*
του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ
Η ιστορία της ταινίας (Ανόρα, Σων Μπέηκερ) τοποθετείται, κατά έναν αποκλειστικό σχεδόν τρόπο, σε μια συγκεκριμένη συγκυρία: την κοινωνική κατάσταση μετά (ή αρκετά μετά) την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη, και μόνο με αυτήν την προϋπόθεση μπορεί να κριθεί. Λέμε αρκετά μετά διότι πάνε ήδη τριάντα πέντε χρόνια μετά την αποτυχία του εν λόγω κοινωνικού πειράματος, από το οποίο εκατομμύρια ανθρώπων άντλησαν ελπίδα, και όχι μόνο επειδή τα εν λόγω μακροϊστορικά μεγέθη είναι σχετικά (τι είναι άλλωστε τριάντα πέντε χρόνια μπρος στη σοσιαλιστική αιωνιότητα;). Βέβαια, η υπόθεση δεν εκτυλίσσεται σε κάποιο πρώην σοσιαλιστικό κράτος της Ευρώπης αλλά στις Η.Π.Α. και αναφέρεται στον σοσιαλισμό εξ αντιθέσεως και εξ αντανακλάσεως. Και πάλι βέβαια χωρίς αυτήν την προϋπόθεση η ιστορία και η δράση των ηρώων δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητή.
Ο νεαρός γόνος μιας οικογένειας Ρώσων ολιγαρχών απολαμβάνει μια πολυτελή ζωή στην Αμερική, προσωρινά μακριά από το έλεγχο των γονέων του. Είναι μια ζωή γεμάτη ασυδοσία, κυρίως από σεξουαλική άποψη, και σπατάλες. Το μόνο που του λείπει είναι η αμερικανική υπηκοότητα, αυτή που έχει και ο τελευταίος homeless της αμερικανικής επικράτειας. Το πρόβλημα φαίνεται ότι θα λυθεί όταν γνωρίζει μια ρωσικής καταγωγής γυναίκα, την Ανόρα, σε ένα κατάστημα στριπ-τηζ. Ο νεαρός γόνος, σπανίως εκτός επήρειας ψυχοτρόπων ουσιών, παρότι εναλλάσσει με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα girlfriends, θα κολλήσει τρόπον τινά με μια κοπέλα του στριπτηζάδικου. Είναι μια χημεία απαραίτητη για τη δραματουργική εξέλιξη αλλά και για την ανθρώπινη και ανθρωπιστική ευλογοφάνεια της ταινίας: αν δεν υπήρχε η ιστορία των δύο νέων, δεν θα ήταν άξια καταγραφής. Μόνο που, βέβαια, τα ωραία συναισθήματα σπανίζουν ή δεν ευδοκιμούν καθόλου στους χώρους ενός στριπτηζάδικου, και δη αμερικανικού. Κάτι παρόμοιο είναι όμως σύνηθες στην κινηματογραφική μυθοπλασία, σηματοδοτώντας έτσι ότι η αφήγηση βρίσκεται υπό τον αστερισμό της μυθοπλασίας. Και οι δύο νέοι, βέβαια, διαθέτουν αυτό το κάτι παραπάνω που θα τους κάνει μυθοπλαστικούς: η κοπέλα είναι ευγενής και τρυφερή, υπέρ το δέον για μια εκδιδόμενη, ο νεαρός είναι αυθόρμητος και γενναιόδωρος, και δεν ταμπουρώνεται πίσω από την κοινωνική του θέση και τις κοινωνικές του δεσμεύσεις. Αυτό θα δώσει την αφορμή για ένα σύντομο «ταγκό για δύο», που όμως θα έχει άδοξο τέλος. Παρότι ο γάμος θα γίνει de jure, de facto είναι αδύνατο να συνεχιστεί, αφότου παρέμβει η ρωσική οικογένεια με τους σωματοφύλακές της και τους ακολούθους της. Έτσι, αυτό που θα μπορούσε να είναι μια υπέρβαση των κοινωνικών, εθνικών, ταξικών διαχωρισμών καταλήγει, μοιραία τρόπον τινά, στο απόλυτο φιάσκο, στο ξεγύμνωμα των χαρακτήρων και των κινήτρων τους.
Ο νεαρός δεν φαίνεται ικανός να κρατήσει τη «σύζυγό» του. Χωρίς τα χρήματα των γονέων, κερδισμένα από παράνομες δραστηριότητες και κυρίως από εμπόριο ναρκωτικών, είναι ανύπαρκτος ως χαρακτήρας και ως κοινωνική οντότητα. Η κοπέλα του, θέλοντας και μη, θα τον εγκαταλείψει, για να βρει παρηγοριά, όπως υπονοεί στο τέλος της η ταινία, στην αγκαλιά ενός σωματοφύλακα, κι αυτή θα είναι η μόνη κερδισμένη της υπόθεσης. Η θεμελιώδης αρχή της πραγματικότητας θα επιβάλει τους κανόνες της. Πάντως κι αυτή η περικοπή των φιλοδοξιών της, όταν από εκλεκτή του γιου του ολιγάρχη γίνει απλώς σύντροφος ενός παρακατιανού σωματοφύλακα, είναι ένα είδος δικαιοσύνης: θέλησε να εκμεταλλευτεί μια «τυχαία» γνωριμία για να ανέβει κοινωνικά, αλλά η μόνη προοπτική που της ανοίχθηκε είναι αυτή της «ηθικής» ανόδου ως σύντροφος ενός σωματοφύλακα. Άραγε ποιος εκμεταλλεύεται ποιον; (περισσότερα…)
