Στήλες | Νουμπέτι, μουχαμέτι (από την Ειρήνη Καραγιαννίδου)

Ίσως όντως να υπάρχει εκείνο το τραγούδι που μιλά σε όλους μας την ίδια ιδιόλεκτο, όμως, σε διαφορετική για τον καθένα γλώσσα. Κι ίσως υπάρχει πάντοτε ένας στίχος που στέκεται όρθιος στον άνεμο της ιστορίας και βγαίνει σεργιάνι τα βράδυα γυρεύοντας μιαν άλλη επιφάνεια της φωνής που ξέχασε στην ώρα της να φωνάξει.

Αναλογίζομαι αυτούς που μίσεψαν πέρα απ’ το σύνορο του κόσμου, μα εκεί που πήγαν φαίνεται καλοπερνούν, χορεύουν, τραγουδούν, γιατί δεν γύρισε κανείς παράπονο να κάνει.

«Καὶ ὁ θάνατός του εἶνε ἀπολύτρωσις…» – Μιχαήλ Μητσάκης (5.8.1868 – 6.6.1916)

*

Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

*

Στις 6 Ιουνίου του 1916, ο Μιχαήλ Μητσάκης πεθαίνει από περιπνευμονία στο Δρομοκαΐτειο. Από διετίας εξάλλου, «είχεν εξαφανισθή από τα κέντρα και ιδίως από τα γραφεία των πρωινών εφημερίδων των οποίων ήτο το στοιχειό όπου εκεί έγραφεν αλλόκοτους ελληνογαλλικούς στίχους».

Οι εφημερίδες της εποχής αντιμετωπίζουν το γεγονός του θανάτου του σαν αυτούς στα ποιήματά του «που φτιάχνουν τα κλειδιά, κόβουνε τα καπίκια».

Η χθεσινή μελαγχολική πομπή δεν ήτο αναμφιβόλως η κηδεία του, μολονότι μας ωδήγησεν εις το νεκροταφείον. Ειπέτε καλύτερα ότι ήτο μια επιμνημόσυνος δέησις, εις την οποίαν συνέβη τούτο το περίεργον, να έχωμεν μαζί μας και τον νεκρόν.

γράφει ο συνονόματός του Περάνθης στον τόμο για το έργο του.

Ο Μητσάκης γεννήθηκε το 1868 στα Μέγαρα και πήγε σχολείο στην Σπάρτη όπου και εξέδωσε την χειρόγραφη βραχύβια εφημερίδα Ταΰγετος. «Τρελλούτσικος, μύωψ και αδύνατος, πολλά υπέφερε μικρός από τους συνομηλίκους του», έγραφε ο ίδιος, «ο αργός περιπατητής, πλάνης αδιάφορος που έσερνε το βήμα του το άσκοπον, ξένος προς την πέριξ κίνησιν ακολουθών των φευγαλέων σκέψεών του τον ειρμόν ή βυθισμένος εις τα σκότη των κενών του». Αν και φοίτησε για δύο έτη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στην δημοσιογραφία με αρκετές αποστολές, ταξιδεύοντας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και αποτυπώνοντας τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες.

Ακάθιστος και πολυπράγμων, συμμετέχει αρχικά στη σύνταξη της σατιρικού περιεχομένου εφημερίδας Ασμοδαίος, δημοσιεύει άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά των Αθηνών, εκδίδει τις ευθυμογραφικές εφημερίδες Θόρυβος και Πρωτεύουσα, υπογράφοντας με ψευδώνυμα μεταξύ των οποίων Ιξίων, Καιροσκόπος, Πλανόδιος, Κόθορνος, Κρακ, υπήρξε διευθυντής του Ελληνικού Ημερολογίου του Π. Δ. Σακελλαρίου, συνίδρυσε το σατιρικό Άστυ μαζί με τους Θέμο και Μπάμπη Άννινο. (περισσότερα…)

«Το τραγικόν ειδύλλιον δύο ποιητών» [3/3]

*

Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Συνέχεια από το πρώτo και δεύτερο μέρος ]

~.~

Την επόμενη ημέρα, ο συντάκτης του άρθρου περί της τραγωδίας των ποιητών –ο τίτλος συνεχίζει να διατηρεί την κεφαλαία γραμματοσειρά–, επανέρχεται με περισσότερες λεπτομέρειες για τις κινήσεις των πρωταγωνιστών αλλά και την εξέλιξη της εξαφάνισης του έρμου του Μιράνα, βάζοντας ως υπότιτλο κάποιους στίχους από μιαν επιγραφή που βρέθηκε στην Πομπηία στην πύλη της έπαυλης του Ιοκκούντου, αφού κατά την άποψή του ταιριάζει περίφημα στην περίσταση των ερωτευμένων και δηλώνει πως ο Βαφόπουλος και η Ανθούλα θα ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι αν δεν έδιναν βάση στα λόγια των συκοφαντών:

«Όποιος γνωρίζει ν’ αγαπά, ας είν’ ευτυχισμένος. Όποιος δεν ξεύρει ν’ αγαπά ας πάη να χαθή! Μα όποιος σ’ εμποδίζει ν’ αγαπάς , στο διάβολο ας πάη!»

~.~

Εφημερίς ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου 1932

ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΖΕΥΓΟΥΣ ΠΟΙΗΤΩΝ

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΚ ΤΟΥ ΧΘΕΣΙΝΟΥ

Ο ποιητής δεν ήξευρε φαίνεται τους στίχους του Κάτουλου: Ας αγαπιούμαστε φίλτατη Λεσβία χωρίς να δίνουμε προσοχή στα λόγια του κόσμου. Αν δεν αφίσουμε την καρδιά μας ελεύθερη τι έχουμε να κερδίσουμε σ’ αυτόν τον κόσμο; Μια νύχτα μαύρη θα μας σκεπάση και θα πάη άδικα η μικρή ζωή μας. (περισσότερα…)

«Το τραγικόν ειδύλλιον δύο ποιητών» [2/3]

*

Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

[ Συνέχεια από το πρώτο μέρος ]

~.~

Εφημερίς ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Σάββατον, 13 Φεβρουαρίου 1932

ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟΝ ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ ΔΥΟ ΠΟΙΗΤΩΝ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΟΣ

Ούτε και χθες υπήρχε καμμιά πληροφορία σχετικώς με τον εξαφανισθεντα ποιητήν κ. Βαφόπουλον. Η δ)νίς Ανθούλα Σταθοπούλου προσήλθε μόνον εις τα γραφεία μας και με σπαραγμόν ψυχής μας είπε τα εξής:

— Τίποτε ακόμη και από πουθενά καμμιά πληροφορία. Ίσως να πήγε στο Άγιον Όρος. Το πιθανότερο είναι αυτό! Ήταν ένας άνανδρος… Φέρθηκε ελεεινά. Αγαπιούμασταν με έναν ξεχωριστό τρόπο. Δεν ήταν έρωτας αυτός. Ήταν μια σωστή φρενοπάθεια. Έσκυβε να μου φιλήση το χέρι και κατέληγε σε δάγκωμα. Ξεύρω πως μ’ αγαπά και πως μια μέρα θα γυρίση. Αχ… αν γυρίση.

Είχεν ένα σφύριγμα στην φωνή της. Τα παράξενα γαλανά μάτια της, απ’ τα οποία ξαφνικά ανέβλυζαν δάκρυα και ξέφευγαν αστραπές, έδειχναν όλη την τρικυμίαν της ψυχής της, την καταιγίδα που είναι έτοιμη να ξεσπάση.

— Ας είναι, συνεχίζει, η ιστορία αυτή δεν θάχη φοβερό τέλος γι’ αυτόν. Εγώ θα πεθάνω, να ιδήτε. Όλα έχουν κάποιο τέλος. Και η δική μου περιπέτεια ασφαλώς θα τελειώση, ασφαλώς αλλά μ’ έναν τρόπο… θα ιδήτε… α! μια στιγμή! Κάποια εφημερίδα έγραψε πως ντύθηκα στα μαύρα μια και τον έχασα. Όχι. Πενθώ το χαμό της αδελφής μου που έγινε τώρα και δυο-τρεις μήνες. Και τι δεν έχω να πενθήσω εγώ; Το σπίτι μου σαρώθηκε. Δέκα χρόνια τώρα όλο και γκρεμίζονταν. Πέθανε η μαμά, ο αδελφός, η αδελφή μου. Το σπίτι μας ρήμαξεν. Όλο πτώματα γύρω και ρημάδια. Τάφοι και μαύρα ρούχα. Κάπου, κάπου μια ώρα χαράς και ύστερα μέρες, μήνες, χρόνια θλίψης. Ζω μέσα σε μια βαθύτατη οδύνη!

Έφυγε. Αργά. Με βήμα σταθερό. Τα μάτια της ήταν στεγνά. Τα χείλη σφιγμένα.

— Αχ, αν γύριζε!

Κι είχεν έναν τόσο παράξενον τόνο στη φωνή της, τόσο παράξενο…

*

* (περισσότερα…)

«Το τραγικόν ειδύλλιον δύο ποιητών» [1/3]

*

Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

«Η Ανθούλα τώρα με γερμένο το κεφάλι της μιλούσε με το θάνατο. Στεκόμουν στη μέση της κάμαρας, τρελός μέσα στην απελπισία μου… Δεκάξι του μηνός Απριλίου, Αγάπης, Ειρήνης, Χιονίας μαρτύρων. Εν αγάπη μένε. Εν ειρήνη αναπαύσου. Λευκοτέρα χιόνος. Ένα πάθος είχε πεθάνει»  γράφει ο Γιώργος Βαφόπουλος όταν χάνει τον μεγάλο του έρωτα. Ο ποιητής πρωτογνωρίστηκε με την 15χρονη τότε Ανθούλα Σταθοπούλου το 1924. Όταν εκείνη, σύζυγός του πλέον, πεθαίνει από φυματίωση το 1935, είναι 26 ετών.

Η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου φοίτησε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο και στη Γαλλική Σχολή Καλογραιών. Για σύντομο χρονικό διάστημα εργάστηκε στη Δημαρχία Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια στράφηκε στο θέατρο και γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου της Θεσσαλονίκης. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις στίχων της σε λογοτεχνικά περιοδικά της συμπρωτεύουσας και της Αθήνας (Μακεδονικές Ημέρες, Νέα Αλήθεια, Νέα Εστία κ.α.). Το 1932 κυκλοφόρησε η πρώτη και μοναδική της ποιητική συλλογή με τίτλο Νύχτες αγρύπνιας, ενώ τα δύο έργα της για το θέατρο (Ντίνα Πέλλη και Την τελευταίαν στιγμή, γραμμένα το 1934) παραστάθηκαν από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Θεσσαλονίκης σε σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη.

*

*

Ένα χρόνο μετά, με έξοδα του δήμου Θεσσαλονίκης και επιμέλεια του Γιώργου Βαφόπουλου, κυκλοφορεί η έκδοση Έργα με συγκεντρωμένα τα ποιήματα, τα διηγήματά και τα δύο θεατρικά της έργα. Στον πρόλογο της έκδοσης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει:

Μα τώρα πάλι ρωτιέμαι: ποιος θα γνωρίσει έτσι την ψυχή της, ποιος θα διαβάσει τα έργα της, ποιος θα γνωρίσει την ψυχή της και δε θα την αγαπήσει σαν εμάς; (περισσότερα…)