Στήλες | Νουμπέτι, μουχαμέτι (από την Ειρήνη Καραγιαννίδου)

Ίσως όντως να υπάρχει εκείνο το τραγούδι που μιλά σε όλους μας την ίδια ιδιόλεκτο, όμως, σε διαφορετική για τον καθένα γλώσσα. Κι ίσως υπάρχει πάντοτε ένας στίχος που στέκεται όρθιος στον άνεμο της ιστορίας και βγαίνει σεργιάνι τα βράδυα γυρεύοντας μιαν άλλη επιφάνεια της φωνής που ξέχασε στην ώρα της να φωνάξει.

Αναλογίζομαι αυτούς που μίσεψαν πέρα απ’ το σύνορο του κόσμου, μα εκεί που πήγαν φαίνεται καλοπερνούν, χορεύουν, τραγουδούν, γιατί δεν γύρισε κανείς παράπονο να κάνει.

«Πελέκι που αστράφτει μοναξιά»: ο ποιητής Φαίδων ο Πολίτης (1928-1986)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Τυφλά, διψασμένα λιοντάρια
της γενιάς μου,
που σαπίζετε στην άμμο,
σας χαιρετώ.
 
Τα δάκρυα κι οι βρυχηθμοί
μας είναι κοινά.

«Ο Φαίδων κι ο Βασιλικός κάθονταν τότε σε ένα ωραίο αρχοντικό της οδού  Βασιλίσσης Όλγας, απέναντι από τον κινηματογράφο «Κολοσσαίον». Ο Φαίδων είχε πολλά και ωραία βιβλία, που ποτέ του δεν τα δάνειζε, απευθυνόταν στην υπηρέτριά του με τον πληθυντικό και έλεγε ωραία ανέκδοτα ή σόκιν πολλές φορές στα αγγλικά. Γενικά είχε κάτι το αριστοκρατικό επάνω του, που το επέτεινε η απομίμηση του Ουάιλντ στα λόγια, στους τρόπους, στην εμφάνιση. Ήταν πολύ ευαίσθητος αλλά με αρκετές μεγαλοαστικές υποχοντρίες, που δε σ’ άφηναν να καταλάβεις αν η ποίησή του έβγαινε από ανάγκη ζωής ή αποτελούσε εκδήλωση αισθητισμού».

Ο Φαίδωνας Ιωαννίδης (γνωστός ψευδωνυμικά ως Φαίδων ο Πολίτης) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1928 και λίγο αργότερα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη στην οδό Παπακυριαζή. Έκανε σπουδές αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας σε Αγγλία και Αμερική, και μοιάζει να πέρασε και να μην ακούμπησε από το λογοτεχνικό παρεάκι της Θεσσαλονίκης, τον Βασίλη Βασιλικό, τον  Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, τον Γιώργο Ιωάννου και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. (περισσότερα…)

«Όλοι ρουφάμε θάνατον»: Ο ποιητής Άνθος Πωγωνίτης (1910-1976)

Σκίτσο του Άνθου Πωγωνίτη από τον ζωγράφο Πολύκλειτο Ρέγκο

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

~.~

Ο Ηπειρώτης ποιητής Άνθος Πωγωνίτης, κατά κόσμον Βασίλης Καραφύλλης, γεννήθηκε το 1910 στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου, ένα μικρό χωριό ανάμεσα στην Βήσσανη και το Βασιλικό. «Μιας κι’ έφτασες στης Βήσσιανης τον πλάτανο αδελφέ μου, / αχό ψαλμού να μπόραγα χαιρετισμό να στείλω, / Στον ίσκιο και τα κλώνια του με τα φτερά τ’ ανέμου».

«Να κοιτάς κατάματα τη γη που σε γέννησε / Ας έχουν πεθάνει εκείνοι που θαύμαζες / θα γεννηθούν αυτοί που θα φέρουν / το μεγάλο δώρο στα παιδιά», προέτρεπε, αφού σαφή επιρροή αποτελούσε και το κήρυγμα του Αγίου Κοσμά («οι άνθρωποι θα μείνουν πτωχοί γιατί δεν θάχουν αγάπη στα δέντρα»), που πέρασε από το Βασιλικό δύο φορές για να διδάξει και να προφητεύσει, ενώ συχνά καυχιέται: «Τα καλύτερα ελληνικά μιλιούνται στο Πωγώνι, έχει η κάθε λέξη τη δική της μουσική στο χορό της Πασχαλιάς».

Γεννημένος στην Ήπειρο ήταν λογικό να κοινωνήσει το δημοτικό τραγούδι («Κουλέ με το κλαρίνο σου κρυφές χαρές μου πρώτες») και την παράδοση. Για εκείνον, η λεβεντιά ήταν λέξη ιερή· την χρησιμοποίησε τόσο στην πορεία της ζωής του όσο και στη λογοτεχνική του δημιουργία.

Εγώ κι η λαλητάρα μου ψυχή που αντικρύσαμε
πικρό μαχαίρι δίκοπο στης μοίρας το παιχνίδι
σα σε τυφώνα το κορμί ολόρθο το κρατήσαμε
και τη βουνίσια λεβεντιά να μη μας φύγει (περισσότερα…)

«Κάτι τι το μέγα!» Ο συγγραφέας Λάμπρος Αστέρης (1871-1942)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Από την επιθεώρηση και τα χαριτωμένα στιχάκια, σε ωριμότερους στίχους, και από τις μάχες, στο πάλκο, από το χωριό στην πόλη και τ’ ανάστροφα. Πώς συναντιούνται όλα αυτά μέσα σε ένα πρόσωπο;  Κακοφωτισμένος ή όχι, ο Λάμπρος Αστέρης υπήρξε σίγουρα τ’ αντίθετο απ’ τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες κι η ζωή του ήταν ένα «λίγο απ’ όλα», ένα χωριό, μια αυλή όπως εκείνη της εκκλησίας του Άι-Νικόλα στον τόπο του: «ένα χωριό μέσα στο νου γραμμένο, με το μαρμαρένιο του καμπαναριό».

Απ’ τα τετράψηλα ουράνια μέρη
που δε λογιάζονται πόσω είν’ ψηλά,
είδαν τα μάτια μου κάποιο αστέρι
κάτω ’ς την άβυσσον να ροβολά.

Το είδα και πρόσμενα το Θείο Χέρι
που όλαις η δύναμες το ακούν τυφλά,
πίσω ’ς το ψήλωμα πάλι να φέρη
το άστρο που έπεφτε ’ς τα χαμηλά.

Του κάκου! Έχάθηκε χωρίς ν’ αφήση
ούτε μι’ ακτίνα του μέσα ’ς την κτίσι
κατά την πτώσι του τη φτερωτή.

Έτσι αβοήθητη μήπως δε σβύνει,
χωρίς μι’ ακτίνα της, πίσω ν’ αφίνη
σαν το άστρο πέφτοντας και η αρετή;

*

Διαφημιζόταν ως ένα έργο με υπόθεση από τη σύγχρονη εποχή, που παράλληλα ζωντάνευαν όλα τα έθιμα και οι συνήθειες των χωριανών και των θαλασσινών μας, ενώ «αναμιγνυόταν επιτυχώς και ολίγη ιστορία της αρχαίας μας τέχνης, με αναπαράστασιν των αρχαίων μνημείων». Μεγάλο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στην Καστέλλα και στο Τουρκολίμανο καθώς εκεί ναυλοχούσε το κότερο του Εμμανουήλ Μπενάκη  “Αελλώ”.

Πρόκειται για την ταινία Έρως και κύματα, της οποίας το σενάριο έγραψε ο ποιητής και ήταν παραγωγή της Dag films Co. – σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας ήταν αντίστοιχα οι Δημήτρης και Μιχάλης Γαζιάδης, παιδιά του Αναστασίου Γαζιάδη, Πειραιώτη φωτογράφου. (περισσότερα…)

«Με σπασμένα φτερά γιγάντων και δάκρυ αγγελικό»: Πάνος Β. Λιαλιάτσης (1936-2025)

 *

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Θ’ ακούς πάντα τη βοή του Αργολικού
αγαπημένου που πασχίζει να σου πει τα μυστικά του.
Κι ο κάμπος με τις διψασμένες πορτοκαλιές
που τις πότισαν τα δάκρυα της μάνας σου
της καλαμιάς
Σε καρτερεί να τον δεις πάλι την αυγή του Θεού
όταν ξυπνάνε τα πουλιά και τραγουδούν το φως του.

Έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 2025 ο ποιητής Πάνος Λιαλιάτσης. Γεννήθηκε το 1936 ανήμερα των Τριών Ιεραρχών στην ιστορική Ασίνη: «στη θάλασσα της λησμονημένης Ασίνης […] μετρηθήκαμε με το χρόνο / και νικήσαμε το φθονερό του γέλιο. / Κι ο βασιλιάς ψηλά απ’ τη βίγλα του / μετρούσε περίεργος τ’ αχνάρια μας στην άμμο / πιότερο απ’ το πέρασμα των ποιητών / που τον ξύπνησαν απ’ τον αθώο ύπνο του…»

Φοίτησε στο Γυμνάσιο Ναυπλίου και στη συνέχεια σπούδασε Θεολογία και Φιλοσοφία, ενώ μέχρι το 1972 υπηρέτησε ως επιμελητής ανηλίκων στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Αργότερα, μετά από εργασιακή περιήγηση, αποφασίζει να ασχοληθεί με αυτό που πάντα ήθελε (τη διδασκαλία), ώστε να βρίσκεται κοντά στους νέους, οπότε και εργάστηκε στη δημόσια επαγγελματική εκπαίδευση στο Άργος και στο Ναύπλιο.

Μοίρα της λευτεριάς
και της ποίησης
αγγίλωσες τα μάτια μου,
στη βουή της μνήμης
δίπλα στα κοιμώμενα κάστρα
με την αιχμηρή συνοφρύωση
δίπλα στις στέρφες κρήνες
με τα ξόμπλια της πίκρας
δίπλα στους θνησιμαίους παραθεριστές
πού τους απέμεινε μόνο
το βλέμμα της βουλιμίας
χωρίς το αίμα που θυμάται
χωρίς τη συλλογή του Τερζάκη
χωρίς τη χλόη του Καρούζου,
Ανάπλι ρίζα του έρωτα,
Ανάπλι φλέβα των οραμάτων.
(περισσότερα…)

«Τρανή ζωή του τραγουδιού σε αδράχνω»: Σπήλιος Πασαγιάννης (1874-1909)

Σκίτσο που απεικονίζει τον ποιητή από το εξώφυλλο της Ελληνικής Δημιουργίας (τχ. 86, «Η Μάνη και οι λογοτέχνες της – Πασαγιάννηδες»).

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Διαβάζοντας τις Λυρικές παραλλαγές του Νίκου Γρυπάρη, δημοσιογράφου, ποιητή και εκδότη («είμαι ποιητής / δεν γράφω στίχους, μα σφιχτοδένω το φεγγάρι / με των αντίλαλων τους ήχους»), το αντάμωμα με ένα άλλο βιβλίο του, τα Νεοελληνικά φιλολογικά παραλειπόμενα, με οδήγησαν σε έναν ομόσταβλό του, τον Σπήλιο Πασαγιάννη, του οποίου η ζωή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως επίσης κι όσα ακολούθησαν μετά τον θάνατό του.

Πλανεμένη φωνή, που με ποτίζεις ήλιο,
εσένα ακούω μονάχα στον αιθέρα.
Τάμα πανέμορφο κρατούν
παρθένες στο κεφάλι,
με το υπερούσιο το κρασί
γιομάτες ωραιοσκάλιστες λαγήνες·
διάπλατα οι θύρες ανοιχτές
με τις θλιμμένες Μάνες,
που άσπρα ντυμένες καρτερούν
να με γαμπροστολίσουν.

Πρωτοπαρουσιάζεται στη λογοτεχνία στην ηλικία των είκοσι ετών, στην εφημερίδα Μούσαι της Ζακύνθου, την οποία εκδίδει ο Λεωνίδας Ζώης, με την «Πρωτομαγιά της Χτικιασμένης», ενώ στη Φιλολογική Ηχώ της Κωνσταντινούπολης δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα.

Γύρνα, καλέ μου, κι άφησε της ξενιτιάς τις πίκρες.
Έλα να σμίξουμε γλυκά. Θυμήσου με και μένα,
που τόσα χρόνια ρέβουμαι στης ερημιάς τους πόνους.
Διάβηκαν χρόνια και καιροί οπού σου τρώει τα νιάτα
η άσπλαχνη η ξενιτιά με το τυράγνισμά της.
Το έρμο το κορμάκι σου στα ξένα παραδέρνει,
και στα πικρά τους βάσανα, και στις ανεμοζάλες,
θα μαραζώσει, θα καεί, θα σβήσει κολασμένο.
Τα ξένα δε σε γέρασαν; δε σ’ έφαγαν τα ξένα;
Φεύγα τα ξένα, κι είν’ οχιές, φίδια φαρμακωμένα,
και φαρμακώνουν και ρουφούν το αίμα σου καλέ μου.
Έλα, γιατί βαλάντωσα και ρέψε την καρδιά μου
αφ’ όντας ξενιτεύτηκες και πήγες σ’ άλλους τόπους.
Έλα να ιδείς το γιόκα μας λεβέντη, παλικάρι
από μωρό που τ’ άφησες και μίσεψες καλέ μου.
Έλα να ιδείς την όμορφη και λυγερή μας κόρη
που μ’ άφησες μικρή μικρή και τώρα θα την εύρεις
με τις πλεξούδες σαν οχιές, παρθένα βυζωμένη.
Έλα να ζήσουμε μαζί μες το νοικοκυριό μας
να ’χουμε τα χωράφια μας, να σπέρνουμε τα στάρια,
που άσκαφτα κι ανόργωτα είν’ τόσα χρόνια τώρα,
Να ’ρχετ’ ο θέρος με καλό, που ’ναι ξανθά τα στάχυα,
μαζί να τα θερίζουμε, μ’ ολόγλυκα τραγούδια,
Και να το τρώμε το ψωμί χωρίς πικρά φαρμάκια.
Να ’ρχετ’ ο τρύγος εύτυχος τ’ αμπέλι να τρυγάμε,
τα ζουμερά σταφύλια του κρασί να τα πατάμε;
Να ’χουμε στο κατώγι μας ολοχρονίς για πιόμα.
Να ’χουμε το λεβέντη μας, και τη χρυσή μας κόρη,
να τραγουδούν στο πλάι μας της νιότης τα τραγούδια,
να μας θυμίζουν τους καιρούς που διάβηκαν για πάντα,
να μας γλυκαίνουν την καρδιά με το χαμόγελό τους,
να μας χαρίζουνε ζωή, παρηγοριά κι ανάσα,
κι έτσι τα χρόνια να περνούν για μας ευτυχισμένα.
Χωρίς καημούς και βάσανα και πόνους και φαρμάκια.
Γύρνα, καλέ μου, κι άφησε της ξενιτιάς τις πίκρες. (περισσότερα…)

«Τη λευτεριά μου ορίζω με το θάνατό μου»: Κώστας Θρακιώτης (1909-1994)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Με τα λουλούδια
και με τους βατράχους;
 
Τι έρχεστε εσείς με τις ανόητες Γραφές
Και τα χρεόγραφα του Σίτυ
Να δώσετε μια καινούργια ενέργεια στους πεθαμένους;
 
Στ’ ολογάλαζο κενό
Μια καινούργια στολή και πανοπλία
Όταν,
 
Η ντροπή κυλάει στις φλέβες σας
Κι ο αγέρας μας
Είναι μολεμένος και βαρύς
Απ’ την αναπνοή σας μονάχα
Όπου σκοτώνει τα λεύτερα πουλιά;

Ο Κώστας Θρακιώτης –ψευδώνυμο του Θαλή Προδρόμου–, ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός, λαογράφος και θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1909 και έζησε για λίγο στην Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας, αφού ο πατέρας του Θεοδόσιος ήταν διευθυντής στην Λεονταρίδειο Σχολή, και η μητέρα του επίσης δασκάλα, ενώ τις γυμνασιακές του σπουδές τις περάτωσε στο Σουφλί, όπου μαζί με συμμαθητές του, εξέδιδε το μαθητικό περιοδικό Έβρος.

Ω, φέρτε μου τις παιδικές φωλιές των τζιτζικιών
Κι ένα γαρούφαλλο ματωμένο
απ’ το ματόκλαδο της αυγής
Φορτωμένο είναι τ’ όνομά σου από πέτρα κι όνειρα
Και το ποτήρι σου ξέχειλο απ’ το Θρακιώτικο κρασί…

Αφότου πέθανε ο πατέρας του, στα δέκα του χρόνια, το 1919, αποβιβάστηκε στον Πειραιά με τη μητέρα του και αργότερα τελείωσε τις σπουδές του στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και διετέλεσε καθηγητής στην Μέση Εκπαίδευση καθώς και σε Δραματικές Σχολές. (περισσότερα…)

Τα προικοσύμφωνα

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Συ, ποῦ ἔχεις κάλλη γιὰ προικιὰ καὶ χάρες γι’ ἀντιπροίκια
γιὰ νὰ πατῇς νἀνθίζουνε καὶ τἄδροσα χαλίκια,
μὰ ποῦ γιὰ μὲ μονάχα
ἥσκιο βαρὺν ἐσκόρπισε θανάτου ἡ ἐμορφιά σου,
ἄκουσε κάτι ποῦ θὰ πῶ γερτὸς στὰ γόνατά σου
σὰν παραμύθι τάχα.
Ι. ΓΡΥΠΑΡΗΣ

Γύρω στα 1900, το πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ αναθέτει στον Βρετανό συγγραφέα και πολεμικό ανταποκριτή Τζωρτζ Φρέντερικ Άμποττ (1874-1947) ερευνητική αποστολή στην υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονία με στόχο τη συλλογή εθνογραφικού υλικού. Ο ίδιος είχε τελειώσει τις σπουδές του στο Εμμάνουελ Κόλλετζ. Ο Άμποττ μετά από ένα διάστημα παραμονής σε Θεσσαλονίκη, Σέρρες και Δράμα, πριν πάρει τον δρόμο για το Άγιον Όρος, διέμεινε για λίγο και στην Καβάλα. Στο βιβλίο του The tale of a tour in Macedonia –είχαν προηγηθεί άλλοι δύο τόμοι λαογραφικού περιεχομένου: το Songs of Modern Greece (1900) και το Μacedonian Folk-Lore (1903)–, ανάμεσα στις λοιπές πληροφορίες αναφέρεται και η νοσταλγία των Θασίων καπνεργατών της Καβάλας για τον τόπο τους, μιας και ο Άμποττ επισκέπτεται την πόλη την εποχή που οι Θάσιοι καπνεργάτες επιστρέφουν στο νησί.

Όσο ετοιμάζονται για το δεκάωρο ταξίδι του γυρισμού με τα καΐκια –ο χρόνος σήμερα είναι περίπου μιάμιση ώρα με το πλοίο της γραμμής–, γράφει ο συγγραφέας, το λιμάνι αντηχεί από τα τραγούδια τους. Αυτοί οι ταπεινοί εργάτες γιορτάζουν την ημέρα της επιστροφής τους στις εστίες τους. Μερικές από τις συνθέσεις αυτές είναι εξαιρετικά παθητικές όσον αφορά το ύφος τους και είναι γεμάτες από παράδοξα ευφυολογήματα. Οι τελευταίες περιγράφουν τα δεινά του ξενιτεμού, την αφιλόξενη ξενιτιά και την αδιαφορία των ξένων για τον ξενιτεμένο που νοσταλγεί την πατρίδα του, κι οι Θασιώτες νιώθουν την κοινή φρίκη που εκφράζεται εμφατικά στο λαϊκό δίστιχο  που λέει ότι η τύχη του ζητιάνου κι η κακή του μοίρα δεν είναι τόσο πικρές όσο η ξενιτιά. (περισσότερα…)

«Η γλώσσα μου εις ουδεμίαν τάξιν ανήκει»: Ο ποιητής Ηλίας Κατσόγιαννης (1887-1970)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Ας αποθέσουμε σε μια άκρη τη σοδειά
του πόνου, της πνιγμένης οιμωγής,
κι οι δυο μας γέροι,
κι έλα και πάλι, μόνοι μας, καρδιά
να πάρουμε το δρόμο της φυγής
χέρι με χέρι

Παράξενες γεωγραφίες κάνει το μυαλό σαν βγαίνεις από φαρμακείο, και ο ήλιος χάνεται κάπως σήμερα κι ίσως βρέξει, και αυτό το ίσως φέρνει μιαν εικόνα από παλιά, το φαρμακείο-εντευκτήριο του ποιητή Ηλία Κατσόγιαννη (στο τετράγωνο Βενιζέλου και Ρογκότη, δίπλα από το επίσης ιστορικό βιβλιοπωλείο “Μόλχο”), πρυτανείο λογοτεχνικών μαζώξεων, αντίστοιχο μ’ εκείνο του Πεντζίκη. Ένα φαρμακείο-πρακτορείο διακίνησης πνευματικού υλικού, αφού στο συγκεκριμένο έστελναν βιβλία οι λογοτέχνες από όλη την Ελλάδα για να τα παραλάβουν οι Θεσσαλονικείς. Εκεί επίσης στεγαζόταν άτυπα και τα γραφεία του παραρτήματος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών, κι από το εν λόγω φαρμακείο του Κατσόγιαννη ξεκίνησε και το περιοδικό Μορφές που έβγαζε ο Βασίλης Δεδούσης ‒ το φαρμακείο του Μπαρμπαλιά όπως τον αποκαλούσαν, που αν και Πελοποννήσιος, συνταγογραφήθηκε Σαλονικιός.

Ο Ηλίας Κατσόγιαννης γεννήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου του 1887 στα Λαγκάδια της Γορτυνίας και ήταν γιος του ιεροδιδάσκαλου Πανάγου και της Ασπασίας Οικονομοπούλου. Τελείωσε το γυμνάσιο της Δημητσάνας και το 1911 αποφοίτησε από την Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του συμμετείχε σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς με το ψευδώνυμο Ηλίας Θερινός, στους οποίους κέρδιζε με τη μορφή του δημοψηφίσματος δίχως τη μεσολάβηση κριτικών επιτροπών. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και απολύθηκε το 1922 με τον βαθμό του Λοχαγού. Το πρώτο του φαρμακείο το άνοιξε στον Πύργο Ηλείας, κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ενώ από το 1920 έζησε και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στην Θεσσαλονίκη, αρχικά επί της οδού Βουλγαροκτόνου κοντά στην πλατεία Ελευθερίας. Ως φαρμακοποιός έγινε γνωστός όταν ανακάλυψε το φάρμακο αιθερμόλη, το οποίο και παρείχε δωρεάν σε όσους θερίζονταν από την ελονοσία. (περισσότερα…)

«Θεέ μου! Λυπήσου τούτη τη γενιά μας!» Ο ποιητής Χρήστος Ντάλιας (1907-1998)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Απ’ της αυγής το ρόδισμα ως της νυχτιάς το σκότος,
σκλάβοι βουβοί καιγόμαστε στου πόνου το καμίνι.
Στα πυκνά δίχτυα μιας βαριάς κατάρας τυλιγμένοι
αγκομαχώντας νιώθουμε τη νιότη μας που σβήνει.

Καημός πικρός… ορθάνοιχτος ο τάφος μάς προσμένει.
Μονάχοι πάμε στ’ άγνωστο. Κι ανήμποροι της μοίρας
ακολουθάμε σιωπηλοί τα μαύρα μονοπάτια.
Καμιά λαχτάρα. Πουθενά δε λάμπει κάποιο φως,
λες και θολώσαν της ψυχής κι αυτά τ’ άγρυπνα μάτια.

Λυπήσου, Θεέ μου, τη γενιά μας κι έλα,
σα λυτρωτής για μια στιγμή, σαν Πάναγνος Θεός,
της πολυστέναχτης ζωής Συ ν’ άρεις το σταυρό.
Χρόνια σκυφτοί βαδίζουμε πάντα στους ίδιους δρόμους
κι αγκαλιασμένοι σέρνουμε του πόνου το χορό.

Ο Χρήστος Ντάλιας, κατά κόσμον Χρήστος Μαλάκης, γεννήθηκε στις 21 Γενάρη του 1907. Μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη όπου και τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Ελληνογαλλικό Λύκειο Χατζηχρήστου. Είλκυε την καταγωγή του από την Βλάστη της Δυτικής Μακεδονίας. Ο ίδιος στα «Εργοβιογραφικά» του προτάσσει: «ο πατέρας μου ήταν κτίστης που εξελίχθηκε αργότερα σε εργολάβο οικοδομών και η μητέρα μου, το γένος Κεραμοπούλου, ήταν αδελφή του ακαδημαϊκού Αντώνη Κεραμόπουλου».

Ύστερα το πρωί
άκουγα τα βήματά της
στην πατρική σκάλα…
Το βράδυ, η ίδια ιστορία.
Γέμιζε το σπίτι
καρπούς, φύλλα, αποξεραμένα
κλαδιά
τάβαζε στις κούπες,
τα κρέμαγε απ’ το ταβάνι
και κοιμόταν ήσυχη

Σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στο Βερολίνο και στη Γάνδη του Βελγίου. (περισσότερα…)

«ο ενθουσιώδης ψάλτης, ο ηλεκτρίζων τας ψυχάς»: Αιμίλιος Ριάδης (1880-1935)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

κι έπειτα το κεφάλι μου σφιχτόδεσα
με το λαδί της μοίρας μου τουλπάνι

«Ο Αιμίλιος Ριάδης φαίνεται πως είχεν ενοχληθεί από εκείνην την εγκάρδια υποδοχή που μου είχε κάνει ο Παλαμάς», γράφει στις σελίδες της αυτοβιογραφίας του ο Γεώργιος Βαφόπουλος, αναφερόμενος στην τελευταία επίσκεψη του Παλαμά στην Θεσσαλονίκη. Ο Ριάδης ήταν ένας από τους πρώτους που δρομολόγησαν το κάλεσμα για τα πενηντάχρονα του ποιητή, καθώς διατηρούσε φιλική σχέση και αλληλογραφία μαζί του.

Σε γράμμα που του απευθύνει έξι μήνες νωρίτερα από την ανάβασή του στην πόλη της Θεσσαλονίκης, ο Παλαμάς, την 19η Οκτωβρίου του 1927, κι ενώ εξακολουθούσαν οι συνεννοήσεις για τον επικείμενο ερχομό του, του γράφει υποδηλώνοντας και την αγαπητική τους σχέση.

«Αγαπητέ μου Ριάδη,

Κρίμα. Μια φορά που τα σημεία έδειχναν πως η διαφημισμένη γιορτή πήγαινε να πραγματοποιηθή, στις ημέρες μάλιστα που θα πανηγύριζε η χώρα το Μυροβλήτη ποιητικώτατο Άγιο της, βρέθηκ’ έξαφνα πως λείπουν οι παράδες. Είμαι της ιδέας πως η υπόθεση αυτή στεναχωρεί κι εσένα και σε υποβάλλει, από την αρχή μάλιστα που έγινε αντικείμενο και δημοσιογραφικών συζητήσεων, σε ενοχλήσεις… Σ’ ευχαριστώ και σ’ ευγνωμονώ για τον μουσικό σου ενθουσιασμό προς εμένα, που ελπίζω πως θα μείνει απαρασάλευτος.

Πάντα με τη σκέψη του για σένα και την αγάπη του, ο ποιητής

Κωστής Παλαμάς».

Ο Αιμίλιος Ριάδης ήταν συνθέτης, πιανίστας, ποιητής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη την Πρωτομαγιά του 1880. Το όνομα Ριάδης προέρχεται από το Ελευθεριάδης, οικογενειακό επώνυμο της μητέρας του της Αναστασίας Γρηγοριάδου-Νίνη με καταγωγή από το χωριό Λιβάδι Ολύμπου, ενώ ο πατέρας του ήταν ο χημικός-φαρμακοποιός Χάινριχ Κου από το Teschen της Σιλεσίας, που η οικογένεια του είχε απώτατη ελληνική καταγωγή από τις Σέρρες. Ο Ριάδης διέμενε στη Θεσσαλονίκη επί της οδού Βασιλέως Γεωργίου 4 σε μια μονοκατοικία κοντά στη θάλασσα μαζί με τη μητέρα του.

«Την αγαπούσα τη θάλασσα με παιδιάστικον ενθουσιασμό, ίσως όχι όλως διόλου απηλλαγμένον κάποιας λαιμαργίας για τα ωραία της μύδια, στρείδια και, ίσως πολὺ περισσότερο για τα καβούρια, τα χτενάκια, τις δυσπερίγραπτες πίνες και, πρι πάντων, για τους αχινούς της… Θεέ μου! τους αχινούς. Χώρια όμως απὸ δαύτα, τρελλαινόμουν να ξαπλώνουμαι ολόγυμνος πάνω στην ήσυχη ακρογιαλιά, με τον κοσκινισμένο απ’ τις μανίες του Κυρίου χλιαρό άμμο…». (περισσότερα…)

«Χαμένος ολότελα μες στο πλήθος»: Τα δυο ταξίδια του Κωστή Παλαμά στη Θεσσαλονίκη

Aπό την πρώτη επίσκεψη του Κωστή Παλαμά στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο του 1927. Εικονίζονται όρθιοι από αριστερά: Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, Δ. Δάλλας, Δέξιππος Αντωνιάδης, Αναστάσιος Μισιρλόγλου, Αντώνιος Χαμουδόπουλος, Λέανδρος Παλαμάς. Καθήμενοι: Αιμίλιος Ριάδης, Αγλαΐα Σχοινά, Κωστής Παλαμάς, Άννα Χαμουδοπούλου, Νίκος Βέης, Κ. Ρέσσος.

~.~

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ανάμεσα στα πάμπολλα ιατρεία της οδού Αγίας Σοφίας βρισκόταν και το δικηγορικό γραφείο του Νικόλαου Δαρβέρη. Ο Δαρβέρης καταγόταν από τα Βέρβαινα της ορεινής Αρκαδίας και η οικογένειά του ήρθε στη Θεσσαλονίκη μετά την απελευθέρωσή της και αγόρασε ακίνητα στο κέντρο της πόλης. Βουλευτής ο ίδιος, εκδότης της εφημερίδας Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος και άνθρωπος με δραστήρια κοινωνική ζωή, ο Δαρβέρης θέλησε να προσφέρει στη Θεσσαλονίκη έναν χώρο πολιτισμού, οπότε και έφτιαξε στον αριθμό 17 της οδού ένα εμβληματικό σινεμά –τα λαμπρά εγκαίνια έγιναν στις 26 Σεπτεμβρίου 1926–, με τ’ όνομα «Διονύσια». (Όνομα που δόθηκε κατόπιν δημόσιας πρόσκλησης στους αναγνώστες της εφημερίδας και για το οποίο δόθηκαν ως βραβείο 1.000 δραχμές.) Ο κινηματογράφος που κατεδαφίστηκε το 1973, παρίστανε αιγυπτιακό ναό, με παραστάσεις ανάγλυφες των Φαραώ και ιερογλυφικά, με κίονες και αετώματα. Τα φεϊγβολάν που κυκλοφόρησαν για το κοινό τη μέρα της έναρξης έγραφαν

«Τα Διονύσια κρίνονται ως το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή και από απόψεως αρχιτεκτονικής και από απόψεως διακοσμήσεως. Περιλαμβάνει μετά των θεωρείων 1000 καθίσματα.»

Η μουσική των ταινιών ακουγόταν ζωντανά από μόνιμη ορχήστρα που έπαιζε επί σκηνής κοντά στην οθόνη, ενώ εκτός από προβολές, στους χώρους του διοργανώνονταν και άλλα καλλιτεχνικά γεγονότα.

Την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου του 1927, έναν χρόνο περίπου μετά την ανέγερση του κτηρίου, ο Κωστής Παλαμάς μίλησε στην κεντρική αίθουσα με αφορμή την ανακήρυξή του σε επίτιμο δημότη της πόλης.  Έναν χρόνο πριν, συμπλήρωνε πενήντα χρόνια ποιητικής δημιουργίας και σε όλη τη χώρα έγιναν μια σειρά από εκδηλώσεις.

«Τη χρονιά που μας πέρασε δύο τρεις –καλά καλά δεν τα γνωρίζω τα ονόματά τους– φιλόμουσοι νέοι, συγκινημένοι από την ποίησή μου, φαντάστηκαν πως μπορούσανε να οργανώσουν γύρω στ’ όνομά μου κάποια γιορτή, με την αφορμή πενήντα χρόνων που είχανε κλείσει από την ημέρα που δημοσιεύθηκε στο Αττικόν Ημερολόγιον του Ειρηναίου Ασωπίου το πρώτο μου τάχα ποίημα».

Για την βράβευση της Θεσσαλονίκης πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν ο καθηγητής Αναστάσιος Μισιρλόγλου, ο Δέξιππος Αντωνιάδης, ο δημοσιογράφος Αντώνης Χαμουδόπουλος και ο μουσικός Αιμίλιος Ριάδης («πόσο μ’ ευχαρίστησε τ’ όνομα του κ. Δέξιππου παράπλευρα στο δικό σου! Τι συγκαταβατικός προς εμένα… πόσο υποχρεωτικός…»), οι οποίοι με ανακοίνωση στις εφημερίδες καλούσαν τον λαό της Θεσσαλονίκης στην υποδοχή του ποιητή. (περισσότερα…)

«Αχ! Χρόνε-Κρόνε-δολοφόνε»: Θωμάς Π. Λαλαπάνος (1903-1989)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Κι ο μύθος δεν τελειώνει.
Μια θάλασσα μας νανουρίζει τ’ όνειρο
και μια στεριά την περιπέτεια.
ΘΩΜΑΣ Π. ΛΑΛΑΠΑΝΟΣ
«Αργώ», Χρυσά κύπελλα, 1967

Ένας χρόνος πέρασε από το πολύνεκρο ναυάγιο του προσφυγικού σκάφος ανοιχτά της Πύλου και διαβάζω για ένα άλλο: αυτό του πλοίου «Χειμάρρα», επιβατηγού με την αρχική ονομασία “Hertha”, το οποίο δόθηκε στην Ελλάδα από την βρετανική κυβέρνηση στο πλαίσιο των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων, μιαν άλλην εποχή με κρύο, ημέρα Κυριακή 19 Γενάρη του 1947, και όπου πνίγηκαν 383 άνθρωποι, γεγονός που επικυρώνει το ψευδές της εισαγωγής του ποιητή «βγάζει ασημί η θάλασσα κι ο έρωτας χρυσάφι».

Το πρωί της προηγούμενης μέρας, στις 8.30 π.μ., το 42 ετών σκαρί, απέπλευσε από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά. Ο πλοίαρχος Σπύρος Π. Μπιλίνης εξαιτίας της κακοκαιρίας, αποφάσισε να μην ανοιχτεί στο Αιγαίο αλλά να πλεύσει δυτικά της Ευβοίας, περνώντας από την Χαλκίδα και τον Ευβοϊκό κόλπο, εκεί όπου το συγκλόνισε τρομερή έκρηξη. Η πρώτη υποψία ήταν ότι έπεσε πάνω σε νάρκη, σύνηθες φαινόμενο εκείνον τον –μετά τον Πόλεμο– καιρό.

Ο Τύπος, επηρεασμένος από το εμφυλιακό κλίμα, την επομένη του ναυαγίου επικαλέστηκε σαμποτάζ αναρχικών και κομμουνιστών –στο πλοίο επέβαιναν 34 εξόριστοι πολιτικοί κρατούμενοι–, η εφημερίδα Εστία έγραψε ότι «οι κομμουνισταί είχαν κάθε λόγον να εξαφανίσουν μεταφερομένους συμμορίτας διά να λείψουν αι αναμφισβήτητοι αποδείξεις περί της αναρχοκομμουνιστικής δράσεως», οι γνώμες έδιναν κι έπαιρναν. Τελικά το πόρισμα από τις ανακρίσεις που διενήργησε η Ανακριτική Επιτροπή Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων, κατέληξε πως το πλοίο δεν κινούνταν επί της ορθής πορείας, με αποτέλεσμα να προσκρούσει στη βραχονησίδα Γάιδαρο και να προκληθεί ρήγμα. (περισσότερα…)