Υπέρ νοσούντων

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

~.~

Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενεία τελειοῦται.

ΠΑΥΛΟΥ ΤΟΥ AΠΟΣΤΟΛΟΥ, Προς Κορινθίους Β΄, ιβ΄ 9

Τι θα γίνει αν κοιμηθείς και ονειρευτείς
πως πήγες στον παράδεισο κι εκεί
έκοψες ένα παράξενο και πανέμορφο λουλούδι
και τι θα γίνει αν όταν ξυπνήσεις
κρατάς το λουλούδι αυτό στο χέρι σου;

SAMUEL TAYLOR COLERIDGE

Βρίσκονταν στο τελευταίο στάδιο. Την γάζωνε ο καρκίνος. Δεν έμεινε πλέον τίποτα, ούτε σάρκα, ούτε μαλλιά, ούτε κουράγιο. Απόψε ήταν η τελευταία της νύχτα. Το ήξερε. Μύριζε τον θάνατο στο δωμάτιο. Ένιωθε την γεύση του στο στόμα της. Τα φώτα στον θάλαμο χαμηλωμένα. Είχαν φύγει όλοι. «Πρέπει ν’ αναπαυθείς», της είπαν, λες και δεν θ’ αναπαύονταν σε λίγο για πάντα. Τα παιδιά της δεν τα είδε τις τελευταίες μέρες. Φοβήθηκαν να της τα πάνε μήπως τρομάξουν, αν αντικρίσουν κάτι κόκαλα σταυρωμένα αντί για την μάνα τους. Λείψανο κατάντησε. Η ανάσα της λιγοστή, όπως η φλόγα στο καντήλι που τρεμοσβήνει πριν σβήσει, ενώ το λάδι έχει πλέον σωθεί. Σώθηκε το λάδι της. Μα πόσο μπόρεσε να κάψει; Είκοσι επτά μόνον χρονών, τι πρόλαβε να ζήσει;

Παντρεύτηκε μικρή, λες και το ’ξερε. Έγινε μάνα. Ευτυχώς για κείνη. Δυστυχώς για τα παιδιά της: θα ορφανέψουνε νωρίς. Άντρα τής διάλεξε ο πατέρας της. Δεν είπε «όχι». Έναν άντρα θα ’παιρνε, ας ήταν αυτός. Προκαθορισμένη ζωή: μαγκανοπήγαδο. Εκείνος στην δουλειά, εκείνη στο σπίτι. Κάθε δεύτερο Σάββατο σε καμιά ταβέρνα. Την Κυριακή στην εκκλησία. Ο άντρας της ήταν θρήσκος. Της έβαλε μια εικονίτσα των Αγίων Αναργύρων κάτω από το μαξιλάρι φεύγοντας. Εκείνη στράβωσε τα μούτρα της, δεν πίστευε και πολύ: «Άμα πεθάνεις, βράστα! Όσο ζεις, κοίτα να χαρείς». Πολύ που χάρηκε… Μήπως τον έρωτα; Πφ! Σανίδες μέτραγε στο ταβάνι. Μήπως ταξίδια; Τώρα θα τα κάνει μαζεμένα, ένα και μακρινό. Τι χάρηκε; Πάντα την πλήγωνε αυτή η λέξη, ακόμα και στην προφορά της: «Χαρά!» Εκείνο το «Χ», στην αρχή, σαν διαγραφή της φαίνονταν. Σαν διασταυρωμένα ξίφη. Σαν ήχος λάμας που της έσκιζε το λαρύγγι.

Βήχας συγκλόνισε το στέρνο της. Ένας κόμπος αίματος ανέβηκε στο στόμα και τον έφτυσε στο σεντόνι. Ο λεκές απλώθηκε στο ύφασμα σαν ανθισμένο τριαντάφυλλο στο χιόνι. Ο αέρας λιγόστευε, λες και κάποιος τον έκοβε με μαχαίρι. Πήρε κοφτές ανάσες και πετάρισε τα βλέφαρα. Δεν έβλεπε καλά. Σαν να κοίταζε πίσω από θολωμένα τζάμια. Μόνον σκιές ξεχώριζε. Σκιές ακαθόριστες. Μία την πλησίασε κι έπιασε τον σφυγμό της. Θα ’ταν ο γιατρός, ήταν η ώρα του.

«Δεν μπορώ ν’ ανασάνω, γιατρέ!» ψιθύρισε με κόπο.

Εκείνος δεν μίλησε, μόνον ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπό της, θα ήθελε να δει αν έχει πυρετό. Μια δεύτερη σκιά στάθηκε δίπλα στην πρώτη, θα ήταν η νοσοκόμα. Οι σκιές τραβήχτηκαν παράμερα και κούνησαν κι οι δυο το κεφάλι, λες και συμφωνούσαν για κάτι.

«Πάει, είμαι τελειωμένη!» σκέφτηκε. «Για να κουνούν το κεφάλι τους, όπου να ’ναι πεθαίνω…»

Θυμήθηκε τα παιδιά της, μόνον τα παιδιά της, λες κι ήθελε να εντυπωθεί μέσα της η μορφή τους. Αν μπορούσε να πάρει κάτι μαζί της απ’ αυτόν τον κόσμο, θα ήθελε να είναι αυτό: τα πρόσωπα των παιδιών της.

Ξαφνικά, τα μάτια της γούρλωσαν. Κόντευαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. Ήθελε να φωνάξει, αλλά απλώς ανοιγόκλεινε το στόμα: δεν έβγαινε φωνή. Καίγονταν τα σπλάχνα της. Διψούσε πολύ. Τα χείλη φρύγανο. Η γλώσσα κολλημένη. Ο ουρανίσκος φαρμακίλα. Το αίμα σαν να κυλούσε πιο αργά μέσα στις φλέβες, πιο κρύο. Η σάρκα της έμοιαζε να ζαρώνει, όπως ένα μήλο που σήπεται. Τα κόκαλα σαν να ράγιζαν, σαν να τρίβονταν. Πονούσε. Πονούσε φριχτά! Πονούσε παντού. Έπεσε σε παραισθήσεις…

Είδε τον πατέρα της –χρόνια πεθαμένο– να της χαμογελάει.

«Μπαμπά!» ψιθύρισε δακρυσμένη.

Εκείνος χάθηκε…

Στην θέση του τώρα ήταν η γιαγιά της:

«Ήρθα να σε πάρω!» της είπε.

«Όχι, γιαγιά, δεν θέλω! Πού θ’ αφήσω τα παιδιά μου; Είμαι μικρή ακόμα, θέλω να ζήσω, να ζήσω!»

Λιποθύμησε…

Πέρασε ποιος ξέρει πόση ώρα. Συνήλθε. Δεν πονούσε πλέον. Μα δεν ένιωθε και τα μέλη της.

Άνοιξε τα μάτια.

«Χριστέ και Κύριε! Πού βρίσκομαι;» προσπάθησε να πει, μα φωνή δεν έβγαινε.

Αιωρούνταν στο δωμάτιο κι έβλεπε τον εαυτό της ξαπλωμένο στο κρεβάτι…

«Πέθανα!» συλλογίστηκε, μα δεν αισθάνονταν φόβο, μόνον μια παράξενη γαλήνη.

Κοίταξε γύρω της. Δεν ήταν μόνη. Την περιέβαλαν δυο στήλες φωτεινές. Μορφές δεν ξεχώριζε. Την κράταγαν απ’ τα χέρια και την οδήγαγαν προς τα πάνω, μες σε μια σπείρα γαλάζιου φωτός. Μελωδίες ακούγονταν από ψηλά και φωνές που τραγούδαγαν σε μιαν άγνωστη γλώσσα. Τα φωτεινά πλάσματα την κρατούσαν απ’ τις μασχάλες, όπως κρατούν ένα μωρό την ώρα που γεννιέται.

«Άγγελοι!» είπε από μέσα της. «Ώστε… υπάρχουν άγγελοι!»

Δάκρυα χαράς ξεπήδησαν απ’ τα μάτια της, κύλησαν στα μάγουλά της, νότισαν τις άκρες των χειλιών της και τα γεύτηκε. Κι έμοιαζαν λευκό κρασί αρωματισμένο με τριαντάφυλλο.

Τώρα ανέβαιναν ταχύτερα. Η ευδαιμονία ήταν απερίγραπτη! Το τούνελ του φωτός έγινε χρυσοκύανο και ζεστό. Έξω απ’ αυτό υπήρχε απόλυτο σκοτάδι. Κι από μέσα του απλώνονταν χέρια σκελετωμένα που γύρευαν να την αρπάξουν. Οι άγγελοι, όμως, την έκρυβαν με το κορμί τους και την προστάτευαν. Μόλις τα χέρια αγγίζαν τους αγγέλους, γίνονταν στάχτη…

Η άνοδος απότομα σταμάτησε. Δυο νέες φωτεινές μορφές τους έφραξαν τον δρόμο. Οι άγγελοι φάνηκαν να συνδιαλέγονται μαζί τους αλλά δίχως λόγια, λες και μιλούσαν με μουσική! Ύστερα, έσκυψαν το κεφάλι με συγκατάβαση και την παρέδωσαν στους άλλους.

Τότε άρχισαν να κατεβαίνουν, πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο ανέβαιναν. Η στήλη του φωτός έμοιαζε ν’ αραιώνει, σαν να λιγόστευε. Τα σκελετωμένα χέρια πλήθαιναν ολοένα. Με δυσκολία πλέον την προφύλαγαν οι δυο προστάτες της απ’ τους δαιμόνους. Οι μελωδίες από ψηλά σταμάτησαν. Ακούγονταν πεντακάθαρα τώρα κραυγές ανατριχιαστικές κι αλυσίδες που σέρνονταν…

Η κοπέλα έτρεμε σύγκορμη. Κροτάλιζαν τα δόντια της ακατάπαυστα κι ο ήχος αντιχτυπούσε στο κρανίο της και την τρέλαινε.

Οι φρουροί της την αγκάλιασαν σφιχτά. Το φως είχε σχεδόν σβήσει, το τούνελ χανόντανε, ο δαιμονικός κλοιός στένευε επικίνδυνα….

Ξάφνου, ένιωσε ένα τρομερό τράνταγμα! Κι ύστερα, τίποτα…

Άνοιξε δειλά τα βλέφαρα. Τα ’κλεισε θαμπωμένη. Αχτίδες αιχμηρές τρυπώσανε στις κόρες των ματιών της και την πόνεσαν. Δάγκωσε τα χείλη και ξαναδοκίμασε. Μέσα σε λάμψη εκτυφλωτική διέκρινε μια σκιά που όλο πλησίαζε…

«Όχι, Θεέ μου, όχι πάλι! Όχι άλλο φως, όχι άλλες σκιές… Θέλω να πεθάνω!» φώναξε δυνατά. Κι αυτήν την φορά –πράγμα παράξενο– βγήκε κανονικά η φωνή μες απ’ το στόμα.

Η σκιά κοντοζύγωσε και στάθηκε από πάνω της. Άπλωσε το χέρι προς το μέρος της.

«Όχι, μη! Μην μ’ αγγίζεις! Όχιιι…»

«Τι έπαθες, αγάπη μου; Είσαι καλά;»

Μα, αυτή η σκιά ήταν… ο άντρας της!

«Έβλεπες εφιάλτη;» την ρώτησε ανήσυχος.

Εκείνη πετάχτηκε πάνω. Κι όχι μόνον μπορούσε να πεταχτεί, αλλά δεν πονούσε διόλου! Κοίταξε τα χέρια της: δεν υπήρχαν οροί, δεν υπήρχαν βελόνες…

«Πού βρίσκομαι;» ψέλλισε.

«Μα, στο σπίτι μας, πού ήθελες να βρίσκεσαι;»

«Και το νοσοκομείο; Η αρρώστια;»

Αυτός ταράχτηκε:

«Ποιο νοσοκομείο; Ποια αρρώστια;»

Εκείνη δεν μίλησε. Έτρεξε στον καθρέφτη και κοιτάχτηκε.

Ήταν όμορφη, όπως πριν αρρωστήσει! Και τα μακριά, μαύρα μαλλιά της έπεφταν απ’ το κεφάλι της σε μπούκλες. Κάθισε στην καρέκλα κι έμπηξε τα κλάματα. Κλάματα γοερά, σαν μικρού παιδιού.

Ο άντρας της την κοίταζε κατάπληκτος. Όταν συνήλθε απ’ την σαστισμάρα του, πλησίασε και την αγκάλιασε.

«Έλα, μην κάνεις έτσι!» της είπε. «Όνειρο ήταν, εφιάλτης! Πάει, πια, πέρασε!»

Αυτή εξακολουθούσε να κλαίει…

Εκείνος την μετέφερε αγκαλιά στο κρεβάτι κι έμεινε δίπλα της, χαϊδεύοντάς την και μιλώντας της τρυφερά.

Κάποια στιγμή, ησύχασε κάπως. Σκούπισε τα μάτια της και για πρώτη φορά χαμογέλασε.

«Είσαι εντάξει τώρα;» της ψιθύρισε απαλά στ’ αυτί.

«Ναι, καλά!» είπε εκείνη, λίγο στα χαμένα.

«Ωραία! Έχω φτιάξει καφέ. Πιες να συνέλθεις και τα λέμε το μεσημέρι, ναι; Πρέπει να φύγω τώρα. Έχω ήδη αργήσει!»

Την φίλησε και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Άκουγε τα βήματά του που απομακρύνονταν…

Η γυναίκα κατευθύνθηκε μηχανικά προς το μπάνιο. Γδύθηκε κι άφησε το νερό να κυλήσει στο σώμα της, νιώθοντας την ευεργετική του επίδραση. Άθελά της ανατρίχιασε, ήρθε στον νου της η ζεστασιά των αγγέλων…

«Τι όνειρο, Θεέ μου!» σκέφτηκε. «Τι εφιάλτης!» συμπλήρωσε. «Μα, πόσο κράτησε; Σαν να ’ταν χρόνια μου φάνηκε!»

Σε λίγο μπήκε στην κουζίνα και γέμισε την κούπα με αχνιστό καφέ. Μύρισε το διεγερτικό άρωμά του κι ήπιε μια γερή γουλιά απ’ το απολαυστικό χαρμάνι. Γυρνώντας το κεφάλι στο πλάι, η ματιά της έπεσε στο ημερολόγιο.

«1 Νοεμβρίου, σήμερα!» είπε. «Καλό μας μήνα!» Κατόπιν, λίγο πιο κάτω, διάβασε το εορτολόγιο: «Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού».

Της κόπηκαν τα πόδια…

Με τρεμάμενα χέρια, έβγαλε το φύλλο απ’ το ημερολόγιο και διάβασε από πίσω:

«Οι Άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, σπούδασαν την ιατρική και κατάφεραν, με την βοήθεια του Θεού, να θεραπεύουν κάθε ασθένεια και νόσο, είτε μακρόχρονες είτε βραχύχρονες. Ονομάστηκαν Ανάργυροι επειδή δεν δέχτηκαν ποτέ πληρωμή για τις ιατρικές υπηρεσίες τους από κανέναν».

Δεν μπόρεσε να διαβάσει παρακάτω. Όλα θόλωσαν γύρω της. Φοβήθηκε πως όταν ξεθολώσουν και πάλι, θα βρίσκεται ακόμα στο κρεβάτι του νοσοκομείου.

Ξάφνου, ακούστηκαν βήματα… Τρόμαξε! Σήκωσε τα μάτια. Σκιές φάνηκαν στο άνοιγμα της πόρτας. Μακριές σκιές… Κινούνταν αργά προς το μέρος της. Το φως που έπεφτε από πίσω τους, την εμπόδιζε να δει καθαρότερα. Οι σκιές προχώρησαν κι άλλο… Πλησίαζαν ολοένα…

Τότε, είδε μπροστά της δυο άγγελους με τα χέρια απλωμένα: τα παιδιά της! Είχαν ξυπνήσει κι έρχονταν να την βρουν.

«Καλημέρα, μανούλα!» είπαν, κι έτρεξαν κοντά της.

«Καλημέρα, αγγελούδια μου!» είπε και τα ’σφιξε στην αγκαλιά της. Και στρέφοντας τα μάτια της ψηλά ευχήθηκε, τρέμοντας, από μέσα της:

«Αυτό το όνειρο, Άγιοι μου Ανάργυροι, ας μην τελειώσει ποτέ!»

///

*

*

*