Γιώργης Μανουσάκης, Το πέρασμα του φαραγγιού

*

Μικρὸ ἀφιέρωμα στὸν Γιώργη Μανουσάκη [1/3]

*

Εἰσαγωγή-Ἐπιμέλεια:
Ἀγγελικὴ Καραθανάση

~.~

Ὁ συγγραφέας ἐπέρασε τὸ φαράγγι τῆς Σαμαριᾶς τὸ καλοκαίρι τοῦ 1968 καὶ περιηγήθηκε τὰ Σφακιὰ τὸ ἑπόμενο καλοκαίρι. Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ πραγματικὴ ὁδοιπορία, ἀφοῦ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς διαδρομῆς ἔγινε μὲ τὰ πόδια.

Τὸ Ὁδοιπορικὸ τῶν Σφακιῶν (α΄ ἔκδοση Κέδρος, Ἀθήνα 1980, β΄ ἔκδοση Μίτος, Ρέθυμνο 2002, Κρατικὸ Βραβεῖο Ταξιδιωτικῶν Ἐντυπώσεων 1981) δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ καταγραφὴ ταξιδιωτικῶν ἐντυπώσεων. Ὁ συγγραφέας ἦρθε σὲ στενὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ φύση, συνδιαλέχθηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐβίωσε τὴν ἱστορία στοὺς τόπους ὅπου διαδραματίστηκαν τὰ γεγονότα, ἀναζήτησε μὲ συγκίνηση τὸ ἰδιαίτερο ἦθος μιᾶς κρητικῆς ἐπαρχίας. Ἡ ἐποχὴ τῆς ἐπίσκεψής του στὰ Σφακιὰ ἦταν μιὰ ἐποχὴ μεταβατική. Ὁ τρόπος ζωῆς κι ἡ νοοτροπία τῶν κατοίκων (ὅσων εἴχανε μείνει στὰ χώματά τους) κρατοῦσαν ἀκόμη πολλὰ ἀπὸ τὰ παλιὰ στοιχεῖα, ὡστόσο τὰ καινούργια μηνύματα ἦταν εὐδιάκριτα. Ἔτσι τὸ βιβλίο παίρνει τὸ χαρακτήρα ἑνὸς ντοκουμέντου ποὺ ἀποτυπώνει ὄχι μόνο τὴν εἰκόνα ἑνὸς τόπου, ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἐποχῆς ποὺ ἔχει περάσει ἀνεπίστροφα.

Τὸ κεφάλαιο που αναδημοσιεύουμε εδώ εἶναι τὸ τελευταῖο τοῦ βιβλίου. Γιὰ τοὺς μὴ Κρητικοὺς ἀναγνῶστες δίνεται ἀπὸ τὸ συγγραφέα (Σ.τ.σ.) ἡ σημασία τριῶν λέξεων. Περισσότερες ὅμως ἀπὸ τὴν ἐπιμελήτρια, κυρίως μέσῳ τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀντωνίου Ξανθινάκη, Λεξικό Ερμηνευτικό και Ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, δ΄ έκδοση αναθεωρημένη και επαυξημένη με 1500 νέα λήμματα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009.

~.~

Στὴ νοτιοανατολικὴ ἄκρα του ὁ Ὁμαλὸς στενεύει, καταλήγοντας στ’ ἀκρόχειλο τοῦ Ξυλόσκαλου. Δεξιά, σ’ ἕνα ψήλωμα, τὸ τουριστικὸ περίπτερο μοιάζει μὲ βίγλα. Πίσω του ἀνεβαίνει ἄγριος κι ἐπιβλητικὸς ὁ ὄγκος τοῦ Γκίγκιλου. Αὐτὸς εἶναι προπάντων ποὺ μαγνητίζει τὴ ματιά μας, ξαφνιάζοντάς την ὕστερ’ ἀπὸ τὴ νωχελικὴ μονοτονία τοῦ καρπεροῦ ὀροπέδιου. Αὐτὸς τραβᾶ τὰ βήματά μας ὣς τὴν ἄκρα τοῦ χάους, γιὰ νὰ τόνε δοῦμε ὁλόκληρο ν’ ἀναδύεται ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ φαραγγιοῦ καὶ νὰ στέκετ’ ἐκεῖ, μπροστά μας, γυμνὸς καὶ τρομερός, ὅλο τεφρὴ πέτρα, ρυτιδωμένη, κατακομματιασμένη, φαγωμένη ἀπὸ τοὺς ἀνέμους καὶ τὰ νερὰ τῶν χειμωνιάτικων καταιγίδων. Ἀπὸ τὴ μέση κι ἀπάνω εἶναι παραδομένος στὸν ἥλιο, ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω εἶναι βυθισμένος στὴ σκιά. Ἡ πυκνὴ μάζα του, ἔτσι ποὺ ὑψώνεται κατάντικρυ καὶ τόσο κοντά μας, μοιάζει μὲ βουβὴ ἀπειλή. Τὴν ἐντύπωση τούτη τὴ μεγαλώνει κι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἔλλειψη ζωῆς ― καὶ τῆς παραμικρῆς πράσινης κηλίδας ― ἀπὸ τὴν κορφὴ ὣς τὴ μέση του. Ὁ Γκίγκιλος ἔχει τὴν ὄψη τοπίου ἀπὸ πεθαμένο ἄστρο.

Ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καὶ σ’ ἐκεῖνον ἀνοίγεται ἡ ἄβυσσος. Τὸ Ξυλόσκαλο, πράσινο καὶ σταχτί, γκρεμίζεται σ’ ἀπίστευτα βάθη. Κατρακυλᾶ μ’ ὅλους τοὺς ριζιμιοὺς βράχους, μὲ τὰ πελώρια δέντρα του, μὲ τὶς φωτισμένες προεξοχὲς καὶ τὰ μελανὰ βαθουλώματα, ὣς ἐκεῖ ποὺ ὁ ἴσκιος πυκνώνει τόσο ποὺ πλησιάζει τὸ σκοτάδι. Ὅλος ὁ τόπος μοιάζει νὰ πέφτει καὶ μαζὶ νὰ φεύγει ἀριστερὰ καὶ πέρα, ὥσπου χάνεται ἀνάμεσα σὲ δυὸ σειρὲς γιγάντιων βουνῶν.

Μπροστά μας ἀρχίζει τὸ ξετύλιγμα τοῦ δρόμου ποὺ κατεβάζει στ’ ἀθώρητα, ἀπὸ δῶ πάνω, βάθη τούτου τοῦ κόρφου τῆς γῆς. Ξεκινοῦμε. Τὸ ἄλλοτε μονοπάτι εἶναι τώρα φαρδύ, ὅσο νὰ μποροῦνε νὰ συμπορεύουνται δυὸ ἄνθρωποι. Κατηφορίζει ὁμαλά, μὲ τὶς ξυλοδεσιές του, πηγαίνοντας μιὰ δεξιὰ καὶ μιὰ ἀριστερά, γράφοντας τὴν ἀτέλειωτη τεθλασμένη του στὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ. Ὅσο ἐμεῖς κατεβαίνομε, τόσο ἀρχίζει νὰ παίρνει ὕψος τὸ τοίχωμα τοῦ Ξυλόσκαλου ποὺ ἀφήσαμε πίσω μας. Ἀπάνω στὸν ὄρθιο βράχο εἶναι γαντζωμένοι οἱ παμπάλαιοι ἀγριοκυπάρισσοι τοῦ φαραγγιοῦ, ποὺ δὲ μοιάζουνε καθόλου μὲ τὰ κυπαρίσσια τοῦ κάμπου. Ἐκεῖνα ἀνεβαίνουν ἴσια, σημαδεύοντας μὲ τὴν κορφή τους τὸ κέντρο τ’ οὐρανοῦ. Ὅλη ἡ ὕπαρξή τους εἶναι γαλήνη κι αὐτοσυγκέντρωση, τέντωμα κι ἀνάταση πρὸς ἕνα σκοπό ― τὸ ὕψος. Τοῦτοι ἐδῶ εἶναι χιλιοπληγωμένοι γέροι ἀκρίτες ποὺ μάχουνται αἰῶνες στὸ χεῖλος τοῦ χάους. Ἔχουνε κορμοὺς στρεβλωμένους, σκασμένους, ξεφλουδισμένους, γεμάτους γωνιὲς καὶ ρόζους, ποὺ οἱ δραματικὲς στάσεις τους δείχνουν ὅλο τὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἀγωνία τῆς ζωῆς τους. Κυρίαρχη ἔγνοια αὐτωνῶν δὲν εἶν’ ἡ κατάκτηση τοῦ ὕψους, μὰ ἡ ἐπιβίωση. Γι’ αὐτὸ ἁπλώνουνε μεγάλα κλαδιὰ στὰ πλάγια, σὰ χέρια ποὺ ζητοῦνε νὰ πιαστοῦν ἀπὸ κάπου, καὶ βυθίζουνε στὴν κοκκινωπὴ πέτρα χοντρὲς καὶ δυνατὲς ρίζες. Οἱ βράχοι τὶς τινάζουν ἔξω ἀπὸ τὴ σκληρὴ ὕλη τους, μὰ ἐκεῖνες ἐπίμονες ξανατρυπώνουν πιὸ πέρα, καὶ πάλι ξαναβγαίνουν, φιδοσέρνουνται γιὰ λίγο στὴν ἐπιφάνεια καὶ ξαναχάνουνται, σὰν ἀπλοκαμοὶ τεράστιου χταποδιοῦ. Κι ὁλόκληρα τὰ δέντρα γέρνουνε, κολλώντας στὴν πλαγιά, καὶ τὰ κλαδιὰ κι οἱ βαθυπράσινες φοῦντες τους τεντώνουνται παράλληλα μὲ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ γκρεμνοῦ, ἁπλώνουνται μόνο σὲ δυὸ διαστάσεις, γιὰ νὰ μὴ δίνουνε στόχο στὶς ἄγριες ἀνεμοθύελλες τοῦ χειμώνα.

Τώρα ὁ ἥμερος καλοκαιριάτικος ἀέρας, ποὺ περνᾶ ἀνάμεσ’ ἀπὸ τὰ φυλλώματα τῶν δέντρων τοῦ Ξυλόσκαλου ― κυπαρισσιῶν, πεύκων καὶ πρίνων ― τὰ κάνει νὰ βγάνουν ἕνα βαθὺ ἀχὸ ποὺ γεμίζει τὸ φαράγγι. Δὲν εἶναι βόγκος μήτε παράπονο. Εἶναι μιὰ σιγανή, ἐπίμονη κουβέντα, κοντινὴ καὶ συνάμα ἀπόμακρη, ἕνα χαμηλόφωνο μίλημα ἀπὸ πλατιὰ στήθια, ποὺ μοιάζει νὰ δηγᾶται κάποια ἡρωικὴ ἱστορία τῶν μυθικῶν χρόνων.

Τούτη ἡ κατάβαση εἶναι μιὰ κάθοδος στὰ μητρικὰ σπλάχνα τῆς φύσης. Μὲ κάθε βῆμα μας βυθιζόμαστε πιὸ πολὺ στὰ πράσινα ἔγκατα τοῦ φαραγγιοῦ. Κι ὅσο προχωροῦμε τόσο πυκνώνει γύρω μας κάτι ἀκαθόριστο ποὺ γεμίζει τὸν ἀέρα, σὰν τὴν ἀόρατη παρουσία μιᾶς τραχειᾶς μὰ ἀγαθῆς δύναμης. Νά ’ρχεται τούτη ἡ αἴσθηση ἀπὸ τὴν κυρίαρχη ― μ’ ὅλο τὸ μούρμουρο τῶν δέντρων ― σιωπή, μιὰ σιωπὴ ποὺ ἁπλώνει τὰ φτερά της μακρύτερα ἀπ’ ὅσο φτάνει τὸ μάτι; Ἤ μήπως ἔρχεται ἀπὸ τὴ δριμειὰ μυρωδιὰ τῆς χλωροφύλλης καὶ τὴν ὑγρὴ ἀνάσα τῶν βυθῶν τοῦ φαραγγιοῦ, ποὺ ἀνεβαίνει ὣς ἐδῶ; Ὅποια καὶ νά ’ναι ἡ πηγή της στάζει μέσα μας σταγόνα-σταγόνα, σὰν ἕνα δυνατὸ ἀλκοόλ. Οἱ ἄνθρωποι τῆς πολιτείας, ποὺ κατεβαίνουν παρέες-παρέες, μιλοῦνε φωναχτά. Μερικοὶ γελοῦνε χωρὶς λόγο. Κάποιος ἀφήνει μιὰ σκληριά, ἴδιο οὐρλιαχτὸ ζώου. Ἕνας ἄλλος σφυρίζει, μὲ τὰ δάχτυλα στὸ στόμα, βάνοντας ὅλη του τὴ δύναμη. Οἱ θόρυβοι χωνεύουνται ἀπὸ τὴν ἀκίνητη σιωπή, ποὺ δὲ φαίνεται νὰ χάνει τὴν προαιώνια γαλήνη της. Οἱ φωνές μας εἶν’ ἀδύναμες, μαδοῦνε καὶ χάνουνται στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ Ξυλόσκαλου, πρὶν φτάσουνε στοὺς βράχους τοῦ Γκίγκιλου. Τὸ τιτανικὸ τοπίο δὲν ταράζεται ἀπὸ τὸ διάβα τῶν ἀνθρώπων.

Δεξιὰ τοῦ δρόμου σχηματίζετ’ ἕνα μικρὸ πλάτωμα, μὲ τὸ κυπαρίσσι του στὴ μέση καὶ μὲ τὸ πετρόχτιστο τοιχαράκι γύρω-γύρω, σὰ στηθαῖο καὶ σὰν πεζούλι γιὰ ξεκούρασμα. Κάτω ἀπ’ αὐτὸ ὁ τόπος γκρεμίζεται κατακόρυφα δυό‒τρεῖς ἑκατοντάδες μέτρα, ὣς τὸν πάτο τοῦ φαραγγιοῦ.

Ἡ κατάβαση συνεχίζεται. Κάπου-κάπου, ἀνάμεσα στὴν πλησμονὴ τῆς φυτικῆς ζωῆς, ξεχωρίζει κάποιο λείψανο. Εἶν’ ἕνα δέντρο πού ’χει πεθάνει ἀπὸ χρόνια κι ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ στέκεται στὴν ἴδια θέση ὅπου ἔζησε. Ἕνας κορμὸς ροζιάρικος καὶ καταφαγωμένος, μὲ τ’ ἀπομεινάρια λίγων κλαδιῶν του, ἀκίνητος, σὲ στάση τραγικῆς ἀπελπισίας. Πελώριος σκελετός, καταδικασμένος νὰ μένει αἰώνια ὀρθός, κόκκαλα ποὺ ἀσπρίζουνε κατάγυμνα καὶ γλειμμένα. Κι ὁλόγυρα τ’ ἄλλα δέντρα νὰ μουρμουρίζουν ἀδιάκοπα τὸ βαθὺ τραγούδι τῆς ζωῆς.

Μιὰ τουφεκιά. Οἱ πλευρὲς τοῦ Ξυλόσκαλου τὴν παίρνουνε καὶ τὴν ξαναρίχνουν πολλὲς φορές. Μόνο σὲ τέτοιους ἤχους καταδέχουνται ν’ ἀπαντήσουνε τοῦτα τ’ ἀγέρωχα βουνά.

Δεξιὰ καὶ τόσο κοντά μας εἶναι τὰ Γκρεμνὰ τοῦ Σαπημένου. Ἡ πλαγιὰ τοῦ Γκίγκιλου, πιὸ ἀπότομη ἐδῶ κάτω, παίρνει ἕνα χρῶμα μολυβί. Ὁλόκληρη εἶναι πέτρα ἀποσαθρωμένη ― τὸ παραμικρὸ βάρος τὴ θρυμματίζει σὲ χαλίκια, ποὺ κατρακυλοῦνε τὸν κατήφορο. Ἀνθρώπινο πόδι δὲν μπορεῖ νὰ πατήσει σὲ τοῦτο τὸ «χαλασέ».1 Μόνο τὰ ξωτικὰ κι οἱ νεράιδες ἀεροκρεμνιοῦνται στὰ Γκρεμνὰ τοῦ Δαιμόνου, στήνουνε νυχτερινοὺς χοροὺς στὸ Ληνοσέλι, τὴν πηγὴ μὲ τὸ κατάκρυο νερό, καὶ μπαινοβγαίνουνε στὸ Δαιμονόσπηλιο, στὸν τόπο τοῦ ἀρχαίου μαντείου.

Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ στὸ Γκίγκιλο λατρεύουνταν οἱ ἀρχαῖοι θεοί, τὰ παγανὰ ἐξακολουθοῦν νὰ κατοικοῦνε στὴν τραχειὰ ἐρημιά του. Οἱ γέροι Σφακιανοὶ ξέρουν ἕνα σωρὸ ἱστορίες γιὰ βοσκοὺς ποὺ παρασυρθήκανε σὲ νεραϊδοχοροὺς κι ἐχάσανε τὴ μιλιά τους, γιὰ λυράρηδες ποὺ παραλοΐσανε καὶ παίζουν ἀκόμη μέσα σὲ βαθιοὺς σπήλιους ἀλλόκοτους σκοπούς, γιὰ νιοὺς ποὺ ἀγαπήσανε ξωτικές, ἐσμίξανε μαζί τους κι ὕστερα γκρεμιστήκανε σὲ κάποιο βάραθρο. Ὅμως ἐμεῖς δὲν ἔχομε φόβο νὰ μᾶς πειράξουνε τὰ δαιμονικά. Ἡ τουφεκιά ― κάποιος κατεχάρης2 πρέπει νὰ τὴν ἔριξε― τὰ σκόρπισε καὶ τά ’καμε νὰ κρυφτοῦνε στὶς πιὸ ἀπρόσιτες τρύπες τῆς γῆς.

Στ’ αὐτιά μας ἔρχεται ἕνας καινούργιος ἦχος, σιγανὸς κι ἀπόμακρος. Μοιάζει μὲ φωνὴ φλάουτου, ποὺ σμίγει μὲ τὶς βαθειὲς δοξαριὲς τῶν κυπαρισσιῶν καὶ τῶν πεύκων. Εἶναι μουρμουρητὸ νεροῦ κι ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸν πάτο τοῦ φαραγγιοῦ. Φαίνεται πὼς σιμώνομε στὸ βυθὸ τοῦ γιγάντιου χάσματος. Ἄλλωστε τὰ πλευρὰ τοῦ Ξυλόσκαλου, ποὺ χάνουνται σ’ ἀφάνταστα ὕψη πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας, μᾶς βεβαιώνουνε πὼς ἔχομε κάμει ἀρκετὸ δρόμο. Ἡ φωνὴ τοῦ νεροῦ ἀκούγεται ὅλο καὶ πιὸ κοντινή, ὥσπου φαίνεται καὶ τὸ ποταμάκι νὰ κατεβαίνει τὴ μικρὴ τώρα κατηφοριά, κυλώντας ἀπάνω σὲ χοντρὲς γκριζωπὲς κροκάλες. Εἶναι τόσο διάφανο ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ μὴ σκύψεις ν’ ἀκουμπήσεις τὰ χείλια σου στὴν ἀνήσυχη ἐπιφάνειά του. Δὲν καταφέρνεις νὰ πιεῖς παραπάνω ἀπὸ τρεῖς‒τέσσερεις γουλιές, γιατὶ τὰ δόντια σου παγώνουν.

Πλάτανοι γειτονεύουνε μὲ τὸ νερὸ καὶ πελώριοι βράχοι, μερικοὶ σὰν ἕνα μονώροφο σπίτι, ἔχουν ἀράξει πλάι στὸ ρέμα. Ἀνάμεσά τους, ἢ λίγο παρέκει, στέκουνται δέντρα, ἀπὸ τὰ πιὸ βασανισμένα κι ἀνεμόδαρτα. Στὴ διχάλα κάποιου πρίνου ἔχει σφηνωθεῖ μιὰ μεγάλη πέτρα. Ἡ φλούδα φούσκωσε, ἴδιο προζύμι, καὶ τὴν ἀγκάλιασε τόσο σφιχτά, ποὺ τίποτα πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ξεχωρίσει. Ὁ τόπος γύρω μοιάζει μὲ πεδίο μάχης. Τί χαλασμὸς θὰ γίνεται σὲ τοῦτα τὰ βάθη σ’ ὧρες χειμωνιάτικης θύελλας! Τότε εἶναι ποὺ θὰ κυριαρχοῦνε σ’ ὅλο τὸ φαράγγι οἱ δαιμόνοι τοῦ Γκίγκιλου, κι ἀλίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ βρεθεῖ στὴν ἐπικράτειά τους.

Κι ὅμως σὲ τοῦτο τὸν ἄγριο τόπο καταφεύγανε ̶ σὰ σὲ τελευταῖο κρησφύγετο ̶ τὰ γυναικόπαιδα τῶν Σφακιανῶν, σὲ κάθε σηκωμό, ὅταν ἐπλημμύριζαν οἱ ἐχθροὶ τὴν ἐπαρχία τους. Πολλὲς φορὲς περνοῦσαν μεγάλο διάστημα τοῦ χειμώνα στὶς σπηλιές, ἐνῶ λιγοστοὶ ἀρματωμένοι φυλάγανε νυχτοήμερα τοὺς δυὸ πόρους τοῦ λαγκοῦ: τὸ Ξυλόσκαλο βορινὰ καὶ τὶς Πόρτες νοτικά. Τὸ πιὸ συχνό, κρατοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὸ φαράγγι τοὺς «σκύλους». Ἔτσι γίνηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα, ὅταν οἱ Σκορδίληδες τῶν Σφακιῶν ξεσήκωσαν τὴν ἐπαρχία ἐνάντια στοὺς Βενετούς. Ἔτσι καὶ τὸ Μάρτη τοῦ 1824 ποὺ ὁ αἱμοβόρος Χουσεΐν ἁλώνιζε τὴν Κρήτη, καίγοντας καὶ σφάζοντας, καὶ τὰ καλοκαίρια τοῦ 1867 καὶ τοῦ 1868 ποὺ ὁ Ἀλὴ Σαρχὸς κι ὁ Μεχμὲτ πασὰς δὲν ἐτολμήσανε νὰ πατήσουν τὸ Ξυλόσκαλο. Μόνο στὸ σηκωμὸ τοῦ Δασκαλογιάννη πέτυχαν οἱ Τοῦρκοι νὰ σπάσουνε τὴν ἄμυνα. Κατέβηκαν ἀπὸ τὸν Ὁμαλό, ξαφνιάζοντας τὴ μικρὴ φρουρὰ («γιατ’ ἦσα ξέγνοιοι οἱ Σφακιανοὶ πὼς ἀπὸ κεῖ δὲ μπαίνου», καθὼς μᾶς λέει ὁ μπάρμπα-Παντζελιὸς) κι ἔφτασαν ὣς τὸ Νερούτσικο. Ἐκεῖ τοὺς ἐσταμάτησαν οἱ ἐπαναστάτες καὶ τοὺς ἀνάγκασαν, ὕστερ’ ἀπὸ μάχη, νὰ γυρίσουνε πίσω.

Συλλογίζομαι τὸ Δεκέμβρη τοῦ 1868, τότε ποὺ ἡ τρίχρονη ἐκείνη ἐπανάσταση τῆς Κρήτης ψυχομαχοῦσε. Ἐδῶ εἴχανε κουρνιάσει οἱ τελευταῖοι ἀγωνιστὲς τῆς Ρίζας καὶ τοῦ Κισσαμοσέλινου, καμιὰ τρακοσαριὰ ὅλοι κι ὅλοι, κι ἀνάμεσά τους μερικὲς ἀπὸ τὶς κεφαλὲς τοῦ Σηκωμοῦ: ὁ Κριάρης, ὁ Κορκίδης, ὁ Παρθένιος Περίδης, ὁ Χατζημιχάλης Γιάνναρης, ὁ Μάντακας, ὁ Νικολούδης. Δίχως τροφὲς καὶ πολεμοφόδια, μὲ τὸν ἀνελέητο χειμώνα ὁλόγυρά τους καὶ τοὺς Τούρκους νά ’χουνε κλείσει τοὺς δυὸ πόρους τοῦ φαραγγιοῦ, περιμένανε τὸ θαῦμα: ἕνα πόλεμο ἀνάμεσα στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Τουρκία. Μὰ τὸ θαῦμα δὲν ἔλεγε νὰ γίνει, τὸ κρύο καὶ τὰ νερὰ ὅλο κι ἐπληθαίνανε κι ὁ πασάς, μαζὶ μὲ τοὺς προσκυνημένους προεστοὺς τῆς Χώρας τῶν Σφακιῶν, τοὺς ἔδινε σύντομη διορία γιὰ παράδοση. Μὲ σκυφτὸ τὸ κεφάλι ἀνέβηκαν οἱ καπετάνιοι, μέσα στὸ πυκνὸ χιόνι, τὸ δρόμο ποὺ κατεβήκαμε, πηγαίνοντας νὰ δηλώσουν ὑποταγή.

Φτάνομε στὸν Ἅι-Νικόλα. Ὁ λαγκὸς ἐδῶ φαρδαίνει καὶ γίνετ’ ἕνα μικρὸ πλάτωμα, ἐλαφρὰ γερτό. Δεξιὰ κι ἀριστερά, ἀνάμεσα στὶς πέτρες καὶ στὰ δέντρα, σχηματίζουνται μικρὲς πεζοῦλες. Τὸ ξωκκλήσι τοῦ Ἁι-Νικόλα εἶναι πετρόχτιστο, στεγασμένο μὲ πλάκες. Γύρω του φρουροῦνε μερικὰ γιγαντόσωμα κυπαρίσσια. Μέσα οἱ τοῖχοι του εἶναι μουχλιασμένοι ἀπὸ τὴν ὑγρασία. Γιὰ πάτωμα ἔχει χῶμα. Ἕνα φτωχικὸ τέμπλο ἀπὸ μαυρισμένα ξύλα κι ἕνα τενεκεδένιο μανουάλι ἀποτελοῦνε τὴν «προίκα» του. Λίγο πιὸ πέρα οἱ βοσκοὶ ἔχουνε χτίσει μὲ ξερολιθιὰ μιὰ κούρτα3 γιὰ τὰ πρόβατά τους.

Ἐδῶ πίστευε ὁ Πάσλεϋ πὼς βρίσκουνταν στ’ ἀρχαῖα χρόνια ἡ Καινώ, ἡ πολιτεία ὅπου γεννήθηκε ἡ παρθένα Βριτόμαρτις. Ὁ Μίνως εἶχε ξετρελαθεῖ μὲ τοῦτο τὸ βουνήσιο ἀγρίμι καὶ τὸ κυνηγοῦσε ἐννιὰ μῆνες στὶς Μαδάρες. Ὅταν, μὲ τὰ πολλά, κόντεψε νὰ τὴν πιάσει, ἐκείνη πήδηξε στὴ θάλασσα. Τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων τὴν ἐγλύτωσαν ἀπὸ τὸ χαμό, κι ἀπὸ τότε ἔγινε θεὰ τῶν δασῶν καὶ τῆς θάλασσας, ἡ νύμφη Δίκτυννα.

Μιά₋μιὰ ἔρχουνται οἱ παρέες τῶν πεζοπόρων. Μερικοὶ μπαίνουνε στὸ ἐκκλησιδάκι, οἱ πιὸ πολλοὶ σκορπίζουνται γιὰ νὰ βροῦν, ὅσο ὑπάρχει ἀκόμη τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, τόπο γιὰ τὸ βραδινό τους ὕπνο. Κάμποσοι βγάνουνε τ’ ἄρβυλα καὶ πλύνουν τὰ πόδια στὸ τρεχάμενο νερό. Αὐτοὶ ποὺ κατεβήκανε πρῶτοι στρωθήκανε κιόλας στὸ φαΐ. Πέντ’₋ἕξι θερμόαιμοι βουτοῦν ἐκεῖ ποὺ τὸ ρέμα σχηματίζει μιὰ λιμνούλα, ἀφήνοντας δυνατὲς φωνὲς ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ παγωμένο νερό.

Σιγά₋σιγὰ κατεβαίνει ἡ νύχτα. Τὰ βουνά, τὰ δέντρα, οἱ πέτρες, οἱ ἄνθρωποι ξεθωριάζουν ὅσο νὰ τοὺς ρουφήξει τὸ σκοτάδι. Δὲν ξεχωρίζουνε πιὰ παρὰ τὰ μάτια τῶν ἠλεχτρικῶν φακῶν, ποὺ ψάχνουν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ἡ νύχτα ὅμως εἶναι γεμάτη ἀπὸ φωνές, πειράγματα καὶ γέλια. Κι ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ ὕπνου, σὲ μιὰ μικρὴ ἰσιάδα, κάτω ἀπὸ κάποιο πλάτανο, ποὺ τ’ ἄστρα παίζουνε κρυφτὸ ἀνάμεσ’ ἀπὸ τ’ ἀραιὸ φύλλωμά του, ἐνῶ λίγο χαμηλότερα ὁ ποταμὸς ἀπαγγέλλει χωρὶς ἀνάσα τὴν ἡρωικὴ ραψωδία του.

Τὸ σταχτὶ φῶς τῆς αὐγῆς δίνει τὸ σύνθημα τοῦ ξυπνήματος. Ὥσπου νά ’ρθει ἡ στιγμὴ γιὰ τὸ ξεκίνημα, ἔχει ξημερώσει πιὰ καλά. Τὸ φαράγγι βρίσκεται στὴ σκιά, ὅμως ψηλὰ οἱ κορφὲς ροδίζουν ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἡ πορεία ἀκολουθεῖ τὸν ποταμό, πότε στὸ ἐπίπεδό του, πότε ψηλότερα, τὴ μιὰ δεξιά, τὴν ἄλλη ἀριστερά του.

Τὸ φαράγγι εἶν’ ἀκόμη ἀρκετὰ φαρδύ. Οἱ δυό του πλευρὲς ὅμως ἀνεβαίνουν ἀπότομα, ἐδῶ μὲ μιὰ μικρὴ κλίση, πιὸ κάτω ὁλότελα κάθετες. Ἀπὸ τὶς χαραμάδες τῶν κοκκινωπῶν  βράχων  βγαίνουνε  θάμνα  καὶ  κάθε  λογῆς  βότανα,  περιπλοκάδες κρεμνιοῦνται σὰ μακριὲς πράσινες γενειάδες, ἐνῶ κυπαρίσσια, πεῦκα κι ἀγριοσυκιὲς κρατιοῦνται στὸ γκρεμνὸ μ’ ὅλη τὴ δύναμη τῶν στριμμένων ριζῶν τους. Οἱ παρυφὲς κι ὁ πάτος τοῦ φαραγγιοῦ πρασινολογοῦν ἔντονα. Πίσω ἀπὸ τὸ κάθετο τοίχωμα, μιὰ κορφὴ ποὺ φαντάζει πολὺ κοντινὴ τεντώνεται πρὸς ἕνα ὕψος ποὺ προκαλεῖ ζάλη.

Ἡ παρέα ποὺ πηγαίνει μπροστά μας ἔχει σταματήσει. Κάποιος δείχνει σ’ ἕνα μακρινὸ σημεῖο τοῦ ἀπέναντι βουνοῦ. Χειρονομεῖ ζωηρὰ κι ἐπιμένει πὼς «τό ’δε», ἐκεῖ, πάνω στὸ βράχο. Τό ’δε γιὰ μιὰ στιγμὴ κι ὕστερα τό ’χασε. Μὰ οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν εἴδανε τίποτα, τόνε πειράζουνε κι ἴσως νά ’χουνε δίκιο, γιατὶ τὰ περίφημα, τὰ σχεδὸν μυθικὰ πιὰ ἀγρίμια τῆς Σαμαριᾶς ἔχουν ἀποτραβηχτεῖ σὲ μέρη ὅπου δὲ φαίνεται οὔτε ἀπὸ μακριὰ ὁ ἄνθρωπος.

Ὅσο προχωροῦμε τόσο ἡ βλάστηση ἀραιώνει. Στὰ γυμνὰ τοιχώματα τοῦ φαραγγιοῦ γράφεται ἡ γεωλογική του ἱστορία. Ὁριζόντιες κυματιστὲς γραμμὲς σημειώνουνε τὶς ζῶνες τῶν πετρωμάτων. Κάθε γραμμὴ ἔχει τὴ δική της ἀπόχρωση κι ὅλες μαζὶ σχηματίζουνε μιὰ χρωματικὴ κλίμακα ἀπὸ τὸ χωματὶ ὣς τὸ σκοῦρο καφὲ κι ἀπὸ τὸ κεραμιδὶ ὣς τὸ κόκκινο. Ἀλλοῦ μικρὰ πετραδάκια, ἑνωμένα σὲ μιὰ συμπαγῆ μάζα, συνθέτουνε ψηφιδωτὰ ἀφηρημένης τέχνης. Σὲ πολλὰ μέρη οἱ νεροσυρμὲς τοῦ χειμώνα ἔχουν ἀφήσει βαθειὲς κατακόρυφες πληγές.

Σ’ ἕνα σημεῖο τ’ ἀριστερὸ πλευρὸ τοῦ φαραγγιοῦ τραβιέται πρὸς τὰ πίσω, γίνεται λιγότερο ἀπότομο, χωρίζεται στὰ δυὸ κι ἀφήνει νὰ περάσει ἡ κατηφορικὴ κοίτη ἑνὸς ξεροπόταμου. Στὶς γερτὲς πλαγιὲς ποὺ σχηματίζουνται, ξεχωρίζουνε μικρὲς πεζοῦλες ποὺ κάποτε τὶς καλλιεργούσανε. Στὴν κορφὴ ἑνὸς ὑψώματος φαίνουνται τὰ ἐρείπια κάποιας οἰκοδομῆς, ἴσως πύργου. Ἀπὸ τὴ χαράδρα πού ’χει ἀνοίξει ὁ ξεροπόταμος βλέπομε μιὰ σειρὰ κορφές, ποὺ καθὼς χάνουνται στὸ βάθος συναγωνίζουνται ποιά θὰ ξεπεράσει τὴν ἄλλη. Εἶναι τὰ πετρωμένα ἅλματα τῆς κρητικῆς γῆς γιὰ τὴν κατάκτηση τοῦ ὕψους.

Τὸ ρέμα, ποὺ συνόδευε τὴν πορεία μας, ἔχει χαθεῖ. Οὔτε πήραμε εἴδηση ποῦ μᾶς ἄφησε. Τώρα βαδίζομε πλάι σὲ μιὰ ξερὴ κοίτη.

Πίσω ἀπὸ κάποια στροφὴ τοῦ φαραγγιοῦ φανερώνεται τὸ χωριὸ Σαμαριά. Ὁ τόπος ἐδῶ πλαταίνει καὶ γίνεται μικρὴ κοιλάδα, ποὺ δὲν τῆς λείπουν οὔτε οἱ ἐλιές. Ὁ δρόμος, ποὺ ἀκολουθοῦσε τὴ δεξιὰ μεριὰ τοῦ φαραγγιοῦ, κατηφορίζει τώρα πρὸς τὸν πάτο, ὅπου ἀσπρολογοῦνε τὰ στρογγυλεμένα χοχλάδια. Μπροστά μας ἕνας βράχος, μὲ τὸ μοναχικὸ δέντρο του καὶ τὸ ἐκκλησιδάκι στὴν κορφή, προβάλλεται σὰν κινέζικο λεπτοτέχνημα στὸ γαλαζωπὸ βάθος τοῦ φαραγιοῦ. Ἀπέναντι φαίνουνται τὰ σπιτάκια τοῦ χωριοῦ, μικρὰ κι ἀσουβάντιστα. Ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καὶ σ’ αὐτὰ ἡ κοίτη τοῦ ξεροπόταμου βαθαίνει, σκάβοντας στὴ μέση τοῦ φαραγγιοῦ ἕνα δεύτερο φαράγγι σὲ μικρογραφία. Μιὰ ξύλινη γέφυρα ἀπὸ κυπαρισσένιους κορμοὺς μὲ μερικὰ κάθετα σανίδια ἑνώνει τὶς δυὸ ὄχθες. Τὰ παμπάλαια ξύλα παλαντζάρουν καὶ τρίζουνε, καθὼς περνᾶς ἀπὸ πάνω τους.

Ἡ Σαμαριὰ εἶν’ ἔρημη. Δὲν πάει πολὺς καιρὸς πού, μὲ ἀναγκαστικὴ ἀπαλλοτρίωση τῆς περιοχῆς, ἐφύγανε κι οἱ τελευταῖοι της κάτοικοι. Δυό-τρεῖς ἄντρες, ποὺ εἴδαμε μπαίνοντας στὸ χωριό, εἶν’ ἐργάτες φερμένοι γιὰ κάποια δουλειά. Τὰ περισσότερα σπίτια ἔχουν ἐρειπωθεῖ ἀπὸ ἀρκετὰ κιόλας χρόνια. Τὰ ὑπόλοιπα ― ὄχι παραπάνω ἀπὸ ἕξ’ ἢ ἑφτά ― μοιάζουνε σὰ νὰ τὰ ἐγκατάλειψαν πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα. Οἱ αὐλὲς δὲν ἔχουν ἀκόμη χορταριάσει. Οἱ πόρτες καὶ τὰ παράθυρα εἶν’ ἀνοιχτὰ καὶ κάπου-κάπου διακρίνεις μέσα τ’ ἀχνάρια τῆς πρόσφατης ζωῆς.

Τὸ κατώι ἑνὸς σπιτιοῦ στέγαζε τὴ «φάμπρικα».5 Ὅλα ἔχουνε μείνει ὅπως τὸν καιρὸ ποὺ κατοικοῦσαν ἄνθρωποι στὸ χωριό: Ὁ σωρὸς τῆς ἐλαιοπυρήνας στὸ πάτωμα, μὲ τὴν ἔντονη μυρωδιά του. Ὁ μύλος μὲ τὶς δυὸ μυλόπετρες, τόσο μικρὲς ποὺ χωροῦνε στὴν ἀγκαλιὰ ἑνὸς ἄντρα. Ὁ πρωτόγονος «σφίχτης» ― τὸ χειροκίνητο πιεστήριο. Ἕνα στρογγυλὸ τραπέζι, καμωμένο ἀπὸ μιὰ φέτα κυπαρισσένιου κορμοῦ, μὲ τρία ξύλα φυτεμένα στὴ μιὰ πλευρά του γιὰ πόδια. Καὶ στὴν ὀροφὴ τὸ τετράγωνο ἄνοιγμα τοῦ «ἀνηφορᾶ»,6 γιὰ νὰ μπαίνει λίγο φῶς. Ὅλα εἶναι μικρά. Στενόχωρη ἡ «φάμπρικα» μὲ τοὺς λιγδιασμένους ἀπὸ τὸ λάδι τοίχους, χαμηλὴ ἡ πόρτα κι ἡ σκεπὴ μὲ τὰ μαυρισμένα δοκάρια. Ὅλα δείχνουνε πὼς ἡ ζωὴ σ’ ἐτοῦτο τ’ ἀπομονωμένο χωριὸ ἤτανε φτωχικὴ καὶ δύσκολη, ζωὴ ἀκίνητη ἀπὸ αἰῶνες. Ἡ ἀπαλλοτρίωση μόνο ποὺ συντόμεψε τὸ μοιραῖο τέλος.

Ἀνεβαίνομε ἀπὸ μιὰ ξυλόσκαλα στὸν ὀντά. Πάνω στὸν καναπὲ μὲ τὸ ξεκοιλιασμένο στρῶμα εἶναι κουβαριασμένη μιὰ φαντὴ πατανία, κόκκινη, κίτρινη καὶ μαύρη. Μιὰ δεύτερη βρίσκεται στὸ σανιδένιο πάτωμα. Παρέκει ἕνα μικρὸ τραπέζι κι ἀπάνω του ὁ λύχνος καὶ δυό-τρία ἄδεια φυσέκια ἀπὸ «τσιφτέ».7 Στὸν τοῖχο κρέμεται ἕνας ραγισμένος καθρέφτης, μὲ ζωγραφιστὰ λουλούδια καὶ τὴ μάταιη πιὰ «καλημέρα» του στοὺς φευγάτους γιὰ πάντα νοικοκύρηδες. Ἴσως νὰ μένουν ἐδῶ οἱ ἐργάτες ποὺ εἴδαμε πρὶν ἀπὸ λίγο.

Ἡ ὥρα εἶν’ ἀρκετὰ προχωρημένη κι ὅμως ἡ Σαμαριὰ βρίσκεται ἀκόμη στὴ σκιά. Λένε πὼς καὶ τώρα τὸ καλοκαίρι τὸ χωριὸ δὲν τὸ βλέπει ὁ ἥλιος παραπάνω ἀπὸ τέσσερεις ὧρες τὴν ἡμέρα. Τὸ χειμώνα τὰ χιόνια τὸ σκεπάζουν ἀπὸ τὸ Δεκέμβρη ὣς τὸ Φλεβάρη-Μάρτη, καὶ τὴν ἄνοιξη τὰ νερὰ τὸ κρατοῦν ἀποκομμένο ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο.

Ἐκεῖνοι ποὺ κατοικούσανε τέτοιους τόπους πρέπει νά ’χαν ἀφάνταστη ἀντοχὴ κορμιοῦ καὶ δύναμη ψυχῆς. Ἡ Σαμαριά, ποὺ ἡ ζωή της σταμάτησε πρίν ἀπὸ λίγους μῆνες, ἦταν ὅλο τὸν καιρὸ τῆς Τουρκιᾶς ― σίγουρα καὶ πρωτύτερα ― μιὰ μικρὴ μὰ περήφανη κι ἀνυπόταχτη καρδιά, ποὺ χτυποῦσε σὲ τοῦτο τὸν ἄγριο βουνήσιο κόρφο. Ἤτανε τὸ καταφύγιο τῶν ἐπαναστατῶν στοὺς σηκωμοὺς καὶ τὸ ἄσυλο τῶν χαΐνηδων ― τῶν κλεφτῶν τῆς Κρήτης ― στὰ χρόνια τῆς Γιανιτσαριᾶς.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους, ὁ Καλογερογιάννης, γέννημα κι ἀνάθρεμμα τῆς Σαμαριᾶς, εἶχε γίνει ὁ ἐκδικητὴς τῶν Χριστιανῶν τοῦ γειτονικοῦ Σέλινου, ποὺ τόσα τραβοῦσαν ἀπὸ τοὺς σκληροὺς Τούρκους τῆς ἐπαρχίας τους. Μὲ τοὺς λίγους συντρόφους του κατέβαινε νύχτα στὴν Κάντανο, στὸ Κακοδίκι, στοὺς Κοπετοὺς κι ἐχτυποῦσε ὅσους ἀποθηριωμένους ἀγάδες ἔβρισκε ἔξω ἀπὸ τοὺς πύργους τους. Ὁ πιὸ αἱμοβόρος σελινιώτης γιανίτσαρος, στὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ Εἰκοσιένα, ἦταν ὁ Βέργερης. Ὁ Καλογερογιάννης τοῦ ’στειλε γραφή, νὰ πάψει τοὺς σκοτωμοὺς καὶ τὰ «γιβεντίσματα»8 τῶν ραγιάδων, ἂν ἀγαπᾶ τὴ ζωή του. Ὁ Τοῦρκος τ’ ἀπάντησε προσκαλώντας τον στὸ κονάκι του γιὰ τσιμπούσι. Ὁ χαΐνης ἐδιάβηκε μοναχός του τὸ φαράγγι κι ἐμπῆκε στὸ Σέλινο.Ἔμαθε πὼς ὁ τρομερὸς Βέργερης ὀργίαζε στὰ χωριὰ τοῦ Λάκκου Ζγουράφου. Παραφύλαξε καὶ τὸν ἐπέτυχε σ’ ἕναν ἐρημικὸ τόπο, δίχως συνοδεία. Ἐβγῆκε μπροστά του, τὸν ἔβρισε καὶ τὸν ἀντροκάλεσε.9 Ὁ ἀγὰς ἀπαντώντας ἐτράβηξε τὴ μπιστόλα καί, μ’ ὅλο τὸ μεθύσι του, τὸν ἐχτύπησε στὸ μερί. Τοῦ ’ριξε κι ὁ Καλογερογιάννης καὶ τὸν ἐσκότωσε.

Ὁ θάνατος τοῦ Βέργερη ξεσήκωσε ὅλη τὴ σελινιώτικη Τουρκιά, ποὺ πῆρε τ’ ἀχνάρια τοῦ πληγωμένου χαΐνη. Μέρες τὸν ἀναζητούσανε στὶς πλαγιὲς καὶ στὶς λαγκαδιές, ὥσπου τὸν ἧβραν ἀπάνω ἀπὸ τὴν Ἀχλάδα, κοντὰ στὸ Ξυλόσκαλο, νὰ βασανίζεται ἀπὸ τὴν πληγή του. Ἐζώσανε τὸν τόπο καὶ τὸν ἐσκοτώσανε, πυροβολώντας τον ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές. Καὶ τόσος ἦταν ὁ φόβος τους, μήπως κι ἐζοῦσε ἀκόμη, ποὺ ὧρες δὲν ἐτολμούσανε νὰ σιμώσουνε στὸ μέρος ποὺ κείτουνταν.

Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουνε τὰ σπίτια, σὲ μιὰν ἀπότομη πλαγιά, κάμποσο ψηλότερ’ ἀπὸ τὸ δρόμο, φωλιάζει τὸ ξωκκλήσι τῆς Ὁσίας Μαρίας, πού ’δωσε καὶ τ’ ὄνομά του στὸ χωριό. Ἀπάνω ἀπ’ αὐτό, ἡ πλαγιὰ συνεχίζει ν’ ἀνεβαίνει, πιὸ κοφτὴ καὶ πιὸ ἄγρια, κάμποσες ἑκατοντάδες μέτρα. Ψηλότερ’ ἀκόμη κρέμεται ἡ κορφὴ Σπαθί, μὲ τ’ ἀπάτητα γκρεμνά της, ὅπου ἀκροβατοῦνε τ’ ἀγρίμια. Ἕνας νιὸς Σφακιανὸς ποὺ δοκίμασε νὰ σκαρφαλώσει ὣς ἐκεῖ, πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, ἔπεσε σ’ ἕνα βάθος χίλιων μέτρων.

Ἡ ἐκκλησιὰ εἶναι χτισμένη σ’ ἕνα ἐλάχιστο ἴσιωμα. Μικρή, μὲ στιβαροὺς πέτρινους τοίχους καὶ μὲ μοναδικὸ ἄνοιγμα μιὰ χαμηλὴ πόρτα, κουρνιάζει πλάι στὴν ἀδιάκοπη ἀπειλὴ ἑνὸς χείμαρρου. Οἱ σταχτωπὲς στρογγυλεμένες πέτρες του φτάνουν ὣς τὰ θεμέλια της. Ἀπάνω ἀπὸ τὴν πόρτα εἶναι χαραγμένη ἡ χρονολογία 1379. Σπρώχνομε τὸ θυρόφυλλο, καμωμένο ἀπὸ χοντρὸ ξύλο, ποὺ γυρίζει πάνω σ’ ἕνα στρόφαλο, ξύλινο κι ἐκεῖνο, μὲ τὴ μιά του ἄκρη μπηγμένη στ’ ἀνώφλι καὶ τὴν ἄλλη στὸ κατώφλι. Σκύβομε καὶ μπαίνομε στὴ μισοσκότεινη ἐκκλησιά. Μ’ ὅλη τὴν ὑγρασία καὶ τὴν ἐγκατάλειψη, ἀρκετὲς ἀπὸ τὶς τοχογραφίες διατηροῦνται. Ἡ τέχνη τους, βέβαια, εἶν’ ἐπαρχιώτικη, μ’ ἁδρὲς γραμμὲς καὶ μιὰν ἀφέλεια στὸ πνεῦμα, ὅμως ἐδῶ κι ἐκεῖ ξεχωρίζεις, στὸ φῶς τοῦ κεριοῦ, κάποιο γεροντικὸ πρόσωπο Ἁγίου μὲ δασιὰ φρύδια, πυκνὰ γενομούστακα καὶ διαπεραστικὸ βλέμμα, ποὺ σοῦ θυμίζει γέρους Σφακιανούς.

Στὸ φτωχικὸ τέμπλο ὑπάρχουν ἀκόμη δυό-τρεῖς παλιὲς εἰκόνες, λαϊκῆς τέχνης, πού, ἄγνωστο πῶς, ἔχουνε γλυτώσει, γιὰ τὴν ὥρα, ἀπὸ περαστικοὺς «ἁγιογδύτες». Στὴ μιά, μὲ χρονολογία 1740, ὁ ἀββὰς Ζωσιμᾶς μεταλαβαίνει στὴν ἔρημο τὴν Ὁσία Μαρία, ἀποσκελετωμένη καὶ ζαρωμένη ἀπὸ τὴν ἄσκηση σαράντα χρόνων. Ἀπὸ πάνω, μέσα σὲ σύννεφα, ὁ Χριστὸς δίνει τὴν εὐλογία του στοὺς ἀθλητὲς τῆς πίστης.

Σὲ μιὰ γωνιὰ βρίσκεται ξεχασμένο ἕνα παλαιικὸ «στασίδι» ̶ ξύλινο ραβδί, γυριστὸ στὴν κορφή, σὰν κεφαλαῖο γάμμα. Σ’ αὐτὸ ἀκουμπούσανε, στηρίζοντάς το κάτω ἀπὸ τὴ μασχάλη ἢ μπροστὰ στὸ στῆθος τους, τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας.

Ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα, στὴ μικρὴ ἰσιάδα, εἶναι μιὰ τσιμεντένια πλάκα. Κάποιος μᾶς λέει, πὼς κάτω ἀπ’ αὐτὴν ἔχουνε θαφτεῖ τρεῖς ἀδερφοί, σκοτωμένοι κι οἱ τρεῖς ἀπὸ τὴν ἴδια σφαίρα.

Πίνομε νερὸ ἀπὸ τὸ ρέμα δίπλα στὸ ξωκκλήσι, ποὺ δὲν ἔχει στερέψει μ’ ὅλο πού ’ναι καλοκαίρι, καὶ καθίζομε σὲ μιὰ πέτρα νὰ ξεκουραστοῦμε. Γύρω μας ἀχολογοῦνε τὰ θεόρατα θηλυκὰ κυπαρίσσια κι ἀκούγεται δροσερὸς ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ. Κάτω, στὸ δρόμο, φαίνουνται μικρότατοι οἱ ἄνθρωποι, νὰ προχωροῦνε μὲ τοὺς γυλιοὺς στὴν πλάτη. Οἱ ἴσκιοι εἶναι βαθιοί, ὁ ἀέρας ἁψὺς καὶ τὸ ὕψος δίνει κάτι ἀπὸ κεῖνο τὸ συναίσθημα  τῆς  ὑπεροχῆς  καὶ  τῆς  περηφάνειας,  πού  ’κανε  τοὺς  ριζίτες  ν’ ἀναρωτιοῦνται ἂν ἔχουνε κι οἱ κατωμερίτες ψυχή. Στὴν ἄκρα τῆς γλώσσας ἔρχεται ἕνα χαΐνικο τραγούδι :

Ἀϊτέ, ποὺ κάθεσαι ψηλά, στ’ ὄρος τὸ χιονισμένο
τρώεις τὸ δρόσος τοῦ χιονιοῦ, πίνεις νερὸ κατάκρυο,
λαγὸ κι ἂν πιάσεις γεύγεσαι, περδίκι καὶ δειπνᾶς το…

Ὁ βαρὺς σκοπὸς ἀεροζυγιάζεται σὰ σταυραϊτὸς στ’ ἄνοιγμα τοῦ φαραγγιοῦ, κι ἐκεῖνοι ποὺ περνοῦνε χαμηλά, στὸν πάτο του, σηκώνουνε τὰ κεφάλια καὶ κοιτάζουνε πρὸς τὸ μέρος μας, ψάχνοντας μάταια γιὰ τοὺς τραγουδιστάδες.

Ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Σαμαριᾶς καὶ πέρα τὸ τοπίο ἀλλάζει. Τὸ φαράγγι στενεύει λίγο-λίγο κι οἱ πλευρές του γυμνώνουνται. Μόνο σκόρπια χαμόκλαδα, θάμνοι καὶ χόρτα κρέμουνται ἀνάερα. Δρόμος δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἐξὸν ἀπὸ τὴν κοίτη τοῦ ξεροπόταμου. Πάνω στὶς κροκάλες του μὲ δυσκολία ζυγιάζεται τὸ βῆμα.

Οἱ κυματιστὲς γραμμὲς τῶν πετρωμάτων ἀρχίζουνε πάλι νὰ γράφουνε στὰ τοιχώματα τοῦ φαραγγιοῦ τὰ σχέδιά τους. Σ’ ἕνα μέρος, στὸν ὁλότελα λεῖο βράχο, τὰ νερὰ τοῦ χειμώνα ἔχουν τραβήξει μεγάλες κάθετες πινελιὲς πράσινες, κόκκινες καὶ κίτρινες ― ἕνας πίνακας ἀνεικονικῆς τέχνης σὲ διαστάσεις ποὺ ταιριάζουνε μὲ τὰ μεγέθη τοῦ χώρου. Πιὸ κάτω τὸ γκρέμισμα ἑνὸς κομματιοῦ τῆς ἀριστερῆς πλευρᾶς, ποιός ξέρει σὲ ποιά ἐποχή, ἔχει στρώσει σὲ μεγάλη ἔκταση μιὰ κατεβασιὰ ἀπὸ πέτρες, ποὺ φτάνει ὣς τὸν πάτο τοῦ φαραγγιοῦ. Γιὰ κάμποση ὥρα περπατᾶς στὰ κράσπεδα τούτου τοῦ τεράστιου λιθοσωροῦ. Ὁ ἥλιος, πού ’χει πιὰ μεσουρανήσει, σὲ χτυπᾶ στὸ κεφάλι, χτυπᾶ καὶ στὶς μαυριδερὲς πέτρες, ἔτσι ποὺ θαρρεῖς πὼς βαδίζεις σὲ μιὰν ἔρημο.

Μὰ τὸ φαράγγι δὲν ἀργεῖ ν’ ἀνοίξει μιὰ καινούργια ἥμερη ἀγκαλιά, ὅπου ἀσπρολογᾶ τὸ ἐκκλησιδάκι τοῦ Χριστοῦ. Λίγο ἀκόμη καὶ φτάνομε στὰ Κεφαλοβρύσια. Πλατάνια μαζὶ μὲ κυπαρίσσια καὶ πεῦκα ἁπλώνουν ἴσκιους παχιούς, δροσερούς, ποὺ ὑπόσχουνται μιὰν εὐδαιμονικὴ ἀνάπαυση στὸν κουρασμένο κι ἱδρωμένο ὁδοιπόρο. Καὶ τὸ σπουδαιότερο: Πλούσια πηγὴ νεροῦ βγαίνει φουρφουρίζοντας ἀπὸ τὴν τρύπα ἑνὸς βράχου, περνᾶ πλάι στὶς ρίζες τῶν δέντρων καὶ κατηφορίζει ἀκολουθώντας τὴν πορεία τοῦ φαραγγιοῦ.

Ἐδῶ τοποθετοῦνε πολλοὶ τὸ μαντεῖο τοῦ Ταρραίου Ἀπόλλωνα. Σίγουρα ἂν ἔρθεις στὰ Κεφαλοβρύσια μόνος τὴν ὥρα ποὺ λιγοστεύει τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, θ’ ἀκούσεις ὅλους ἐκείνους «τοὺς βόμβους, ψιθυρισμοὺς καὶ φλοίσβους καὶ ὅλους τοὺς συγκεχυμένους ἤχους ἀνέμου, πηγῆς, δένδρων καὶ θάμνων», ποὺ ἄκουσε ὁ Δέφνερ. Τότε θά ’σαι ἕτοιμος νὰ δεῖς μὲ τὴ φαντασία του τὸ μάντη-ἱερέα νὰ «σὲ εἰσαγάγει εἰς ἀμυδρῶς φωτιζόμενον ἱερὸν» καὶ νὰ σοῦ ὑποβάλει «τὰς περὶ τοῦ μέλλοντός σου προρρήσεις». Γιὰ τὸ πλῆθος ὅμως τῶν ἐκδρομέων, πού ’χει σταματήσει καταμεσήμερο πλάι στὴν πηγὴ καὶ πίνει νερό, πλύνεται, τρώει, ἀστειεύεται καὶ γελᾶ, ὁ τόπος δὲν ἀντιπροσωπεύει παρὰ τὴν ἡδονὴ τῆς δροσιᾶς καὶ τῆς ξεκούρασης. Κανένα ὑποβλητικὸ μυστήριο δὲν ἀντέχει σὲ τόση ἀνθρώπινη χλαλοή.

Ἀπὸ τὰ Κεφαλοβρύσια καὶ κάτω τὸ νερὸ συνοδεύει πάλι τὴν πορεία μας. Ξανὰ τὸ φαράγγι ἀρχίζει νὰ στενεύει. Οἱ πλευρές του ἀγριεύουν κι ἀνεβαίνουνε κοφτὰ πρὸς τ’ ἀπάνω. Κάπου τὸ δεξιὸ τοίχωμα σκίζεται βαθιὰ ἀπὸ μιὰ θεϊκὴ μπαλταδιά. Νιώθεις δέος καθὼς κοιτάζεις ἀπὸ κάτω νὰ χάνεται στὰ ὕψη ἐκείνη ἡ τεράστια σκισμή, γεμάτη ἴσκιο κι ἀπειλητικὲς προεξοχὲς βράχων.

Ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ συναντοῦμε λείψανα χτισμάτων ποὺ μοιάζουνε μὲ νερόμυλους. Εἶναι τὰ νεροπρίονα τῆς Σαμαριᾶς καὶ τῆς Ἀγιᾶς Ρουμέλης ― ἁπλὰ καὶ πρωτόγονα ἐργαστήρια γιὰ τὴν ἐπεξεργασία τῶν δεντροκορμῶν, μὲ κινητήρια δύναμη τὸ ρέμα τοῦ ποταμοῦ.

Οἱ περίφημες Πόρτες. Ὁ τόπος ὅπου οἱ δυὸ πλευρὲς τοῦ φαραγγιοῦ σιμώνουνε τόσο ἡ μιὰ μὲ τὴν ἄλλη, ποὺ θαρρεῖς πὼς θὰ κλείσουνε τὸ πέρασμα πρὸς τὴ θάλασσα. Στ’ ἀντίκρισμά τους σταματᾶς αὐτόματα. Ὄχι γιὰ νὰ θαυμάσεις τ’ ἄγριο μεγαλεῖο μιᾶς φύσης ποὺ ἡ κλίμακά της σ’ ἐκμηδενίζει. Ἡ πρώτη σου ἀντίδραση εἶν’ ἕνας ἀρχέγονος φόβος. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ μνήμη ἀναδύεται ὁ μύθος γιὰ τὶς «συμπληγάδες πέτρες» κι ἀναρωτιέσαι, στὴν ἀστραπὴ μιᾶς στιγμῆς, μήπως τοῦτο τὸ στενὸ ἄνοιγμα ποὺ βλέπεις μπροστά σου εἶναι μιὰ παγίδα, μήπως οἱ δυὸ θεόρατοι βράχοι περιμένουν νὰ μπεῖς ἀνάμεσά τους, γιὰ νὰ μετακινηθοῦνε λίγο ὁ καθένας καὶ νὰ σὲ συνθλίψουνε δίχως ἔλεος. Ὁ νοῦς, βέβαια, γρήγορα διώχνει τὸν παράλογο ἀταβιστικὸ φόβο, στὸ βάθος ὅμως τῆς ὕπαρξής σου μένει κάτι σὰν ἀνησυχία, ὥσπου νὰ βγεῖς ἔξω, στὸν ἀνοιχτότερο ὁρίζοντα.

Σηκώνεις τὰ μάτια καὶ παρακολουθεῖς τὰ δυὸ τοιχώματα τῆς πρώτης Πόρτας, ποὺ προχωροῦνε παράλληλα πρὸς τ’ ἀπάνω, ὣς ἐκεῖ ποὺ μπορεῖς νὰ κρατήσεις γερμένο πρὸς τὰ πίσω τὸ κεφάλι σου. Γκρεμνὰ δίχως προεξοχὴ μήτε γιὰ πάτημα ἀγριμιοῦ. Μονοκόμματη πέτρα, τόσο μαγλινὴ10 σὲ μέρη-μέρη, ποὺ λὲς καὶ τὴν ἐπλάνισε τεχνίτης. Ἐκεῖ εἶναι ποὺ τὰ χρώματα ― κόκκινο, κίτρινο, καφέ, σταχτί ― κι ἡ ὕλη τοῦ σκισμένου βράχου μὲ τὶς φλέβες καὶ τὶς γραμμὲς τῶν πετρωμάτων της, δημιουργοῦνε ζωγραφικὲς καὶ γλυπτικὲς συνθέσεις ὀργιαστικῆς φαντασίας. Ὅπου ἡ πέτρα σχηματίζει ἕνα ἐλάχιστο σκαλοπάτι ἢ μιὰ μικρὴ σκισμάδα τινάζει τὴν πράσινη φούντα του κάποιος ἀγριομενεξὲς ἢ μαντζουράνα ἢ φασκομηλιά, κάποιος ἀσπάλαθος ἢ κουμαριά, σκίνος ἢ ἀζήλακας. Μὰ κι ὁλόκληρα δέντρα κρέμουνται ἀνάερα, σκαλωμένα σὲ φανταστικὰ ὕψη: Ἐκεῖνα τὰ πεισματάρικα σφακιανὰ κυπαρίσσια, τ’ ἀντρειωμένα πεῦκα, οἱ μεγάλοι σγουρόμαλλοι πρίνοι κι οἱ πλατύφυλλες ἀγριοσυκιές, ποὺ συναντᾶς σ’ ὅλο σχεδὸν τὸ μάκρος τοῦ φαραγγιοῦ, σημειώνουν κι ἐδῶ, τὸ καθένα μὲ τὴ δική του ἀπόχρωση, τὴν παρουσία τους.

Ὁ μεσημεριάτικος ἥλιος, ποὺ πέφτει κατακόρυφα ὣς τὸν πάτο τοῦ χάσματος σὰ λάμα σπαθιοῦ, παίρνει ἐνεργὸ μέρος στὸ παιγνίδι τῶν χρωμάτων. Ὅποιο δέντρο ἢ θάμνο ἀγγίζει τόνε μεταμορφώνει σὲ πράσινη φλόγα, ὅποια προεξοχὴ τοῦ βράχου σὲ ματωμένη πληγή. Ὅλο τὸ φαράγγι προσφέρεται στὸ φῶς ἢ ἀποσύρεται σὲ κοιλώματα ἴσκιου. Ὅ,τι παραδίνεται στὸν ἥλιο μοιάζει διαφορετικὸ ἀπὸ κεῖνο ποὺ μένει στὴ σκιά. Τὸ πρῶτο φωνάζει, διαλαλεῖ τὴν ὕπαρξή του, πανηγυρίζοντας γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ τοῦ δόθηκε, τὸ δεύτερο μένει στὰ σύνορα μιᾶς σεμνῆς σιωπῆς, μέσα σὲ μιὰ συγκρατημένη ἐσώστροφη χαρά. Εἶν’ ἡ κραυγὴ κι ὁ ψίθυρος τῶν χρωμάτων καὶ τῶν σχημάτων. Τὴν ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ τὸ φαράγγι τῆς Σαμαριᾶς μπορεῖ, τὴν ἴδια στιγμή, νὰ ὑψώνει τὴ φωνή του ὣς τὸν ἀλαλαγμὸ καὶ νὰ τὴ χαμηλώνει ὣς τὸ μούρμουρο.

Περνοῦμε τὴν πρώτη Πόρτα. Ὁ ποταμὸς πιάνει ὅλο τὸ πλάτος τοῦ ἀνοίγματος, ποὺ εἶναι λιγότερο ἀπὸ τρία μέτρα, καὶ πρέπει νὰ βαδίζομε ἄκρη-ἄκρη, πάνω σὲ μιὰ σειρὰ πέτρες. Τὸ νερὸ φλοισβίζει διάφανο καὶ πεντακάθαρο στὰ πόδια μας, παιγνιδίζοντας μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Τοῦτο τὸ εἰδυλλιακὸ ποταμάκι μεταμορφώνεται τὸ χειμώνα σ’ ἕναν ὀργισμένο χείμαρρο ποὺ ἀνεβαίνει, σὲ μέρες κακοκαιριᾶς, τέσσερα μὲ πέντε μέτρα ψηλά, κλείνοντας ὁλότελα τὸ πέρασμα.

Ὕστερ’ ἀπὸ τὴ στενάδα τῆς πρώτης Πόρτας τὸ φαράγγι ἀποχτᾶ τὸ προηγούμενο πλάτος του. Ἔχομε ὅμως νὰ περάσομε ἄλλες δυὸ ἀκόμη «σιδερόπορτες», πάντα ἀκροβατώντας πλάι στὸν πασίχαρο μονόλογο τοῦ νεροῦ, ἀγγίζοντας μὲ τὶς παλάμες τοὺς λείους κιτρινοκόκκινους βράχους, σηκώνοντας πότε-πότε τὸ βλέμμα ὣς τὰ χαμένα σ’ ἀπόμακρα ὕψη ἡλιοπερίχυτα φρύδια τῆς στενοποριᾶς.

Οἱ τρεῖς Πόρτες εἶν’ οἱ φυσικὲς πύλες τοῦ φαραγγιοῦ ἀπὸ τὸ νοτιά. Σὲ κάθε σηκωμό, ὅταν οἱ Τοῦρκοι πατούσανε τὰ χωριὰ τῶν δυτικῶν Σφακιῶν, οἱ ἐπαναστάτες πιάνανε τοῦτα τὰ περάσματα καὶ τοὺς ἔκλειναν τὴν εἴσοδο στὸ καταφύγιο τῆς Σαμαριᾶς. Γιὰ τὸ σημερινὸ ὁδοιπόρο εἶν’ ἡ τελικὴ κορώνα, τὸ ἐντυπωσιακὸ ἀποκορύφωμα τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς ἀγριότητας ἑνὸς παρθένου τόπου. Ὕστερ’ ἀπὸ τὴν τρίτη πόρτα τὸ φαράγγι ἀρχίζει νὰ φαρδαίνει κι οἱ πλευρὲς νὰ χαμηλώνουν, ὥσπου νὰ σβήσει, λίγες ἑκατοντάδες μέτρα ἀπὸ τὴ θάλασσα.

Πρὶν μποῦμε στὴν Ἀγιὰ Ρουμέλη, συναντοῦμε ἕνα μικρὸ καφενεδάκι μὲ τὴν καθόλου μετριόφρονη ἐπιγραφὴ «Ὁ Παράδεισος». Κι ὅμως ἡ αὐλή του ἡ σκεπασμένη μὲ καλάμια καὶ κυπαρισσόφουντες, μὲ τὶς χοντροκομένες καρέκλες, δὲ σοῦ φαίνεται ἀταίριαστη μὲ τὸν τίτλο, ὅταν περπατᾶς κάπου ἕξι ὧρες ἀπὸ τὸ πρωὶ καὶ βαδίζεις, ἀφοῦ πέρασες τὶς Πόρτες, κάτω ἀπὸ ἕναν ἥλιο ποὺ δὲν τόνε μετριάζει ὁ παραμικρὸς ἴσκιος. Σοῦ εἶν’ ἀρκετὴ μιὰ πορτοκαλάδα ἢ τσικουδιὰ μὲ λίγα σποροστράγαλα (εἶν’ ὅλο κι ὅλο ὅ,τι διαθέτει τὸ «κατάστημα») καὶ χαίρεσαι τὴν ξεκούραση καὶ τὴ δροσιὰ ποὺ φέρνει ὁ ἀέρας ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θάλασσας.

Δυό-τρεῖς παρέες κάθουνται κιόλας στὸ καφενεῖο. Ὁ μπάρμπα-Μανωλές, μεγαλόσωμος κι ὁλόισιος, μὲ τ’ ἄσπρο σφηνωτὸ γενάκι του, τὸ μαῦρο ποκάμισο καὶ τὴ χακιὰ μάλλινη κυλόττα, φέρνει μὲ τὸ πάσο του τὰ κεράσματα. Σταματᾶ κάθε τόσο νὰ κουβεντιάσει καὶ ν’ ἀστειευτεῖ, συνοδεύοντας τὰ λόγια του μὲ τὶς ἀνοιχτὲς καὶ λεύτερες χειρονομίες τοῦ βουνήσιου Κρητικοῦ.

Στὴ μιὰ ἀπὸ τὶς παρέες κάθεται κι ἕνας ντόπιος, μεσόκοπος Ἀγιορουμελίτης. Δηγᾶται μιὰν ἱστορία γδικιωμοῦ ποὺ στάθηκε ἡ αἰτία νὰ ξεπατριστοῦν οἱ ἀντίπαλες οἰκογένειες. Κατακρίνει τὰ φονικὰ καὶ σχολιάζει συμπερασματικά:

― Τὰ κοπέλια ἤτονε γνωστικά, μὰ ὁ πατέρας κουζουλός. Καλὰ ποὺ δὲν τ’ ἀφουγκραστήκανε, μόνο φύγανε κι ἐγινῆκαν ἀθρῶποι.

Ἡ νοοτροπία τοῦ μέσου Σφακιανοῦ ἔχει ἀλλάξει στὴν ἐποχή μας.

Μιὰ ὁμάδα ἀπὸ ἕξι Ἀθηναιάκια ― τρία ἀγόρια κι ἄλλα τόσα κορίτσια — δεκαεφτὰ ὣς δεκαεννιὰ χρονῶν, ἀποθέτει κι αὐτὴ τοὺς γυλιούς της στὸν «Παράδεισο». Γελοῦνε μὲ τὸ κάθε τί, ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ καὶ τὴ φτώχεια τοῦ «μαγαζιοῦ», ὣς τὶς κουβέντες τοῦ καφετζῆ. Ἕνας μιμεῖται κακότεχνα τὴν προφορὰ τῶν Σφακιανῶν, ἄλλος εἰρωνεύεται τὴν εὐχὴ «πάντα ’γειὰ» ποὺ λέει ὁ Ἀγιορουμελίτης, καθὼς σκουντρᾶ τὸ ποτήρι του μὲ δυὸ Χανιῶτες. Μ’ ὅλο ποὺ ἡ συμπεριφορά τους εἶν’ ἐξοργιστικὰ ἀνόητη, κανεὶς δὲ φαίνεται νὰ τοὺς δίνει σημασία.

Ἀρχίζει μιὰ συζήτηση γιὰ τὸ δίχταμο, τὸ ἀρωματικὸ βοτάνι ποὺ βγαίνει στ’ ἀπόκρημνα μέρη τῶν κρητικῶν βουνῶν. Τ’ ἀγρίμια, βεβαιώνει ὁ γέρο-Μανωλές, ξέρουνε τὶς θεραπευτικές του ἰδιότητες κι ἅμα χτυπηθοῦν ἀπὸ κυνηγὸ τρῶν’ ἀπὸ αὐτό. Κάποιος θυμᾶται πὼς κάτι τέτοιο γράφει κι ὁ Ἀριστοτέλης: «Ἐν Κρήτῃ φασὶ τὰς αἶγας τὰς ἀγρίας, ὅταν τοξευθῶσι, ζητεῖν τὸ δίκταμνον· δοκεῖ δὲ τοῦτο ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι». Ἕνας ἀπὸ τὴν παρέα μας ἐκφράζει τὴ λύπη του ποὺ δὲν εἶδε ποτὲ τοῦτο τ’ ἀξιοπερίεργο φυτό. Ὁ ἄλλος Σφακιανὸς διευκρινίζει πὼς εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ τὸ λένε καὶ «σταματόχορτο» κι «ἔρωντα».

Ἕνα χιχίρισμα11 ἀκούγεται ἀπὸ τὴ μεριά τῶν νεαρῶν. Ἐκεῖνος πού ’χει τὸ πρόσωπο γεμάτο σπιθούρια κάνει πνεῦμα:

― Τότε ἀντὶ γιὰ «κάνω ἔρωτα» μποροῦμε νὰ λέμε «κάνω δίχταμο!». Οἱ ἄλλοι πέντε γελοῦνε μὲ τὸ «εὑρηματικὸ» καλαμπούρι.

Γιὰ λίγες στιγμὲς πέφτει μιὰ ἡσυχία τόσο βαρειά, ποὺ ἀναρωτιέσαι μήπως εἶναι προμήνυμα καταιγίδας. Ὅμως ὁ Ἀγιορουμελίτης ξαναρχίζει τὴν κουβέντα, δίχως νὰ δείξει πὼς ἄκουσε τίποτα. Ὁ βαθύρριζος Σφακιανὸς ἀποκρίνεται μὲ τὴν ἀξιόπρεπη σιωπή του στὴν ἀνάγωγη κουφότητα τῆς νεολαίας τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων.

Ἡ Ἀπάνω Ἀγιὰ Ρουμέλη εἶν’ ἕνα χωριδάκι ποὺ τὰ λίγα σπίτια του ― μιὰ δεκαπενταριὰ ὅλα κι ὅλα ― μισοκρύβουνται μέσα σὲ ἥμερα δέντρα: ἐλιὲς στὶς παρυφές, μουριὲς καὶ συκιὲς στὰ σώχωρα,12 κι ἀκόμη μικρὰ περβόλια ἀπὸ πορτοκαλιὲς καὶ λεμονιές. Νοικοκυρεμένοι κῆποι γειτονεύουνε μὲ τὸ νερὸ τοῦ φαραγγιοῦ, ποὺ περνᾶ μέσ’ ἀπὸ τὸ χωριό. Ἐδῶ πάνω τραβήχτηκε ἡ Ἀγιὰ Ρουμέλη τὸν καιρὸ τῶν κουρσάρων γιὰ νὰ μποροῦν οἱ κάτοικοί της νὰ καταφεύγουνε στὸ φυσικὸ κάστρο τῆς Σαμαριᾶς σὲ κάθε κίντυνο. Ὁ παχὺς ἴσκιος τῶν δέντρων, ὁ φλοῖσβος τοῦ νεροῦ, ἡ ὑγρὴ μυρωδιὰ ἀπὸ τὸ φρεσκοποτισμένο χῶμα ἡμερεύουνε καὶ ξεκουράζουν τὴν ψυχή μας.

Στὴν ἔξοδο τοῦ χωριοῦ, ἐκεῖ ποὺ σταματοῦνε τὰ δέντρα κι ἀρχίζει νὰ πλαταίνει, γυμνὸς καὶ πετραδερός, ὁ τόπος, καθὼς ἀνοίγουνται καὶ χαμηλώνουν ὅλο καὶ πιὸ πολὺ οἱ δυὸ βραχίονες τοῦ φαραγγιοῦ, βρίσκεται ἡ ἐκκλησιὰ τῆς Ἁγιᾶς Τριάδας. Ἐδῶ εἶναι καὶ τὸ νεκροταφεῖο τῆς Ἀγιᾶς Ρουμέλης. Οἱ λιγοστοὶ νεκροὶ τῶν τελευταίων χρόνων ψήνουνται στὸ φρυγμένο χῶμα, σὲ μνήματα δίχως περίγραμμα ἀπὸ ἀσβεστωμένες πέτρες καὶ δίχως τὸν ἴσκιο τοῦ μαύρου ξύλινου σταυροῦ.

Ἡ κοίτη τοῦ Σαμαριανοῦ ποταμοῦ, πλατειά, ὅλο χοντρὰ χαλίκια, ἀντανακλᾶ τὸ φῶς καὶ τὴν κάψα τοῦ ἥλιου. Στὴ μέση της, γερτὴ καὶ μισοσκεπασμένη ἀπὸ τὶς πέτρες, διακρίνεται μιὰ τσιμεντένια γέφυρα. Τὸ χειμώνα τοῦ 1954 τὸ φαράγγι κατέβασε τόσα νερὰ ποὺ γκρέμισε τὴν καινουργιοχτισμένη τότε γέφυρα κι ἐπῆρε κάμποσα ἀπὸ τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ. Στὸ γύρο τοῦ ἀπέραντου χαλικότοπου ἀνεμίζουν τὰ λουλούδια τους οἱ πικροδάφνες.

Ἐκεῖ ποὺ τὸ νερὸ τοῦ φαραγγιοῦ χύνεται στὴ θάλασσα ὁ τόπος πρασινίζει πάλι ἀπὸ μερικὲς ἐλιές, πορτοκαλιὲς καὶ λεμονιές. Πέντ’-ἕξι σπίτια καὶ δυό-τρία καφενεῖα ἀποτελοῦνε τὴν Κάτω Ἀγιὰ Ρουμέλη. Καθίζομε στὸ πρῶτο καφενεῖο, μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τῆς παραλίας. Ἡ χωματένια αὐλή του εἶναι δροσερή, ὅλο ἴσκιο καὶ πρασινάδα, καὶ τὸ νερὸ περνᾶ μουρμουριστὰ σὲ μικρὴ ἀπόσταση. Ἕνας γέρος καφετζὴς μὲ μαῦρα, ξεθωριασμένα σαλβαρομίτανα,13 κοντὸ ἄσπρο γενάκι καὶ βῆμα πού ’χει πάψει πιὰ νὰ ’ναι σταθερό, ἀνοίγει μὲ τρεμάμενα χέρια τὶς γκαζόζες.

Στὸ γύρο τῆς αὐλῆς ἀκουμπᾶ ἕνας μαρμάρινος κύβος, μὲ κεφαλαῖα γράμματα στὴ μιά του ὄψη. Ὁ γέρος τόνε δείχνει μὲ καμάρι καὶ μᾶς ἀπαγγέλλει ἀπ’ ἔξω τὴν ἐπιγραφή. Εἶναι, μᾶς ἐξηγεῖ, ἀπὸ τὴν ἀρχαία Τάρρα, ποὺ βρίσκουνταν ἐδῶ, στὰ χώματα τῆς Ἀγιᾶς Ρουμέλης. Παλιότερα συναντοῦσες ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας ὣς τὸ Ἀζοϋρομούρι πλῆθος μάρμαρα μ’ ἐπιγραφές, κομμάτια ἀπ’ ἀγάλματα κι ἀγγεῖα. Πρὶν ἀπὸ κάμποσα χρόνια ἦρθαν οἱ ἀρχαιολόγοι, μάζωξαν ὅ,τι ἥβρανε καὶ τὸ πήγανε στὸ Ἡράκλειο.

― Τότες δὲν ἐκατέχαμε τὴν ἀξία τωνε…, ἀναστενάζει ὁ καφετζής, μὲ τὴν πίκρα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὸν ἐγελάσανε καὶ τοῦ πήρανε τὸ θησαυρό του.

Ἐδῶ, λοιπόν, ἦταν ἡ Τάρρα, «ἐν ᾗ Ταρραῖος Ἀπόλλων τιμᾶται», καθὼς γράφει ὁ Στέφανος ὁ Βυζάντιος. Σ’ αὐτὴν ἦρθε ὁ θεὸς τοῦ φωτός, ὕστερ’ ἀπὸ τὸ φόνο τοῦ Πύθωνα, γιὰ νὰ ἐξαγνιστεῖ καὶ νὰ καθαριστεῖ ἀπὸ τὸν ἱερέα του κι ἐξιλαστὴ Καρμάνορα. Τὸν καιρὸ ὅμως πού ’μεινε στὴν Τάρρα γνώρισε τὴν Ἀκακαλλίδα. «Φασὶ δὲ […] συγγενέσθαι τῇ Ἀκακαλλίδι Ἀπόλλωνα ἐν πόλει Τάρρᾳ καὶ οἴκῳ Καρμάνορος» ἀναφέρει ὁ Παυσανίας. Ὁ ἔρωτας τοῦ θεοῦ ἤτανε τόσο δυνατός, ποὺ ξέχασε γιὰ πολλὲς ὧρες νὰ βγεῖ στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ φωτίσει τὸν κόσμο.

Μὲ τὴ δωρικὴ κατάκτηση φαίνεται πὼς ἡ Τάρρα ἔγινε θρησκευτικὸ κέντρο. Τὸν καιρὸ τῆς ἀκμῆς της εἶχε δικά της νομίσματα καὶ νομισματικὴ σύμβαση μὲ τὴν Ὑρτακίνα, τὴν Ἔλυρο καὶ τὴ Λισσό. Λένε πὼς εἶχε ἱδρύσει καὶ δυὸ ἀποικίες, στὸν Καύκασο καὶ στὴν Κάτω Ἰταλία. Ὁ Λούκιλλος, σχολιαστὴς τοῦ Ἀπολλώνιου τοῦ Ρόδιου, πού ’ζησε τὸ 2ο αἰώνα π. Χ., κι ὁ Χρυσόθεμις, κιθαρωδὸς ποὺ νίκησε στὰ Πύθια, ἤτανε Ταρραῖοι. Τὸ 183 π. Χ. ἡ Τάρρα ὑπόγραψε κι αὐτὴ συνθήκη μὲ τὸν Εὐμένη τὸ Β΄ τῆς Περγάμου, σύμμαχο τῶν Ρωμαίων, ποὺ πολεμοῦσε μὲ τὸ Φίλιππο τὸν Ε΄ τῆς Μακεδονίας. Ἴσως καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς.

Ὁ Χριστόφορος Buondelmonti, «presbyter Florentinus», ποὺ περιδιάβηκε τὴν Κρήτη στὰ 1415 μὲ 1416, ἀναφέρει πὼς βρῆκε στὴν Τάρρα τὰ ἐρείπια ἑνὸς μεγάλου ναοῦ, ἄφθονα σκόρπια μάρμαρα, κορμοὺς ἀγαλμάτων καὶ μιὰν ὄμορφη κεφαλὴ τῆς Ἄρτεμης ἢ τῆς Ἀφροδίτης. Βρῆκε καὶ μιὰ φθαρμένη ἐπιγραφή: «Καθάρισον τὸν πόδα, κάλυψον τὴν κεφαλὴν καὶ εἴσελθε».

Πάνω στὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνα, μιὰ διακοσαριὰ μέτρα ἀπὸ τὴ θάλασσα, εἶναι χτισμένη ἡ ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας. Πολλὰ ἀπὸ τ’ ἀρχαῖα μάρμαρα χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τοὺς τοίχους της. Στὴν αὐλὴ τῆς σημερινῆς ἐκκλησιᾶς σώζεται ἕνα κομμάτι ἀπὸ ψηφιδωτὸ πάτωμα ρωμαϊκῆς ἐποχῆς, μὲ συνδυασμοὺς κύκλων καὶ ρόμβων.

Τ’ ὄνομα τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ ἔβαλε σὲ πολλὲς σκέψεις ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ τὰ τοπωνύμια. Καμιὰ ἁγία μὲ τ’ ὄνομα Ρουμέλη δὲν εἶναι γραμμένη στὸ χριστιανικὸ ἑορτολόγιο, ἀνατολικὸ ἢ δυτικό, καὶ τοῦτο ἔδωσε ἀφορμὴ γιὰ τὶς πιὸ ἀπίθανες εἰκασίες. Πιὸ κοντὰ στὴν ἀλήθεια φαίνεται ἡ γνώμη τοῦ Ἰδομενέα Παπαγρηγοράκη πὼς πρόκειται γι’ ἀραβικὴ ὀνομασία (aya Rum-eli, ποὺ σημαίνει «νερὸ Ἑλληνικοῦ τόπου» ἢ πιὸ ἁπλὰ «Ἑλληνικὰ Νερά»).

Ὁ γέρο-καφετζὴς τά ’χει ἀκουστὰ ὅλα τοῦτα μέσες-ἄκρες, μὰ περισσότερο νοιάζεται γιὰ γεγονότα πιὸ κοντινά. Μᾶς λέει γιὰ τὴ μάχη πού ’δωσε ὁ Μπονατογιάννης μὲ τὰ ἑκατὸ παλικάρια του στὶς Πόρτες, στὰ 1770, καὶ γι’ ἄλλες κατοπινὲς συγκρούσεις καὶ καταστροφές. Καὶ δὲν εἶναι λίγα ὅσα ἔχουνε γίνει στὰ χρόνια τῶν δυὸ μεγάλων σηκωμῶν γύρω καὶ μέσα στὴν Ἀγιὰ Ρουμέλη. Ἀπὸ δῶ μπήκανε στὸ Σέλινο οἱ χίλιοι πεντακόσιοι ἐπαναστάτες ποὺ κινήσανε, τὸ Δεκέμβρη τοῦ 1821, γιὰ νὰ χτυπήσουνε τοὺς Τουρκοσελινιῶτες. Στὴν παραλία της ξεμπάρκαρε ἡ πεζούρα τοῦ Νταλιάνη, τὸ Γενάρη τοῦ 1828. Στὸ χωριὸ ἔμεινε γιὰ λίγες μέρες, τελειώνοντας τὸ 1866 καὶ μπαίνοντας τὸ 1867, ἡ Προσωρινὴ Κυβέρνηση κι ἡ Ἐπιτροπὴ τῆς Γενικῆς Ἐπαναστατικῆς Συνέλευσης. Στὶς πρῶτες μέρες τοῦ 1867 οἱ Τοῦρκοι βομβάρδισαν ἀπὸ τὴ θάλασσα τὴν Ἀγιὰ Ρουμέλη καὶ τὴν καταλάβανε μὲ τὸ στρατὸ πού ’βγαλαν ἀπὸ τὰ καράβια. Ὁ Ζυμπρακάκης τοὺς ἔκαμε νὰ ὑποχωρήσουνε μ’ ἐπίθεσή του, στὶς 7 τοῦ Γενάρη. Μὰ οἱ Τοῦρκοι πατήσανε κι ἐκάψανε δυὸ φορὲς στὴ διάρκεια τῆς ἴδιας ἐπανάστασης ― τὸ καλοκαίρι τοῦ 1867 καὶ τὸ Νοέμβρη τοῦ 1868 ― τὸ μικρὸ παραλιακὸ χωριό.

Ὅμως ὁ γέρο-Σφακιανὸς ἔχει νὰ θυμηθεῖ καὶ περιστατικὰ πού ’χουνε δεθεῖ μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή του. Ἀπὸ δῶ ἔφυγε γιὰ τὴν Αἴγυπτο, τὸ 1941, ὁ βασιλιὰς Γεώργιος ὁ Β΄. Μᾶς ἀναφέρει ἕνα διάλογο πού ’χε μαζί του :

― Λέω του: «Καὶ ποῦ πάεις, Μεγαλειότατε, καὶ μᾶς ἀφήνεις;» Μ’ ἀπηλογᾶται: «Ἔ, νὰ πολεμήσετε, νὰ πολεμήσετε…». «Μὲ εἶντα θά πολεμήσομε», τοῦ κάνω, «ποὺ μᾶς ἐπῆρε τὰ τουφέκια ὁ Μεταξᾶς;» «Ἔ, μὲ τὰ μαχαίρια, μὲ τὰ μαχαίρια…».

Ὁ γέρος σταματᾶ τὴν ἀφήγηση, βυθομετρᾶ μιὰ φορὰ τὰ μάτια τοῦ κάθε ἀκροατῆ του γιὰ νὰ δεῖ τὴν ἐντύπωση ποὺ τοῦ ἄφησαν τὰ λόγια τοῦ Ἀνώτατου Ἄρχοντα, κι ὕστερα κοιτάζει πέρα, τὴ θάλασσα.

Στὸν ὅρμο μὲ τὴν ἁπαλὴ καμπύλη κολυμποῦνε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁδοιπόρους τοῦ φαραγγιοῦ, ἐνῶ ἄλλοι λιάζουνται πάνω στὸ ψιλὸ σταχτερὸ χαλίκι. Ἀπὸ τὴν τσιμεντένια προβλήτα τὸ καΐκι ξεκινᾶ γιὰ τὴ Χώρα. Πλέει παράλληλα μὲ τὴ γραμμὴ τῆς στεριᾶς ἀλλά κάπως ἀνοιχτά.

Ἡ παραλία εἶναι γυμνὴ κι ἀφιλόξενη. Φρυγανιασμένες ἀπὸ τὸ καλοκαίρι πλαγιὲς κατεβαίνουν ἀπὸ τὶς κορφὲς ὣς τὴν ἄκρα τῆς θάλασσας. Σταματοῦνε κάμποσα μέτρα πάνω ἀπὸ τὸ νερό, σὰ γιὰ νὰ πάρουν ἀνάσα, καὶ βουτοῦνε κατακόρυφα. Δὲν ἀργοῦμε νὰ προσέξομε τὴν ὁριζόντια γραμμὴ ποὺ διαγράφεται καθαρὰ σ’ ὅλο τὸ μάκρος τῆς ἀχτῆς, κάπου τρία μέτρα ψηλότερα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Εἶναι, καθὼς λένε, ἡ παλιὰ «ἴσαλος γραμμὴ» κι ἡ ἀπόδειξη πὼς ἡ Κρήτη ἀνυψώνεται ἀπὸ τὸ δυτικὸ μέρος της, ἐνῶ βυθίζεται ἀπὸ τ’ ἀνατολικό.

Σ’ ἕνα σημεῖο τῆς ἐρημικῆς παραλίας ξεχωρίζει τὸ σταυρόσχημο ἐκκλησιδάκι τοῦ Ἅγιου Παύλου μὲ τὸν κυλινδρικό του τροῦλλο. Πάνω στὸ πέτρινο βάθρο του, πέτρινο καὶ τὸ ἴδιο, μοιάζει μὲ βίγλα ἢ μικρὸ κάστρο. Ἀκόμη καὶ τὰ παράθυρά του εἶναι στενὰ σὰν πολεμίστρες. Ἡ παράδοση λέει πὼς τό ’χτισε ὁ Ἁι-Γιάννης ὁ Ξένος, στὰ 1050, καὶ πὼς στὴν πηγή, ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν ἄμμο, λίγο πιὸ κάτω, εἶχε βαφτίσει εἰδωλολάτρες ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν.

Κάπου-κάπου φαίνουνται τὰ σπίτια κάποιου χωριοῦ: Τὰ Λιβανιανὰ σκαλωμένα σὲ μιὰ κορφή. Τὸ Λουτρὸ κρυμμένο στὸν κόρφο του, μὲ τὴ σειρὰ τῶν ἄσπρων κύβων στὸ γυρογιάλι καὶ τὸ φοίνικα ποὺ τοῦ δίνει τὴν ὄψη ἀφρικάνικου τοπίου. Ψηλά, σ’ ἄλλη κορφή, μιὰ γειτονιὰ τῆς Ἀνώπολης, μὲ τὸ δρόμο νὰ γράφει τὴ μακρότατη τζίφρα του στὸ πλευρὸ τοῦ μαδημένου βουνοῦ.

Πατώντας τὸ πόδι στὴν παραλία τοῦ Μπρόσγιαλου, βρισκόμαστε γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ  στὸ  κέντρο  τῶν  κοσμοπολίτικων  Σφακιῶν.  Τουρίστες  μισόγυμνοι  καὶ παρδαλοντυμένοι περιφέρουνται στὸ δρόμο, μπαινοβγαίνουνε στὴν «Ξενία»,14 κάθουνται στὶς καρέκλες τοῦ ἑστιατόριου ἢ τῶν καφενείων, βουτοῦνε στὸ νερό, ξαπλώνουνε στὰ βότσαλα τῆς ἀκρογιαλιᾶς νὰ στεγνώσουν. Σπάνιοι εἶν’ οἱ ντόπιοι.

Ἡ κάποτε ἀγέρωχη κι ἡρωικὴ πρωτεύουσα τῶν Σφακιῶν ἀκολούθησε τὴ μοίρα κι ἄλλων ἱστορικῶν ἑλληνικῶν τόπων. Ξεπεσμένη ἀρχόντισσα, πουλεῖ στοὺς ξένους τὶς φυσικὲς ὀμορφιές, τὴ γραφικότητα καὶ τὴν ἱστορία της γιὰ νὰ ζήσει. Φτιασιδώνεται ὅπως-ὅπως, ἁπλώνει στὴν ὄψη της ὑποχρεωτικὰ χαμόγελα καὶ προσπαθεῖ, ἀμέθοδα κι ἀκάτεχα ἀκόμη, νὰ τραβήξει χρῆμα ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες της. Σὲ μιὰν ἐποχὴ ποὺ ἡ περηφάνεια κι ἡ παλικαριὰ δὲν ἔχουνε πιὰ πέραση, πρέπει νὰ μάθει σιγά-σιγὰ νὰ ἐμπορεύεται τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της. Κι εἶναι τόσο δύσκολο γι’ αὐτήν.

///

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Σ.τ.σ. (σ. 15): Χαλασές: πλαγιὰ μὲ ἀποσαθρωμένα πετρώματα.
2 Σ.τ.ἐ. Κατεχάρης (ἀπὸ τὸ ρῆμα «κατέχω»: γνωρίζω καλά): αὐτὸς ποὺ γνωρίζει κάτι καλά.
3 Σ.τ.ἐ. Κούρτα: μαντρί.
5 Σ.τ.ἐ. Φάμπρικα: ἐλαιουργεῖο.
6 Σ.τ.ἐ. Ἀνηφοράς: ὁ φεγγίτης.
7 Σ.τ.σ. Τσιφτές: κυνηγετικὸ ὅπλο.
8 Σ.τ.σ. Γιβεντίσματα: ἐξευτελισμοί.
9 Σ.τ.ἐ. Ἀντροκαλῶ: προκαλῶ σὲ ἀναμέτρηση, ἐπιδεικνύω τὴν παλικαριά μου.
10 Σ.τ.ἐ. Μαγλινός: λεῖος
11 Σ.τ.ἐ. Χιχίρισμα: κοροϊδευτικὸ γέλιο.
12 Σ.τ.ἐ. Σώχωρο: χωράφι περιφραγμένο.
13 Σ.τ.ἐ. Σαλβαρομίτανα: ἡ ἀνδρικὴ κρητικὴ ἐνδυμασία, δηλ. σαλβάρι (βράκα ἤ κυλόττα) καὶ μιτάνι (γελέκο μὲ μανίκια).
14 Σ.τ.ἐ. «Ξενία»: τὸ ὄνομα ξενοδοχείου στὰ Σφακιά.

*

*

*