Τελευταίες σκέψεις πάνω στη Μέδουσα

banks

~ . ~

του ΖΑΜΑΛ ΜΑΖΩΜΠ

μετάφραση Μαρία Σ. Μπλάνα

~ . ~

Ένα πλοίο, ξεφωνίζει κάποιος, και όλοι ανασηκώνονται. Ο αέρας γύρω τους ηλεκτρισμένος από την ελπίδα. Μην κουνιέστε, τους λέει. Όχι όλοι μονομιάς. Θ’ αναποδογυρίσει η βάρκα. Και για μια στιγμή νόμισε ότι θ’ αναποδογύριζε στ’ αλήθεια.

Ένα φουλάρι κυματίζει ψηλά πάνω στην πλώρη. Μια σκοτεινή φιγούρα διαγράφεται στο φόντο τ’ ουρανού, φωνάζοντας στο τελευταίο φως της μέρας ενώ αυτοί οι άνθρωποι, που δεν είναι παρά ισχνά αγόρια, προσπαθούν να υψωθούν ψηλότερα απ’ τα κύματα για ν’ αντικρύσουν το θαύμα. Ένα πλοίο; Τι διαφορά θα μπορούσε να κάνει τώρα πια;

Η μηχανή είχε σβήσει ώρες πριν. Τα καύσιμα τελείωσαν, αφήνοντας τη βάρκα ν’ ανεβοκατεβαίνει στα αεικίνητα φτερά αυτής της αλμυρής αφέντρας. Σπουδαίο πράγμα, η θάλασσα. Αν του χάριζαν μια άλλη ζωή, ίσως να της αφιέρωνε χρόνο. Αυτή η τεράστια κούνια μέσα στην οποία λικνιζόμαστε, χαμένοι.

Σχισμένο καραβόπανο μαστιγώνει τον ουρανό. Το ταραγμένο σώμα της θάλασσας. Του θυμίζουν μια εικόνα σ’ ένα βιβλίο. Έναν πασίγνωστο πίνακα. Το γυαλιστερό χαρτί ενός βιβλίου στη βιβλιοθήκη. Και τι δεν θα ‘δινε να ‘ταν πάλι εκεί, να περιφέρεται αργά ανάμεσα στα ράφια, μες σε μια ζεστή αγκαλιά από στοίβες ονόματα, γράμματα, τίτλους, λέξεις. Κόσμους που ανοιγόντουσαν μπροστά του σαν ώριμα φρούτα πάνω σ’ ένα δέντρο. Μπορούσε να τ’ αγγίξει. Μπορούσε να τα γευτεί, αλλά δεν μπορούσε να τα κάνει δικά του. Αυτός δεν ήταν κι ο λόγος που βρισκόταν τώρα εδώ, σκαμπανεβάζοντας σ’ αυτό το αρμυρό χάσμα; Η γνώση ότι υπήρχε κάτι παραπάνω εκεί έξω. Και να τον εδώ, το στομάχι του δεμένο κόμπο, ο λαιμός του να καίει απ’ την χολή κι ένας πόθος που πριν ήταν δίψα. Η μυρωδιά του δικού του εμετού ένα με το πετσί του.

Η ελπίδα σβήνει. Ξύπνα, υπναρά. Δεν υπάρχει πλοίο. Καμία σωτηρία. Μια ζωή ολάκερη ξοδεμένη στην αναμονή. Ο ήλιος σβήνει, ένα γιγάντιο δάχτυλο του κλείνει τα μάτια. Το μόνο που ζήτησε ήταν ένα ξεκίνημα. Μια ευκαιρία να αποτινάξει το βάρος του χρόνου. Είμαι κοτζάμ άντρας τώρα πια, όχι κανένας βρωμιάρης τιποτένιος. Θα το αποδείξω. Τίποτα δεν βρέθηκε να τον περάσει απ’ αυτή τη θάλασσα παρά αυτό εδώ το ερείπιο, αυτό το κουφάρι βάρκας.

Ο σάκος του χάθηκε.

Τον ρούφηξε η θάλασσα σε μια στιγμή απροσεξίας. Η θάλασσα που απλώνει να γυρίσει τη βάρκα προς το μέρος της. Κάποιοι χάθηκαν τότε. Οι υπόλοιποι κολύμπησαν πίσω στην ακτή. Το ταξίδι τελείωσε πριν καν αρχίσει. Τον είδε να επιπλέει στον αφρό μπροστά του. Κόκκινο, λευκό και μπλε νάιλον καρό. Ένας σάκος που μεταφέρθηκε όλο το δρόμο από ένα εργοστάσιο στη Σαγκάη, στην Κίνα, για να κρεμαστεί στο υπαίθριο παζάρι της Μπαμάκο και να τον βρει εκείνος. Ένας ράθυμος πωλητής που μόλις που μπορούσε να σηκωθεί απ’ τη σπασμένη καρέκλα του για να κατεβάσει με το γάντζο του τον σάκο και να μετρήσει τα βρώμικα, τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. Χρήματα τόσο φθαρμένα από χέρια, τσέπες, ακροδάχτυλα, που είχαν την αίσθηση απαλού ραφινάτου μεταξιού. Ξεφτισμένα απ’ όλες τις κρυψώνες όπου είχαν στριμωχτεί πριν να περάσουν απ’ τα χέρια του, χαϊδεύοντας απαλά τα δάχτυλά του για τελευταία φορά. Πόσα χρήματα είχε δει να φεύγουν απ’ τα χέρια του. Αυτός, που δεν είχε χρήματα. Άλλοι είχαν επενδύσει σ’ αυτόν. Να ξανάρθεις πίσω, είπαν. Να μας φέρεις τύχη, είπαν, πιέζοντας τα παμπάλαια χαρτονομίσματα μες στην παλάμη του. Κι απ’ την παλάμη του πέρασαν σε άλλον κι ύστερα σε άλλον. Τα άγγιζε κι εξαφανιζόντουσαν. Περήφανα εμβλήματα εθνικών τραπεζών και προέδρων ακτινοβόλων και σιδηροδρομικών γραμμών που χανόντουσαν στο φόντο. Κάποτε καινούρια και γυαλιστερά, τώρα φθαρμένα απ το χρόνο και τον ήλιο, θολά και βρώμικα.

Ο σάκος κύλησε μακριά, σαν παχουλή φώκια και χάθηκε απ τα μάτια του. Τα χαρτιά του, τα πιστοποιητικά του. Ένα άρθρο που είχε κάποτε δημοσιεύσει στον τοπικό τύπο για το πώς η Αφρική ενέπνευσε το έργο Ευρωπαίων καλλιτεχνών. Είχε νιώσει τόσο περήφανος γι’ αυτό το άρθρο. Αλλά δεν μπορεί κανείς να φάει χαρτί ούτε να πιεί μελάνι. Η θάλασσα τους έδωσε πίσω τη βάρκα, την ξέβρασε κι αυτή στην ακτή όπου ξαπλωμένοι, ξέρναγαν το αλμυρό νερό. Την έσυραν έξω και πιάστηκαν να την επισκευάζουν. Σχεδόν δύο βδομάδες έμειναν σ’ εκείνη την ερημιά, πριν δοκιμάσουν ξανά.

Φιγούρες, οι μια δίπλα στην άλλη, στριμωγμένες στα πλευρά της βάρκας σαν ποντίκια μέσα σε τρύπα ξέχειλη με βροχόνερα. Σαράντα, πενήντα άντρες, κολλημένοι ο ένας στον άλλον. Ξένοι μέχρι χτες, συνοδοιπόροι σήμερα. Παγιδευμένοι σ’ έναν περιορισμένο χώρο ατέλειωτης απεραντοσύνης. Κολυμπούν στο μεγαλειώδες γαλάζιο μάτι του ωκεανού. Τώρα κείτονται ήσυχοι. Η ελπίδα έσβησε. Ο θυμός ξεθύμανε. Πώς να εναντιωθείς σε κύματα που ορθώνονται σα βουνά, ασταμάτητα, ξανά και ξανά. Ένα τοπίο που σ’ εξουθενώνει μόνο με την όψη του. Που μεταμορφώνεται κατά βούληση. Δεν υπάρχουν σταθερές σ’ αυτό το χάρτη.

Σαν παιδιά. Νομίζουν ότι η δύναμή τους μπορεί να λύσει κάθε πρόβλημα. Μα αυτά τα απέραντα τοπία μπορούν να σε σπάσουν. Θα γεράσεις πριν να μπορέσεις να τα διαβείς απ’ άκρη σ’ άκρη. Ξέρει από αυτά. Τα μαλλιά του χιονισμένα, άσπρες τούφες. Τώρα στρέφονται σ’ αυτόν για συμβουλές για το πώς θα αντιμετωπίσουν το καθρέφτισμα αυτού του ωκεανού.

«Τι να κάνουμε, γέρο;»

«Ναι, πες μας, κύριε, τι να κάνουμε τώρα;»

Συγκινείται. Πού ήταν αυτός ο σεβασμός όταν ήταν στην πατρίδα; Οι μαθητές του τον περιγελούσαν μπροστά στα μάτια του. Εγκατέλειπαν την τάξη του χωρίς επιστροφή. Δεν έβρισκαν νόημα στην εκπαίδευση, στους δασκάλους. Οι περισσότεροι δεν κατέληγαν κάπου. Τεμπέλιαζαν στους δρόμους κι έμπλεκαν σε κάθε είδους φασαρίες. Και με τους υπόλοιπους ήταν ακόμη χειρότερα. Μ’ εκείνους που ήταν πιστοί και αφοσιωμένοι. Που πίστευαν σ’ εσένα. Εκείνους που έτρεχαν στην έδρα μετά από κάθε μάθημα, με μάτια φωτεινά, διψώντας για μάθηση. Ένιωθε την αγωνία τους. Τους έβλεπε να πέφτουν από μεγάλα ύψη. Τα όνειρά τους να σκεβρώνουν στον ήλιο.

«Πες μας μια ιστορία, δάσκαλε.» Ήταν ένα μικροκαμωμένο, στρογγυλοπρόσωπο αγόρι – έμοιαζε να χαμογελά συνεχώς χωρίς προφανή λόγο.

«Πώς ξέρεις ότι είμαι δάσκαλος;»

«Ακούγεσαι σαν δάσκαλος». Οι άλλοι φαίνονται να προσμένουν μια απάντηση. Από κάτω τους η καρίνα κουνιέται στο πηγαινέλα του νερού.

«Όλοι έχουμε ιστορίες να πούμε», λέει εκείνος. «Γιατί δεν μας λες εσύ τη δική σου;»

Το αγόρι συνοφρυώνεται, σα να μην άκουσε καλά. «Τη δική μου ιστορία;» Ψάχνει με το βλέμμα τους άλλους, αλλά αυτοί δε μιλούν.

«Πες μας ποιος είσαι και από πού έρχεσαι».

«Τ’ όνομά μου;» Η φωνή του τρέμει. Είναι μόνος του. Μια μορφή που κινείται μες στο πλήθος. Μα όλοι τους μόνοι είναι τώρα, ακόμα και αυτοί που ξεκίνησαν με άλλους. Συντρόφους και φίλους, αδέλφια και ξαδέλφια, που χάθηκαν στο δρόμο.

«Πες μας», τον προτρέπει. Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Ο άνεμος μαστιγώνει κάθε γωνιά της βάρκας παγωμένος, ικανός να σε κόψει στα δύο. Δεν έχει τίποτα να τους δώσει. Καμία σοφία να μοιραστεί. Ούτε καν σαράντα χρόνια. Σε σύγκριση μ’ αυτόν τον ωκεανό, ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνθρωπος στον κόσμο όλο δεν είναι παρά ένα μωρό. «Καθίστε πιο κοντά ο ένας στον άλλον. Όσο πιο χαμηλά μπορείτε. Έτσι θα ζεσταθείτε κάπως και η βάρκα θα είναι πιο σταθερή».

Υπακούουν, εξαντλημένοι, τόσο που το όποιο τους παράπονο περιορίζεται σ’ ένα μουγκρητό.

«Η μηχανή ήταν αδύναμη. Τα καύσιμα δεν έφταναν να μας φέρουν απέναντι».

«Μας κορόιδεψαν! Αχ και να τους είχα στα χέρια μου τώρα».

«Όλοι ξέρουμε τι θα τους έκανες!» Λέει ο νεαρός άντρας που κάθεται στην πλώρη. Τους κοιτά έναν-έναν με τα λαμπερά του μάτια. «Τα όνειρά μας είναι η σοδειά που θερίζουν». Γελά, κουνά το κεφάλι του, γυρνά ξανά προς τον ορίζοντα.

«Τ’ όνομά μου είναι Ιωνάς», ξεκινά το αγόρι. «Είμαι από τη Γκάνα». «Η Γκάνα ήταν κάποτε ένα μεγαλοπρεπές βασίλειο», πετάγεται ο δάσκαλος. «Αν ήταν ακόμα βασίλειο, τότε αυτός εδώ θα ήταν ακόμα δούλος». Ο σκληρόκαρδος άντρας που καβαλά την πλώρη, αυτός που είχε τις μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσει.

«Ασ΄ τον να τελειώσει, παρακαλώ. Συνέχισε Ιωνά».

«Θα γίνω ποδοσφαιριστής».

Χαμόγελα εδώ κι εκεί. Ειρωνικά σχόλια. Γέλιο.

«Θα γίνω», επιμένει ο Ιωνάς, παραπονιάρικα, ενάντια σ’ αυτόν τον τοίχο αμφιβολιών. Είναι ακόμα στην εφηβεία. «Ανιχνευτές ήρθαν στο χωριό μας. Είπαν ότι αν ποτέ έμπαινα στην ομάδα τους θα μου έδιναν μια ευκαιρία ν’ αποδείξω τι αξίζω».

Τα γέλια έσβησαν σ’ έναν ψίθυρο. Ενός λεπτού σιγή, για τα όνειρα που τους έφεραν όλους τόσο μακριά.

«Σε ποια ομάδα θα παίξεις;» φώναξε κάποιος.

«Στην Ίντερ Μιλάνου ή και στη Ρεάλ Μαδρίτης».

Αυτό πυροδοτεί κι άλλη συζήτηση. Το όνειρο εγκρίθηκε. Τώρα το ερώτημα είναι ποια ομάδα είναι η καλύτερη γι’ αυτόν. Πίσω απ’ τον θρίαμβο του αγοριού, βλέπει τη μοναχική φιγούρα στην πλώρη. Υψώνεται και βυθίζεται σιωπηλά, σα να ετοιμάζεται ν’ ανοίξει τα φτερά του για να πετάξει μακριά.

Η μέρα βυθίζεται, πέφτοντας μέσα από μια λεπτή ρωγμή στον ουρανό. Σύντομα θ’ αρμενίζουν ακυβέρνητοι ανάμεσα στ’ αστέρια. Φοβάται αυτή τη νύχτα, πιο πολύ από κάθε άλλη στη ζωή του. Σα να διαβάζει τις σκέψεις του, ο άντρας στην πλώρη τον κοιτά και οι ματιές τους συναντιούνται.

«Ποιος άλλος θα μιλήσει;» ρωτά ο άντρας, ξαναγυρνώντας προς τ’ ανοιχτά.

«Εγώ θα γίνω οδηγός στη φόρμουλα ένα».

Αυτή τη φορά το γέλιο είναι ασυγκράτητο. Ακόμη και η απελπισία έχει όρια. Ο δάσκαλος γυρνά σ’ ένα από τα αγόρια στα δεξιά του.

«Πες μας ποιος είσαι», προτρέπει.

«Εύκολο, κύριε. Είμαι κλέφτης». Ένας τύπος με φαρδιές πλάτες και κυρτή μύτη που κάθεται καμπουριασμένος σα μποξέρ. Μιλά χωρίς περιστροφές και τα γέλια γίνονται ψίθυροι απογοήτευσης. Ρουθουνίζει. «Νομίζετε ότι είστε καλύτεροι από μένα ε; Τρυπώνετε παράνομα στην Ευρώπη μέσα σε μια βάρκα που σας πούλησαν γκάνγκστερ. Κανείς σας δεν είναι καλύτερος από μένα».

«Ώστε πας στην Ευρώπη για να κλέψεις;»

Ο μποξέρ αφήνει έναν ήχο παραίτησης, κουνώντας το κεφάλι του. «Έγινα κλέφτης γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνει κανείς. Από μικρός, κύριε. Βασιλιάδες και πολιτικοί, ακόμη κι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Όλοι κλέβουν, ακριβώς κάτω απ’ τη μύτη μας. Δεν είναι έγκλημα, κύριε. Είναι αυτοάμυνα».

«Κι εσύ;» Ένας λεπτός, μαζεμένος τύπος, φορά μαύρο νάιλον μπουφάν που γυαλίζει απ’ το νερό. Μυρίζει άσχημα, σαν να τα έχει κάνει πάνω του. Οι υπόλοιποι κάθονται μακριά του, κοιτώντας τον κάπως υποτιμητικά. Όταν προσπαθεί να μιλήσει τα χείλη του τρέμουν και τα δόντια του χτυπούν.

«Είμαι στρατιώτης», καταφέρνει να πει. Η φωνή του ίσα που ακούγεται. Από κάποιους παραδίπλα ακούγονται ψίθυροι δυσαρέσκειας. Στις λέξεις του παρεμβάλλεται το διαβρωτικό σφύριγμα του νερού που εφορμά πάνω στην κουπαστή.

«Μίλα πιο δυνατά», λέει ένας απ’ την πρύμνη.

«Σκοτώνω», λέει ο τύπος. Είναι δεν είναι δεκαεννέα χρονών. Τα μάτια του, κόκκινα, τρεμοπαίζουν στο τράνταγμα της βάρκας: «Αυτό κάνω. Σκοτώνω ανθρώπους. Τους κόβω τα χέρια. Ξεριζώνω τις καρδιές τους και τις τρώω ωμές».

Ένα σαρωτικό αγκάλιασμα νερού και θλίψης γεμίζει τη σιωπή. Στα σκυμμένα μπροστά του πρόσωπα, στο ημίφως, βλέπει ευγένεια. Την προοπτική με την οποία γεννιόμαστε όλοι και σπαταλάμε καθώς ζούμε. Σκαμπανεβάζοντας σ’ αυτή τη θάλασσα. Εύθραυστοι. Έρμαια του βυθού πριν τελειώσει η νύχτα. Αιώνες μετά, οι άνθρωποι ίσως να μιλούν γι’ αυτά τα ταξίδια όπως μιλούσαν για άλλα ταξίδια στην ιστορία. Δεν είναι και πολύ παρήγορη σκέψη. Είναι κουρασμένοι. Όπως κι εκείνος. Το μόνο που θέλουν είναι να κοιμηθούν. Παρότι για πολλούς, ακόμη και για εκείνον, θα μπορούσε να είναι η τελευταία φορά που κλείνουν τα μάτια τους.

Η θάλασσα αναδεύει. Η βάρκα καβαλάει ένα κύμα, όλο και πιο ψηλά στον αέρα, για να σκάσει πίσω στα βάθη μιας χοάνης τόσο βαθιάς που μοιάζει άπατη.

Αγαπημένε δάσκαλε, τα μαθήματα ιστορίας σου δεν μπορούν να μας διδάξουν τίποτα. Γραμμένο στον μαυροπίνακα ένα πρωί. Οι μαθητές του. Η δική του, πολύτιμη κιμωλία. Τον είδαν να στέκεται στον ήλιο. Γεμάτος μύγες, σε μια σκονισμένη γωνιά να περιμένει ένα ταξί με λίγο χώρο για να στριμωχτεί. Δεν έχει καν δικό του αμάξι. Αυτοί ντυνόντουσαν καλύτερα απ’ αυτόν. Είχαν πατέρες και μανάδες, αδελφούς κι αδελφές στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες, στη Μαδρίτη, που τους έστελναν λεφτά και φανταχτερά ρούχα. Μια μέρα θα παράταγαν την τάξη του και δεν θα ξαναγυρνούσαν. Θα ‘βγαιναν καμαρωτοί απ’ την πόρτα κι αυτός θα ‘μενε πίσω, διδάσκοντας τα μικρότερα αδέλφια τους, ακριβώς όπως είχε διδάξει αυτούς, ακριβώς όπως είχε διδάξει τα μεγαλύτερα αδέλφια τους. Έφευγαν και ποτέ δεν επέστρεφαν. Μόνο αυτός έμενε πίσω. Ο δάσκαλος.

Οι σκιές πάνω απ’ τα κεφάλια τους στροβιλίζονται. Η φιγούρα στην πλώρη παρακολουθεί τον ορίζοντα. Μια εικόνα σ’ ένα βιβλίο, σ’ ένα ράφι, στη βιβλιοθήκη. Ένας πίνακας από μια άλλη εποχή.

«Στο Παρίσι», αρχινά. «Υπάρχει ένα μέρος που το λένε Λούβρο. Εκεί θα δείτε έναν πίνακα ενός ζωγράφου που τον έλεγαν Ζερικώ. Εμπνεύστηκε από ένα πλοίο που ναυάγησε σ’ αυτά εδώ τα νερά, καθώς έπλεε για το Ντακάρ. Το 1878. Για δεκαπέντε μέρες περιπλανιόντουσαν στη θάλασσα».

Κάποιοι του νεύουν να συνεχίσει. Τα μάτια τους θολά απ’ το κρύο και την εξάντληση. Τον καρφώνουν με το βλέμμα μες στο σκοτάδι που πυκνώνει κι αναρωτιούνται αν τα βγάζει απ’ το μυαλό του όλα αυτά. Συνεχίζει.

«Το πλοίο λεγόταν Μέδουσα. Τ’ ονόμασαν έτσι από ένα τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Το κεφάλι αυτού του τέρατος κροτάλιζε από τα φίδια που είχε για μαλλιά. Αν την κοίταζες, πέτρωνες. Μα ο Περσέας ήταν έξυπνος. Για να την κοιτάξει, χρησιμοποίησε την ασπίδα του για καθρέφτη. Κι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, αποκεφάλισε το τέρας. Όπως πέταγε πάνω απ’ τη Λιβύη, σταγόνες αίμα έπεσαν απ το κομμένο κεφάλι πάνω στην άμμο. Γι’ αυτό έχουμε φίδια στην Αφρική».

«Θα ’πρεπε να βγεις στην τηλεόραση, γέρο. Είσαι καλύτερος από τα σκουπίδια που δείχνουν εκεί». Μια υποψία γέλιου.

«Τα μουσεία είναι για νεκρούς ανθρώπους».

Τα βλέμματα γυρνούν στον νεαρό άντρα στην πλώρη. Τρέμει, μούσκεμα. Κουλουριασμένος εκεί, σαν κατάρα, μπρος στη λάμψη των αστεριών.

«Τι θα λέγατε να σας πω εγώ μια ιστορία;» Καβαλάει την πλώρη σα να ‘ταν άλογο. Έχει αυτοπεποίθηση και γοητεία. «Λοιπόν ανοίξτε τ’ αυτιά σας», λέει και δείχνει. «Εκεί έξω, πέρα απ’ αυτά τα νερά, είναι μια παραλία. Μαλακή και στεγνή και ζεστή και ο ήλιος τόσο καυτός που σε λίγα λεπτά καίγεσαι. Αυτή η παραλία μας περιμένει. Και ξέρετε και τι άλλο μας περιμένει; Γυναίκες. Ναι, ωραίες λευκές γυναίκες. Όχι παραμυθένιες. Όχι θεές. Αληθινές γυναίκες που θα τυλίξουν τα χέρια τους γύρω σας, θα σας κρατήσουν στα γυμνά τους στήθη καθώς χύνουν γλυκό νερό στα στεγνά σας χείλια». Χαχανίζει καθώς σωπαίνουν. «Σας το λέω ώστε όταν ξυπνήσετε να μην ξαφνιαστείτε πολύ».

«Θα έρχονται στ’ αλήθεια άνθρωποι στα μουσεία για να δουν έναν τέτοιον πίνακα με εμάς;»

Η ερώτηση έρχεται από ένα αγόρι, όχι πάνω από δεκαπέντε χρονών. Ο δάσκαλος γυρνά προς το μέρος του, τον χτυπά ελαφρά στον ώμο και χαμογελά.

«Όταν φτάσουμε εκεί, θα σε πάω στο Λούβρο εγώ ο ίδιος και θα σε φέρω μπροστά σ’ εκείνον τον πίνακα και θα θυμηθείς αυτή την ιστορία και θα γελάσουμε μαζί».

«Θα το ήθελα», λέει το αγόρι κι έπειτα το κεφάλι του γέρνει και δεν ξαναμιλά.

Η θάλασσα είναι αιώνια. Απαράλλαχτη, για εκατομμύρια χρόνια. Ο ορίζοντας δεν θ’ αλλάξει, δεν θα έρθει πιο κοντά επειδή το θέλουμε. Πού είναι τα τέρατα για να παλέψουμε, να τα αποκεφαλίσουμε όπως ο Περσέας;

Νιώθει την καρδιά του να υψώνεται με τη θάλασσα. Νιώθει τα κύματα να τους σηκώνουν προς τα σύννεφα που κατρακυλούν, να τους κρατούν εκεί ψηλά πάνω απ’ το κρύο γαλάζιο μάτι της θάλασσας. Μετέωροι, ως τη στιγμή που θ’ αρχίσει η πτώση τους. Ο ήλιος είναι πέρα μακριά. Ένα απομακρυσμένο χρυσό δάχτυλο. Η ασπίδα του Περσέα εκτρέπει το φως. Μια μάσκα που μεταμορφώνει τον κόσμο. Είναι η σκοτεινή ίριδα της γαλάζιας σφαίρας του κόσμου. Ένα μάτι που πλέει στο κενό. Το μάτι του παρατηρητή. Το μάτι του ζωγράφου.

Το αγόρι πλησιάζει. Ψάχνει τις πινελιές. Ραβδώσεις που κόβουν βαθιά σαν να ‘χει σκαλιστεί στον καμβά η αρχαία γεωλογία. Γραμμές που έγιναν από τις μαλακές τρίχες μιας βουνίσιας κατσίκας κολλημένες στην άκρη ενός πινέλου. Το σύρσιμο της μπογιάς σε κύματα και δίνες, σε στρογγυλεμένους γοφούς και μηρούς, γυμνά σώματα, σκισμένα πανιά, δάχτυλα λυγισμένα προς τον ουρανό. Μια φιγούρα στην πλώρη ανεμίζει ένα φουλάρι προς μια κουκίδα που φαίνεται στον ορίζοντα.

Το αγόρι παίρνει μια βαθιά ανάσα. Την κρατά. Εκπνέει. Ώρες τώρα κοιτά τον πίνακα. Γύρω του ήχοι άλλων ανθρώπων ξάφνου εισβάλουν. Ξενικές προφορές. Φωνές. Γλώσσες από μακρινά μέρη. Μια ματιά εδώ. Ένα πρόσωπο εκεί. Ένας φωνακλάς Αμερικανός. Δεν βλέπουν αυτό που βλέπει. Ρίχνουν μια γρήγορη ματιά και προχωρούν. Ο αντίλαλος ενός βήχα μες στην ιερή αίθουσα της πινακοθήκης.

Δεν έχει ξανανιώσει κάτι τέτοιο στη ζωή του. Ούτε για το Θεό, ούτε στο σχολείο, ούτε ακόμα όταν κλωτσούσε ένα βρώμικο τόπι σε κάποιο χωράφι. Τίποτα σαν αυτό. Αυτή η αίσθηση. Κοιτάζει τον πίνακα και τον θέλει. Όχι τον πίνακα, καταρχάς δεν θα μπορούσε κανείς να τον βγάλει απ την πόρτα της πινακοθήκης, κι έπειτα δεν υπήρχε τοίχος τόσο μεγάλος στο διαμέρισμα για να τον κρεμάσει. Θέλει αυτό. Τη δύναμη να ανακαλέσει αυτό το συναίσθημα. Αυτή την αίσθηση.

Ο φρουρός τον περιεργάζεται επιφυλακτικά. Οι επισκέπτες προσπερνούν. Ξεφυλλίζουν τις σελίδες των οδηγών τους. Νιώθει την παρόρμηση να τους πει, να τους εξηγήσει πώς βρέθηκε εδώ. Τι σημαίνει αυτός ο πίνακας γι’ αυτόν, για το μέρος που πρωτάκουσε γι’ αυτόν τον πίνακα. Για εκείνον τον άνθρωπο που δεν έμαθε ποτέ τ’ όνομά του. Τον δάσκαλο. Και τον άλλον στην πλώρη. Χαμογελά. Κι οι δυο τους έχουν χαθεί. Χάθηκαν μέσα από μια τρύπα στον καμβά του κόσμου. Γιατί είχε σωθεί; Γιατί νιώθει αυτή την ταραχή; Για μια στιγμή τα είδε όλα καθαρά. Τη ζωή μπροστά του. Το έργο που μπορούσε να φτάσει πέρα απ’ το θαμπό κενό και να φωτίσει τα πάντα. Θα υψωνόταν και οι άνθρωποι θα σταματούσαν, θα κοιτούσαν και θ’ άκουγαν. Το μυαλό του βούιζε με την άπειρη προοπτική των δυνατοτήτων.

Τα νεανικά χαρακτηριστικά του προσώπου του συννέφιασαν καθώς έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του και περιπλανήθηκε προς την πινακίδα με την ένδειξη Έξοδος. Άρχιζε να πεινά λίγο. Ίσως προλάβαινε να τσιμπήσει κάτι πριν γυρίσει σπίτι. Και θα σταματούσε στο κατάστημα δώρων του μουσείου βγαίνοντας, για να δει αν τυχόν είχαν καρτ-ποστάλ με τον πίνακα που θα μπορούσε να κουβαλά στην τσέπη του. Κάτι για να θυμάται.

μτφρ. Μαρία Σ. Μπλάνα

~ . ~

Ο Jamal Mahjoub (Ζαμάλ Μαζώμπ) γεννήθηκε το 1960 στο Λονδίνο από Βρετανίδα μητέρα και Σουδανό πατέρα, και μεγάλωσε στο Χαρτούμ του jpegΣουδάν. Έχει ζήσει κατά καιρούς στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία, την Αίγυπτο, την Ισπανία και επί του παρόντος ζει στην Ολλανδία. Έχει δημοσιεύσει επτά μυθιστορήματα καθώς και διηγήματα και δοκίμια. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες και έχει αξιωθεί πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Αφρικανικού Διηγήματος της Guardian, το St. Malo Prix de l’Astrolabe και το Mario Vargas Llosa Premio NH de Relatos. Έκτός από μυθιστορήματα και διηγήματα, από το 2012 εκδίδει έργα αστυνομικής λογοτεχνίας με το ψευδώνυμο Parker Bilal, διαχωρίζοντας την περσόνα του Bilal από τη δική του ως το «αστυνομικό» alter ego του. Ως συγγραφέας, θα μπορούσε κανείς να πει ότι προσωποποιεί τη διασπορά και τη μετανάστευση βιώνοντάς τες: ο εκούσιος νομαδισμός του αντανακλάται στο πολυποίκιλο έργο του.

Προσωπικός ιστότοπος: http://jamalmahjoub.com/