Ναγκασάκι

«Όταν λέμε Χιροσίμα»: Η ποιήτρια Σαντάκο Κουριχάρα (1913-2005)

*

της ΜΑΡΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

«Η ποίηση και η λογοτεχνία με θέμα την ατομική βόμβα γράφτηκαν από συγγραφείς, ποιητές κι ανώνυμους ανθρώπους που έζησαν την εμπειρία του να μένεις άναυδος, να στέκεσαι μουδιασμένος μπροστά στην εμπειρία μαζικών θανάτων – γράφτηκαν, επειδή, δεν είχαμε την επιλογή να σωπάσουμε»
ΣΑΝΤΑΚΟ ΚΟΥΡΙΧΑΡΑ (1913-2005)

Η Σαντάκο Ντόι γεννήθηκε το 1913 στη Χιροσίμα, δευτερότοκη κόρη μιας αγροτικής οικογένειας. Δημοσίευσε το πρώτο της ποίημα σε τοπική εφημερίδα το 1930. Στα δεκαοκτώ της, γνώρισε τον Τανταΐτσι Κουριχάρα, με τον οποίο θα περνούσε τα επόμενα πενήντα χρόνια της ζωής της. Παντρεύτηκαν κρυφά, καθώς ο Κουριχάρα ήταν ανεπιθύμητος από την πατρική της οικογένεια, λόγω των αριστερών πολιτικών του πεποιθήσεων. Το 1940 κατετάγη στον Αυτοκρατορικό Ιαπωνικό στρατό και πολέμησε στην Κίνα· λίγους μήνες αργότερα, επέστρεψε στη Χιροσίμα και συνελήφθη, διότι κατήγγειλε τις κτηνωδίες που διέπραξαν οι Ιάπωνες εις βάρους αμάχων στη Σαγκάη. Στις 6 Αυγούστου 1945, η Σαντάκο βρισκόταν με τα δύο τους παιδιά τέσσερα χιλιόμετρα από το υπόκεντρο της έκρηξης της ατομικής βόμβας. Η ποιητική της συλλογή Μαύρα αυγά (Kuroi tamago, 1946) αποτυπώνει την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και τη φρίκη της ρίψης της βόμβας. Τα Μαύρα αυγά υποβλήθηκαν μεταπολεμικά σε λογοκρισία από την Αμερικανική Στρατιωτική Διοίκηση και δεκατέσσερα ποιήματα αφαιρέθηκαν.

Τι κομίζει ο ποιητικός λόγος της Σαντάκο Κουριχάρα στον σημερινό αναγνώστη; Την οδυνηρή μαρτυρία ενός ιστορικά οριακού γεγονότος. Η ποιητική της γραφή, άλλοτε γίνεται μαντήλι για να σκουπίσει τις πληγές του μαρτυρίου των τραυματιών, κι άλλοτε κιβωτός του ιστορικού τραύματος, κενοτάφιο. Κινείται με άνεση ανάμεσα στην αυστηρή δομή των τάνκα (κλασική ιαπωνική ποιητική μορφή του 8ου μ.Χ. αιώνα, αρχαιότερη των χαϊκού) και τον νεωτερικό ελεύθερο στίχο. Το γνωστότερο ποίημα της, το οποίο αναδύθηκε μέσα από τις στάχτες της Χιροσίμα, είναι το «Ας υποδεχθούμε τη νέα ζωή»:

Νύχτα στο υπόγειο ενός στιβαρού κτιρίου, που τώρα κατέρρευσε
Τραυματίες της ατομικής βόμβας στοιβαγμένοι στο δωμάτιο·
Ήταν σκοτάδι – ούτ’ ένα κερί.
Οσμή φρέσκου αίματος, δυσωδία θανάτου,
ασφυξία ιδρωμένων σωμάτων, βογγητά.
Ξαφνικά, ακούγεται μια φωνή:
«Γεννάω!»
Σ’ εκείνο το κολαστήριο,
μια γυναίκα είχε ωδίνες.
Τι να κάναμε, στο θεοσκόταδο, χωρίς ούτ’ ένα σπίρτο; (περισσότερα…)