Ο θάνατος του Σαββόπουλου ως αστάθμητος παράγοντας στο Έτος Θεοδωράκη

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #8

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Στο όγδοο μέρος της ετήσιας στήλης μας για το «Έτος Μίκη Θεοδωράκη», προβαίνουμε σε μια έκτακτη και παρενθετική καταγραφή που γέννησαν οι συνθήκες, μιας και ο θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου παρείχε σε πολλούς ερευνητές και (ταυτόχρονα) σε κάθε λογής σχολιαστές την ευκαιρία για πολλαπλές συγκρίσεις με τον Θεοδωράκη στους άξονες της παράλληλης πορείας, της αντίστοιχης και μη δημιουργίας, της ιδεολογικής μεταστροφής, ακόμα εντέλει και του στερνού αποχαιρετισμού που έλαβαν οι δύο καλλιτέχνες. Επιχειρώντας να συνενώσουμε τους βασικούς και μόνο άξονες αυτής της σύγκρισης, θα προβούμε κι εμείς με τη σειρά μας τόσο στην καταγραφή των έλξεων και των αποκλίσεων τους όσο και σε μια επιλογική (και ενδεχομένως εύλογη) εικασία.

///

–> Στο δεύτερο μισό του Αφιερωματικού Έτους Μίκη Θεοδωράκη που διανύουμε, ενώ είχαν αρχίσει ήδη να διατυπώνονται ορισμένες ενστάσεις με αφορμή την επέτειο εκατό χρόνων από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι για τη μη συμπερίληψη του τελευταίου ως ισότιμου στην επέτειο, ο ξαφνικός θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου, η κηδεία του και οι αντιδράσεις που την ακολούθησαν, μετατόπισαν σημαντικά την ατζέντα και τον δημόσιο διάλογο. Ενδιαφέρουσα δε σύμπτωση αποτελεί το γεγονός πως ο πρωτοπόρος τραγουδοποιός, το έργο του οποίου έχει, εξάλλου, συνεξεταστεί ερευνητικά και επιστημονικά ως παραπληρωματικό και εναλλακτικό στα παραδείγματα Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, στο τελευταίο του εν ζωή δημόσιο κείμενο είχε αρθρογραφήσει κι εκείνος με τη σειρά του υπέρ της τιμής στη μνήμη του Χατζιδάκι ισότιμα μ’ εκείνη του Θεοδωράκη, κλείνοντας, έτσι, άθελά του έναν ιδιότυπο κύκλο.

–> Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η στάση ενός μεγάλου τμήματος του προοδευτικού χώρου έναντι των δύο καλλιτεχνών, όπως αυτή εκφράστηκε μετά τον θάνατό τους, με τον Μίκη Θεοδωράκη (που είχε υπάρξει μέχρι και Υπουργός της δεξιάς και βασικός ομιλητής σε εθνικιστικά συλλαλητήρια) να καθίσταται αυτομάτως το αιώνιο σύμβολο της αντίστασης και του ανυποχώρητου αγώνα και τον Διονύση Σαββόπουλο (που δεν πολιτεύτηκε ποτέ άμεσα, παρά την ιδεολογική του μεταστροφή) να στηλιτεύεται και να λοιδορείται. Η διαφορετική τους αυτή αντιμετώπιση περισσότερο έχει να κάνει με τις σχέσεις που ο καθένας τους ανέπτυξε με τον λεγόμενο «αστικό» χώρο και τη συντηρητική παράταξη, με τον Θεοδωράκη να θεωρείται απλώς πως αξιοποίησε επικαιρικά κάποιες ευκαιριακές συμμαχίες συγκεκριμένου σκοπού ώστε να πιέσει προς συγκεκριμένους άξονες της δικής του ιδεολογικής θεώρησης και ατζέντας, σε αντίθεση με τον Σαββόπουλο που αντιμετωπίστηκε ως πλήρως ενσωματωμένος, «γενίτσαρος», «προδότης», «δηλωσίας» και οργανικά πια ενταγμένος εντός του προνομιακού πεδίου του ιδεολογικού αντιπάλου. Αυτή η στάση εντέλει λειτούργησε και ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, παρέχοντας στην κυβερνώσα παράταξη τον αναγκαίο εκείνο ζωτικό χώρο ώστε να τον αποχαιρετίσει αποριζοσπαστικοποιημένα και να τον ερμηνεύσει προκρούστεια μονάχα ως «εθνικό» και «συλλογικό» και καταλήγοντας, έτσι, στο να εντείνει την παραπάνω αίσθηση και να «υπογράψει» με τη στάση της την αέναη αίσθηση του ανήκειν για τον Σαββόπουλο στους δικούς της κόλπους.

–> Οι διατυπώσεις του Διονύση Σαββόπουλου για τον Μίκη Θεοδωράκη δεν φείδονταν επαίνων: από την πρώτη τους γνωριμία στη Θεσσαλονίκη και την «αξιοποίηση» του Θεοδωράκη ως παράγοντα άντλησης κύρους για τον έφηβο τότε Σαββόπουλο, στις παράλληλες μετέπειτα ανακρίσεις και προσαγωγές τους από τη δικτατορία μέχρι και τις διακριτές μεταπολιτευτικές τους πια πορείες, τους χαρακτηρισμούς του Σαββόπουλου περί του «μυθικού» Μίκη που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα και εντέλει στον στρατιωτικού τύπου χαιρετισμό του στο φέρετρό του που σχολιάστηκε πολλαπλά και αμφίσημα, ο τραγουδοποιός δεν έκρυψε τον θαυμασμό του προς τη ζωή και το έργο του συνθέτη. Ο Σαββόπουλος, ωστόσο, ήταν και εκείνος που στην μαχητική και ριζοσπαστική πρώιμη Μεταπολίτευση σατίρισε σκληρά στους «Αχαρνής» του και τον ίδιο τον Θεοδωράκη και το έργο του ως αναπόσπαστο τμήμα μιας υπερεπαναστατικής λεκτικής υπερβολής που έτεινε να γίνει νέο κατεστημένο, προκαλώντας αντιδράσεις στην τότε Αριστερά και αποδεικνύοντας την ιδιότυπη πάντα θέση του τραγουδοποιού εντός και εκτός μιας κατάστασης που τον εμπεριέχει μεν αλλά, παράλληλα, και ο ίδιος επιχειρεί διαρκώς να την υπερβεί.

 

–> Αυτά που αναμφίβολα διέφεραν σημαντικά ήταν τα μουσικά και καλλιτεχνικά προτάγματά τους. Στην κοσμογονία των 60s που ακολουθεί το εγχείρημα του «έντεχνου – λαϊκού» του Θεοδωράκη, ο Σαββόπουλος απορρίπτει τη λογική του συνθέτη των μεγαλεπήβολων προταγμάτων και διαλέγεται απευθείας με τα ξένα και δυτικά πρότυπα των τραγουδοποιών του τραγουδιού διαμαρτυρίας, παρέχοντας μια ιδιόμορφη ελληνική εκδοχή τους. Γράφει στίχους, συνθέτει και τραγουδά ολομόναχος, ακόμα και χωρίς ορχήστρα, συνομιλώντας απευθείας με τα καινοτόμα «δυτικά» πρότυπα. Η μεταπολιτευτική, ακολούθως, υπερεπαναστατικότητα, την οποία εν πολλοίς γεννά η επιστροφή του Μίκη Θεοδωράκη στην Ελλάδα και η μαζική και πληθωρική τότε δισκογραφική και συναυλιακή παρουσία του, μάλλον αποτελεί ξένο σώμα για την sui generis περσόνα του Διονύση Σαββόπουλου που δεν θα διστάσει να στρέψει τα βέλη της κριτικής του ακόμα και στην (κυρίαρχη τότε ιδεολογικά) Αριστερά. Προϊούσας, τώρα, της Μεταπολίτευσης, ο πρώτος θα επιχειρεί διαρκώς με νέα μουσικά έργα, πολιτικές συμμαχίες και βραχύβια κοινωνικά εγχειρήματα να ενεργοποιήσει εκ νέου (με όρους ενδεχομένως μιας παλαιότερης πια εποχής) έναν απονεκρωμένο συλλογικό ριζοσπαστισμό, ενώ ο δεύτερος σταδιακά θα λάβει πολιτικά ένα οριστικό και δημόσια εκπεφρασμένο «διαζύγιο» από τον προοδευτικό χώρο, με την πρωτότυπη δημιουργία του να σταματά οριστικά με τη λήξη του εικοστού αιώνα και τον ίδιο να στέκεται στο εξής ως παράγοντας εθνικής ενότητας και παροχής συνεκτικής αφήγησης, αποστεωμένος από το ριζοσπαστικό παρελθόν του.

–> Θα μπορούσε, άραγε, να λάβει χώρα στο μέλλον ένα αντίστοιχο «Έτος Διονύση Σαββόπουλου», στα ενενήντα ή στα εκατό χρόνια από τη γέννησή του; Το ερώτημα δεν είναι εντέλει και τόσο ρητορικό και η κηδεία του τραγουδοποιού δείχνει τον δρόμο, μιας και η πολιτική ηγεσία της κυβερνώσας παράταξης τον αποχαιρέτισε και τον κήδεψε με τιμές εθνικού και μείζονος, ενδεχομένως ορμώμενη και από ιδεολογικά ή κομματικά κίνητρα. Σίγουρα, πάντως, προϋποθέσεις μιας τέτοιας αντίστοιχης «επετείου», αν τυχόν λάβει χώρα, θα ήταν αφενός η υποχώρηση της έντασης των εφήμερων πολιτικών παθών που θα επέτρεπε μια πιο ψύχραιμη και νηφάλια αποτίμηση (κάτι που στην περίπτωση του Μίκη Θεοδωράκη, ευτυχώς, κατέστη εφικτό) και αφετέρου η εστίαση στον Σαββόπουλο και πέραν του ιστοριογράφου, του κοινωνικού σχολιαστή ή του τραγουδιστή «εθνικής ενότητας»: δηλαδή στον σατιρικό, στον ερωτικό/σεξουαλικό, στον αιρετικό, στον αμιγώς έκκεντρο τραγουδοποιό, η ιδιαιτερότητα του οποίου τελικά είναι που τον διαφοροποιεί πλήρως από το παράδειγμα Θεοδωράκη.

*

*

*