~.~
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ~.~
Δημήτρης Καρακίτσος,
Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε,
ρεσεψιονίστ και διηγηματογράφου,
Ποταμός 2017
Οι Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε, ρεσεψιονίστ και διηγηματογράφου είναι το τέταρτο βιβλίο του Δημήτρη Καρακίτσου. Μετά από ένα πρώτο ποιητικό βιβλίο, τις Γάτες του ποιητή Δ.Ι. Αντωνίου, που εκδόθηκαν απ’ το Ροδακιό το 2012, ο Καρακίτσος στράφηκε στη διηγηματογραφία, μια ενασχόληση που απέδωσε ήδη πλουσιότατους καρπούς: πρώτα το Βένουσμπεργκ, που εκδόθηκε απ’ τους Αντίποδες το 2015, στη συνέχεια τους Παλαιστές, που εκδόθηκαν απ’ τον Ποταμό το 2016, και τώρα τις Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε, πάλι απ’ τον Ποταμό, στα τέλη του 2017.
Με το παρόν έργο του ο Καρακίτσος αφήνει πλέον ευδιάκριτο στίγμα στην πεζογραφία μας. Μπορούμε να πούμε ότι αναδεικνύεται σε σπουδαίο εκπρόσωπο μιας νέας γενιάς συγγραφέων, οι οποίοι εμπλουτίζουν και ανανεώνουν τη διηγηματογραφική μας παράδοση.
Το βιβλίο του Καρακίτσου αποτελείται από είκοσι οκτώ διηγήματα ποικίλου μεγέθους: μικροδιηγήματα, που καταλαμβάνουν μόλις μία σελίδα (ο «Φάουστ και ο ποιητής του», ο «Κουλουρτζής», «Από την εποχή της ληστοκρατίας», η «Παραλία του Βαρνάβα», ο «Arturo Márquez»), μέσης έκτασης διηγήματα, που εκτείνονται από δύο έως δέκα σελίδες, και τα οποία αποτελούν και την πλειονότητα, και τρία πολυσέλιδα (η «Μενίππεια φαντασία», που απλώνεται σε 14 σελίδες, η «Περιπέτεια στην Ανταρκτική», που πιάνει 26 σελίδες, και η «Εξαφάνιση του καθηγητή Μαγιοράνα», που φτάνει τις 38 σελίδες).
Ποικίλη είναι επίσης και η θεματολογία του Καρακίτσου· κινείται απ’ την κωμωδία και τη μενιππέα μέχρι την τραγωδία και τον σπαραγμό. Γλυκά όνειρα, τρυφερές μνήμες και μαγικά παραμύθια συνυφαίνονται με πραγματικά περιστατικά, με την ωμή βία της ιστορίας και την επώδυνη εμπειρία της προσωπικής τραγωδίας. Ο συγγραφέας ξετυλίγει μπροστά στα μάτια μας μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο όλο το συγκινησιακό φάσμα της ανθρώπινης συνθήκης.
Οι ιστορίες του Βαρθολομαίου εκτυλίσσονται στην Κέρκυρα, στον τόπο που ζει και εργάζεται. Η Κέρκυρα όμως του Βαρθολομαίου δεν είναι η πραγματική Κέρκυρα, αυτή που μπορεί να παρατηρήσει κανείς δια γυμνού οφθαλμού αν περπατήσει στους δρόμους της και αν σεργιανίσει στα χωριά της. Η Κέρκυρα γίνεται εδώ ένας φανταστικός τόπος, όπου μπορούν να συμβούν σχεδόν τα πάντα. Για να ταξιδέψεις σε αυτή τη μυστική και παράδοξη Κέρκυρα, σε αυτό τον τόπο των ονείρων και των παραμυθιών, πρέπει να έχεις τα μάτια και τ’ αυτιά σου ανοιχτά. Τότε θα βρεθείς, όπως λέει ο Σωκράτης του Πέλεκα, στο ομώνυμο διήγημα, σ’ έναν «μαγεμένο τόπο όπου η αυλή του φούρναρη [είναι] γεμάτη αιωνόβιες γάτες, ο περιπτεράς [κρύβεται] στις φυλλωσιές για μπανιστήρι, ο ταξιτζής [έχει] σπίτι του μια μαϊμού που [πάσχει] από υπερτρίχωση, ο ζαχαροπλάστης [παρακαλά] τα γιασεμιά να του φέρουν νύφη και ούτω καθεξής».[1]
Έτσι, στα διηγήματα της συλλογής ο αναγνώστης μεταφέρεται σε μια ονειρική ή εφιαλτική κατάσταση. Ο συγγραφέας τον γοητεύει και τον παρασύρει σε μια άλλη πραγματικότητα, διαφορετική απ’ αυτήν που μας περιβάλλει και την οποία γνωρίζουμε με τις αισθήσεις μας. Κάθε διήγημα ξεκινά συνήθως με μια απόλυτα ρεαλιστική περιγραφή ενός πραγματικού χώρου, στον οποίο ολοζώντανοι χαρακτήρες κινούνται και δρουν με αληθοφανή τρόπο. Σταδιακά όμως μεταβαίνουμε σε μια χώρα μυστηρίου, όπου συμβαίνουν αλλόκοτα γεγονότα.
Να σημειώσουμε επίσης ότι σημαντική θέση στις Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε καταλαμβάνει και το λογοτεχνικό παρελθόν της Κέρκυρας. Ο συγγραφέας μας μάλιστα υπονοεί ότι η διαμονή του στην Κέρκυρα και η παρουσία του στα μέρη που έζησαν ο Σολωμός και ο Πολυλάς είχαν αποφασιστική σημασία για τη δική του καλλιτεχνική διαμόρφωση. Χαρακτηριστικό είναι το μότο του βιβλίου του, που προέρχεται απ’ τον Πολυλά: «Εις την Κέρκυρα έλαβεν αφορμή να εμβαθύνη εις μίαν από τες ωραίες Τέχνες, την οποίαν αγαπούσε και εννοούσε όχι λιγότερο παρά τη δική του».[2]
Ποιος είναι όμως ο Βαρθολομαίος Ολίβιε; Σε μια πρώτη ανάγνωση, ο αφηγητής Βαρθολομαίος Ολίβιε φαίνεται πως είναι το alter ego του συγγραφέα Δημήτρη Καρακίτσου. Εργάζεται ως ρεσεψιονίστ σε ξενοδοχείο της Κέρκυρας και στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει και γράφει λογοτεχνία. Αυτή η εντύπωση μάλιστα ενισχύεται απ’ όσα μαθαίνουμε στο διήγημα «Το πορφυρό πορνείο στο Νταρ ες Σαλάμ». Το διήγημα έχει τη μορφή σημειώματος αυτοκτονίας, και εκεί, παράλληλα με την ιστορία του Κιντζικιτίλε Νγκουάλε και του Αδόλφου φον Γκέτσεν, αντλούμε περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και την προσωπικότητα του ρεσεψιονίστ Βαρθολομαίου, όπως επίσης και για τη συγκρουσιακή του σχέση με το εργασιακό του περιβάλλον:
[…] αυτοκτονώ προσβεβλημένος από τον εργοδότη μου, ο οποίος χθες ξημερώματα, σε αιφνιδιαστικό έλεγχο στο ξενοδοχείο, δεν με βρήκε στη θέση μου, πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν καθώς όφειλα, αλλά στο σαλόνι, με τσιγάρο αναμμένο, με βγαλμένα παπούτσια και πόδια απλωμένα στον καναπέ, ξεφυλλίζοντας ειρηνικά ένα βιβλίο: το βιβλίο που άφησε πίσω του φεύγοντας ένας Γερμανός ηλικιωμένος τουρίστας. […] Το βιβλίο του Γερμανού άρχισα να το διαβάζω στις τρεις τα ξημερώματα – εν μέρει για να περάσει η ώρα. Και λέω εν μέρει, διότι το διάβασμα ουδέποτε εν ώρα υπηρεσίας μου κράτησε καλή συντροφιά, προτιμώ τις ραδιοφωνικές θεατρικές παραστάσεις διότι μπορώ να κλείνω φιλάρεσκα τα μάτια μου. […] Ο ωρυόμενος διευθυντής έκοψε την ανάγνωση στη μέση. Μου επιτέθηκε φραστικά και μάλιστα πήγε να με πετάξει στον δρόμο. Όφειλα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου – εντούτοις δεν μίλησα. Το επάγγελμά μου είναι αφόρητο έτσι κι αλλιώς.[3]
Σε άλλα διηγήματα όμως εμφανίζεται ένας εντελώς διαφορετικός Βαρθολομαίος. Στην πραγματικότητα, ο Βαρθολομαίος μοιάζει να μεταμορφώνεται διαρκώς, μοιάζει να έχει πρωτεϊκή μορφή, όπως ο αρχαίος μυθικός δαίμονας της θάλασσας. Έτσι, τον βρίσκουμε για παράδειγμα τον Ιούνιο του 1716 να ζει μια απίστευτη ιστορία, ένα ταξίδι στο φεγγάρι:
Προς θεού, αν και γεννημένος στον αιώνα των ψευτών, εγώ ο Βαρθολομαίος Ολίβιε, λόγιος και καρμπονάρος, γόνος κερκυραίου ευγενούς, αφηγούμαι μια αδιαμφισβήτητα αληθινή ιστορία.[4]
μας λέει, σαν άλλος Λουκιανός.
Τον βρίσκουμε επίσης περιπλανώμενο συγγραφέα στη νυχτερινή Κέρκυρα, συγγραφέα που μόλις ολοκλήρωσε μια μονογραφία για τα φαντάσματα του νησιού. Δυο κεφάλαια μάλιστα του συγγράμματός του δημοσιεύτηκαν, όπως μαθαίνουμε, σε πρόσφατο τεύχος του κερκυραϊκού περιοδικού Πόρφυρας.[5]
Η νυχτερινή του περιπλάνηση στην πόλη της Κέρκυρας συνεχίζεται και στο διήγημα «Βουβή χάρτινη κιθάρα». Εκεί ο Βαρθολομαίος περπατά τρεκλίζοντας και σκοντάφτοντας, ακούει ένα φάντασμα να παίζει μουσική, βλέπει ένα άλλο φάντασμα να κάνει τσουλήθρα, από ένα φωτισμένο παράθυρο κάποιος του ρίχνει ένα χαρτί με την αξιολόγηση των διηγημάτων του από τον Θεό, που δυστυχώς είναι μουντζουρωμένη. Και ο Βαρθολομαίος συνεχίζει την περιπλάνησή του αναλογιζόμενος τη σιωπή της λογοτεχνίας.[6]
Τέλος, τον βρίσκουμε ήρωα σε μια ιστορία προδοσίας, στου «Ουρανού το μέγα πολυκάντηλο».[7] Εκεί ο Βαρθολομαίος περιμένει στο αυτοκίνητο τον αδερφό του Ανέστο, που βγαίνει με άδεια από τη φυλακή. Σύντομα όμως θα αποκαλυφθεί η προδοσία του. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του Ανέστου, ο Βαρθολομαίος του έκλεψε τη γυναίκα, τη Ναυσικά, η οποία μάλιστα είναι πλέον έγκυος. Η εκδίκηση του Ανέστου, μόλις το μαθαίνει, είναι εφιαλτική.
Ο Βαρθολομαίος λοιπόν είναι ένας Πρωτέας, που μεταμορφώνεται διαρκώς. Το μοτίβο του Πρωτέα διαπερνά όλα τα διηγήματα της παρούσας συλλογής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρωτεϊκότητα, η διαρκής μεταμόρφωση, είναι το βασικό γνώρισμα των χαρακτήρων, όπως και της ίδιας της πλοκής. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι ένας ήρωας ονομάζεται Μωυσής Πρωτέας:
Ο Μωυσής Πρωτέας έχανε τη γενειάδα του, αποκτούσε σπαστά μαλλιά, άλλαζε ύψος και γινόταν ναυτικός, συνταξιούχος δικαστής, βωμολόχος, εργάτης ορυχείων, γραφιάς, μπολσεβίκος, σερβιτόρος, νεκρός στρατιώτης, άνεργος, ηλικιωμένος, αυτοτιμωρούμενος, έφηβος, ηθοποιός, πτώμα. Μιλά σαν να πάσχει από αδυναμία συγκέντρωσης, κάποιος θαμώνας ξαναθυμάται στις μορφές του Μωυσή Πρωτέα μια παλιά λογομαχία με έναν άγνωστο. Ο Μωυσής Πρωτέας παίρνει τη μορφή του θαμώνα μα ήδη μια νέα μορφή έρχεται να χωνέψει την παλιά σε ένα προσωπείο ρυτιδωμένου υπουργού.[8]
Μια πρωτεϊκή κοσμοθεωρία φαίνεται να υπόκειται σε όλα τα γραπτά του Καρακίτσου. Η πρωτεϊκή μεταμόρφωση είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, η ουσία της τέχνης του. Να θυμίσω, για παράδειγμα, τους ασκητές στο «Βένουσμπεργκ», τον αββά Παφνούτιο και τον αββά Παμβώ. Φεύγουν από τον κόσμο στην έρημο, αφοσιώνονται στον Θεό και γίνονται άγιοι, και μετά επιστρέφουν στον κόσμο και γίνονται αμαρτωλοί, φονιάδες, ληστές και προαγωγοί. Και αντίστοιχα μεταμορφώνεται και η ατμόσφαιρα του διηγήματος: από τη γαλήνια πίστη στη Θεία Πρόνοια και στην αξία της αγάπης οδηγούμαστε στην απόλυτη απόγνωση, στην απουσία της ηθικής, στην κυριαρχία του θανάτου. Παρόμοια και οι παλαιστές, στο ομώνυμο βιβλίο, αλλάζουν διαρκώς μορφές. Για παράδειγμα, ο Αποστολάρας
[φ]ορούσε κοστούμι, έσκαγε μύτη τα βράδια στο καφενείο, κερνούσε ούζο, έπαιζε χαρτάκι και έπιανε το τραγούδι – αφού τραγουδούσε και σε πανηγύρια. […] έπινε μανιωδώς γκαζόζες και κάπνιζε. Με το άλογό του γύρισε όλη την Ελλάδα. […] το ’56 (ανύπανδρος και με σακατεμένη πια τη μέση από τα βάρη) έπιασε δουλειά στα μπισκότα Σεράλ και νοίκιασε δωμάτιο φτωχικό στο Μοσχάτο. […] Στην Αθήνα το ’32, γνωρίστηκε με μια ασήμαντη Καρπενησιώτισσα ποιήτρια. Οι επιστολές που αντάλλαξαν […] μαρτυρούν έναν παθιασμένο έρωτα […] το 1932 ο Αποστολάρας πήγε στη Βουλγαρία να παλέψει με τον διάσημο Ούντο Σάλε. […] Το 1934 […] έχασε όλα του τα λεφτά πάνω σε ένα μεθύσι. Το 1933 κόντεψε να πνιγεί στον Βόσπορο.[9]
και ούτω καθεξής.
Πίσω απ’ τις διαρκείς μεταμορφώσεις των ηρώων του Καρακίτσου, πίσω απ’ τις αδιάκοπες εναλλαγές της πλοκής, πίσω απ’ τις συνεχείς συναισθηματικές και ψυχικές μεταπτώσεις, αποκαλύπτεται μια ιδέα για την ίδια τη ζωή. Για τον συγγραφέα μας, μόνιμο χαρακτηριστικό του ζωντανού ανθρώπου φαίνεται πως είναι ακριβώς η μη μονιμότητα, η μη σταθερότητα των δεδομένων του βίου του. Ζωή τελικά σημαίνει ακατάπαυστη αλλαγή, μεταμόρφωση, μετάβαση από μία κατάσταση σε μια άλλη.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ
~ . ~
Σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς
[1] Δημήτρης Καρακίτσος, «Ο Σωκράτης του Πέλεκα», Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε, ρεσεψιονίστ και διηγηματογράφου, Ποταμός, Αθήνα 2017, σελ. 127.
[2] Ό.π., σελ. 7. Το απόσπασμα προέρχεται από τον πρόλογο του Ιάκωβου Πολυλά στα Ευρισκόμενα του Διονυσίου Σολωμού (Κέρκυρα 1859, σελ. κζ΄).
[3] «Το πορφυρό πορνείο στο Νταρ ες Σαλάμ», Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε, ό.π., σελ. 89-93.
[4] «Μενίππεια φαντασία», ό.π., σελ. 37. Να σημειωθεί ότι εδώ ο Βαρθολομαίος αποτελεί μια, τρόπον τινά, μετενσάρκωση του Λουκιανού και κάνοντας λόγο για «αληθινή ιστορία» παραπέμπει στο ομώνυμο βιβλίο του αρχαίου συγγραφέα. Στη «Μενίππεια φαντασία», άλλωστε, ο Καρακίτσος αναδιηγείται, στην ουσία, την Αληθή ιστορία του Λουκιανού.
[5] «Άνεμος στα καντούνια ή Το σαπιοκάραβο», ό.π., σελ. 51-52.
[6] «Βουβή χάρτινη κιθάρα», ό.π., σελ. 129-130.
[7] «Του ουρανού το μέγα πολυκάντηλο», ό.π., σελ. 175-183.
[8] «Το Ζαΐρ», ό.π., σελ. 135.
[9] Δημήτρης Καρακίτσος, Παλαιστές, Ποταμός, Αθήνα 2016, σελ. 21-22.




σιγοντάρει: «Ἡ ἀντίληψις ὅτι ὅ ποιητὴς τραγουδεῖ ἔτσι σὰν τὰ πουλιά, μόνον διότι δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάνῃ τίποτ’ ἄλλο, εἶναι παιδαριώδης – ἄλλωστε καὶ τὰ πουλιὰ τραγουδοῦν, διὰ νὰ τ’ ἀκούσῃ κάποιος. Ἕνας φιλόσοφος ἠμπορεῖ νὰ φιλοσοφῇ μόνον διὰ τὴν εὐχαρίστησιν, ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ εὕρεσις τῆς ἀληθείας – τοὐλάχιστον εἶναι νοητὸν αὐτόν. Ὁ καλλιτέχνης δὲν ἔχει αὐτὴν τὴν αὐτάρκειαν».
τῆς ποιήσεως πάσης τό τε μέλος καὶ τὸν ρυθμόν καὶ τὸ μέτρον, ἄλλο τι ἢ λόγοι γίγνονται τὸ λειπόμενον». Τι μας λένε αυτοί οι ελάχιστα εντυπωσιακοί αλλά ουσιώδεις ορισμοί; Ότι η ποίηση δεν είναι υποκατάστατο θρησκείας ή μεταφυσική τελετή. Όλα αυτά ως πόθους γνήσιους ανθρώπινους ένα ποίημα μπορεί βεβαίως να τα έχει και να τα περιέχει, μπορεί όμως και όχι. Ο Αρχίλοχος και ο Κάτουλλος και ο Βιγιόν δεν είναι λιγότερο ποιητές επειδή στο έργο τους δεν καταπιάνονται με τέτοια. Ο Αριστοφάνης και ο Γκαίτε διακωμώδησαν αυτόν τον τύπο του αιθεροβάμονα ποιητή, γράφοντας οι ίδιοι υπέροχα ποιήματα. Η ποίηση είναι κάτι διαφορετικό, ένας τρόπος του λέγειν και του εκφράζεσθαι εντέχνως, τουτέστιν μια τεχνική. Μια ειδική τεχνική οργάνωσης του λόγου προφανώς, ικανή να τoν διαστείλει από την πρόζα και την κοινή ομιλία. Κοντολογίς, η ποίηση είναι μια τέχνη: η τέχνη του στίχου.
και το απόλυτο προβάδισμα που ο Έλληνας ποιητής απέδιδε στο νοητικό στοιχείο, έναντι του συναισθηματικού – γνώρισμα κατά την κρίση μου κοινό όλων των πρώτης τάξεως ποιητών όλων των εποχών. Γιατί ακόμη και η ποιητική φαντασία στο μέτρο που είναι δύναμη δημιουργική, μετέχει της διανοίας περισσότερο απ’ ό,τι μετέχει στις ακατέργαστες ορμές του θυμικού. Αυτές οι δεύτερες είναι η πρώτη της ύλη, όπως πρώτη ύλη του ξυλουργού είναι η ξυλεία. Όταν βλέπουμε όμως ένα τραπέζι και μια καρέκλα βλέπουμε το έργο μιας διάνοιας όχι τα προϊόντα της άνοης φύσης.
«Το να λέμε στην παρέα μας ότι μας κατέλαβε έμπνευση βάρδου την Παρασκευή στις 2:45 μ.μ. και άρχισε να μας ψιθυρίζει λόγια μυστηριακά στο αυτί με τόση ένταση που μόλις προλάβαμε να τα σημειώσουμε, ακούγεται ωραίο, αρέσει. Όμως στο σπίτι μας, πίσω από τις κλειστές πόρτες, διορθώνουμε επιμελώς, σβήνουμε και ξαναγράφουμε διαρκώς αυτά που ρίξαμε αρχικά στο χαρτί».
εκείνη η πασίγνωστη κάποτε ρήση του Αντρέ Ζιντ για την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ «ευγενών αισθημάτων» και «κακής λογοτεχνίας» έχει περιπέσει στη λήθη. Ποιος λίγο ποιος πολύ, ευαισθησίες όλοι έχουμε στο μέτρο που είμαστε άνθρωποι. Οι ποιητές στον μέσο τους όρο δεν είναι περισσότερο καλοκάγαθοι και ανθρωπιστές από τους κοινούς ανθρώπους – ιδίως αν κρίνουμε από τους διαβόητους βίους κάποιων… Αν έχουν ευαισθησία εντελώς δική τους, αυτή είναι η ευαισθησία τους απέναντι στο πρωτογενές υλικό τους, τη γλώσσα – ό,τι θα λέγαμε δωρεά ή ταλέντο.
ή χειρότερο ποιητή, ποιος μπορεί να το πει με ασφάλεια; Αν ζούσε πενήντα χρόνια ακόμη, δεν θα μας έδινε ενδεχομένως έργο που θα άφηνε πίσω του τα λίγα αυτά που πρόφτασε; Και πάντως, αν η ένταση της οδύνης ήταν το κριτήριο, τα ποιήματα θα περίσσευαν: για ν’ αναδείξουμε τους κορυφαίους θ’ αρκούσε μια γνωμάτευση ιατρική ή και ιατροδικαστική ακόμη. Ο ποιητικός Παρνασσός θα έμοιαζε τότε με Γολγοθά, με κρανίου τόπο γεμάτο αυτόχειρες και παραλοϊσμένους.
είναι ή διαφθορείς ή διεφθαρμένοι» έγραφε ο Μπαλζάκ, στις Χαμένες ψευδαισθήσεις, και σίγουρα αυτός κάτι ήξερε. Από τον Νέρωνα ώς τον Μουσολίνι, από τον Στάλιν ώς τον Μάο και από τον Χομεϊνί ώς τον Οσάμα μπιν Λάντεν, πολλοί τύραννοι έγραφαν ποίηση. Ακόμη και οι Οθωμανοί σουλτάνοι στα διαλείμματα των θεάρεστων έργων τους σκάρωναν στιχάκια και ο Πολ Ποτ θαύμαζε βαθιά την ποίηση του Βερλαίν. Ένα ποίημα μπορεί να είναι όντως, μεταξύ άλλων, έκφραση αγαθότητας και ευγένειας. Όμως δεν εξευγενίζει αυτόν που το έγραψε. Δεν αίρει τις αμαρτίες του. Το μόνο που πιστοποιεί είναι ότι αυτή την ευγένεια έχει την ικανότητα να τη μνημειώσει σε λόγο. Όπως ακριβώς, ο ίδιος ή άλλος, θα μπορούσε να μνημειώσει σε λόγο και το αντίστροφό της, το μένος του εκδικητή ή του φονιά λ.χ. – παράδειγμα οι δοξαστικές σκηνές των σφαγών στην Ιλιάδα ή τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν. Πράγμα που δεν σημαίνει βέβαια ότι ο Όμηρος ή ο Σολωμός, προσωπικά, ήταν μνησίκακοι και αιμοβόροι.

Ο Νίκολας είναι είκοσι τριών ετών. Έχει καλή μόρφωση και ήταν ήδη υποδιάκονος στην επισκοπή του Λίνκολν. Ο επίσκοπός του του είχε αναθέσει να αντιγράψει ένα πολυσέλιδο χειρόγραφο με τα ομηρικά έπη. Ήταν όμως Μάιος, τα πουλιά κελαηδούσαν, τα λουλούδια είχαν ανθίσει και το αίμα του Νίκολας έβραζε. Ήταν μοιραίο λοιπόν να εγκαταλείψει το γραφείο του και τη βαρετή εργασία του αντιγραφέα και να το σκάσει. Στη συνέχεια περιπλανήθηκε, πείνασε, μοίχευσε και έχασε το μανδύα του. Κι έτσι, βρέθηκε μες στο καταχείμωνο να τουρτουρίζει κρυμμένος σ’ ένα σκοτεινό δάσος. Εκεί τον βρίσκουν οι ηθοποιοί και τον παίρνουν μαζί τους, για ν’ αντικαταστήσει ένα μέλος του θιάσου, τον Μπρένταν, που μόλις είχε πεθάνει.
Το θέμα του Θρησκευτικού δράματος όμως δεν είναι μόνο ο επαναστατικός ρόλος που διαδραμάτισε το θέατρο στην έλευση της νέας εποχής. Ο Άνσγουωρθ μάς λέει και κάτι ακόμα, μας λέει πως το θέατρο και η ζωή, η απεικόνιση της ζωής και η ίδια η ζωή, δεν μπορούν να διαχωριστούν ξεκάθαρα. Η θεατρική σκηνή και ο πραγματικός κόσμος έρχονται σε επαφή, αλληλεπικαλύπτονται, σε μεγάλο βαθμό συμπίπτουν. Οι ήρωές μας αφήνουν την πραγματικότητα να εισβάλει στη θεατρική σκηνή, στην καλλιτεχνική αναπαράσταση. Και στη συνέχεια, αποδεικνύεται πως η θεατρική αναπαράσταση μπορεί να διαμορφώσει την πραγματικότητα.
