Αλεξάντερ Πέυν

Entre nous

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Ο Αλεξάντερ Πέυν φαίνεται ότι έχει καταληφθεί από τον τρόμο μήπως ξεστρατίσει από τη χολλυγουντιανή πεπατημένη. Μετά την αρνητική υποδοχή της ταινίας του Μικρόκοσμος, σε τούτη την ταινία, στα Παιδιά του χειμώνα, όπως την έχουν βαφτίσει οι διανομείς, κάνει τα πάντα για να ποντάρει στο αισθητήριο του μέσου, και βάλε προς τα κάτω, αμερικανού θεατή, ώστε η ταινία του να μη χάσει τον εμπορικό της στόχο, να μην κινδυνεύσει να βγει εκτός mainstream παιδιάς.

Και τι καλύτερος τρόπος από το να τοποθετήσει την υπόθεση της ταινίας του στην περίοδο των Χριστουγέννων. Αυτή η γιορτή, ως γνωστόν, είναι για τους Αμερικανούς, κυρίως τους WASP, κάτι παραπάνω από μια θρησκευτική γιορτή ή μια κοινωνική εκδήλωση. Ή μάλλον ο θρησκευτικός της χαρακτήρας έχει συρρικνωθεί σε ένα μακρόθεν ορατό πρόσχημα, συγκεχυμένα κατανοητό, ενώ η παραμυθένια αχλύς μιας οικογενειακής θαλπωρής είναι το περιτύλιγμα των εκθαμβωτικών συμβόλων που πακετάρει τη χριστουγεννιάτικη ιδεολογία: Santa Claus, τάρανδοι, έλκηθρα, jingle bells, άφθονο χιόνι, ανέξοδη αγάπη για όλους εμφυσούν μιαν ατμόσφαιρα ανάτασης, συμφιλίωσης, οικογενειακής σύσφιξης σε μια κοινωνία που η συνοχή της στηρίζεται κυρίως στην υλική ευημερία και κατά τον υπόλοιπο χρόνο στενάζει κάτω από το άγχος μιας άγριας ατομιστικής δράσης που αποσκοπεί στο ίδιον κέρδος και στην προσωπική υπερίσχυση. Όλοι γιορτάζουν, ή επιβάλλεται ψυχαναγκαστικά να γιορτάσουν, κάτι ασαφές, κάτι που η παράδοση τους επιβάλλει ως μια υπέρτατη κοινώς υπονοούμενη ευφροσύνη, απολαμβάνοντας τα χριστουγεννιάτικα cookies, μεθώντας από τη μυρωδιά του ψητού μήλου, της κανέλας και του κάστανου.

Όλα αυτά είναι γνωστά και ο Eλληνοαμερικανός σκηνοθέτης τα αξιοποιεί υπερβολικά με κίνδυνο να περιπέσει σε μιαν ανώδυνη και προβλέψιμη, αν όχι κακόγουστη, κοινοτοπία. Ο απόηχος των πιο γνωστών χριστουγεννιάτικων τραγουδιών, η «Άγια νύχτα», ο «Μικρός τυμπανιστής», το «Είναι η πιο θαυμάσια μέρα της χρονιάς», βουίζουν επίμονα στα αυτιά μας. Ευτυχώς όμως αυτά τα ανυπόφορα ιντερμέδια ψυχαναγκαστικής χαράς συνδέουν μια υπόθεση με στέρεα δραματουργία και χαρακτήρες. (περισσότερα…)

«Μια ταινία πάνω απ’ όλα πρέπει να είναι διασκεδαστική»

null

~.~

Ο Αλεξάντερ Πέυν μιλάει στον Κίμωνα Καλαμάρα και το ΝΠ

Ο Αλεξάντερ Πέυν ανήκει στην γενιά των Αμερικανών σκηνοθετών που έκαναν τις πρώτες τους ταινίες στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όπως ο Ουές Άντερσον, ο Ντέηβιντ Ο΄ Ράσσελ και ο Κουέντιν Ταραντίνο. Έγινε διάσημος με το Πλαγίως (Sideways, 2004) που, μεταξύ άλλων, βραβεύτηκε με Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα διασκευασμένου σεναρίου. Μετά την επιτυχία αυτή, χρειάστηκε εφτά χρόνια ώς την επόμενη ταινία του, τους Απόγονους (Descendants, 2011) η οποία του χάρισε ξανά το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου. Μέχρι σήμερα έχει σκηνοθετήσει επτά ταινίες και η πιο πρόσφατη, ο Μικρόκοσμος (Downsizing) έκανε πρεμιέρα στη χώρα μας στις 4 Ιανουαρίου 2018. Όπως αναφέρει ο ίδιος, στις ταινίες του προσπαθεί να αποτυπώσει την ατμόσφαιρα του αμερικάνικου κινηματογράφου της δεκαετίας του ’70 και καλλιτεχνικά εμπνέεται ακόμη από το κλασσικό Χόλλυγουντ.

Ένα βροχερό πρωινό, προς το τέλος του Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, λίγο πριν από τις 9:30, μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Περίμενε σ’ ένα χωριό λίγο έξω από την Πάτρα, όπως είπε, για το αυτοκίνητό του, που το είχε αφήσει στο συνεργείο για τακτικό έλεγχο. Έτσι ξέκλεψε λίγο χρόνο για την συνέντευξη αυτή. Τον Δεκέμβριο το πρόγραμμά του θα ήταν γεμάτο, με πρεμιέρες στην Αμερική και άλλα. Ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος, τόσο για τη νέα ταινία όσο και γιατί λίγους μήνες πρωτύτερα η σύζυγός του, Μαρία Κοντού, γέννησε το πρώτο τους παιδί. Το τελευταίο τρίμηνο απολάμβανε την οικογενειακή ζωή και τον νέο του ρόλο ως πατέρα στο Αίγιο. Έχω την αίσθηση ό,τι με την νέα του ταινία ολοκληρώνει ένα κεφάλαιο και στον σκηνοθετικό του βίο, και από αυτό ξεκινήσαμε την συνέντευξη.

Οι πρώτες σας ταινίες –Πολίτις Ρουθ (Citizen Ruth), Σκάνδαλα στα Θρανία (Election)– καταπιάνονταν με κοινωνικά θέματα, αργότερα κάνατε κάποιες περισσότερο εσωστρεφείς, γύρω από πληγωμένους ανδρικούς χαρακτήρες (Σχετικά με τον Σμιθ, Πλαγίως, Απόγονοι, Νεμπράσκα) ενώ τώρα, με το Μικρόκοσμο, μοιάζει να επιστρέφετε σε ευρύτερα κοινωνικά θέματα, τον ρωτήσαμε. «Με πρωταγωνιστή και πάλι έναν πληγωμένο άντρα», απαντά. «Στον Μικρόκοσμο συνοψίζονται κάποια θέματα τα οποία, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα μας έχουν απασχολήσει (τον συσεναριογράφο Τζιμ Τέυλορ κι εμένα) τα τελευταία είκοσι χρόνια. Σε πολλές συνεντεύξεις μού αναφέρουν ότι η νέα ταινία είναι πολύ διαφορετική, λόγω των εφέ, και απαντώ πως δεν είναι. Η μικρόκοσμοςυπόθεση αντλεί από την επιστημονική φαντασία αλλά τη συνδυάζει σατιρικά με τα κοινωνικά ερωτήματα γύρω από την ιστορία του ανθρώπου. Η επόμενη ταινία δεν έχω ιδέα ακόμη τι θα είναι, αλλά θέλω να είναι κάτι τελείως διαφορετικό».

Ο Μικρόκοσμος αποτελεί το πιο φιλόδοξο εγχείρημά του μέχρι σήμερα, καθώς πραγματεύεται θέματα που αγγίζουν την πολιτική, ξεφεύγοντας από την μέχρι πρότινος κωμικοτραγική περιγραφή των μικρών, τοπικών κοινωνιών. Επιπλέον, αυτό που διαφοροποιεί την ταινία είναι το αφηγηματικό στυλ και, αν επιτρέπετε, η λογοτεχνική αναφορά, όπως θα έλεγε ο Χάρολντ Μπλουμ. Από το τσεχωφικό στυλ αφήγησης που μας είχε συνηθίσει, ο Πέυν τώρα περνά στο μπορχεσιανό. Στην ερώτηση τι νιώθει ότι έχει καταφέρει στην τελευταία του αυτή ταινία, μας είπε πως εκτός από την τεχνογνωσία των ειδικών εφέ που απόκτησε, έμαθε πως να χρησιμοποιεί πολλούς κομπάρσους, σε βαθμό που δεν κρύβει την επιθυμία του να δρέψει τους καρπούς αυτής της γνώσης στο μέλλον, με κάποια επική ταινία. Επιπλέον, είπε, ο ρόλος που έγραψε για την συμπρωταγωνίστρια του Ματ Ντέημον, Χονγκ Τσάου, και που η ίδια ενσαρκώνει πάρα πολύ καλά, σε βαθμό που η ταινία να ωφελείται από την απόδοσή της. «Μόλις ολοκληρώνω μια ταινία, συνήθως δεν μπορώ να την δω για το υπόλοιπο της ζωής μου. Στο μοντάζ του Μικρόκοσμου, στις σκηνές που εμφανίζεται η Χονγκ Τσάου, είχα πάντα την ίδια αίσθηση πως η ταινία ήταν πιο ζωντανή, γιατί εκείνη ήταν εκεί. Επιπλέον, είχα να κάνω ρομαντική ταινία από το 2004. Στον Μικρόκοσμο, υπάρχει και αυτό το στοιχείο λοιπόν, πιο έντονο από ό,τι στο Πλαγίως». (περισσότερα…)