Τέτος Σούρδος

Ἐμίλ Σιοράν, Περί ἀσθένειας

*

Επιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενη πόλη. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας» (Σελίν). Τό 1928 ἐγγράφεται στή Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βουκουρεστίου. Μελετᾶ Κάντ, Σοπενάουερ καί Νίτσε. Πιάνει φιλίες μέ τόν Ἰονέσκο καί τόν Ἐλιάντε. Τό 1933 πραγματοποιεῖ σπουδές στό Βερολῖνο μέ ὑποτροφία τοῦ Ἱδρύματος Humboldt. Μελετᾶ Χάρτμαν, Κλάγκες κ.ἄ. Ἐξονυχίζει τό ἔργο τοῦ Ζίμελ. Τήν περίοδο αὐτή υἱοθετεῖ ἀκραῖες ἐθνικιστικές καί ἀντισημιτικές θέσεις, οἱ ὁποῖες γρήγορα θά πάρουν τέλος. Ὅταν τόν ρώτησαν τί σκέφτεται γιά τό ἀλλοτινό του παραλήρημα, ἀπάντησε ὅτι «εἶναι σάν νά ἀντικρίζω τίς ἐμμονές ἑνός ξένου, καί μένω ἀποσβολωμένος ὅταν διαπιστώνω ὅτι αὐτός ὁ ξένος εἶμαι ἐγώ» (Καραβασίλης). Τό 1933 δημοσιεύει τό πρῶτο του βιβλίο, Στό ἀπόγειο τῆς ἀπελπισίας. Τό 1937 δημοσιεύει τό περιώνυμο καί ἐπίμαχο Περί δακρύων καί ἁγίων. Τήν ἴδια χρονιά ἀναχωρεῖ γιά τό Παρίσι, «παγκόσμια πολιτεία τῶν γραμμάτων» (Καζανοβά), μέ ὑποτροφία τοῦ Γαλλικοῦ Ἰνστιτούτου καί μέ τήν πρόθεση νά ἐκπονήσει διδακτορική διατριβή πάνω στόν Μπεργκσόν. Τό ὅτι δέν τήν ὁλοκλήρωσε, τό ξέρουμε. Μαντεύουμε ὅμως καί ὅτι δέν τήν ἄρχισε κἄν. Δέν θά ἐπιδιώξει νά συγκαταλεχθεῖ στήν τιμητική φρουρά τοῦ γαλλικοῦ ἀκαδημαϊκοῦ πνεύματος· ἀλητεύει στίς γειτονιές της Μονμάρτης, στήν πλατεῖα Σαίν-Μισέλ, στό Καρτιέ Λατέν, νά πιάνει γνωριμίες μέ κάθε λογῆς ἀδέσποτους παλαβούς, πένητες καί πόρνες· κοντολογίς, δέν ἔχασε χρόνο καί ἄρχισε νά μειονεκτεῖ, νά προστυχαίνει τήν ἀξία καί νά ψευτίζει τήν κεφαλαιώδη σημασία. Θά ζήσει σέ φτηνά ξενοδοχεῖα καί σέ σοφίτες. Χωρίς ἐπιτήδευμα, χωρίς εἰσόδημα καί χωρίς ἀκαδημαϊκούς τίτλους. Θά γευματίζει (γιά περίπου δεκαπέντε χρόνια) στήν φοιτητική ἑστία καί οὐδέποτε θά ἀμελήσει τίς σπουδές του στούς Γάλλους moralistes: Σαμφόρ, Λά Ροσφουκώ, Ριβαρόλ κ.ἄ. Ὅταν, δε, τό Πανεπιστήμιο θά τοῦ δηλοποιήσει ἐπισήμως ὅτι τοῦ ἀνακαλεῖ λόγῳ προκεχωρημένης ἡλικίας τήν φοιτητική ἰδιότητα, αὐτός θά χαρακτηρίσει τήν ἡμέρα ἐκείνη «ὡς μία ἀπό τίς πιό τραγικές τῆς ζωῆς μου» (Καραβασίλης). Φαίνεται λοιπόν πώς τήν ζωογόνο ἐπαφή μέ τήν ζωή δέν τήν στερήθηκε. Γνώρισε τήν ὑπερένταση καί τήν ζέση, «τό παλμῶδες αἴσθημα τοῦ ὑπάρχειν, τήν διψαλέα ἀπόλαυση τοῦ παρόντος» (Νικολαρεΐζης). Ἡ βραχύτητα τῆς ζωῆς καί ὁ συνακόλουθος αἰσθησιασμός θά τόν ἀπασχολοῦν εἰς τό διηνεκές. Πάντοτε φιλικά προσκείμενος στήν χοϊκή, ἐνθαδική ἀνθρωπότητα, οἱ ἀνώτερες σφαῖρες θά εἶναι γι’ αὐτόν ἁπλῶς κάτι μεγάλες μπάλες πού πουλᾶνε τά ἐπώνυμα πρατήρια σκέψης. Θά ἀπέχει ριζικά ἀπό τήν μεταρσίωση. Δέν θά ἀποκτήσει μαθητές καί οὐδέποτε θά ἀνεβεῖ στήν ἕδρα τοῦ λόγου του γιά νά χειρονομεῖ καί νά ἀναγγέλλει διά προσωποπαγῶν σημάτων τίς σημασίες του. Τό 1947 ἀλλάζει γλῶσσα· ἀσκεῖται ἐξαντλητικά στήν γαλλική. Καρπός τῆς προσπάθειας αὐτῆς εἶναι ἡ δημοσίευση, τό 1949, τοῦ Ἐγκόλπιου ἀνασκολοπισμοῦ – ὁ τίτλος εἶναι πρωτότυπη παραγωγή τοῦ ἀείμνηστου Παπαγιώργη. Σήμερα εἶναι τό πιό φημισμένο. Ὁ Τσελάν τό μεταφράζει στά γερμανικά τό 1953. Ἀκολουθοῦν οἱ ἐκδοτικές ἀποτυχίες: Συλλογισμοί τῆς πίκρας (1952) καί Πειρασμός τοῦ ὑπάρχειν (1956). Τή δεκαετία τοῦ ’60 δημοσιεύει τά βιβλία Ἱστορία καί οὐτοπία, Πτώση μέσα στόν χρόνο καί Ὁ κακός δημιουργός. Ἡ πρώτη του ἐκδοτική ἐπιτυχία σημειώνεται μέ τό Περί τοῦ ἀτοπήματος τῆς ἔλευσης στήν ζωή (1973). Σιγά σιγά φημίζεται, ἔστω καί σ’ ἕναν στενό κύκλο ἀναγνωστῶν ἀρχικά. Δείχνει μετριοπάθεια στήν ζωή του. Διάγει βίον, ἄν ὄχι ἀσκητικό, τοὐλάχιστον ἐγκρατῆ. Οἱ ἀλλοτινές νύκτιες σωμασκίες στούς δρόμους τῆς πόλης, ἐκδηλώσεις ἐνθουσιασμοῦ καί διάψευσης συνάμα, καταπαύουν καί σβήνουν. Δέν ξέρω ἄν ἔγινε κύριος τῶν παθῶν του, πάντως ἐμφανίζεται μετρημένος καί ὀλιγαρκής. Ἐξάλλου ἡ μισανθρωπία καί ἡ μοναξιά δέν τόν ἐμπόδισαν νά συνάψει δεσμούς (Σιμόν Μπουέ, ἡ ἰσόβια σύντροφός του) ἤ σχέσεις φιλίας (Μπέκετ, Τσελάν κ.ἀ.). Ἐφεξῆς, καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, θά κάνει ἤρεμους περιπάτους στόν Κῆπο του Λουξεμβούργου. Τά πάθη καί τά βιώματα σοβαρεύουν τή ζωή, κι ἄν δέν καταστρέψουν τόν ἄνθρωπό τους, τόν στρώνουν στή δουλειά. Τό ἔργο πού θά προκύψει εἶναι πνευματικό γεγονός, ὁλοκληρία μή ἔχουσα αἰτιώδη ἐξάρτηση μέ τή διαδρομή τῶν βιωμάτων. Θά γράφει μέχρι τέλους… Καὶ μετὰ τὸ τέλος του, θὰ ἐρίζουν γιὰ τὰ κατάλοιπα ἄφησε. Ποιός νὰ τοῦ τό ’λεγε! Ἀπεβίωσε στίς 20 Ἰουνίου τοῦ 1995.

(περισσότερα…)