Μιὰ Πρω­το­χρο­νιὰ τοῦ ’84

Giannispatilis

Τὴ χρονιὰ ποὺ μᾶς ἔφυγε, ὁ Γιάννης Πατίλης, ποιητής, κριτικός καὶ ἐκδότης τοῦ ἱστορικοῦ λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον (1986-2012), συμπλήρωσε τὰ ἑβδομῆντα του ἔτη. Μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν πρόσφατων βιβλίων του, τὸ Νέο Πλανόδιον τοῦ ἀφιέρωσε τὴν τελευταία ἑβδομάδα τῶν ἀναρτήσεων τοῦ 2017 – ἀναγνώριση ἐλάχιστη ἀνεξαγόραστης ὀφειλῆς. Συμμετεῖχαν κατά σειρά οἱ Κώστας Κουτσουρέλης, Σωτήρης Γουνελᾶς, Ἄγγελος Καλογερόπουλος, Ξάνθος Μαϊντᾶς, Θανάσης Γαλανάκης, Γιῶργος Πινακούλας καὶ Ἕλενα Σταγκουράκη. Σήμερα, Πρωτοχρονιά, κλείνουμε καταπῶς ταιριάζει – μὲ ἕνα κείμενο τοῦ ἴδιου τοῦ τιμώμενου, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἀνέκδοτο ἡμερολόγιό του.

~. ~

τοῦ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ ~.~

Στὴν μνή­μη τοῦ πα­τέ­ρα μου Πα­να­γι­ώ­τη Ἰ­ω­άν­νου Πα­τί­λη

Ἀ­γα­πη­τὲ Κώ­στα,

μοῦ ζή­τη­σες ἕ­να κεί­με­νο γιὰ νὰ δη­μο­σι­ευ­τεῖ ἀ­νή­με­ρα τῆς Πρω­το­χρο­νιᾶς στὸ ψη­φι­α­κὸ Νέ­ο Πλα­νό­διον, κλεί­νον­τας τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα. Κά­ποι­α στιγ­μὴ μοῦ ’γρα­ψες ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι κά­τι καὶ ἀ­πὸ τὶς Ἡ­μέ­ρες καὶ Νύ­χτες, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο ποὺ κρα­τοῦ­σα στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’80. Πρὸς στιγ­μὴν σκέ­φτη­κα νὰ σοῦ στεί­λω τὰ «Πα­πα­γι­ωρ­γι­κά» τῆς ἐ­πο­χῆς τῆς «Νή­σου», ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­να —μ’ ὅ­λα τὰ ξε­σα­λω­μέ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα καὶ πρω­το­χρο­νι­ά­τι­κά τους—εἶ­ναι μα­κρο­σκε­λέ­στα­τα κι ἀν­τι­δι­κτυα­κά, πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­ρί­πλο­κα καὶ λι­γό­τε­ρο προ­σω­πι­κά. Ἔ­τσι, ἀ­φοῦ τό ’ψα­ξα λι­γά­κι, κα­τέ­λη­ξα νὰ σοῦ στεί­λω μιὰ ἐγ­γρα­φή μου τῆς 01-01-1984. Ὁ πα­τέ­ρας μου, ἐ­πὶ τρεῖς δε­κα­ε­τί­ες με­τὰ τὴν πτώ­χευ­σή του πλα­νό­διος ἔμ­πο­ρος ὡ­ρο­λο­γί­ων καὶ κο­σμη­μά­των στὰ ἀρ­βα­νι­το­χώ­ρια τῆς Δυ­τι­κῆς Ἀτ­τι­κῆς, μό­λις εἶ­χε σα­ραν­τί­σει κι ὁ τά­φος του φρε­σκο­σκαμ­μέ­νος, κι ἐ­γὼ παίρ­νον­τας τὴν τσάν­τα του, εἶ­χα ἀ­να­λά­βει νὰ μα­ζέ­ψω τὶς χρε­ω­στού­με­νες «δό­σεις» τῶν πε­λα­τῶν του… Τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα τῆς πα­ρού­σης ἐγ­γρα­φῆς, Κυ­ρια­κὴ 31 Δε­κεμ­βρί­ου 1983, βρι­σκό­μου­να γι’ αὐ­τὴ τὴ δου­λειὰ στὸν Ἀ­σπρό­πυρ­γο. Πα­ρέ­α μου ὁ τό­τε κουμ­πά­ρος μας του­μπί­στας Γιά­ννης Ζου­γα­νέ­λης… Τὶς μέ­ρες ἐ­κεῖ­νες εἶ­χε ση­μει­ω­θεῖ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ νε­ρὰ μιὰ ἐ­πί­θε­ση καρ­χα­ρί­α σὲ χει­με­ρι­νὸ κο­λυμ­βη­τή. Ἕ­να τί­πο­τα μπρο­στὰ στοὺς ἑ­κα­τον­τά­δες καρ­χα­ρί­ες ποὺ γυ­ρό­φερ­ναν τό­τε ἕ­ναν ἡ­μι­θα­νῆ λα­ό, καὶ ἔ­κτο­τε ἐ­πε­κρά­τη­σαν πλή­ρως στὶς ζω­ές μας….

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑ­ΤΙ­ΛΗΣ
Νέ­α Σμύρ­νη, 28 Δε­κεμ­βρί­ου 2017

ΥΓ. Στὴ φω­το­γρα­φί­α παι­δά­κι στὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’50, στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ πα­τέ­ρα μου στὸ σπί­τι μας, Λέ­νορ­μαν 117, στὸν Κο­λω­νό.

~ . ~

Patilis, Yiannis-08, Pateras, (Aidipsos)

~ . ~

[Ἡ­μέ­ρες καὶ Νύ­χτες
Ση­μει­ώ­σεις ἡ­με­ρο­λο­γί­ου]

Δευ­τέ­ρα, 1 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1984

Χτὲς πῆ­γα μὲ τὸν Γιά­ννη στὸν Ἀ­σπρό­πυρ­γο. Στῆς Ἀ­πο­στο­λο­πού­λου, χά­ρι­σα στὸ κο­ρι­τσά­κι της τὴ Δή­μη­τρα ἕ­να ζευ­γά­ρι χρυ­σὰ σκου­λα­ρί­κια. Εἶ­πα πὼς τῆς τὰ χα­ρί­ζει ὁ παπ­πούς. (Ἐ­μέ­να τὸ παι­δά­κι μὲ λέ­ει «θεῖ­ο».) Συγ­κι­νή­θη­κε κι ἡ μά­να, μιὰ συμ­πα­θη­τι­κὴ γυ­ναί­κα, καὶ τὸ κο­ρι­τσά­κι. Φεύ­γον­τας μοῦ φώ­να­ζε ἡ μά­να του πὼς ἔ­κλαι­γε τὸ παι­δά­κι.

Στὸ σπί­τι τοῦ Μαγ­γα­νᾶ στὴ Δι­α­σταύ­ρω­ση, ἕ­νας γέ­ρον­τας μοῦ ’λε­γε: «τί νὰ κά­νου­με, δι­α­βά­τες εἴ­μα­στε».

Πῆ­ρα τὴν τε­λευ­ταί­α δό­ση ἀ­πὸ τὴ Μα­κε­δό­να. Κά­θε ποὺ ξο­φλά­ει ἕ­νας πε­λά­της μὲ πιά­νει μιὰ θλί­ψη. Εἶ­ναι σὰ νὰ ξε­κολ­λᾶ καὶ νὰ πε­θαί­νει —λί­γο-λί­γο— ἕ­να ἀ­κό­μη κομ­μά­τι ἀ­π’ τὸν πα­τέ­ρα. Τοὺς εἶ­πα πὼς θὰ πε­ρά­σω νὰ τοὺς ξα­να­δῶ. Χά­ρη­καν. Μοῦεἶ­παν νὰ πά­ρω τὴ γυ­ναί­κα μου καὶ νὰ πᾶ­με – κι ὅ­λοι μα­ζὶ νὰ βγοῦ­με γιὰ χόρ­τα.

Ἔ­πια­σα κου­βέν­τα μὲ τὴ Μα­ρί­α τὴ Στά­μου, μιὰ χον­τρὴ γυ­ναί­κα μὲ νε­α­νι­κὸ πρό­σω­πο. Μὲ τὸν ἄν­τρα της καὶ τὸν ἀ­νι­ψιό της ἔ­χουν μιὰ βι­ο­τε­χνί­α ἐ­κτύ­πω­σης καὶ πλα­στι­κο­ποί­η­σης, μὲ βά­ση τὴν ἀ­νι­λί­νη, κι ἀ­πα­σχο­λοῦν γι’ αὐ­τὸ εἰ­δι­κὸ «ἀ­νι­λι­νά». Τὴ ρώ­τη­σα μὲ τί ἀ­σχο­λοῦν­ται τώ­ρα οἱ ἀ­σπρο­πυρ­γι­ῶ­τες, μιὰ καὶ πε­ρι­ο­ρί­στη­κε ἡ κτη­νο­τρο­φί­α (ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν ἀ­γε­λά­δων ἔ­χει πέ­σει στὸ μι­σό, 2.000 ἀ­πὸ 3.500, νο­μί­ζω). Μοῦ εἶ­πε πὼς ἀρ­κε­τοὶ ἀ­σχο­λοῦν­ται ἀ­κό­μη μὲ τὴν κτη­νο­τρο­φί­α (ἔ­χει λε­φτά), πολ­λοὶ μὲ τὰ περ­βό­λια (ἔ­χουν ἀρ­κε­τὲς ἐ­κτά­σεις πρὸς βορ­ρᾶ), ἄλ­λοι στὸ συ­νε­ται­ρι­σμὸ γά­λα­κτος, ἄλ­λοι στὰ ἐρ­γο­στά­σια (χα­λυ­βουρ­γι­κή, χαρ­το­ποι­ΐ­ες κ.ἄ.). Ἄλ­λοι πῆ­ραν ἀρ­κε­τὰ χρή­μα­τα ἀ­πὸ τὶς ἀ­παλ­λο­τρι­ώ­σεις τοῦ ΟΣΕ καὶ τοῦ Ὑπ. Δη­μο­σί­ων Ἔρ­γων γιὰ δι­ά­νοι­ξη (ἢ δι­α­πλά­τυν­ση) δρό­μων πρὸς Ἀ­θή­να (Ἁγ. Πα­ρα­σκευ­ὴ κλπ.).

Πό­σο μᾶς ἔ­λει­πες, πα­τέ­ρα, χτὲς τὰ με­σά­νυ­χτα. Κλά­ψα­με, πά­λι, γιὰ σέ­να.

Καὶ πά­λι κοι­τού­σα­με σὰν ἠ­λί­θιοι γύ­ρω στὶς δυ­ὸ ὧ­ρες τὴν ἔγ­χρω­μη τη­λε­ό­ρα­ση. Σχε­δὸν σὰν ἠ­λί­θιοι, για­τὶ δια­ρκῶς προ­κα­λοῦ­σα τὰ παι­διὰ καὶ κυ­ρί­ως τὴν Κι­κή, γι’ αὐ­τὸ ποὺ γι­νό­τα­νε. Ἐ­γώ, θυ­μᾶ­μαι, τὶς πρω­το­χρο­νι­ές, οἱ ἄν­θρω­ποι μα­ζε­μέ­νοι γύ­ρω ἀ­π’ τὸ τρα­πέ­ζι, παί­ζα­νε χαρ­τιά, ἀλ­λά­ζα­νε δῶ­ρα καὶ δι­α­σκε­δά­ζα­νε, βλέ­πον­τας στὸ πρό­σω­πο ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον. Ὄ­χι ἔ­τσι, ὅ­πως τώ­ρα, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι, κοι­τών­τας ὁ κα­θέ­νας γιὰ λο­γα­ρια­σμό του τὴν τη­λε­ό­ρα­ση, δί­χως ν’ ἀν­τι­κρί­ζουν πιὰ τὸ δι­πλα­νό τους.

Καὶ τί ἀ­θλι­ό­τη­τα στὴν τη­λε­ό­ρα­ση! Ἀ­νεί­πω­τη! Κυ­ρί­ως τὰ «τρα­γού­δια» – τὰ κω­μι­κὰ σκὲτς κά­τι σώ­ζαν… Φτώ­χεια (μὲ πο­λυ­τε­λῆ ντε­κόρ), βαρ­βα­ρό­τη­τα, ἀ­θλι­ό­τη­τα. Τί «τρί­τος κό­σμος» λέ­με! Οὔ­τε πέμ­πτος, οὔ­τε δέ­κα­τος, οὔ­τε εἰ­κο­στός. Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σα πο­τὲ νὰ φαν­τα­στῶ τὸν «τρί­το κό­σμο» μὲ τέ­τοι­α ψυ­χι­κὴ φτώ­χεια. Πο­τέ! (Μή­πως αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὸ τί­μη­μα μιᾶς κοι­νω­νί­ας γιὰ τὴν «ἀ­νά­πτυ­ξή» της;). Ἄρ­χι­σε ἡ ψυ­χι­κὴ ὑ­πα­νά­πτυ­ξη: αὐ­τὸ ἐ­ξη­γοῦ­σα τὸ βρά­δυ στὸ κρε­βά­τι στὴν Ἔλ­σα. Αὐ­τὴ ἡ «ἀλ­λα­γή», αὐ­τὴ ἡ δι­ά­λυ­ση τῆς συλ­λο­γι­κῆς ἐ­θνι­κῆς καὶ κοι­νω­νι­κῆς μας ψυ­χῆς ἄρ­χι­σε σι­γὰ-σι­γά, δί­χως νὰ τὸ συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με, στὰ χρό­νια τῆς Χούν­τας (καὶ δί­χως νὰ φταί­ει ἡ Χούν­τα σ’ αὐ­τό), καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα στὴν πε­ρί­ο­δο ’68-’71, πε­ρί­που. Στὰ χρό­νια ’73-’77, εἴ­χα­με ἕ­να φαι­νο­με­νι­κὸ μᾶλ­λον πι­σω­γύ­ρι­σμα σ’ αὐ­τὴν τὴν κοι­νή μας —ἀ­πὸ τὰ μέ­σα της φορ­τι­ζό­με­νη καὶ φω­τι­ζό­με­νη—ψυ­χή, καὶ κα­τό­πιν ἄρ­χι­σε ἡ κα­τρα­κύ­λα. Νο­μί­ζω πώς, ἐ­ξαι­ρών­τας μιὰ ὁ­ρια­κὴ συλ­λο­γι­κὴ κα­τά­στα­ση —π.χ. ἕ­να πυ­ρη­νι­κὸ ὄ­λε­θρο— δὲν ὑ­πάρ­χει δρό­μος γιὰ τὸ πί­σω: ἐν­νο­ῶ αὐ­τὴν τὴν αὐ­το­τρο­φο­δο­τού­με­νη συλ­λο­γι­κὴ ψυ­χι­κὴ ζω­ή. Τὸ μέλ­λον: ἡ αὐ­ξα­νό­με­νη ψυ­χι­κὴ ὑ­πο­βάθ­μι­ση, στὶς πα­ροῦ­σες συν­θῆ­κες, εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ βέ­βαι­η. Καὶ ὅ,τι θὰ προ­κύ­ψει στὸ μέλ­λον ὡς ψυ­χι­κὴ ἄν­θι­ση θὰ εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν μιᾶς ἀ­το­μι­κῆς-προ­σω­πι­κῆς ἀν­τί­δρα­σης σ’ αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν κα­τά­στα­ση.

Ἔ­τσι ἡ πρω­το­χρο­νι­ά­τι­κη τη­λε­ο­πτι­κὴ εὐ­χὴ τοῦ Σαβ­βό­που­λου «Σᾶς εὔ­χο­μαι ἕ­να κα­λύ­τε­ρο πα­ρελ­θόν» —μ’ ὅ­λη τὴν κρυμ­μέ­νη ἑλ­λη­νο­χρι­στι­α­νι­κή της αἰχ­μή: ἄλ­λο «ὕ­πο­πτο» φαι­νό­με­νο αὐ­τό— κα­θί­στα­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα προ­βλη­μα­τι­κή.

Ὅ­λα τὰ πρὸς τὰ πί­σω, λοι­πόν, ποὺ γί­νον­ται τώ­ρα, κα­ταν­τοῦν «ρε­τρό», «θε­α­μα­τι­κὸ ὕ­φος», «πό­ζα». Κυ­ρί­ως: τί­πο­τα δὲν κρί­νε­ται ἀ­π’ αὐ­τά. Ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­δο­χή τους ἢ ὄ­χι. Π.χ. τὸ ρεμ­πέ­τι­κο, οἱ κομ­πα­νί­ες, τὸ ὕ­φος —στὰ μαλ­λιά, στὸ φω­τι­σμό, στὸ ρου­χι­σμό— δε­κα­ε­τί­ας πε­νήν­τα, σα­ράν­τα, τριά­ντα, ἡ «νε­ο­ορ­θο­δο­ξί­α»: κυ­ρί­ως αὐ­τή. Κι ἀμ­φι­βάλ­λω ἂν ὑ­πῆρ­ξε κα­νέ­νας ποὺ νὰ θυ­μή­θη­κε τί­νος ἀ­κρι­βῶς πράγ­μα­τος ἔ­γι­νε —κι αὐ­τό— «ρε­τρό», ἡ «νε­ο­ορ­θο­δο­ξί­α»!… Ἂν θυ­μή­θη­κε τὶς «ἴ­δι­ες» ἀ­κρι­βῶς τά­σεις —ἀλ­λὰ στὸ χῶ­ρο ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ εἶ­χαν λό­γο νὰ ὑ­πάρ­χουν— πρὶν τὴ Χούν­τα, τὸ ’64 μὲ ’67, τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Σύ­νο­ρο», τὶς κι­νή­σεις τοῦ Γι­αν­να­ρᾶ καὶ τῶν ὁ­μό­ψη­φών του, τό­τε!… Κον­τὰ σ’ αὐ­τὰ κι ὁ καρ­χα­ρί­ας! Μέ­σα σὲ τό­σο τε­χνη­το-τε­χνι­κὸ-τε­χνο­λο­γι­κὸ κλπ. θά­να­το, κα­ταν­τᾶ σχε­δὸν μα­κά­βριο εὐ­τύ­χη­μα μιὰ ἀ­πώ­λεια ποὺ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει μὲ συν­τα­ρα­κτι­κὸ —πλὴν ὅ­μως ἐ­λά­χι­στα συ­νει­δη­το­ποι­ού­με­νο τρό­πο— τὴν πα­ρου­σί­α, σὲ μιὰ τό­σο χει­ρο­πια­στὴ μορ­φή, τῆς φύ­σης.

«Νε­ο­ορ­θο­δο­ξί­α»…: ξέ­ρου­με πε­ρὶ τοῦ Μο­σκώφ, καὶ ἀ­γνο­οῦ­με —εὐ­τυ­χῶς! μέ­σα ἀ­πὸ τέ­τοι­α κα­νά­λια— τὸν Κου­τρουμ­πῆ!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ

~ . ~

HmeresKaiNychtes-(467-468)-0239