βυζαντινή αρχαιολογία

Κατήγαγόν τε αὐτὸν ἐν Τραϊανουπόλει

Η πλάκα του ταφικού μνημείου του Νικολάου Βαλτζέρη, με την επιγραφή στο επάνω μέρος της, Αρχαιολογικό Μουσείο της Σόφιας.

*

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #8
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

Κατήγαγόν τε αὐτὸν ἐν Τραϊανουπόλει

Η νοσταλγία για την πατρίδα παραμένει διαχρονικά ένα από τα πιο δυνατά συναισθήματα, για πολλούς ανθρώπους. Μία ιδιαίτερη έκφρασή της αποτελεί η επιθυμία να ενταφιαστεί κανείς στον τόπο της καταγωγής του, κατά τον ορισμό του Κάλβου ότι «εἶναι γλυκύς ὁ θάνατος | μόνον ὅταν κοιμώμεθα | εἰς τὴν πατρίδα». Τούτο ήταν μάλλον το κίνητρο του μακρινού ταξιδιού της σορού —ή των οστών— ενός βυζαντινού αξιωματούχου του 11ου αιώνα, από τη Μάμιστρα της Κιλικίας ως την Τραϊανούπολη της Θράκης, για να ταφεί στην τελευταία, η οποία φαίνεται ότι θα ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του. Τη μικρή αυτή ιστορία διηγείται λακωνικά μία επιγραφή, μοναδικό τεκμήριο για τη μεταφορά νεκρών σε μακρινές αποστάσεις στο Βυζάντιο.

(περισσότερα…)

Νικήτας μαρμαρὰς ἀπὸ χώρα Μαΐνης

Η υπογραφή του Νικήτα στο τέμπλο των Αγίων Θεοδώρων της Καφιόνας.

*

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #7
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

 Νικήτας μαρμαρὰς ἀπὸ χώρα Μαΐνης

Οι καλλιτέχνες στο Βυζάντιο καλύπτονταν από μία γενική ανωνυμία, καθώς υπέγραφαν τα έργα τους πάρα πολύ σπάνια. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται κατά βάσιν στο γεγονός ότι η τέχνη τους –πρωτίστως η ζωγραφική– ήταν θρησκευτική και η άσκησή της αποτελούσε μια συνάντηση με το θείον, που συνεπαγόταν ταπείνωση και εκμηδένιση του “εγώ”. Στην ανωνυμία συνέτεινε επιπλέον η χαμηλή κοινωνική τους θέση, αφού λογίζονταν ως τεχνίτες και όχι ως καλλιτέχνες με την περιωπή που απολαμβάνει σήμερα η συγκεκριμένη ιδιότητα. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που ξέφυγαν από τον παραπάνω κανόνα και απέκτησαν προσωπική φήμη, ή υπέγραφαν τα έργα τους. (περισσότερα…)

Ο πύργος της Λεψίνας

Karl Rottmann, άποψη της Ελευσίνας κατά το 1843, Νέα Πινακοθήκη Μονάχου. Διακρίνονται οι λόφοι της Ελευσίνας, με το τότε χωριό στον αριστερό (ανατολικό) και τον πύργο να προβάλει στον δεξιό (δυτικό). Στο πρώτο πλάνο, χωρικοί βαδίζουν στην Ιερά Οδό.

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΛΛΗ

«Αὕτη δὲν ἐπραγματοποιήθη μέχρι σήμερον»· τούτη η λακωνική πρόταση βρίσκεται σε μία υποσημείωση στον τόμο του 1960 του Αρχαιολογικού Δελτίου, του επίσημου περιοδικού της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, και αναφέρεται στην ανασύσταση του φραγκικού πύργου που υπήρχε στην Ελευσίνα, ο οποίος διαλύθηκε το 1953 προκειμένου να επεκταθούν τα λατομεία και οι εγκαταστάσεις της τσιμεντοβιομηχανίας “Τιτάν”. Η εταιρεία είχε δεσμευθεί ότι θα ανοικοδομήσει με δαπάνες της τον πύργο σε άλλο σημείο, με το αυθεντικό του υλικό. Όμως, επτά χρόνια αργότερα, οι λίθοι του πύργου ανέμεναν την αναστήλωσή του, όπως διαπιστώνει στην υποσημείωση ο αρχιτέκτων Ιωάννης Τραυλός, μελετητής του ιερού της Ελευσίνας. Και αναμένουν ακόμη, μέχρι τις μέρες μας.

Ο φραγκικός πύργος είχε κτιστεί στην κορυφή του λόφου που βρισκόταν αμέσως δυτικά του αρχαίου ιερού, εκεί όπου σήμερα υψώνονται καμινάδες – αγαπημένο θέμα πολλών φωτογράφων, φόντο των αγαλμάτων της αυλής του μουσείου της Ελευσίνας. Στο ίδιο σημείο είχε ιδρυθεί κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ένα μικρό φρούριο, επάνω στα κατάλοιπα του οποίου θεμελιώθηκε η μεσαιωνική οχύρωση με τον μεγάλο πύργο. Ο ακριβής χρόνος κατασκευής του είναι άγνωστος, αλλά αποδίδεται με αρκετή βεβαιότητα στον 13ο αιώνα, όταν η Αττική κατακτήθηκε από τους σταυροφόρους και η ύπαιθρός της απέκτησε πολλούς τέτοιους πύργους, για να φρουρούν μικρά χωριά ή να επιτηρούν μεγάλες γαιοκτησίες. Στην περίπτωση της Ελευσίνας, ο πύργος μπορεί να συμμετείχε στο δίκτυο των φρυκτωριών που παρακολουθούσαν την κίνηση στο θαλάσσιο στενό μεταξύ Αττικής και Σαλαμίνας, ή να ήλεγχε τον χερσαίο δρόμο από την Αθήνα προς την Πελοπόννησο και τη βόρεια Ελλάδα. (περισσότερα…)