σχέση με το νόμο, είτε για τη σχέση με την εξουσία, είτε για τη σχέση με τα ερωτικά, είτε για τη σχέση με τον πολιτισμό, είτε για τη σχέση με το είδος του ποιητικού λόγου που γίνεται αποδεκτός ή που κυριαρχεί. Η αλήθεια είναι ότι κάθε ποιητής τραβάει δικό του δρόμο και συχνά πέφτουμε έξω όταν πάμε να παραλληλίσουμε δύο καθιερωμένους ποιητές, όπως ο Καβάφης και ο Έλιοτ. Ούτε η ποίηση είναι απλώς ένα λογοτεχνικό είδος. Η ποίηση όταν είναι όντως αυτό, ξεπερνά τον εαυτό της, τείνει στην υπέρβαση χωρίς ωστόσο να χάνει τον ειρμό, τον εσωτερικό ρυθμό, την εναλλαγή σιωπής και λόγου, την πυκνότητα νοημάτων και σημασιών. Μα θα έλεγα και κάτι άλλο που ο Γάλλος μεταφραστής το βασανίζει πολύ μέχρι να το πεί ξεκάθαρα. Είναι εντελώς μέσα στο παρόν ακριβώς λόγω της υπέρμετρης ευαισθησίας του ποιητή, και ταυτόχρονα δεν χάνει τη σχέση με τα περασμένα ακόμη και τα πολύ μακρινά. Όμως κυρίως συμβαίνει αυτό: πηγάζει από το τωρινό, το σημερινό, αυτή η ίδια η ποίηση γίνεται γεγονός, ανεξαρτήτως του τρόπου που θα πραγματοποιηθεί η εκφορά της.

Θα κλείσω διαβάζοντας μια φράση εν είδει αποφθέγματος που ωστόσο διατηρεί  τον αποφατισμό της: «Τελικά, τι είναι ένα ποίημα αν όχι ο τόπος συμβολικής πραγμάτωσης του απραγματοποίητου;  Πρόκειται για ένα προϊόν πρώτης ανάγκης διότι το ακατανόητο είναι η καλύτερη απόδειξη της σκλαβιάς μας». Με την έννοια που την διατυπώνει στην επόμενη φράση: «Το ζητούμενο είναι η απελευθέρωση του πνεύματος» (σσ. 64-65).

ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ

Νέοι ποιητές ενός νέου αιώνα |25. Χρήστος Μαρτίνης

ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 2000-2020

Ποιά ἡ ποίηση τοῦ 21ου αἰώνα καὶ ποιοί οἱ ποιητές της; Χιλιάδες ποιητικὲς συλλογές, εἴτε τυπωμένες ἀπὸ ἐπώνυμους οἴκους εἴτε αὐτοεκδόσεις, ἑκατοντάδων ἢ καὶ χιλιάδων ποιητῶν ποὺ ἀναζητοῦν τὴν θέση τους στὴν Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Τί μένει ὅμως καὶ τί περνάει ἀπὸ τὴν κρησάρα τῆς κριτικῆς; Τί ἐπιβιώνει –ἢ ἔστω, τί φαίνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει– στὴν μνήμη τῆς ἀναγνωστικῆς κοινότητας;

Ἀποπειρώμενο μιὰν ἀπάντηση στὰ παραπάνω, τὸ Νέο Πλανόδιον ἐγκαινιάζει τὴν ἑβδομαδιαία στήλη ‘‘Νέοι ποιητὲς ἑνὸς νέου αἰώνα. Διαρκὴς ποιητικὴ ἀνθολογία 2000-2020’’. Γιὰ διάστημα δύο ἐτῶν καὶ ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019, θὰ ἀνθολογοῦμε κάθε ἑβδομάδα ἀπὸ ἕνα ἢ περισσότερα ποίηματα ἑνός/μιᾶς συγγραφέα, ποὺ θὰ πληροῦν δύο προϋποθέσεις: θὰ εἶναι α) δημοσιευμένα μετὰ τὸ 2000, καὶ β) γραμμένα ἀπὸ ποιήτριες ἢ ποιητὲς 45 ἐτῶν καὶ νεώτερους, γεννημένους δηλαδὴ ἀπὸ τό –σημαδιακό– 1974 καὶ ἑξῆς.

Τὰ ποιήματα θὰ παρατίθενται πολυτονισμένα, δίχως ὅμως ἄλλες παρεμβάσεις στὸ πρωτότυπο. Ἐπίσης, στὸ τέλος κάθε ἑξαμήνου θὰ δημοσιεύεται στὸν ἱστότοπο ὁ Θησαυρὸς Ἀναγνώσεων τῶν ἀνθολόγων μὲ τὴν μορφὴ ἀναλυτικοῦ καταλόγου, ὅπου καὶ θὰ καταγράφονται ὅλες οἱ ποιητικὲς συλλογὲς ποὺ εἴδαμε στὸ διάστημα αὐτό. Τὰ ποιήματα ποὺ θὰ προκύψουν στὸ πέρας τῆς διαρκοῦς αὐτῆς ἀνθολόγησης, συμπληρωμένα ἐνδεχομένως καὶ μὲ ἄλλα, θὰ ἀποτελέσουν τὸν κορμὸ μιᾶς ἔντυπης Ἐκλογῆς.

Οἱ σκοποὶ τοῦ ἐγχειρήματος, δύο: νὰ ἀναδείξουμε τὰ ἀξιανάγνωστα ποιήματα ποὺ γράφονται στὶς μέρες μας ἀπὸ νέους ποιητές· καὶ νὰ συμβάλλουμε στὴν ἐπόπτευση τῆς νεοελληνικῆς ποίησης τοῦ αἰώνα μας, μακριὰ ἀπὸ παρελκυστικὲς κατηγοριοποιήσεις, αἰσθητικὲς ἢ/καὶ ἰδεολογικές.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ


Χρῆστος Μαρτίνης

Gustav Dore Charon

(Τὸ ξένο φῶς, Θεσσαλονίκη, Ὑποκείμενο, 2017)
 

στὸν φάνη

ἀποβραδὺς κατάχαμα μέσα στὴ μαύρη ἐλάτη ἐστρατοπέδεψε
στρατὸς τριάντα σπαθαρέοι ὅλοι χορεύουν τραγουδοῦν κι ἕνας
μιλιὰ δὲ βγάζει μονάχα τὸ τουφέκι του βαστᾶ καὶ συγυρίζει
πάνω στὸ γιαταγάνι του περνᾶ τὴν ἄσπρη πέτρα γιατί μωρὲ
πολεμιστὴ κουβέντα δὲν ξανοίγεις ἔχει μερόνυχτα πολλὰ ποὺ
βγήκαμε στὴ στράτα κι ὅσα χωριὰ κι ἂν κάψαμε σὺ καίγεις
ἄλλα τόσα κι ὅσα κεφάλια πήραμε δὲ βγαίνουν στὰ δικά
σου κι ἔδωκε τὴν ἀπόκριση χωρὶς νὰ τοὺς κοιτάζει μονάχα ἡ
σπάθα ν’ ἄστραφτε ἀπ’ τὶς πυρὲς μπροστά του «ἂφῆστε ‘μένα
νὰ κρατῶ τὴ λάμα τροχισμένη κι ἅμα θὰ βρίσκω χριστιανὸ
εὒτὺς νὰ τὸν θερίζω κι ἅμα θὰ μπαίνω σὲ αὐλὴ τὴ φλόγα νὰ
φυτεύω γιατὶ ὀχτροὶ περνούσανε κι ἀπ’ τὰ δικά μας μέρη ὅταν
τοὺς εἶδε τὸ χωριὸ μαντάλωσε τὶς πόρτες αὐτοὶ κινοῦσαν κι
ἔκαιγαν πετροχτισμένες στάνες μὲ τ’ ἄλογα ξεπάτωναν τὸν
φυτεμένο κάμπο ὕστερα στεῖλαν μπιστικὸ νὰ δώσει τὸ μαντάτο (περισσότερα…)

Έλενα Σταγκουράκη, Πέντε ποιήματα

22 (5).jpg

Σε κατάσταση «έκτακτου συναγερμού»!

Στην πόρτα μου ένας κομάντο,
αγέλαστος, με πολυβόλο.
Σιγά μη μου κάνει κουμάντο
το σιδερικό του όλο κι όλο!

Ο δρόμος μου αποκλεισμένος
και σκέφτομαι  «πάει!, αλί μου!,
κανένας θα είναι ζωσμένος
με βόμβες· γιατί βρε Αλή μου;»    

Κοιτάζω καλά και το πιάνω
πως σήμερα δεν είναι η μέρα
που εν τέλει κι εγώ θα πεθάνω·
φροντίζει η καλή Πλατυτέρα.

‘Επίσημο’ έχουμε, βγαίνει·
για πού το ‘χει βάλει δε λένε.
Μουστάκι αν έχει ή γένι
δεν ξέρω, τα μάτια δεν φταίνε.

Γιατί να μου φταίξουνε που ‘ναι
φιμέ της Μερσέντες το τζάμι
και μάλιστα αυτό το συνδράμει
αστυνομολόι; Θωρούνε!

Αρκεί που τη γλίτωσα πάλι
φτηνά και στο τσακ, παρά τρίχα!
Σαφώς είναι τύχη μεγάλη
κομάντο στην πόρτα πως είχα!

Βρυξέλλες, 10/2/2016 (περισσότερα…)