Ρότες | Ο Άνθρωπος και η Μηχανή – Κείμενα για την Τεχνητή Νοημοσύνη

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της.

Μετά τον άνθρωπο

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  3

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που μας κληροδότησε ο φοβερός 20ός αιώνας είναι η αντιανθρωπιστική παράδοση. Κατά τη διάρκεια του αιώνα που μας πέρασε, ο ουμανισμός περιφρονήθηκε και καταπολεμήθηκε, και η κληρονομιά της Αναγέννησης δέχτηκε συντριπτικό πλήγμα. Σήμερα ο ανθρωποκεντρισμός, ο πυρήνας της αναγεννησιακής και γενικά της νεωτερικής κοσμοθεώρησης, θεωρείται ως η αιτία κάθε κακού. Και δέχεται μάλιστα ταυτόχρονη επίθεση από δύο κατευθύνσεις. Αφενός, πλήττεται με σφοδρότητα η ανθρωποκεντρική αντίληψη που διαχωρίζει τον άνθρωπο από το ζώο. Οι κάθε είδους αντισπισιστές εφορμούν με όλες τις δυνάμεις τους ενάντια στην πεποίθηση πως ο άνθρωπος είναι ένα ανώτερο είδος του ζωικού βασιλείου. Ο ανθρωποκεντρισμός δεν είναι, κατ’ αυτούς, παρά μια απλή ψευδαίσθηση ή μάλλον κυνική ιδεολογία, προκειμένου να κρατούμε σκλαβωμένα τα ζώα και να τα εκμεταλλευόμαστε στυγνά. Τα ζώα, σύμφωνα με αυτή την αντισπισιστική ιδέα, είναι απολύτως όμοια, όχι μόνο από βιολογική αλλά και από διανοητική, ηθική, ακόμη και πολιτική άποψη, με τον άνθρωπο.

Από την άλλη πλευρά, εξίσου μανιασμένη επίθεση δέχεται κι η ανθρωποκεντρική αντίληψη που διακρίνει μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. Οι διάφοροι φουτουριστές και μετανθρωπιστές χτυπούν με βία την ιδέα πως άνθρωπος και μηχανή διαφέρουν ριζικά. Κατά τη γνώμη τους, η μηχανή, ο υπολογιστής, το ρομπότ, η τεχνητή νοημοσύνη μπορούν ν’ αντικαταστήσουν τον άνθρωπο σε όλες του τις λειτουργίες. Δεν υπάρχει γνώση, σκέψη, συναίσθημα, πάθος ανθρώπινο που να μην μπορεί να προσομοιωθεί απόλυτα από τη μηχανή. Νά τι γράφει, για παράδειγμα, η Ντόννα Χάραγουεϋ, διάσημη υπέρμαχος του μετανθρωπισμού:

Οι μηχανές στον ύστερο 20ό αιώνα έκαναν ολότελα αμφίβολη τη διαφορά ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό, στο νου και το σώμα, στην αυτοανάπτυξη και τον έξωθεν σχεδιασμό, καθώς και ανάμεσα σε πάμπολλες άλλες διακρίσεις που ίσχυαν άλλοτε για τους οργανισμούς και τις μηχανές. Οι μηχανές μας έχουν ενοχλητική ζωντάνια, και εμείς τρομακτική αδράνεια.[1] (περισσότερα…)

Όταν ενηλικιώθηκε ο μικρός γραφιάς του Jaquet-Droz

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  2

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Από τη Νέα Κριτική και τις θεωρίες της πρόσληψης μέχρι την ψυχαναλυτική και μαρξιστική κριτική και από εκεί στις μετά- και απο-δομιστικές προσεγγίσεις, είναι βέβαιο ότι ο 20ός αιώνας δεν παρουσίασε καμμία δυστοκία όσον αφορά στην παραγωγή θεωρητικού λόγου γύρω από το φαινόμενο της λογοτεχνίας. Κάτι που ισχύει είτε η λογοτεχνία εννοηθεί υπό την πιο στενή της, «κοινωνιολογική» έννοια, ως η μορφή εκείνη του έντεχνου λόγου που συνδέθηκε στενά με την άνοδο της αστικής τάξης και που αποτυπώνεται γραπτά στο τεχνούργημα του μηχανικά αναπαραγώγιμου και εμπορεύσιμου βιβλίου, είτε υπό την ευρύτερη έννοια, την πιο συγγενή με την ετυμολογία της λέξης, ως κάθε μορφή έντεχνου λόγου, προφορικού ή γραπτού, σε κάθε πιθανή κοινωνία. Η τελευταία επιλογή βέβαια θέτει κάποια σοβαρά μεθοδολογικά και ορολογικά ζητήματα εφόσον, ανθρωπολογικά μιλώντας, ο έντεχνος λόγος σε πλείστες κοινωνίες δεν συνιστούσε μια ξεχωριστή και ιδιάζουσα τάξη του λόγου που άξιζε να σηματοδοτοθεί με έναν ειδικό όρο παρά ήταν στενά συνδεδεμένος με άλλες πλευρές του κοινωνικού και ειδικά με τον χώρο του ιερού. Εν πάση περιπτώσει, η λογοτεχνική θεωρία και κριτική είχε να επιδείξει μια ζωτικότητα σπάνια, ειδικά για τα μεταπολεμικά δεδομένα των ανθρωπιστικών σπουδών. Μια σύγκριση με την παραγωγή κριτικού λόγου για το επιστημονικό σκέπτεσθαι και πράττειν είναι ενδεικτική. Η «κριτική επιστημολογία» (συμπεριλαμβανομένης της φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης) γνώρισε μια σύντομη άνθιση κατά τις δεκαετίες του 60 και του 70 για να εισέλθει σε μια μόνιμη φάση καθίζησης έκτοτε· παρά τις κάποιες σποραδικές εκλάμψεις εντός των ακαδημαϊκών τειχών (βλ., π.χ., το λεγόμενο «ισχυρό πρόγραμμα» της σχολής του Εδιμβούργου), η μέση κοινωνική αντίληψη για τον ρόλο και τη λειτουργία της τεχνοεπιστήμης έχει παλινδρομήσει σε ένα εντελώς πρωτόγονο και νηπιακό επίπεδο, αντιμετωπίζοντας τους κάθε είδους ειδικούς ως οιονεί ιερατικές φιγούρες, αμόλυντες από κοινωνικές επιδράσεις και σε μόνιμη αναζήτηση μιας κάποιας υπερβατικής, ανιστορικής αλήθειας. Αντίθετα, η λογοτεχνική κριτική, αφού πρώτα ανακοίνωσε τον «θάνατο του συγγραφέα», θα έφτανε στο σημείο, με αφορμή την διάδοση των ψηφιακών τεχνολογιών, σχεδόν να ανακοινώσει και τον «θάνατο του βιβλίου» όπως το ξέραμε. Όχι μόνο, λοιπόν, δεν υπέφερε η λογοτεχνία από κάποια πενία θεωρητικού στοχασμού περί της ουσίας και των λειτουργιών της, αλλά μοιάζει σαν η διερώτηση περί της λογοτεχνίας να έχει δώσει περισσότερους καρπούς (από άποψη ποιότητας και ποικιλομορφίας) στον 20ό αιώνα από αυτούς που είχε να προσφέρει η ίδια η λογοτεχνία ως πρωτογενές έργο. Εκτός από την κουκουβάγια, ίσως και το αηδόνι, το πουλί της λογοτεχνίας, να πετάει το σούρουπο. (περισσότερα…)

Η πέννα και το στυλό: Τέχνη και νευρωνικά δίκτυα

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  # 1

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ

Ο τίτλος του επί της οθόνης κειμένου περιέχει εν σπέρματι τα όσα θα πραγματευτώ στη συνέχεια. Πρώτα-πρώτα, ας σκεφτούμε μια πέννα. Ας φανταστούμε ότι ο ποιητής έσφαξε μια χήνα στον κήπο του κι απ’ όλα τα λευκά της πούπουλα ξεχώρισε το πιο γερό και όμορφο. Το έκοψε κατάλληλα στην άκρη μ’ έναν πολυχρησιμοποιημένο σουγιά και, για κάθε αράδα που γράφει, βουτά τη νέα του πέννα μες στο μελανοδοχείο. Έπειτα, ας σκεφτούμε ένα απλό στυλό του καιρού μας. Είναι μια τεχνητή κάλαμος συντεθειμένη από πολυμερή. Το μελάνι εσωκλείεται μέσα της χάρη σ’ ένα έξυπνο σύστημα έκχυσης το οποίο επιτρέπει τη ροή μόνο εφόσον ασκείται πίεση πάνω στην επιφάνεια του χαρτιού. Στρώματα ολόκληρα χημικών και μηχανικών γνώσεων σωρεύτηκαν για δεκαετίες, ακόμα κι αιώνες, μέχρι που τελικά κρυσταλλώθηκαν στο απλό στυλό. Το βαστά στο χέρι του ένας συγκαιρινός μας ποιητής, μόλο που δεν γνωρίζει ούτε πώς κατεργάζονται τα πολυμερή υλικά, ούτε πώς λειτουργεί το σύστημα έκχυσης μελάνης με σφαιρίδιο, ούτε πώς οι οικονομίες κλίμακας παράγουν τέτοιες παρτίδες προϊόντων. Εκεί που ο παλαιός ποιητής είχε μια αδιαμεσολάβητη σχέση με το γραφικό του όργανο (ήδη θα φανταστήκαμε της χήνας το αίμα στα χέρια του), ο  σημερινός ποιητής βαστά ένα κατασκεύασμα προέλευσης δαιδαλώδους. Κι είναι ώρα τώρα να αναρωτηθούμε: τι γίνεται όταν όχι μόνο το όργανο στο χέρι του καλλιτέχνη αλλά και το ίδιο το έργο τέχνης ξεβράζεται πια μέσ’ από τέτοιους απροσπέλαστους πλοκάμους;

~.~

Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Γκέοργκ Ζίμμελ (1858-1918) είναι σήμερα περισσότερο γνωστός για το έργο του σχετικά με τη μητροπολιτική ζωή και το ανθρώπινο υποκείμενο. Σε διάφορους γνωστικούς κλάδους, από τη φιλολογία ώς τη γεωγραφία, η «Μητροπολιτική Αίσθηση» διαβάζεται ξανά και ξανά. Ωστόσο, συχνά εκφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι το έργο του Ζίμμελ εκκινεί από μια θεμελιώδη φιλοσοφία του πολιτισμού. Κι αυτή παρουσιάζεται εκτενώς στη Φιλοσοφία του Χρήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στη χώρα μας, τούτο το βασικό έργο του Ζίμμελ (ένα μέρος του!) κυκλοφόρησε μόλις το 2021, από τις εκδόσεις Πλέθρον, παρόλο που άλλα έργα του σημαντικού στοχαστή έχουν κάνει κάμποσες επανεκδόσεις. Πιστεύω ότι, όσο κι αν μας χωρίζει πάνω από ένας αιώνας από το 1900, οπότε και η πρώτη έκδοση της Φιλοσοφίας του Χρήματος, αυτό το πόνημα μέχρι και σήμερα μας επιτρέπει να συλλάβουμε την τεχνητή νοημοσύνη αλλά και τη σχέση της με την τέχνη. Και, μάλιστα, όχι σαν μια τομή στην ιστορία του πλανήτη αλλά σαν ένα βήμα, έστω και μεγάλο, μέσα σε μια μεγάλη πορεία – πορεία δίχως καθορισμένο προορισμό. (περισσότερα…)