*
Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
~.~
Ο Βοκκάκιος συνέθεσε τις δεκαέξι Εκλογές που απαρτίζουν τη λεγόμενη Βουκολική ωδή του (Bucolicum carmen) ανάμεσα στο 1350 και το 1370. Εξ αυτών, οι δέκα τελευταίες (7-16) γράφονται με σαφή την επιρροή του Πετράρχη, ο οποίος διέτριψε ανατρεπτικά στο είδος από το 1346 έως το 1357, φέρνοντάς το στις κορυφές της γραμματείας της αλληγορίας. Σε αυτές τις Εκλογές ο Βοκκάκιος αποδεικνύεται, οπωσδήποτε, ισάξιος του Πετράρχη.
Η διασημότερη, ίσως, Εκλογή του Βοκκάκιου είναι η ενδέκατη, η οποία φέρει τον τίτλο «Πάνθεον». Πρόκειται για σύνθεση διπλά αλληγορική. Από τη μια πλευρά, ο Βοκκάκιος εκχριστιανίζει την κλασική μυθολογική παράδοση, περιγράφοντας γνωστά επεισόδια της ιουδαϊκής-χριστιανικής ιστορίας (από τη Δημιουργία έως την Πεντηκοστή) μέσω συμβολικών/προσημαντικών παραλλήλων τα οποία βρίσκει (ή επινοεί) στην κλασική κουλτούρα. Ο Ιησούς ιστορείται, λόγου χάρη, μέσα απ’ τις μορφές του Ηρακλή, του Ακταίωνα, του Ασκληπιού, του Κόδρου, του Ιππολύτου, του Πάλη κ.ά. Από την άλλη ο Βοκάκιος παρουσιάζει, πιο κρυπτικά, τη συγκαιρινή «αιχμαλωσία» της παπικής Κουρίας στην Αβινιόν.
Μοντέλο του είναι, μορφολογικά, η έκτη Εκλογή του Βιργιλίου: η αφήγηση μιας αφήγησης. Ο Βοκάκιος (ο «Συγγραφέας») αναπλάθει την κοσμολογική και ιστορική αφήγηση του Γλαύκου (Aγίου Πέτρου), δοσμένη ύστερα από τη στερρή παράκληση της Μυρτίλης (της Εκκλησίας). Ομοίως, στην έκτη Εκλογή, ο Βιργίλιος παρουσιάζει την κοσμολογική-μυθολογική αφήγηση του Σιληνού, η οποία δίνεται ύστερα από την επιμονή του Χρώμιδος, του Μνασίλλου και της Αίγλης.
Το ισχυρότερο, όμως, πρότυπο του Βοκκάκιου δεν είναι άλλο από την τέταρτη Εκλογή του Βιργιλίου, τη γνωστή ως «Μεσσιανική». Εκεί ο Βιργίλιος κατατείνει στο ανάβλεμμα μιας Χρυσής Γενιάς και Εποχής την οποία φέρνει η γέννηση ενός απροσδιόριστου «βρέφους», θείου και ουρανόσταλτου. Η τέταρτη Εκλογή του Βιργιλίου υπήρξε αγαπημένο ανάγνωσμα των Χριστιανών στον Μεσαίωνα και η χριστιανική της ερμηνεία απαντά ήδη στον Προυδέντιο. Με τον Βοκκάκιο ξεκινά μια γραμματειακή παράδοση αξιοποίησης της τέταρτης Εκλογής του Βιργιλίου εντός του ίδιου του λογοτεχνικού της είδους: την υψηλή βουκολική ποίηση. Και Εκλογές που πραγματεύονται τη Γέννηση του Χριστού, συναντά κανείς έως τη βαθιά ύστερη Αναγέννηση.
Για τη βοήθεια του αναγνώστη προσθέτω δύο παραρτήματα. Αρχικά, μεταφράζω το απόσπασμα από την 23η επιστολή του Βοκκάκιου, όπου εξηγεί ο ίδιος τη βασική αλληγορία στο «Πάνθεον». Τέλος, παραθέτω τη μετάφραση της τέταρτης Εκλογής του Βιργιλίου που εκπόνησε ο Γιώργος Βαρθαλίτης. Τον ευχαριστώ θερμά για την άδειά του να την αναπαραγάγω εδώ.
~.~
ΒΟΚΚΑΚΙΟΣ
Π ά ν θ ε ο ν
( Η 11η Εκλογή ) [1]
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Τον Φοίβο αγαπάς, Κλειώ[2], σ’ αγρούς τον κυνηγάς πλατιούς
τη νύχτα αποφεύγοντας και σκοτερά λημέρια.
Δάφνες όμως ποθεί αυτός, κι είναι το έπαθλό του
γι’ αγώνες ιερούς· δεν θ’ ατιμωθείς αν λίγο[3],
τώρα που καίνε οι αγροί, στ’ ανθόκλωνα σταλιάσεις.
Τ’ άσματα τα δικά σου, στον Μόψο[4] ’γώ γλυκολαλώ,
χάιδεψε, προστάτιδα, τη λύρα της Αρεθούσης,
και τ’ άσμα με τ’ αγέρι του, ο Μόψος θα λαμπρύνει.
Δουλεύοντας μες στου γκρεμού, το πιο κρυφό το μέρος,
πλοκό, Κυβέλη[5], σου ’φτιαχναν, ο Γλαύκος κι ο Αμύντας[6],
και πράυναν τις έγνοιες σιγοκελαηδώντας.
Και να, πλάι στον Τίβερη[7], μέσ’ από βοσκοτόπια,
μοσχάρια καστανόξανθα, κατσίκες μυρωδάτες,
φέρνει η Μυρτίλη η όμορφη, γλυκοπαρακαλώντας:
ΜΥΡΤΙΛΗ
«Γλαύκε λαμπρέ, πατέρα μου[8], που να ’χει να σου δίνει
βέργες η λυγερή ιτιά, το έργο να τελειώσεις,
και να ’χεις μες στα σπήλαια, την πρόστρεξη του Αμύντα,
δέξου γλυκά και μ’ εύνοια τούτες τις προσευχές μου:
πάρε τους ταύρους που θωρείς, πάρε και τις κατσίκες,
κέρατα φέρουν τα ταυριά, χηλές που άμμο υψώνουν,
κι οι αίγες είν’ γαλάριες· τραγούδι χάρισέ τους,
δώσ’ τους νερό απ’ την πηγή, βοσκή να τα φιλέψεις».
ΓΛΑΥΚΟΣ
«Μυρτίλη, λατρεμένη μου, ιτιές εδώ δεν έχει,
στέρεψαν θάμνοι αγκαθωτοί και τρυφερά τριφύλλια,
γέρος πια μόνον κουβαλώ το ταπεινό χορτάρι
για ελάχιστους αμνούς· βλέπεις, σ’ όλη την Αρκαδία,
και στην ψηλή Ροδόπη τη δασιά, πόσο μ’ αναγελούν[9].
Κι ο Κάκος[10] τώρα κυνηγά όλα να τα μπουκώσει
ώσπου η πείνα η τρισκότεινη πλήρως να κορεσθεί.
ΜΥΡΤΙΛΗ
«Αυτό που σου εζήτησα, συ Γλαύκε μου τ’ αρνιέσαι,
ξεχνάς –βλέπω– πως κάποτε, ένσαρκος ο Αλκείδης[11]
όσο σε μια χαμόβαρκα στις όχθες του Ιορδάνη,
γύρευες μάταια να πιαστούν πάνω στ’ αγκίστρι ψάρια,
τούτος σιμά σε τράβηξε, τη δυσκολία πήρε[12],
κι αρχιποιμένα σ’ έκανε σ’ ερατεινά κοπάδια.
Σάμπως νομίζεις, αφελή, πως το ’κανε για σένα;
Ήθελε ολοφάνερα να σώσει όλη την πλάση.
Άκου, λοιπόν, το ξέρω, ότι είν’ οι αγροί ευνοϊκοί,
όμως χωράφια θα ιδείς πιο πλούσια σε ζώα
απ’ όσα ο Αμφίων έβλεπε στα πλάτη του Αρακύνθου,
ή όσα ο γιος του Απόλλωνα στους λόφους του Ισμάρου[13],
κι ο Φοίβος σαν βοσκός σ’ όλη τη Θεσσαλία. Πάντα
το άσμα αμείβεται· στη ράχη του ηχολάλητου
λόφου του Ταρπηΐου, δίχρωμη θα στεφθείς μυρτιά[14],
και πάντα θα σε στέργουμε. Κι άραγε τι τα φυλάς
τα όμορφα τραγούδια; Ήδη τα ζώα τέντωσαν
τα φαρδουλά αυτιά τους, κάνε να ηχήσει ο αυλός
στα βάθη των αγρών· κι εγώ, με δάφνη θα σε στέψω.
ΓΛΑΥΚΟΣ
«Μυρτίλη, νίκησες, θα τραγουδήσω. Ετοίμασε
Αμύντα τους αυλούς, να υψωθούν οι στίχοι στ’ άστρα»[15].
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Με περισσή γλυκύτητα φούσκωσε ευλαβικά το στήθος,
τον Δία ετραγούδησε, τον γιο και τ’ άγιο πνέμα,
και μια μολπή αιθέρια μες στα λιβάδια ηχούσε.
Άρχισε τότε να εξηγεί –και δάση υμνολογούσαν–
πώς απ’ τα τρία αρθρώνεται το ένωμα το θείο.
Τον πλάστη ύστερα παίνεψε, θάλασσας, γης και θόλου,
πλάστη των φώτων της νυκτός, των ουρανίων σωμάτων,
των όψεων της Άρτεμης[16] μα και της Αφροδίτης.
Ερμήνευσε πώς πλέκονται κοιλάδες με ποτάμια,
ακτές μ’ όλη τη θάλασσα, λουλούδια με αγρούς, και
δέντρα πώς φυτρώνουνε στα άλση τα πυκνά. Ύστερα
εξήγησε τους νόμους που ορίζουν, πώς πύκνωσαν
με ζωντανά όρη ψηλά, και χείμαρροι και γαίες·
γιατί πετούνε τα πτηνά και κολυμπούν τα ψάρια
γιατί τα φίδια τ’ άποδα βγήκαν τη γη να γδάρουν·
ποιος πρώτος νου και ριζικό όρισε στους ανθρώπους,
ποιος απεχθής εσπίλωσε λάσπη μ’ αθώου αίμα[17],
σπόρους ποιος έριξε στη γη, ποιος άραγε να ορίζει
τα βοσκοτόπια τ’ άγνωρα σε ποίμνες και κοπάδια·
ποιος πρώτος που ετοίμασε σκέπη απαλή για ζώα,
ποιος πρώτος ήταν που ’λιωσε το σίδερο με φωτιά,
ποιος στα σουραύλια έδωσε τις νότες διακριτές.
Ο Γλαύκος μετά τραγούδησε –τώρα πιο δυνατά–
το κρίμα τ’ αποτρόπαιο που διέπραξε ο Λυκάων[18]
κινώντας το υπέρμετρο το φρένιασμα του Δία,
ζώα του λόγγου και θεριά πώς καταβυθιστήκαν
μα σ’ εύθραυστο πλεούμενο τα σώζει ο Δευκαλίων
και γιους και τις γυναίκες τους και σπόρους των πραγμάτων[19],
και πέτρες που ’ριξε αυτός, πώς άνθρωποι γινήκαν·
και οι σαλοί οι γίγαντες πώς πήγαν να φορέσουν
την Πίνδο πάν’ στον Όλυμπο, το Πήλιο πάν’ στην Όσσα·
πήρε μετά να διηγηθεί πώς πύργοι γκρεμιστήκαν,
το μάταιο εκείνο βέλασμα εσμών υπερηφάνων
–στο εξής αγρούς χαλεύανε κατσίκες και ποιμένες[20].
Υμνεί του Αρχιπάτορα[21] τις μάχες και τους ταύρους
που’ χαν ψηλά τα κέρατα· του Σιλβανού μετά υμνεί
μυστήρια πρωτόφαντα και θεία, που τα ιερά
κάτω απ’ την επιφάνεια νοήματα φυλάνε[22]·
πατρώα άφησ’ ο πρώτος γη, γέννηση γιου του ετάχθη
–γελούσε η στείρα η γριά· γι’ αυτό τους το βλαστάρι
θεός σε ιερούς βωμούς παρήγγειλε τη σφαγή[23].
Τραγούδησε ύστερα των τράγων τον δίκαιο χαμό,
πυρές τυφωνικές που πλήξαν δάση απ’ τα ουράνια,
ξεκαμωμένα έλη, κι έναν Κινύρα μέθυσο,
που ’σμιξε με τις κόρες[24]· τον δε που η θεία η βουλή
έσωσ’ από σφαγή, είπε πως έσπειρε γιους εχθρούς
δίδυμους αδελφούς[25]· είπε και για τις φλούδες κείνες
που αγριόχοιρου την πείνα καταστέλλουν[26], και πώς
τον γέρο τον τυφλό θεία η Σωφρονίς πλανεύει
και το βεργάδι έκανε μ’ ένα αρνί να μοιάζει[27]·
εξόριστος ποίμνες βόσκησε, και πήρε ανταμοιβή,
και σαν κουτσός επέστρεψε, και σκάλα ονειρεύθη
στα άστρα τα ψηλά[28]. Και πώς ο Στίλβων πάλεψε
στη δύσκολη αγροτιά, και τον πλατύ μηρό που επλήγη
και τ’ όνομα που πήρε[29]. Και ύστερα εμίλησε
για των βοσκών τον φθόνο, και το έγκλημα που έθαλψε,
τ’ αγόρι που πουλήθηκε χρυσάφι σ’ Αιγυπτίους[30],
μα τ’ όνειρο του Φαραώ, δεσμά και φόβους λύνει·
κι έπειτα ως Άργος[31] χρίστηκε νομέας πυκνών σοδειών,
και πριν απ’ τον λιμό αυτός, σώρευσε το σιτάρι,
τους δε οικείους του –άσιτους– είλκυσε μες στη Μέμφι
και της σποράς του τη σκλαβιά που όρισε η μοίρα.
Όμως, τον Φορωνέα,[32] σώζει στο ρεύμα η Ίσιδα[33],
κι ήλθαν του Νείλου οι πληγές, πνιγήκανε οι τράγοι·
πλανήθηκε ο λαός σφοδρά, σε γη καταραμένη,
άγονη και καμένη· κι οι οργωτές οργίζονται
μα δίνει η πέτρα το νερό κι ο ουρανός τον άρτο[34]·
άδηλος μες στα σύννεφα δίνει εντολή ο Δίας
για οίκο κι ιερή σκευή και νόμους χαραγμένους
ψηλά στην Ιδουμαία, μα τους συντρίβει ο Φορωνεύς
για τ’ Οσίριδος τον δόλο[35]. Πέσανε μετά πληγές
φιδιών που εξαλειφτήκαν μπρος σε φιδιού τ’ ανάβλεμμα[36]·
κι αφού διωχτήκαν τα σκυλιά με δόρατα και τόξα,
ισομοιράστηκαν αγροί σε όλους τους κατοίκους[37].
Υμνεί μετά παλαιστικούς πανάρχαιους αγώνες,
νίκης στεφάνους και ραβδιά, θρονιά σε πράσινο ίσκιο,
κι έναν ναό μαρμάρινο[38]· μα ύστερα το ποίμνιο
δεινά σκληρά το βρίσκουν, αίμα φουσκίζει τη στεριά,
δάση απογυμνώνονται, μαλλιά λεηλατούνται,
και ορφανός κείτ’ ο βοσκός στις ατραπούς του Τίγρη,
τα δε κοπάδια σκόρπισαν, γέμισαν ξένες μάντρες·
θεοί αυτά ορίσανε, προφήτες τα διείδαν[39].
Μολύνθηκαν τα ιερά[40], και γύρισαν οι ηγέτες,
μα μάταια εκρεμάσανε βραβεία στην ιτιά[41].
ΓΛΑΥΚΟΣ
Κόπιασε ο Γλαύκος μια σταλιά, δύναμη να μαζέψει:
«—Νύμφες, δώστε να μέλψω ευθύς, μεγάλα για τη Ρώμη!»[42]
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Της Μαίας ύμνησε τον γιο[43], που ήλθε απ’ τα νέφη[44]
κι είσδυσε στον χρυσόηχο τον οίκο της Δανάης[45],
κι όπως τον πρόσταξε ο γονιός, εύνοια αγγέλλει θεία,
κι αφού συναίνεσε αυτή, της τραγουδά –τι θαύμα!–
τον λόγο που στην άθικτη[46] άσπορα σάρκα παίρνει[47]
–ω, μέγα των θαυμάτων! Κι όπως αγνή συνέλαβε
αγνή βγάζει τη γέννα[48]· και πίστη αξίζει αυτό πολλή.
Σατύρων θα ’κουγες εκεί ξέφρενο ποδοχτύπι,
θα ’νιωθες το τραγούδι τους και τον χορό να σέρνουν,
φαύνους και νύμφες θα ’βλεπες, του Λάτιου κοπέλες
όλες ανθοστεφάνωτες, κιννάβαρι γεμάτες
τα χέρια επιδέξια κύμβαλα να χτυπούνε·
γλυκόχορδη ήχηση εσπάρη στα βάθη τ’ ουρανού,
και λάμπει ο θόλος ο στητός όλος με νέο σφρίγος,
αρώματα διαχέονται στα μακρινά χωράφια[49],
ο ήλιος χρυσοκάστανος θερμές ακτίνες δίνει,
κι η Φοίβη η σιγαλή σκιρτά στ’ άρμα του αδελφού της[50]·
δροσιά απλώνεται στη γη, και απαλά ο Δίας
δίνει καθάρια βροχή σε χώρες διψασμένες·
τα όρη σπινθηρίζουνε, ριγούν τ’ αγριογίδια,
τρύζουνε τα πουλιά γλυκά ανάμεσα στα δέντρα,
οι κάμποι αγαλλιούν κι οι βράχοι ολόβαροι ανυψούνται·
μέσ’ απ’ τα βάτα ξεπηδούν ελιάς δίχρωμης κλώνοι,
αναρριχάται ο κισσός[51], φοίνικες, δάφνες θάλλουν.
Και κέδροι απ’ τον Λίβανο, αμπέλια του Φαλέρνου
που οι σειρές τους τρυφερές πετράδια λες πως βγάζουν,
και πεύκα τα μακρύκωμα, κείνα της Αδριατικής·
κι αγκάθια εμαλάκωσαν, κι ορθοπατούν στα έλη
καλαμιές, μα και στιλπνές ιτιές –και λίγα ’γώ λέω:
η πλάσ’ όλη ασμενίζεται κι αθλεύει στο τραγούδι[52].
Μόνος σε σπήλαιο κρυφό, ο Πλούταρχος[53] πλαντάζει
ορθώνει δόμους ο αισχρός, αμπάρες διπλοκλείνει
για να μην έλθει να διαβεί ο πληγωμένος Κόδρος[54]
κι οι ειδεχθείς οι αδελφές[55], φύλακες να ’ναι ορίζει.
Και σαν ο Γλαύκος ένιωσε τη γενική ευφροσύνη
τόνους γλυκούς συνέχισε να βγάζει απ’ τα στήθια·
ξανάπιασε να τραγουδά για ευωδερούς Σαβαίους[56],
για τους βοσκούς που έσπευσαν λιβάνι για να φέρουν
να τ’ απιθώσουν στο παιδί που βρίσκονταν στη φάτνη
–ρότα σ’ απόκρημνα βουνά άστρο λαμπρό τους δίνει.
Φευγιό αρχινά μακρύ, μέσ’ από την καυτή την άμμο
–στον κόρφο της παρθένου αυτό– στα βάθη της Αιγύπτου,
τη λύσσα λύκου γλίτωσε, μα ηχούσε πια θλιμμένη
βληχή αρνιού για τους αμνούς, τους αδικοχαμένους[57]·
έπειτα το παιδί εξήγαε, σε όλους τους βοσκούς,
τους νόμους του Λυκούργου και πράγματα που’ χαν συμβεί[58].
Τον Νάθαν[59] ύμνησε μετά, τον ποταμοπλυμένο,
–τραγιά εξηγεί πώς θα πλυθούν, απ’ την αρχαία λέρα·
η Θέτις Βάκχος έγινε[60], διωχτήκαν τραπεζίτες[61],
φωτιές, ανέμους, κλύδωνες, ο Ασκληπιός σιγάζει[62],
πνεύματα και φαντάσματα, σκιές βαθιά θαμμένες
έκανε αυτός ν’ αναστηθούν και στη ζωή να κλίνουν·
κι ο άνδρας τούτος έδειξε τον τρόπο που εξαγνίζει
ορδές που –μέχρι τότε– μάστιζε άγος φονικό,
και το παλιό το λάδι –που άρρωστους νιους ζωογονεί.
Αγόρια μαραζιάρικα ο Πάλης[63] τραπεζώνει
και βελανίδια πρόσφερε πρωτόφαντα στη φύση,
κι ο ευλαβής Ακταίων[64] στερνές ορμήνιες δίνει·
το δείπνο σαν τελείωσε –και πλύνανε τα πόδια
και τέλεψαν τις σπονδές– μεθόδευσε ο Μενάλκας[65]
να τόνε ρίξουν στα σκυλιά, φριχτά να υποφέρει[66]·
ο Γλαύκος λέει πως τρόπαιο, πρόσφερε εαυτόν στο χάρο,
και κείται ματοστάλαχτος και καταλαβωμένος.
Ύστερα βράχοι σχίστηκαν, πηγές στα βύθια σβήσαν,
τρέμαν τα όρη από σεισμούς, άλση ξεριζωθήκαν,
και –μέρα– εσκορπίστηκε σε γη κι αέρα σκότος,
κοπάδια, αρνιά και αρχηγοί αγωνιούν στα δάση,
στέναγμα έβγαλε η στεριά, κι αρχαίες ψυχές προγόνων
από τον τάφο ορθώθηκαν, και πρόβαλαν στους λόγγους[67].
Στους άθλους έδωσε φωνή, που ο Ηρακλής κατήγε,
τις θύρες έσπασε αυτός, που βράχοι ασφαλίζαν,
και μόσχους που απήχθησαν, γύρεψε απ’ τον Κάκο[68]·
σειρά μες στο τραγούδι του, είχαν του Ιππολύτου[69]
τα μέλη τα τεμαχιστά, σε τρίμερο σιαγμένα[70],
και πώς ξαναεφάνηκε σε ποίμνες και ρουμάνια
δαφνοστεφής, θριαμβευτής, φοινικοστολισμένος.
Θαύμα αυτό μυριάκριβο, μα τι δεν μπορεί ο Δίας;
Μετά ο Φοίβος κίνησε κι ανέβηκε στα άστρα
φλόγες λαμπρές χυθήκανε απάνω στους συντρόφους
φλόγες που στα ψηλά, είχε περιβληθεί ο ίδιος[71]·
αυτοί μετά εστάλησαν στη χώρα του Αρθούρου,
στους μελαμψούς Αιθίοπες, στον αγλαό τον Γάγγη.
ΓΛΑΥΚΟΣ
Μυρτίλη, νύμφη μου όμορφη, άλικα πόσα άνθη,
κρίνα λευκά και κίτρινα στρώνουν για σένα οι κάμποι[72];
Πόσους ναούς θ’ αξιωθείς να δεις σ’ όλες τις χώρες,
αμέτρητα δωρήματα, επαίνους παναγίους!
Όλα τα που ποιμαίνεις, γιομάτα θα τα χαίρεσαι
πεδία τα Ηλύσια, χώμα γλυκό πατρώο!
Σαν λιώσει η γη με νέα φωτιά, εδώ θα ’ρθει ο Κόδρος
γιατί έχει να χωρίσει: τραγιά εδώ, κι εκεί αμνούς[73].
Τέρμα θα ’ρθει στα πράγματα, ανάπαυση σ’ αγρότες,
κι ώρα πια να τις κλείσουμε, Αμύντα μου, τις βρύσες[74].
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Κι όσο ο Γλαύκος έμελπε, ο Τίβερης εσίγα,
η δε Μυρτίλη έκαμε τους χρυσαφιούς τους ταύρους
να λησμονούνε την τροφή και το χλωρό νεράκι,
και με τον Γλαύκο να σιωπά, θα’ βλεπες να βουτούνε
σε ρέμα ολοζώντανο, βρομιά παλιά να διώξουν,
γέννηση δεύτερη να ζουν, να σμίγουν με τα ζώα
του Γλαύκου στον βοσκότοπο, νιόβγαλτο ύμνο ν’ άδουν.
Παράμεινε στον Όλυμπο απ’ τη μολπή του Γλαύκου
κι αργά φέρνει ο Έσπερος σκιά πάνω στα όρη[75].
Πάτε στα σπίτια σας, παιδιά, φέρτε ξανά τις ποίμνες,
πλέκω τη δάφνη ’γώ· λόφοι, τον βάρδο υμνήστε.
~.~
Παράρτημα 1
Βοκκάκκιος, Επιστολή 23
Προς τον Μαρτίνο ντα Σίνια
(1372-1374, απόσπασμα) [76]
[…] Η ενδέκατη εκλογή φέρει τον τίτλο «Pantheon» από το «pan», που σημαίνει «όλα» και «theos», που σημαίνει «θεός», επειδή σε όλο το κείμενο γίνεται λόγος για θεία πράγματα. Σε αυτήν την εκλογή ομιλεί μόνον ο συγγραφέας, μεταφέροντας τα λόγια κάποιων συνομιλητών, οι οποίοι είναι δύο: η Μυρτίλη και ο Γλαύκος. Η Μυρτίλη υποδηλώνει την Εκκλησία του Θεού, την οποία αποκαλώ έτσι από τη μυρτιά. Η μυρτιά έχει δίχρωμα φύλλα. Το κάτω μέρος είναι κατακόκκινο και το πάνω πράσινο. Μέσω αυτών των χρωμάτων συμβολίζονται, αντιστοίχως, οι διωγμοί και οι δοκιμασίες που υπέστησαν κάποτε οι άγιοι αλλά κι η ισχυρή ελπίδα τους να λάβουν την υψηλή ανταμοιβή που τους υποσχέθηκε ο Χριστός. Ο Γλαύκος, ωστόσο, υποδηλώνει τον απόστολο Πέτρο. Διότι ο Γλαύκος ήταν ένας ψαράς ο οποίος, αφού γεύθηκε κάποιο βότανο, ρίχτηκε ξαφνικά στη θάλασσα κι έγινε ένας από τους θεούς της. Έτσι και ο Πέτρος. Ήταν ψαράς, και αφού γεύθηκε τη διδασκαλία του Χριστού, ρίχτηκε οικειοθελώς στα κύματα, στις απειλές, δηλαδή, και τους κινδύνους που εξαπέλυαν οι εχθροί του χριστιανικού ονόματος. Κήρυξε το όνομα του Χριστού, και χάρις σε αυτό έγινε ένας θεός, άγιος, δηλαδή, και αποτελεί έναν από τους εκλεκτούς του Θεού στους ουρανούς. […]
~.~
Παράρτημα 2
Βιργίλιος, Τέταρτη Εκλογή
Μετάφραση Γιώργου Βαρθαλίτη [77]
Ἆσμα ὑψηλότερο ἂς μέλψουμε, Μοῦσες μου τῆς Σικελίας!
Τὰ ταπεινὰ τ’ ἁρμυρίκια κι οἱ ἀγροὶ δὲν ἀρέσουνε σ’ ὅλους:
Ἂν τραγουδᾶμε τὰ δάση, τὰ δάση ἂς εἶναι ἄξια τοῦ ὑπάτου.
Ὅπως προφήτεψε ἡ Σίβυλλα, φτάσανε τὰ ἔσχατα χρόνια.
Τώρα καὶ πάλι ὁ μεγάλος ὁ κύκλος τῶν αἰώνων ἀρχίζει.
Τώρα ἐπιστρέφει ἡ Παρθένος κι ἡ ἁγνὴ βασιλεία τοῦ Κρόνου,
τώρα ἡ καινούργια γενιὰ κατεβαίνει ἀπ’ τὰ βάθη τοῦ πόλου.
Πάναγνη Ἀρτέμιδα, ἀγκάλιασε ἐσὺ τὸ παιδὶ ποὺ γεννιέται,
ποὺ μὲ τὴ γέννα ἐκεινοῦ τοῦ σιδήρου τὸ γένος θὰ σβήσει
καὶ θὰ φανεῖ τὸ χρυσό: βασιλεύει ὁ Ἀπόλλων σου τώρα.
Ὅταν ἐσὺ θὰ ὑπατεύεις, ὁ αἰῶνας τῆς δόξας θὰ ἀρχίσει
καὶ τὸ Μεγάλο τὸ Ἔτος, Πολλίωνα, θὰ ξεκινήσει.
Κι ἂν τῶν παλιῶν μας τῶν κριμάτων ἀκόμη σημάδια ἀπομένουν,
δύναμη ἐτοῦτα δὲν θά ’χοῦν καμιὰ νὰ τρομάξουν τὴν κτίση.
Κεῖνο θὰ ζήσει τὴ ζωὴ τῶν θεῶν, θὰ τὸ πάρουν σὰν ἴσο
στὴ συντροφιὰ τοὺς θεότητες κι ἥρωες καὶ θὰ κυβερνήσει
τὴν ποὺ θεμέλιωσε πάγκοσμη εἰρήνη ὁ τρισάξιός του κύρης.
Μόνη της τότε κι ἡ γῆ θὰ σοῦ δώσει τὰ πρῶτα της δῶρα,
νάρδο, παιδί, θὰ σοῦ δώσει, κισσό, τοῦ νεροῦ καὶ τὰ κρίνα
καὶ τῆς Αἰγύπτου λωτοὺς καὶ τὸ γέλιο γλυκό της ἀκάνθου.
Οἱ αἶγες γεμᾶτες μὲ γάλα στὴ στάνη ξανὰ θὰ γυρίζουν,
δὲν θὰ φοβίζουν ξανὰ τὰ κοπάδια μεγάλα λιοντάρια,
καὶ θὰ γεμίσουν τὸ λίκνο σου πλῆθος πανώρια λουλούδια.
Ἀπὸ τὴ γῆ θὰ χαθοῦνε τὰ φίδια, θὰ λείψει τὸ κώνειο,
τ’ ἄμωμο τῆς Ἀσσυρίας μονάχα παντοῦ θὰ φυτρώνει.
Ὅταν ἐσὺ τῶν ἡρώων θὰ μπορεῖς νὰ διαβάζεις τοὺς ὕμνους
καὶ τοῦ πατέρα σου τὰ ἔργα καὶ μάθεις τί λέγεται ἀνδρεῖα,
τότε ἡ γυμνὴ πεδιάδα ἀπὸ κῦμα σταχυὼν θὰ χρυσίσει,
οἱ ἄγριοι βάτοι μὲ κόκκινους βότρεις εὐθὺς θὰ γεμίσουν,
κι ὡς κι ἡ σκληρότερη δρῦς θὰ ἀποστάξει σταγόνες μὲ μέλι.
Μὰ ἀπ’ τοὺς ἀρχαίους μας δόλους θὰ μείνουνε κάποια σημάδια,
κι ἔτσι τὴ Θέτιδα ἀκόμα τὰ πλοῖα θὰ δαμάζουν, θὰ κλείνουν
τείχη τὶς πόλεις ἀκόμα κι ὑνιὰ θ’ αὐλακώνουν τὸ χῶμα.
Τότε ὅμως θά ’ρθεῖ ἕνας Τίφυς καινούργιος μὰ κι ἥρωες νέους
κάποια ἄλλη Ἀργῶ σὲ μεγάλους πολέμους θὰ φέρει καὶ πάλι
κι ἕνας μεγάλος Ἀχιλλέας ξανὰ γιὰ τὴν Τροία θὰ κινήσει.
Μὰ ὅταν ἐσὺ γίνεις ἄντρας κανεὶς δὲν θὰ πλέει ταξιδιώτης
πάνω στὴ θάλασσα, μήτε καράβια πραμάτειες ἐμπόρων
θὰ κουβαλοῦν, γιατί ζείδωρη ἡ γῆ θὰ γεννάει τὰ πάντα.
Δὲν θὰ γνωρίζει δικέλλες ἡ γῆ, κλαδευτήρια τ’ ἀμπέλι,
οἱ δυνατοὶ ζευγολάτες τις ζεῦλες θὰ λύσουν τῶν ταύρων,
ψεύτικα χρώματα πιὰ δὲν θὰ δεῖς στὸ μαλλὶ τῶν προβάτων,
καὶ στὰ λιβάδια τὰ κριάρια ἀπὸ μόνα τους θὰ στολιστοῦνε
μ’ ἄλλοτε κόκκινο κι ἄλλοτε κίτρινο δέρμα σὰν κρόκο
καὶ τοὺς ἀμνοὺς ποὺ βοσκᾶνε θὰ ντύσει –τί θάμα!– πορφύρα.
Εἶπαν οἱ Μοῖρες στ’ ἀδράχτια τους: «κλῶστε γοργὰ τέτοια χρόνια»
σύμφωνες μ’ ὅσα ἡ ἀλύγιστη θέλει Εἱμαρμένη τοῦ κόσμου.
Δέξου κι ἐσὺ τὶς μεγάλες τιμὲς (ὁ καιρὸς πλησιάζει)
τέκνο τῶν θεῶν λατρευτό, τοῦ μεγάλου Κρονίδη τὸ σπέρμα!
Κοίτα πῶς σείεται ἡ γῆ, τὸ βαθὺ στερέωμα τοῦ πόλου,
ἡ κυματοῦσα κι ἡ θάλασσα, ὁ πάμφωτος ὅλος ὁ αἰθέρας,
κοίτα πῶς χαίρουν τὰ πάντα ποὺ θά ’ρθει ὁ καινούργιος αἰῶνας!
Ὦ! Νὰ μποροῦσα νὰ ζήσω κι ἐγὼ μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα
καὶ νὰ μοῦ μείνει πνοὴ γιὰ νὰ πῶ τοὺς δικούς σου τοὺς ἄθλους!
Δὲν θὰ μὲ νίκαγε στ’ ἆσμα οὔτε ὁ Λίνος καὶ μήτε ὁ Ὀρφέας
κι ἂν τὸν βοηθοῦσε τὸν ἕνα ὁ πατέρας, τὸν ἄλλο ἡ μητέρα,
ὁ ὄμορφος Φοῖβος τὸ Λίνο, ἡ Καλλιόπη τὸ Θράκιο Ὀρφέα.
Στὴν Ἀρκαδία μπροστὰ ἂν μὲ παρέβγαινε ὁ Πάνας, ὁ Πάνας
θὰ ἔλεγε, ἂν ἦταν κριτὴς ἡ Ἀρκαδία, πὼς τὸν ἔχω νικήσει.
Τὸ χαμογέλιο ξεκίνα, παιδάκι, τῆς μάνας νὰ νιώθεις
(μῆνες ὁλόκληρους δέκα σὲ βάσταξε ἐκείνη στὰ σπλάχνα)
ἔλα, παιδάκι: οἱ γονεῖς σου ἂν σὲ σένα δὲν χαμογελάσουν,
δὲν θὰ σοῦ στρώσει τὴν κλίνη της θεὰ καὶ θεὸς τὸ τραπέζι.
///
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η μετάφραση στηρίζεται στην έκδοση του A. F. Masséra. G. Boccaccio, Bucolicum Carmen, εις Opere, τ. ΧΙ, Opère Latine Minori, Μπάρι, 1928, σελ. 49-53.
[2] Όπως επισημαίνει ο Lidonnici (σελ. 256), η επίκληση της Μούσας απαντά πρώτα και μόνον εδώ στο Bucolicum Carmen. Τούτο σηματοδοτεί και τη μετάβαση του Βοκκάκιου σε υψηλότερο ύφος σε σύγκριση με τις προηγούμενες Εκλογές.
[3] Πρβλ. Smarr (σελ. 239): «Μαζί με τον στίχο 7, οι στίχοι εκφράζουν την ιδέα ότι η ποίηση της αλήθειας (ή η Αλήθεια) δεν πρέπει να ντρέπεται να υιοθετήσει το ταπεινό ποιμενικό ύφος».
[4] Ο Πετράρχης.
[5] Η Κυβέλη, η μητέρα των θεών. Εδώ, η Παναγία. Ο Weiss (σελ. 121) θεωρεί ότι η Κυβέλη συμβολίζει την Εκκλησία.
[6] Αμύντας, ο Άγιος Παύλος.
[7] Για τον Βοκκάκιο, ασφαλώς, η φυσική έδρα της Εκκλησίας είναι πάντοτε η Ρώμη.
[8] Η Εκκλησία (η Μυρτίλη) έχει για πατέρα τον Πέτρο (Γλαύκο), πρώτο επίσκοπο Ρώμης.
[9] Αλληγορείται η απομόνωση του Πάπα στην Αβινιόν.
[10] Ο Σατανάς. Πρβλ. Βιργίλιος, Αινειάδα, 8.193 κ.ε.
[11] Ο Ιησούς.
[12] Πρβλ. Κατά Λουκάν, 5:1-9.
[13] Πρβλ. Βιργίλιος, Εκλογές, 6. 29-30. Ο γιος του Απόλλωνα: ο Ορφέας.
[14] Ο Καπιτωλίνος Λόφος, όπου έλαβε χώρα η Στέψη του Πετράρχη. Ιδ. σχετικά. https://neoplanodion.gr/2025/11/18/petrarca-stepsis/
[15] Πρβλ. Βιργίλιος, Εκλογές, 6. 84.
[16] Trivia, η Άρτεμις (η Σελήνη).
[17] Ο φόνος του Άβελ.
[18] Πρβλ. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 1. 199 κ.ε.
[19] Μεταφορικά, ο κατακλυσμός του Νώε.
[20] Η πτώση του πύργου της Βαβέλ. Πρβλ. Γένεσις, 11:3-9.
[21] Ο Αβραάμ.
[22] Σιλβανός είναι εδώ ο βιβλικός Θεός. Πρβλ. Γένεσις, 12:7-8.
[23] Η θυσία του Ισαάκ.
[24] Η καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων και η συνεύρεση του Λωτ με τις κόρες του (Γένεσις, 19:24-38). Ο Βοκκάκιος αξιοποιεί την ομοιότητα της ιστορίας με εκείνη της Μύρρας και του Κινύρα στις Μεταμορφώσεις (10.300 κ.ε.).
[25] Ο Ιακώβ και ο Ησαύ.
[26] Ο ευτελισμός των πρωτοτοκίων από τον Ησαύ, πρβλ. Γένεσις, 25:29-34.
[27] Η παραπλάνηση του τυφλού Ισαάκ απ’ τη Ρεβέκκα (Σωφρονίς) για την απόδοση των πρωτοτοκίων στον Ιακώβ. Πρβλ. Γένεσις, 27:6-29.
[28] Η κλίμακα του Ιακώβ, Γένεσις, 28:12-17.
[29] Στίλβων, όνομα του Ερμή. Εδώ, ο Ιακώβ, η πάλη του με τον άγγελο και η απόδοση του ονόματος «Ισραήλ». Πρβλ. Γένεσις, 32:24-32.
[30] Ο Ιωσήφ. Πρβλ. Γένεσις, 37:3 κ.ε.
[31] Η Smarr (σελ. 249) εξηγεί: «‘Άργος’ ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσαν τόσο ο Πετράρχης όσο και ο Βοκκάκιος για τον βασιλιά Ροβέρτο της Νεαπόλεως· φαίνεται να συνδέεται γι’ αυτούς με την ιδέα ενός δίκαιου και καλοπροαίρετου ηγεμόνα, στην προκειμένη περίπτωση του Ιωσήφ ως διοικητή».
[32] Ο Μωυσής. Για τον Φορωνέα, στις Γενεαλογίες, ο Βοκκάκιος γράφει ότι ήταν ο δεύτερος βασιλιάς του Άργους. «Ήταν άνδρας εξαιρετικά προικισμένος και πάρα πολύ σοφός, κατά τη βασιλεία του οποίου το Άργος έγινε για πρώτη φορά διάσημο για τους νόμους και τις δικαστικές αποφάσεις του» (Genealogie, 7. 23).
[33] Η κόρη του Φαραώ. Πρβλ. Έξοδος, 2:3-7.
[34] Οι πληγές του Φαραώ, η διάσχιση της Ερυθράς Θάλασσας, η Πέτρα του Χωρήβ και το Μάννα εξ Ουρανού.
[35] Η παράδοση του Νόμου στον Μωυσή στο όρος Σινά (Ιδουμαία), οι οδηγίες για την κατασκευή της Σκηνής του Μαρτυρίου, η λατρεία του Χρυσού Μόσχου (Όσιρις).
[36] Πρβλ. Αριθμοί, 21:6-9.
[37] Η κατάκτηση της Χαναάν και το μοίρασμα της γης.
[38] Ο Ναός του Σολομώντα.
[39] Η Βαβυλώνια Αιχμαλωσία, η διασπορά των Εβραίων, η τύφλωση του Σεδεκία (Ιερεμίας, 52:11), η προφητεία των δεινών του Ισραήλ (Ιερεμίας, 1:9-17). Συμβολίζεται επίσης η αιχμαλωσία και απομόνωση του Πάπα στην Αβινιόν.
[40] Η καταστροφή του Ναού.
[41] Πρβλ. Ψαλμοί, 137:2.
[42] Πρβλ. Βιργίλιος, Εκλογές, 4.1.
[43] Ο Ερμής -αγγελιοφόρος των θεών-, μεταφορικά ο αρχάγγελος Γαβριήλ.
[44] Πρβλ. Βιργίλιος, Εκλογές, 4. 7.
[45] Η Παρθένος. Danis στο κείμενο -αρκετοί έχουν θεωρήσει πως εννοείται εδώ η Άρτεμις (Diana).
[46] Πρβλ. Βιργίλιος, Εκλογές, 4. 6.
[47] Πρβλ. Κατά Ιωάννην, 1:14.
[48] Πρβλ. Βιργίλιος, Εκλογές, 4. 8.
[49] Πρβλ. Βιργίλιος, Εκλογές, 4. 42.
[50] Η (νέα) Σελήνη.
[51] Πρβλ. Βιργίλιος, Εκλογές, 4. 19.
[52] Πρβλ. Βιργίλιος, Εκλογές, 4. 50-52.
[53] Ο Σατανάς, ο «άρχων» του κάτω κόσμου («Πλούτων»).
[54] Ο Ιησούς.
[55] Οι Ερινύες.
[56] Οι Σαβαίοι (Αιθίοπες) είναι οι τρεις Μάγοι.
[57] Ο Ηρώδης και η σφαγή των νηπίων.
[58] Ο Ιησούς δωδεκαετής στον Ναό, εξηγεί τον Νόμο.
[59] Εδώ, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής.
[60] Το θαύμα του Χριστού στον Γάμο της Κανά. Η Θέτις συμβολίζει το νερό, ο Βάκχος το κρασί.
[61] Η εκδίωξη των εμπόρων απ’ τον Ναό.
[62] Ο Ιησούς.
[63] Pales (άλλοτε αρσενική, άλλοτε θηλυκή) βουκολική θεότητα. Εδώ, μεταφορικά, ο Ιησούς στη σκηνή του Μυστικού Δείπνου.
[64] Ο Ιησούς.
[65] Ο Μενάλκας είναι ο Ιούδας. Το όνομα για τον προδότη είναι εμπνευσμένο από την 5η Εκλογή του Βιργιλίου (5, 4 κ.ε.).
[66] Ο Ιησούς κατασπαράσσεται από τον λαό του, όπως ο Ακταίων απ’ τα σκυλιά του.
[67] Πρβλ. Κατά Ματθαίον, 27:51-53.
[68] Η Κάθοδος του Ιησού στον Άδη.
[69] Ο Ιησούς.
[70] Η Ανάσταση. Τον Ιππόλυτο επαναφέρει στη ζωή ο Ασκληπιός. Πρβλ. Βοκκάκιος, Genealogie, 5. 19.
[71] Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή. Πρβλ. Πράξεις, 2:3.
[72] Πρβλ. Βιργίλιος, Εκλογές, 4. 43-44.
[73] Αναφορά στην ποθητή επιστροφή του Πάπα στη Ρώμη.
[74] Πρβλ. Βιργίλιος, Εκλογές, 3. 111.
[75] Πρβλ. Βιργίλιος, Εκλογές, 6. 85-86.
[76] Μεταφράζω από την έκδοση του V. Branca, Tutte le opere di Giovanni Boccaccio, τ. 5.1, Μιλάνο, 1992, 23.1-2, σελ. 716-718.
[77] Στις όχθες του Αληθινού. Εκλογές από την Παγκόσμια Ποίηση, Ανθολόγηση – Μετάφραση Γ. Βαρθαλίτης, Αθήνα, Αρμός, 2021, σελ. 13-14.
///
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Houghton, L. B. T. Virgil’s Fourth Eclogue in the Italian Renaissance, Κέιμπριτζ, 2019.
Grant, W. L. Neo-Latin Literature and the Pastoral, Ντάραμ (Βόρεια Καρολίνα), 1965.
Lidonnici, G. Il Buccolicum carmen, Τσιτά ντι Καστέλλο, 1914.
Lumnus, D. ‘The Changing Landscape of the Self (Buccolicum Carmen)’, εις V. Kirkham, M. Sherberg, J.L. Smarr (επιμ.), Boccaccio. A Critical Guide to the Complete Works, Σικάγο, 2013, 155-169.
Smarr, J. L. Giovanni Boccaccio: Eclogues, Νέα Υόρκη, 1987.
Weiss, P. ‘Metamorphosen des Mythos. Boccaccios bukolisches Weltgedicht und die allegorische Ovidexegese (Ekloge 11, Pantheon)’, Noctes Neolatinae, 24, 2015, 119-142.
*
*
*
