Στήλες | Αναλογισμοί (από τον Ηλία Αλεβίζο)

«Ένα σκουλαρίκι στη μύτη φαίνεται σαν μια μικρή χειρονομία εξέγερσης που δεν τραβιέται όμως στα άκρα. Φαίνεται να λέει: Αφήστε με να ανακυκλώνω όποια εικόνα του εαυτού μου επιθυμώ, εφόσον δεν σας ενοχλώ και δεν διαταράσσω τον κύκλο της παραγωγής».

Μικρά και μεγάλα δοκίμια για τον σύγχρονο κόσμο.

Funny Games

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Θεωρείται πλέον περίπου αυτονόητη η βεμπεριανή διαπίστωση ότι ένα βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το σύγχρονο κράτος ως μορφή πολιτικής οργάνωσης (για την ακρίβεια, υποδούλωσης όσον αφορά στην πλειονότητα των πολιτικών «υποκειμένων») είναι το μονοπώλιο που κατέχει πάνω στην άσκηση βίας εντός του γεωγραφικού χώρου ισχύος του. Το αυτονόητο αυτής της διαπίστωσης λάμπει με τέτοια προφάνεια ώστε το φως της τελικά καταλήγει μερικές φορές να τυφλώνει, περισσότερο να συγκαλύπτει παρά να αποκαλύπτει. Η φράση περί μονοπωλίου της βίας εκ μέρους του κράτους παραπέμπει σχεδόν συνειρμικά σε φαινόμενα που εκτυλίσσονται στο επίπεδο των μακροκοινωνικών σχέσεων. Η περίπτωση της αυτοάμυνας είναι η μόνη κατά την οποία επί της ουσίας επιτρέπεται η άσκηση βίας εκ μέρους των μεμονωμένων υποκειμένων. Οποιαδήποτε άλλη κοινωνικά και πολιτικά βαρύνουσα μορφή βίας ανατίθεται είτε στις αστυνομικές δυνάμεις (με τον κυριότερο ρόλο τους να είναι αυτός της καταστολής στο εσωτερικό μιας κρατικής οντότητας) είτε στις δυνάμεις του στρατού (που αναλαμβάνουν την προάσπιση και επέκταση των συμφερόντων των κυρίαρχων ελίτ προς το εξωτερικό). Αυτό που διαλανθάνει την προσοχή όσων μένουν σ’ ένα τέτοιο μακροκοινωνικό επίπεδο είναι οι τυχόν μεταβολές και μεταστοιχειώσεις που ενδεχομένως λαμβάνουν χώρα στο μικρομοριακό επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων, εκεί όπου καταλήγει η αιθαλομίχλη από εξελίξεις μεγάλης κλίμακας και επικάθεται στους πνεύμονες που ζωοδοτούν τη δυναμική μικρών ομάδων ή ακόμα και αυτή μεταξύ του Εγώ και του Εσύ. (περισσότερα…)

Το στίγμα της σπίθας

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Ποιος είχε τη δυνατότητα να φέρει τατουάζ σε εμφανή σημεία του σώματός του, να βάφει τα μαλλιά του σε ασυνήθιστες αποχρώσεις ή να τα κουρεύει σε εξωτικές κόμες, να κάνει piercing σε παράδοξα σημεία του κορμιού του; Στις δυτικές κοινωνίες τέτοιες διακοσμητικές επεμβάσεις υπήρξαν κατά κανόνα προνόμιο είτε περιθωριακών ομάδων (αρχικά) είτε καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων (στη συνέχεια). Παρά την απόσταση που μπορεί να χωρίζει τη φιγούρα του παρανόμου από αυτή ενός celebrity, υφέρπει και στις δύο περιπτώσεις ένας κοινός συμβολισμός: ένας συμβολισμός που δηλώνει ότι αυτός που κοσμεί το σώμα του με τέτοια στολίδια μπορεί να το κάνει γιατί βρίσκεται εκτός της παραγωγικής διαδικασίας και άρα εκτός των συμβατικών νόμων που διέπουν την εμφάνιση των υπολοίπων.

Τέτοιες πρακτικές όμως πλέον τείνουν να γίνουν κοινός τόπος. Ένας οδηγός λεωφορείου ή ένας ταμίας σε μία τράπεζα μπορούν να φέρουν ένα «μανίκι» με την ίδια άνεση που το κάνει κι ένα ακριβοπληρωμένο και καλοκουρδισμένο γρανάζι της βιομηχανίας του ποδοσφαιρικού θεάματος. Ο συμβολισμός εδώ υφίσταται μια ανεπαίσθητη αλλά κρίσιμη μετατόπιση. Αντί για μια πραγματική απόσταση από τον ανελέητο κύκλο της παραγωγής, υποδηλώνεται μια φαντασιακή τέτοια. Ένα σκουλαρίκι στη μύτη φαίνεται σαν μια μικρή χειρονομία εξέγερσης που δεν τραβιέται όμως στα άκρα. Φαίνεται να λέει: «Αφήστε με να ανακυκλώνω όποια εικόνα του εαυτού μου επιθυμώ, εφόσον δεν σας ενοχλώ και δεν διαταράσσω τον κύκλο της παραγωγής».«Μη μου την εικόνα τάραττε», φωνάζει ένα τέτοιο υποκείμενο, αναζητώντας εκείνο το αρχιμήδειο σημείο που θα του επιτρέψει να αποσπάσει την εικόνα του εαυτού του από τους υλικούς όρους της αναπαραγωγής του. Η μετατροπή του τατουάζ σε μια τετριμμένη πρακτική μοιάζει έτσι να τροφοδοτεί τη μετατροπή της εικόνας σ’ ένα γενικό ισοδύναμο εντός της ψυχικής και συμβολικής οικονομίας των εαυτών. (περισσότερα…)

Η Ιλιάδα του διαστήματος

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Η επιστροφή των πότλατς

Αν υπάρχει μία πλευρά (αν και όχι η μόνη) της ανθρώπινης συμπεριφοράς που βρέθηκε (και συνεχίζει να βρίσκεται) στο επίκεντρο όλων των μέχρι τώρα τεχνολογικών αναδιαρθρώσεων, ήδη από την 1η βιομηχανική επανάσταση, αυτή σίγουρα είναι η μετακίνηση. Είναι σχεδόν αδύνατο πλέον να μετακινείται κανείς –και άρα να υπάρχει κοινωνικά– χρησιμοποιώντας τα πόδια του και μόνο. Η τεχνολογική διαμεσολάβηση της μετακίνησης έχει προχωρήσει σε τέτοιο βάθος ώστε πλέον χρειαζόμαστε υπενθυμίσεις ότι πρέπει να περπατάμε πού και πού. Όχι για χάρη της περιπλάνησης βέβαια, για την απόλαυση του βαδίσματος καθεαυτό. Η flânerie έχει μάλλον περισσότερες πιθανότητες να σε στιγματίσει ως ύποπτο. Το βάδισμα οφείλει να εξασκείται με στόχο τη διατήρηση της «καλής υγείας». Ακόμα και για τη μετακίνηση, την κάλυψη μεγάλων αποστάσεων (και ποια δεν θεωρείται μεγάλη απόσταση πια;) φαίνεται παράλογο να βασίζεσαι στα πόδια σου. Παράλογο, ήτοι μη αποδοτικό. Σου «επιτρέπεται», έστω με μία ελαφρά συγκατάβαση, να χρησιμοποιείς ποδήλατο. Ή, ακόμα καλύτερα, αν θες πραγματικά να λογίζεσαι ως μέλος της τάξης των ιδιοκτητών, οφείλεις να κατέχεις ένα αυτοκίνητο, έστω μια μηχανή. Και για τα ταξίδια μεγάλων αποστάσεων, το αεροπλάνο εκμηδενίζει τον κόπο και τον χρόνο (ίσως και το ίδιο το ταξίδι βέβαια).

Ένα αρραγές νήμα τεχνολογικής προόδου και ορθολογικότητας ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Το άκρον άωτον αυτής της ορθολογικότητας εκφράζεται εν τέλει στο τεχνούργημα του πυραύλου που σε στέλνει στη σελήνη. Ένα τέτοιο σημείο ολοκλήρωσης όμως αποδεικνύεται κι ως ένα σημείο αναστροφής. Η ίδια τεχνολογία, ο ίδιος πύραυλος που τη μία στιγμή έχει ως στόχο τη σελήνη, την επόμενη βάζει στο στόχαστρο του έναν οποιοδήποτε τόπο επί γης, για να τον αφανίσει, κουβαλώντας στο ρύγχος του μια πυρηνική ή συμβατική κεφαλή. Και σε τελευταία ανάλυση, το διαστημικό ταξίδι είναι τόσο απομακρυσμένο από οποιαδήποτε έννοια γήινης μετακίνησης ώστε πλέον οι λειτουργίες και τα νοήματα που συναρθρώνονται γύρω του αδυνατούν να εξηγηθούν καταφεύγοντας σε οποιαδήποτε έννοια ορθολογικότητας. Η κούρσα των εξοπλισμών και αυτή των διαστημικών τεχνολογιών εξελίχθηκαν ως μία ακολουθία σπασμών: των σπασμών ενός σύγχρονου, ανάστροφου πότλατς. Αλλά χωρίς την ασφαλιστική δικλείδα της παιγνιώδους συναίσθησης. Η εκμηδένιση του χώρου και του χρόνου ολοκληρώνεται με τη δυνατότητα εκμηδένισης του ίδιου του ανθρώπου. (περισσότερα…)

Συνωμοσιολογική σκέψη και καθεστωτική ιδεολογία: Διαδρομές σε έναν λαβύρινθο κατόπτρων

 

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

~~.~~

1. Η παραζάλη της κριτικής

Έχει ειπωθεί ότι ο Μιθριδάτης εκπαιδεύτηκε στο να πίνει δηλητήριο. Σαν κι αυτόν, μαθαίνουμε να καταπίνουμε και να μην βρίσκουμε πικρό το δηλητήριο της δουλείας.
ΕΤΙΕΝ ΝΤΕ ΛΑ ΜΠΟΕΣΙ

Γιατί ένα μεγάλο μέρος της προοδευτικής, συχνά αριστεροστρεφούς (για την ακρίβεια, αριστεροστραφούς) διανόησης έχει θέσει σε υψηλή προτεραιότητα και έχει «επιλέξει» ως κύριο αντίπαλό της τους «συνωμοσιολόγους» (όπως αυτή τους κατανοεί, εν πάση περιπτώσει, εντάσσοντας σε αυτούς ακόμα και αναγνωρισμένους και καθόλου αντι-κρατιστές επιστήμονες) και όχι το αρνητικό τους αποτύπωμα, με το οποίο εξάλλου βρίσκονται σε συμβιωτική σχέση: το παραλήρημα μιας εξουσίας που ισοπεδώνει δικαιώματα μέσα σε συνθήκες που λίγο απέχουν από την απροσχημάτιστη δικτατορία; Η εύκολη και για αυτό όχι και τόσο διαφωτιστική απάντηση θα έβλεπε ίσως σε αυτή τη διολίσθηση προς αντιδραστικές θέσεις μια σύγχυση και μια αδυναμία σύλληψης του ουσιώδους, λόγω φτωχών θεωρητικών εργαλείων. Παρότι και αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας, η κύρια αιτία θα έπρεπε μάλλον να εντοπιστεί σε έναν βαθύτερο μετασχηματισμό του προοδευτικού στρατοπέδου. Δεν πρόκειται για μια απλή, συμπτωματική και προσωρινή διολίσθηση, αλλά για μια μόνιμη και δομική μετατόπιση, για μια εγκατάσταση σε και συμφιλίωση με μια καθεστωτική γραμμή σκέψης και πράξης, σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον να τίθεται σοβαρά εν αμφιβόλω η χρησιμότητα της διάκρισης μεταξύ αριστεράς και δεξιάς – αν θεωρήσει κανείς ότι δεν είχε χαθεί αυτή η χρησιμότητα εδώ και δεκαετίες.

Το παράδοξο των (αυτο-χαρακτηριζόμενων ως) προοδευτικών διανοούμενων να τίθενται αυτοβούλως στην υπηρεσία ημι-ολοκληρωτικών καθεστώτων παύει έτσι να είναι τέτοιο: δεν πρόκειται για προοδευτικούς διανοούμενους (ασχέτως του πώς οι ίδιοι αυτο-κατανοούνται) αλλά για ένα κάπως παράδοξο είδος οργανικών διανοουμένων, οι οποίοι, χωρίς κανείς να τους έχει καλέσει να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο, επιδεικνύουν οι ίδιοι μια σχεδόν αντανακλαστική προθυμία.
Αυτά όμως είναι τα επίχειρα πέντε δεκαετιών σταδιακής αφομοίωσης της προοδευτικής διανόησης στα μεσαία στρώματα της κοινωνικής ιεραρχίας και προσάρτησής της στο άρμα των πιο προωθημένων τμημάτων του κεφαλαίου καθώς αυτό ολοκλήρωνε την 3η βιομηχανική επανάσταση και τώρα επιχειρεί τη μετάβαση προς την 4η. Γιατί η άνωθεν απάντηση απέναντι στις ταραχές της δεκαετίας του 60 (ο τελευταίος σπασμός των κοινωνικών κινημάτων) δεν περιλάμβανε μόνο την αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας με την εισαγωγή των τεχνολογιών του αυτοματισμού και της πληροφορικής, αλλά κι έναν ιδεολογικό σφετερισμό αρκετών συνθημάτων εκείνης της εποχής. Η ιδεολογία της αυτο-πραγμάτωσης, απαλλαγμένη από ένα σημείο και πέρα από τα βαρίδια των «μεγάλων αφηγήσεων», δεν είχε κανένα πρόβλημα να αναδεχτεί στους κόλπους της «ελευθεριακά» και «αντι-ιεραρχικά» αιτήματα. Όχι μόνο δεν ήταν προβληματική η καθεστωτική αποδοχή μιας τέτοιας ελευθεριακότητας, αλλά, έτσι ανάλαφρη όπως ήταν, έγινε το καύσιμο για ένα νέο κύμα οργιαστικού καταναλωτισμού. Μαζί με τις μεγάλες αφηγήσεις όμως (υποτίθεται ότι) κατέρρευσαν και οι μεγάλες αντιστάσεις, δίνοντας χώρο στις μικρές κι εφήμερες αντι-εξουσίες. Αυτή ήταν εν τέλει η διέξοδος που επέτρεψε σε μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης (και σίγουρα στους ακαδημαϊκούς, προοδευτικούς διανοούμενους) να διατηρήσουν μια ψευδεπίγραφη επαναστατικότητα, διοχετευόμενη προς έναν άνευρο δικαιωματισμό και προς μια ενίοτε αποπνικτική πολιτική ορθότητα που φιλοδοξεί να επιβάλλει ακόμα και γλωσσικούς ζουρλομανδύες, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τα προνόμια της κοινωνικής τους θέσης. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι το σύνολο των διανοουμένων προσχώρησε σε τέτοιες, εν πολλοίς μεταμοντέρνες αντιλήψεις. Αρκετοί αρνήθηκαν με εντιμότητα τέτοια καλέσματα.

Ακόμα κι έτσι όμως, ειδικά όταν μιλάμε για ακαδημαϊκούς διανοούμενους, οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους και της αναπαραγωγής τους ως ειδικού κοινωνικού στρώματος ήταν άμεσα συναρτημένοι με τις νέες συνθήκες εντός κι εκτός πανεπιστημίου, με ό,τι συνέπειες αυτό μπορούσε να έχει όσον αφορά στο χάσμα που ανοίγεται πλέον ανάμεσα σε θεωρία και πράξη, ανάμεσα σε ακαδημαϊκό μάθημα και κοινωνική στάση. Αυτό που τελικά έμεινε να ονομάζεται προοδευτικός χώρος (στον οποίο υποτίθεται ότι θέλει να ανήκει η αριστερά) θα έπρεπε επομένως να κατανοηθεί καλύτερα ως η «κοινωνικά ευαίσθητη» φράξια της κυρίαρχης, καθεστωτικής ιδεολογίας.

Αν τα παραπάνω έχουν μια βάση, τότε λύνεται κι ένα ακόμα παράδοξο: αυτό της συμπόρευσης περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων με την παραδοσιακή δεξιά. Από τη στιγμή που η σύγχρονη αριστερά και ο «προοδευτικός» χώρος, από την ίδια τους τη θέση, έχουν βρεθεί να εκφράζουν τα πιο δυναμικά τμήματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όσοι μένουν πίσω ή νιώθουν να απειλούνται από αυτό το είδος ανάπτυξης βρίσκονται στην αγκαλιά των εκπροσώπων των πιο καθυστερημένων κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών που επιστρατεύουν τα όπλα της παραδοσιακής δεξιάς ως ανάχωμα. Με άλλα λόγια, πίσω από τους υποτιθέμενους ιδεολογικούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε «αριστερά» και παραδοσιακή «δεξιά» βρίσκεται σε εξέλιξη μια σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές φράξιες των δυτικών καπιταλιστικών σχηματισμών που κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες στη μετάβασή τους προς το νέο, θαυμαστό κόσμο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης[1]. (περισσότερα…)