Γιρμεγιάχου

*

σεισμὸς μέγας ἐκ γῆς βορρᾶ (Ιερεμίας 10,22)

Σάν να τραντάζεται η γή
Καλπάζουν οι καβαλάρηδες
της καταιγίδας οι γιοί
Άργησες άργησες άργησες

Σάν να τραντάζεται η γή
Τί μας προσμένει το ξέρουμε
Σακατεμός συντριβή
κι ενα τσαντήρι στην έρημο

Βγαίνει η πουτάνα Κραγιόν
βάζει στα μούτρα-της μάσκαρα
Νύν υπερ πάντων ο αγών
και θα τον δώσεις ανάσκελα

Πέφτει ο φρουρός καταγής
Βάζει στην πέτρα τον κρόταφο
μήπως ακούσει στο υπόκωφο
τράνταγμα τον ψιθυριστό
λ ό γ ο  τ η ς  κ α τ α λ λ α γ ή ς

///
οὐκ ἐλάλησα […] περὶ ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσίας (Ιερεμίας 7,22)

Επειδή θα τραβήξουν λαοί και λαοί
τις βαθιές αυλακιές-τους στην πλάτη
που αναγκάζεσαι τώρα να σκύψεις, αλί!
στης οργής-μου τον άμισθο εργάτη·

Επειδή τα παιδιά-σου κι αυτά θα βρεθούν
τρομαγμένα πουλιά στην απόχη,
ματωμένα κουρέλια στην μπότα του εχθρού
που δέν ξέρει άλλη λέξη απο τ’ Όχι·

Επειδή του Ναού κι η πολύβουη αυλή
θα αντηχήσει απ’ του γκιώνη τον θρήνο –
της αστείρευτης πίστης την πρώτη εντολή,
την καινούρια εντολή-μου σου δίνω:

Δέν ζητάω αγελάδες, αρνιά και κριούς.
Στης ψυχής την εσώτατη κόχη
σου ζητάω να με κρύψεις, και να μάθεις ν’ ακούς
το μεγάλο-μου Ναί μέσ’ απ’ τ’ Όχι.

///

καὶ ἐκτησάμην τὸν ἀγρὸν Ἀναμεὴλ (Ιερεμίας 32/39,9)

Η πόλη θα πέσει!… Κι Eσύ μου ζητάς
να πουλάω, ν’ αγοράζω όπως πρώτα.
Σοβαρά; Δέν πιστεύω. Μα ποιόν ξεγελάς;
— Τον ξάδελφο πού ’ρχεται ρώτα.

— Θυμάσαι το κτήμα του θείου στο χωριό;
Για πούλημα τό ’χω, κι ο νόμος
δικό-σου ζητάει να το κάνεις. — Μπορώ.
Στα σίδερα μ’ έκλεισαν όμως.

— Τί πειράζει, αδελφέ; Του Αδονάι η ζυγαριά
ποτέ δέν λαθεύει στο ζύγι.
Στον Ναό, στο Παλάτι κι εκεί που η φρουρά
δέν αφήνει κανέναν να φύγει

την ίδια τιμή δέν θα δείξει; — Ασφαλώς.
Συμφωνούμε. Έλα, δώσε το χέρι.
– Να φωνάξω τους μάρτυρες; — Ναί. Κι ο φρουρός
ζυγαριά και βαρίδια θα φέρει.

…Δές, τελειώσαμε κιόλας. Να σου βάλω να φάς;
Το συμβόλαιο, διπλά σφραγισμένο,
σ’ ενα οστράκινο σκεύος φυλάει ο γραφιάς.
Κι εγώ στην αυλή θα προσμένω

να μου ανοίξει η φρουρά – κι ας με πούνε τρελό –
και να πάω να δουλέψω στο κτήμα.
— Σοβαρά; Κοροϊδεύεις. — Και ποιόν ξεγελώ;
— Τον εαυτό-σου μονάχα. — Τί κρίμα…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ
(απο τη συλλογή Γιρμεγιάχου)

*

*

*