
Τη χρονιά που μας φεύγει, ο Γιάννης Πατίλης, ποιητής, κριτικός και εκδότης του ιστορικού λογοτεχνικού περιοδικού Πλανόδιον (1986-2012), συμπλήρωσε τα εβδομήντα του έτη. Με την ευκαιρία του πρόσφατου βιβλίου του για τον Νίκο Καρούζο, αλλά όχι μόνο, το Νέο Πλανόδιον του αφιερώνει την τελευταία αυτή εβδομάδα των αναρτήσεων του 2017 – αναγνώριση ελάχιστη ανεξαγόραστης οφειλής. Γράφουν κατά σειρά και ανά ημέρα από τα Χριστούγεννα έως την Πρωτοχρονιά οι Κώστας Κουτσουρέλης, Σωτήρης Γουνελάς, Άγγελος Καλογερόπουλος, Ξάνθος Μαϊντάς, Θανάσης Γαλανάκης, Γιώργος Πινακούλας και Έλενα Σταγκουράκη.
~ . ~
της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ ~ . ~
Εσύ κοιμάσαι
Και μένα το φεγγάρι
Με κοροϊδεύει
Γ. ΠΑΤΙΛΗΣ, Εικόνες από μια νέα
Συναντώντας κανείς σήμερα τον Γιάννη Πατίλη, αντικρίζει έναν ευγενή, μειλίχιο άνθρωπο, με γλυκό χαμόγελο. Μόνο εκείνοι που θα προσέξουν την απροειδοποίητη αστραπή μες στο βλέμμα του ίσως κατορθώσουν να ψυχανεμιστούν το ακαταλάγιαστο πνεύμα που ανέκαθεν ασφυκτιούσε στη στενότητα της μονάδας, αποζητώντας τη λύτρωση στο πλήθος των ειδών και οδών δημιουργίας.
Είναι το πνεύμα του απερχόμενου καθηγητή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ισόβιου φιλολόγου, του ποιητή και δοκιμιογράφου, του συνεκδότη λογοτεχνικών περιοδικών και του επί τριακονταετίας εκδότη και διευθυντή του Πλανόδιου, του ανθρώπου εκείνου που, όχι μόνο προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα του διαδικτύου, αλλά και το χρησιμοποίησε προκειμένου να πρωτοπορήσει στον τομέα του μικροδιηγήματος στον ελληνικό χώρο. Πάνω και πέρα απ’ όλα όμως, πρόκειται για τον-απαλλαγμένο από τη συνήθη μικρότητα-πνευματικό άνθρωπο που, με τα αισθητήρια όργανά του σε εγρήγορση, απλόχερα παραχωρεί έδαφος σε κάθε νέα και νεαρή δημιουργική φωνή, ώστε, εφόσον το αξίζει –και σε αυτό ο Πατίλης παρέμεινε αμετακίνητος–, να ριζώσει.
Τον Πατίλη είχα την αγαθή τύχη να τον γνωρίσω το 2010, ως νεαρή τότε μεταφράστρια, άρτι αφιχθείσα στην Αθήνα από τη Χαϊδελβέργη, όπου –κατά τρόπο ειρωνικό ή διορθωτικό– με επέστρεψε η ζωή. Εκείνον τον καιρό ο Πατίλης
έστηνε μαζί με τη ζωγράφο και ποιήτρια Ηρώ Νικοπούλου το ιστολόγιο Ιστορίες Μπονζάι, ως αποκλειστική πλατφόρμα μικροδιηγήματος και αναζητούσε συνεργάτες που θα ήταν πρόθυμοι να στηρίξουν το εγχείρημα. Σήμερα, η ηλεκτρονική αυτή σελίδα έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής σε τέσσερις έντυπες ανθολογίες, παντρεύοντας την παραδοσιακή, έντυπη έκφραση, με την μοντέρνα, διαδικτυακή. Παραμένει δε ανεκτίμητη πλατφόρμα διαλόγου και ανταλλαγής, καθώς ελληνικά μικροδιηγήματα μεταφράζονται σε ξένες γλώσσες κι αντιστρόφως. Αυτό που μου είχε προκαλέσει τότε μεγάλη εντύπωση, ήταν η ευσυνειδησία, η υπευθυνότητα και η ευαισθησία, με τις οποίες ο Πατίλης αντιμετώπιζε το νέο αυτό μέσο, το οποίο –αντιθέτως– δε διακρίνεται για την προσοχή στις λεπτομέρειες. Το γεγονός ότι ήμουν και η ίδια διαχειρίστρια ιστολογίου (κοινώς, μπλόγκερ), βοήθησε να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος που δεν αφορούσε μόνο το τεχνικό κομμάτι, αλλά κυρίως τα θέματα του αναγνωστικού κοινού, των συμμετεχόντων, του είδους της επιδιωκόμενης επικοινωνίας και συνδιάλεξης, των απαιτήσεων του μέσου, ακόμη και της ίδιας της αναγκαιότητας ή μη του εγχειρήματος. Από την πρώτη εκείνη κουβέντα, καλούμενη να απαντήσω σε ερωτήματα, τα οποία δεν με είχαν πολυαπασχολήσει κατά τη δημιουργία του δικού μου ιστολογίου (και ας είχε παραπλήσιο στόχο και συναφές περιεχόμενο), είδα να ορθώνεται μπροστά μου η τεράστια εμπειρία ενός ανθρώπου που σμιλευόταν εδώ και δεκαετίες στο χώρο των εκδόσεων και του οποίου η βαθειά γνώση στο μετερίζι του έντυπου περιοδικού, όχι μόνο δεν τον εμπόδιζε στην ενασχόληση με το νέο αυτό μέσο, αλλά προσέφερε και ό,τι θετικό είχε να προσφέρει.
Τότε, γνώριζα επίσης το Πλανόδιον, αλλά αγνοούσα ότι η πορεία του Πατίλη στον έντυπο περιοδικό τύπο ούτε είχε ξεκινήσει το 1986, με την έναρξη κυκλοφορίας του, ούτε είχε εξαντληθεί σε αυτό. Αντιθέτως, είχε προηγηθεί μια περίοδος
εντονότατης αναζήτησης, κατά την οποία ο Πατίλης είχε επιχειρήσει την από κοινού ίδρυση και έκδοση των περιοδικών Το δέντρο, Κριτική και κείμενα και Νήσος. Σήμερα, διαθέτοντας την παρακαταθήκη των 52 τευχών και 12 τόμων του Πλανόδιου από τα 26 χρόνια αδιάλειπτης κυκλοφορίας του ως έντυπου περιοδικού, μπορεί κανείς να κατανοήσει το λόγο που ο ιδρυτής και εκδότης του αποχώρησε από προηγούμενες απόπειρες του είδους. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι ο Πατίλης δόθηκε στο Πλανόδιον ψυχή τε και σώματι, και μάλιστα με την κυριολεκτική έννοια της φράσης. Είναι από τους λίγους -τους ελάχιστους- του χώρου που, όχι μόνο ασχολήθηκε προσωπικά με την επιλογή και τη διαμόρφωση του περιεχομένου του περιοδικού, αλλά καταγίνηκε με το ίδιο πάθος –ως λάτρης της παραδοσιακής τυπογραφίας και θιασώτης του ιστορικού τονισμού– με την απτή, υλική υπόσταση του εντύπου, από τη μελετημένη χρήση γραμματοσειράς, αρχιγραμμάτων και κοσμημάτων μεταξύ των κειμένων, μέχρι τη σελιδοποίηση και την επιλογή χαρτιού εκτύπωσης. Πρόκειται για μια εξαιρετικά απαιτητική εργασία, για την οποία δεν διαθέτει κανείς εύκολα την υπομονή, την επιμονή, το μεράκι και τη μαστοριά που αποδεδειγμένα κατέθεσε ο Πατίλης στο Πλανόδιον. Και όμως, ο Πατίλης δεν επένδυσε στο περιοδικό αυτό μόνο το «τεχνικό» του know-how, αλλά και το ανθρώπινο.
Πολύ πριν ασχοληθώ με τις μεταποικιοκρατικές σπουδές (postcolonial studies) και τις –όπως έχουν αποδοθεί– «σπουδές των υποδεέστερων» (subaltern studies), με τις οποίες ασχολούμαι σήμερα, έχοντας πλέον αποκτήσει ένα θεωρητικό υπόβαθρο για να μπορώ να το κρίνω, το Πλανόδιον υπήρξε βήμα αξιοζήλευτο – όχι επειδή ήδη στο 16ο τεύχος του ασχολήθηκε με τον Σαΐντ. Στο Πλανόδιον βρήκαν βήμα τόσο άνδρες, όσο και γυναίκες, τόσο καταξιωμένες φωνές της σύγχρονης ελληνικής διανόησης, όσο και αναδυόμενες, τόσο η (νεο)ελληνική σκέψη, όσο και η εκτός των συνόρων (και όχι απαραιτήτως εισαγόμενη). Εδώ ακριβώς είναι που ξεχώριζε το Πλανόδιον: στις σελίδες του υπήρχε πάντα χώρος για εκείνην/ον που κατάφερνε με το λόγο της/του να κερδίσει το ενδιαφέρον του απαιτητικού εκδότη, γεγονός που καθιστούσε την ειλικρίνεια της φωνής το υπ’ αριθμόν ένα κριτήριο επιλογής – όχι το ‘‘όνομα’’ ή τις συστάσεις, όπως ίσχυε αλλού. Αυτό το μάθημα, μέσω του δικού του, συνεπούς παραδείγματος, ο Πατίλης το έδωσε όχι μόνο σε μένα, αλλά σε όλους, όσοι επιλέγουν να το λάβουν υπόψη τους και να το ακολουθήσουν. Θυμάμαι πόσο σημαντικό ήταν και για τον Κωνσταντίνο Πουλή, στις συζητήσεις μας για τη διαμόρφωση του Νέου Πλανόδιου.
Έχοντας γνωρίσει τον Πατίλη ως εκδότη του Πλανόδιου και συνδιαχειριστή στις Ιστορίες Μπονζάι, συνέχισα το μακρύ ταξίδι της γνωριμίας μου με αυτήν την πολυσχιδή προσωπικότητα μέσα από την ποίηση που έγραψε. Με εξέπληξε το
πρόσωπο του ποιητή Πατίλη, τόσο του νεότερου, όσο και του ύστερου. Με κέρδισε ευθύς αμέσως η διεισδυτική κριτική ματιά του, η –κάθε άλλο παρά αφ’ υψηλού– ειρωνεία του και ο έντονα σατιρικός, καυστικός του τόνος, τον οποίο ένιωθα να υποβόσκει ακόμη και στα πιο «μετριοπαθή» του ποιήματα. Έβλεπα εκείνη τη ζωηρή σπίθα στο μάτι του δημιουργού, ακόμη και την ώρα που τοποθετούσε στο χαρτί τις απαλότερες των λέξεων. Αυτός είναι και ο λόγος που επιλέχθηκε το συγκεκριμένο χάικου ως μότο του παρόντος κειμένου. Ναι μεν παρουσιάστηκε στο αναγνωστικό κοινό ως κρίκος ενός συνόλου «ερωτικών» χάικου, αλλά μπορεί να διαβαστεί με τρόπο πολύ διαφορετικό και έτσι χρησιμοποιήθηκε εδώ. Ο Πατίλης δεν ξέρει μόνο να σατιρίζει, αλλά και να αυτοσαρκάζεται, ακόμη και όταν είναι ένας από τους λίγους που παραμένουν ξυπνητοί. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδρασή του, όταν, σε εκδήλωση του Κύκλου Ποιητών το 2014, του εκμυστηρεύτηκα τον ενδοιασμό μου να απαγγείλω το ποίημά μου «Ίσως να γίνομαι άδικη, δεν το αποκλείω», δίνοντάς του να διαβάσει τον σατιρικό μου λίβελο εναντίον των ποιητών με τον εξιλεωτικό τίτλο. «Αυτό έπρεπε να διαβάσεις!» αναφώνησε, αλλά –καλώς ή κακώς– ήταν πλέον αργά.
Μία ακόμη έκπληξη, ανάμεικτη με μπόλικο θαυμασμό, ήταν εκείνη που ένιωσα μαθαίνοντας για την άρνηση του Πατίλη το 2012 να δεχτεί το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας ως «τιμητική διάκριση για τη συμβολή του στη νεοελληνική λογοτεχνία». Συνεπής –και πάλι– στα πιστεύω του, είχε δηλώσει:
Είναι γνωστή από πολλά χρόνια τώρα η θέση μου για τα λογοτεχνικά βραβεία και τις σχετικές τιμητικές διακρίσεις. Για λόγους θεωρητικούς, παιδαγωγικούς και σε πολλές περιπτώσεις ηθικούς, είμαι αντίθετος με κάθε βραβείο που απονέμεται σε μη μετρήσιμες αντικειμενικώς αξίες, όπως είναι οι καλλιτεχνικές. Το καλλιτεχνικό έργο (και ως τέτοιο θεωρώ διασταλτικά και την εργασία μου στο Πλανόδιον) μπορεί να το κρίνει μόνο το πρόσωπο και όχι ο θεσμός, γιατί μόνο το πρόσωπο μπορεί να επικοινωνήσει με το έργο. Συνεπώς δεν μπορώ να αποδεχτώ την παραπάνω «τιμητική διάκριση» του Υπουργείου.
Κατόπιν όλων αυτών, θα κατανοεί ίσως ο αναγνώστης του παρόντος κειμένου –και ο ίδιος ο Πατίλης που το είχε απορία– γιατί τον συσχετίζω με τον άλλο σπάνιο του είδους, τον Δημήτρη Αρμάο, όταν μιλώ για «πνευματικούς πατέρες». Τον Αρμάο τον έχασα –τον χάσαμε όλοι– πρόωρα, πριν προλάβω να μάθω όσα θα ήθελα από την αστείρευτη γνώση, εμπειρία και ανθρωπιά του – όχι ότι η γνώση έχει τέλος ή ότι αρκεί μια ζωή. Από τον Πατίλη έμαθα όσα ενδεικτικά κατέθεσα εδώ, με αυτά τα «κολίμπρια της Γραφής»*, και πολλά άλλα﮲ όμως, συγκριτικά με όσα έχει προσφέρει, δεν έχω μάθει ακόμη τίποτε.
ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

* Η φράση από το ποίημα του Πατίλη «Calibri. Ωδή σε μια γραμματοσειρά» (Αποδρομή του αλκοόλ, Ύψιλον 2012).

Ο Πατίλης ανήκει σε μια γενιά δραστήριων και χαρισματικών πνευματικών ανθρώπων που από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και μέχρι σήμερα έστησαν και έτρεξαν υψηλού επιπέδου λογοτεχνικά περιοδικά. Η τελευταία τριακονταετία, αν την κοιτάξουμε μακροσκοπικά, ήταν μια περίοδος άνθισης του Μικρού Τύπου, με ευεργετικές συνέπειες για την πνευματική ζωή του τόπου. Μπορούμε να αναφέρουμε ως παραδείγματα, εκτός από το Πλανόδιον του Γιάννη Πατίλη, τον Εκηβόλο του Βασίλη Διοσκουρίδη (1978-1997), την Ποίηση και την Ποιητική του Xάρη Bλαβιανoύ (1993 μέχρι σήμερα), τη Νέα Εστία της περιόδου Σταύρου Ζουμπουλάκη (1998-2012). Κοινό γνώρισμα αυτών των περιοδικών ήταν ότι ελέγχονταν από δραστήριους και αφοσιωμένους ανθρώπους, που είχαν το χάρισμα να συγκεντρώνουν γύρω τους λογοτέχνες και κριτικούς υψηλού επιπέδου, να παραγγέλνουν κείμενα και να ανοίγουν συζητήσεις. Εκτός από τη δημοσίευση της ελληνικής παραγωγής, αυτά τα περιοδικά έδιναν βάρος στην παρουσίαση της ξένης λογοτεχνίας, της κριτικής και θεωρίας της λογοτεχνίας, της σύγχρονης φιλοσοφίας και σκέψης. Φρόντιζαν για τη μετάφραση σημαντικών κειμένων, ενθάρρυναν το διάλογο γύρω από κρίσιμα ζητήματα, ενθάρρυναν την κριτική, ακόμη και την πολεμική αντιπαράθεση.
μπορεί να αποτιμηθεί πλήρως η συνεισφορά τους αν δεν ενταχθούν μέσα στο ιστορικό, ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν. Όσον αφορά το Πλανόδιον, μια πρώτη καταγραφή και αποτίμηση έγινε πρόσφατα από τη Δήμητρα Χαλούλου στη μεταπτυχιακή της εργασία Το περιοδικό Πλανόδιον (τεύχη 1-49): Αναλυτική καταγραφή των συνεργατών, ειδολογική ταξινόμηση και κριτική αποτίμηση.
Χωρίς λογοτεχνικά περιοδικά η πνευματική ζωή ενός τόπου είναι μοιραία καχεκτική και απομονωμένη. Τα λογοτεχνικά περιοδικά είναι η αναπνοή της: τη φέρνουν σε επαφή με τις άλλες λογοτεχνίες, με το μεγάλο κόσμο της φιλοσοφίας και των ιδεών. Τα λογοτεχνικά περιοδικά είναι ο φυσικός χώρος των ιδεολογικών ζυμώσεων και αντιπαραθέσεων, αν θέλουμε να γίνονται δημόσια και ανοιχτά, και όχι πίσω από κλειστές πόρτες. Είναι επίσης ο φυσικός χώρος για την παρουσίαση της λογοτεχνικής δημιουργίας. Ενίοτε είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία· το διήγημα, για παράδειγμα, ως είδος απαιτεί την κυκλοφορία περιοδικών για να υπάρξει. Οφείλουμε λοιπόν χάριτες στον Γιάννη Πατίλη που αφιέρωσε το ταλέντο και την ενεργητικότητά του στη δημιουργία και τη μακροχρόνια κυκλοφορία του Πλανοδίου. Και εκφράζουμε την ελπίδα να μεταλαμπαδεύσει τη θερμή του αγάπη για τον Μικρό Τύπο σε νέους ταλαντούχους εκδότες.
Τὸ δοκίμιο αὐτὸ συνοψίζει τοὺς βασικοὺς ἄξονες τῆς ποιητικῆς φυσιογνωμίας τοῦ Γιάννη Πατίλη, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ μᾶς περιορίζει στὴν ἀπόπειρά μας νὰ προβοῦμε σὲ ἕναν εὐρύτερο προβληματισμὸ γύρω ἀπὸ τὴ συνολικὴ ἐμπειρία τῆς ἐμπλοκῆς του στὰ γράμματα καὶ στὸ σύμπαν ποὺ αὐτὰ δημιουργοῦν καὶ κινοῦν. Ἁπλούστερα, ἤδη ἐκ προοιμίου ὁ Πατίλης ξεκαθαρίζει τὴ θέση του ἀπέναντι στὸν ἀναγνώστη γράφοντας στὶς πρῶτες του ἀράδες ὅτι: «Κάθε ποιητὴς μεταφέρει στὴν ποίησή του τὴν δική του μερικὴ ἐμπειρία τοῦ Κόσμου». Καλῶς. Ὡστόσο, ἡ προκαταρκτικὴ αὐτὴ θέση ποὺ χαράζει μιὰ ποιητικὴ Ποιητικὴ (ἂς ἐπιτραπεῖ ὁ φαινομενικὸς σολοικισμὸς), σηματοδοτεῖ τὴν ἴδια στιγμὴ μιὰ στάση ἀπέναντι στὸν Κόσμο τὸν ἴδιο. Ξεφεύγει, ἑπομένως, ἀπὸ τὴν ποιητικὴ Ποιητικὴ καὶ ὑψώνεται στὴν Ποιητική· σκέτα.
Τὸ ἔργο τέχνης εἶναι ἡ γέφυρα ἀνάμεσα σὲ δύο ἀποσπασματικὲς ἐμπειρίες: στὴν ἀποσπασματικὴ ἐμπειρία τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἀναγνώστη καὶ στὴ διπλὰ ἀποσπασματικὴ ἐμπειρία τῆς ἑρμηνείας τοῦ συγγραφέα. Ὁ Πατίλης ἐπισημαίνει σχετικά: «Θὰ τονίσω, ὅμως, ἐμφατικὰ πὼς μὲ κανέναν τρόπο δὲν θεωρῶ τὸν Ἑαυτό μου αὐθεντικὸ διερμηνευτὴ τῶν στίχων μου. Τὸ λέω αὐτὸ ὄχι ἀπὸ πρόθεση νὰ κολακέψω τὰ ἀναφαίρετα δικαιώματα τοῦ ἀναγνώστη στὴν ἑρμηνεία ἑνὸς ποιήματος, ὅσο ἀπὸ βαθιά μου πεποίθηση πὼς τὸ ἔργο τέχνης εἶναι ἀποτέλεσμα συνεργασίας τοῦ καλλιτέχνη μὲ ἄλλες δυνάμες ποὺ ξεπερνοῦν, συχνὰ κατὰ πολύ, τὴν αὐτεπίγνωση ἢ καὶ τὴ βούλησή του». Οἱ δυνάμεις αὐτὲς φρονοῦμε ὅτι βρίσκονται στὴ σφαίρα τῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς ἀποσπασματικότητας ποὺ αὐτὴ κομίζει, στὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ γραμματολογικὸ παρελθὸν καὶ στὴ σχέση μὲ τὸν ἀναγνώστη. Ἡ τριελκυστίνδα αὐτὴ, στὸ μέσο τῆς ὁποίας βρίσκεται ὁ ποιητής, δίνει αὐτὸ τὸ “συν” ποὺ ἔρχεται νὰ κολλήσει μπροστὰ ἀπὸ τὸ “γράφω”.
κείμενο, μόνο σε ένα. Ο Γιάννης Πατίλης χρησιμοποιεί ως βοήθημα στην ανάλυση του έργου του Νίκου Καρούζου το Περί Ύψους του Διονυσίου Λογγίνου. Ένα έργο λοιπόν, της ύστερης αρχαιότητας που κρατάει την αξία του αναδεικνύεται στις ημέρες μας, δηλαδή στην εποχή του ύστερου μοντερνισμού, ως επίκαιρο αισθητικό δοκίμιο. Στην αναμέτρηση αυτή και στην πορεία ανάλυσης του σύγχρονου έργου, το αρχαίο δοκίμιο εμφανίζει επάρκεια και πληρότητα;
Τη χρονιά που μας φεύγει, ο Γιάννης Πατίλης, ποιητής, κριτικός και εκδότης του ιστορικού λογοτεχνικού περιοδικού Πλανόδιον (1986-2012), συμπλήρωσε τα εβδομήντα του έτη. Με την ευκαιρία του πρόσφατου βιβλίου του για τον Νίκο Καρούζο, αλλά όχι μόνο, το Νέο Πλανόδιον του αφιερώνει την τελευταία αυτή εβδομάδα των αναρτήσεων του 2017 – αναγνώριση ελάχιστη ανεξαγόραστης οφειλής. Γράφουν κατά σειρά και ανά ημέρα από τα Χριστούγεννα έως την Πρωτοχρονιά οι Κώστας Κουτσουρέλης, Σωτήρης Γουνελάς, Άγγελος Καλογερόπουλος, Ξάνθος Μαϊντάς, Θανάσης Γαλανάκης, Γιώργος Πινακούλας και Έλενα Σταγκουράκη.
λόγια. Ἔτσι κι ὁ Καροῦζος μὲ τὴ «μορφικὴ ἀκαταστασία του», ποὺ διακρίνει ὁ συγγραφέας (σ. 19), ἐπιχειρεῖ νὰ ἀποτυπώσει τὴ «μαστορικὴ τῆς ἀγωνίας» του («Ὀχυρούμενος μὲ τ’ ἀστέρια», Τὰ ποιήματα Β΄, Ἴκαρος, 1994, σ. 220), μιᾶς ἀγωνίας ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Χριστοῦ καθὼς μαρτυρεῖ ὁ τίτλος τῆς πρώτης του συλλογῆς, ἀπὸ τὴν ἐμμονή του στὴν ἐπαναστατικὴ διάσταση τῆς ἀγάπης, ἀπὸ τὸ οἰκουμενικὸ ἄνοιγμά του ἀπὸ τὸν Τρότσκι μέχρι τὸν Βούδα, ἀπὸ τὰ ἀγγελικὰ φτερὰ ποὺ θέλει νὰ φορέσει στὸν χωματένιο ἀρουραῖο. Αὐτὴ ἡ μορφικὴ ἀκαταστασία κατὰ τὸν Γιάννη Πατίλη ἀνάγεται στὴν «ἐξωτερικῶς ἀσύμβατη» μὲ τὴν ἀριστερή του τοποθέτηση προσήλωσή του στὸν Χριστό (σ. 20). Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἱστορικὰ ὁ συνδυασμὸς αὐτὸς δὲν εἶναι καθόλου ἀσύμβατος –παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ ἐπιμένουν νὰ τὸν θεωροῦν τέτοιο– καθὼς ὑπάρχει μιὰ ἐνδιαφέρουσα παράδοση «χριστιανικῆς ἀριστερᾶς» ἢ «χριστιανικοῦ ἀναρχισμοῦ» στὴν Εὐρώπη ἀλλὰ καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν 19ο αἰ. Ἀλλὰ καὶ σὲ ἐπίπεδο πνευματικοῦ προσανατολισμοῦ ἡ ὅποια ἀντίφαση αἴρεται ἐφ’ ὅσον ἡ ἐπαναστατικότητα δὲν εἶναι ἕνας ἐωσφορικὸς κοσμοδιορθωτισμὸς ἀλλὰ μιὰ πηγαία δίψα δικαιοσύνης καὶ φιλαλληλίας.
Η παραπάνω διατύπωση του Καρούζου μάς βάζει μπροστά στο ζήτημα που αφορά τους σημερινούς και δη νεώτερους ποιητές αλλά και γενικά καλλιτέχνες. Ποιο είναι το τα ζήτημα; Η προτεραιότητα της τεχνικής. Το βάρος σήμερα δίνεται στην «τεχνική αρτιότητα» και προσυπογράφω πλήρως τη φράση του Καρούζου που αναφέρει ο Πατίλης ότι «μπορεί να παρουσιάσει κανείς ένα κείμενο τεχνικής αρτιότητας αλλά να έχει καταστραφεί το αυθεντικό στοιχείο της παρόρμησης» (σ. 22). Κάπως συμπερασματικά, θα έλεγα εδώ ότι ο άνθρωπος-ποιητής, που ρίχνει το βάρος στην παρορμητική γραφή, ή σε αυτό το «τίποτα» που είπαμε πριν, είναι ένας απολύτως πιστός στην άλλη διάσταση, σε αυτό που λένε οι αρχαίοι υπέρλογο ή σε αυτό που ονομάζει ή υπονοεί ο Καρούζος με τις παρακάτω λέξεις ή στίχους:
διανόημα ή υλικό ήρεμου στοχασμού αλλά σχεδόν καθημερινό αγωνιώδες βίωμα» (σ. 69), ρίχνει το βάρος στην ανάγκη «πνευματικής παρηγόρησης ή θεραπείας». Μας βάζει μπροστά σε ερωτήματα του τύπου «η ποίηση μπορεί να βοηθήσει;» ή «να κατανικήσει το φόβο του θανάτου;». Καθώς συμπληρώνει ότι ο Καρούζος πίστευε πως αυτό «με τα ποιήματα δεν κατανικιέται», βρίσκει ότι «προσπάθησε να ανακουφίσει την πιεστική παρουσία του». Η ένστασή μου λοιπόν είναι ότι η σχέση του Καρούζου με τον Χριστό ή ταυτόχρονα και με τις ανατολικές παραδόσεις –τουλάχιστον από μια στιγμή και ύστερα– δεν είναι μονάχα παρηγοριά και ανακούφιση. Εάν μάλιστα ισχύει αυτό που λέει ο Λεοντάρης για τη συλλογή Υπνόσακκος, ότι δηλαδή η ποίηση –στην περίπτωση του Καρούζου– «υπάρχει εξ αρχής στον ποιητή τον ταυτισμένο με τον Ιησού, που προβάλλεται σαν ιδανικό πρότυπο ποιητικής ύπαρξης» (με αναφορά στο στίχο του Καρούζου «γιατί δεν υπάρχει απόσταση ώς του Χριστού το σώμα»), αυτή η ταύτιση –αν είναι ταύτιση– δεν μπορεί να είναι απλώς παρηγοριά και ανακούφιση. Και τούτο γιατί Χριστός σημαίνει πρώτα πρώτα σταύρωση κι ύστερα ανάσταση. Και ο Καρούζος τη σταύρωση την είχε ζήσει στο πετσί του.

Ίσως παρόμοιες διαπιστώσεις ώθησαν και τον Γιάννη Πατίλη να προτείνει στο Ίδρυμα Σινόπουλου την σειρά «Δύο αιώνες ελληνικής ποίησης». Γνώμονας κεντρικός αυτού του εξαιρετικά φιλόδοξου, του μοναδικού για τα ελληνικά δεδομένα εκδοτικού σχεδίου που στο πλήρες του ανάπτυγμα θα περιλάβει πενήντα περίπου τόμους, είναι, θυμίζω, ότι «ποιητές ανθολογούν ποιητές». Και ο όγδοος τόμος της σειράς, Χερουβείμ Αρουραίος – Ο ποιητής Νίκος Καρούζος (1926-1990), ο φροντισμένος από τον ίδιο τον Πατίλη, είναι οπωσδήποτε το έμπρακτο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο ανθολόγος βλέπει την αποστολή της σειράς, αλλά και ευρύτερα το ανθολογείν.
χαρακτηρίζει ιδίως το όψιμο έργο του. Πράγματι, το πρωτείο του βιώματος έναντι της διανοίας που ο Καρούζος συνειδητά προκρίνει, τον οδηγεί συχνά στην παραμέληση της επεξεργασίας του μεμονωμένου ποιήματος, κάνει ακόμη και τους λαμπρούς στίχους του να φαντάζουν αποσπασματικοί, «απομεινάρια ερμιάς και μεγαλείου» μες σ’ ένα σύνολο που δίνει την εντύπωση του ανολοκλήρωτου. Η σημασία που προσδίδει ο Καρούζος στο στοιχείο το βιωματικό τον φέρνει εγγύτερα στους ρομαντικούς, που καθώς έδιναν το προβάδισμα στο ξεχείλισμα του συναισθήματος δεν είναι τυχαίο ότι επίσης κατηγορήθηκαν για εκφραστική διάχυση. Την ίδια στιγμή, τον απομακρύνει από τους περισσότερους σημαντικούς μας ποιητές που δίνουν προτεραιότητα στη σφιχτοδεμένη, εδραία μορφή, άρα και στη διάνοια– οι υψηλές μορφοπλαστικές επιδόσεις ως γνωστόν είναι πάντοτε προϊόν διανοητικό, προκύπτουν από μια μακρά, επίμονη και συνειδητή επεξεργασία της βιωματικής πρώτης ύλης. Στην καρουζική ποιητική ίσως μπορεί κανείς να δει μια προτύπωση της μεταμοντέρνας opera aperta, του ανοιχτού έργου. Ο ίδιος πάντως είχε πλήρη επίγνωση του πράγματος, το ζήτημα τον είχε απασχολήσει και θεωρητικά, όπως δείχνει τεκμηριωμένα ο Πατίλης.
Κλείνοντας, θέλω μόνο να σχολιάσω ακροθιγώς την αναφορά του στο γνωστό δοκίμιο του Ζήσιμου Λορεντζάτου για τον ποιητή, στο οποίο ο Πατίλης αφιερώνει μερικές μεστές όσο και ερεθιστικές σελίδες. Συμφωνώ φυσικά μαζί του όταν διαπιστώνει ότι ο Λορεντζάτος διαβάζει τον Καρούζο με κριτήρια προδιαμορφωμένα. Όχι όμως εντελώς όταν αποφαίνεται ότι δι’ αυτού του τρόπου, καταπώς άλλοτε ο Δημαράς απέναντι στον Παπαδιαμάντη, ο Λορεντζάτος «παραβαίνει τον στοιχειώδη κριτικό κανόνα που λέει ότι για να δώσουμε το άριστα σε ένα έργο αξιολογούμε με βάση τα κριτήρια που μας υποβάλλει το είδος της λογοτεχνίας και του λογοτέχνη που έχουμε μπροστά μας». Ο κανόνας αυτός ισχύει, αλλά μόνον στο πλαίσιο των αισθητικών αντιλήψεων της νεωτερικότητας, η οποία προτάσσει το δικαίωμα του δημιουργού να αυτοπραγματώνεται και να επινοεί τον εαυτό του κάθε φορά εκ του μηδενός και εκ νέου. Ο Λορεντζάτος όμως αφορμάται από μιαν αντίληψη περί ποιήσεως προ-, ή και αντι-νεωτερική, από μια στάση που επειδή είναι ριζικά αντιατομοκεντρική, δεν αποδέχεται την εξατομίκευση των αισθητικών αξιών επί τη βάσει των υποκειμενικών προθέσεων και επιθυμιών του εκάστοτε δημιουργού.

Ο Δον Κιχώτης του ζητάει τότε να πει μια ιστορία, για να τον ψυχαγωγήσει και για να περάσει η νύχτα ευχάριστα. Ο Σάντσο αρχίζει να αφηγείται μια ιστορία για ένα ερωτευμένο ζευγάρι, που ορκίζεται μάλιστα πως είναι αληθινή, αλλά σύντομα αναγκάζεται να τη σταματήσει, καθώς ξεχνάει τη συνέχειά της. Και τότε ξεκινάει μια νέα περιπέτεια. Έρχεται αντιμέτωπος με μια καινούργια εσωτερική σύγκρουση, πιο επώδυνη και πιο δύσκολη στη διαχείρισή της σε σχέση με όσες είχαν προηγηθεί.
Η συνοδεία του Καρνάβαλου-Σάντσο, οι στρατιώτες του, τρώνε, πίνουν, τραγουδούν, παίζουν ζάρια και χαρτιά. Αντίθετα, οι ακόλουθοι της Σαρακοστής-Δον Κιχώτη είναι αφοσιωμένοι στη νηστεία και στην ελεημοσύνη προς τους φτωχούς ζητιάνους και τους αρρώστους. Η συνοδεία του Καρνάβαλου αποτελείται από κοιλαράδες με παρδαλά ρούχα, η ακολουθία της Σαρακοστής από ανθρώπους με προσεγμένο παρουσιαστικό και ευπρεπή εμφάνιση.

Η Πλατεία Ηρώων, που μιλάει βέβαια για το ναζιστικό παρελθόν της Αυστρίας και την ανοχή του αυστριακού λαού απέναντι στην εθνικοσοσιαλιστική λαίλαπα, δεν μπορεί να μη μας έρχεται στον νου σε κάθε δική μας εθνική επέτειο. Οι επευφημίες, οι παράτες, τα χειροκροτήματα, η μαζική συνάθροιση του κόσμου που ανεμίζει σημαιούλες μπροστά στις παρελάσεις, δημιουργούν αισθήματα δυσφορίας σε κάθε πολίτη με αντιφασιστικά αντανακλαστικά. Το εθνικό φρόνημα χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για δημαγωγικούς σκοπούς, ειδικά σε εποχές μεγάλης σύγχυσης και κρίσης. Έτσι δεν είναι τυχαίο ίσως το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής του έργου, Ρόμπερτ Σούστερ, προβαίνει σε έναν μονόλογο (σελ. 91) που θυμίζει σε πολλά το ανθελληνικό παραλήρημα, όπως χαρακτηρίστηκε, που είχε δημοσιεύσει ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης στη Lifo πριν κάποιο καιρό και προκάλεσε αντιδράσεις.