Ένας ασήμαντος άνθρωπος

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

~.~

Είμαι ένας τυχαίος άνθρωπος, ένας ασήμαντος άνθρωπος, εσωτερικά εξαντλημένος, πληγωμένος από πίκρες που έχουν σημασία μόνο για μένα, μετέωρος ανάμεσα στον κυνισμό και τη συμπόνια, επιρρεπής αλλά όχι παραδομένος στη μνησικακία, κουρασμένος απ’ το παιχνίδι των προσδοκιών και της υποκρισίας, εθισμένος σε ορισμένες ιδεοληψίες: να ζήσω την προσωπική μου ιστορία χωρίς διαμαρτυρίες, χωρίς ξεφωνητά, να μην γίνω γελοίος, να κατακτήσω την διαύγεια που μου είναι απαραίτητη για να φτάσω μέχρι το τέλος χωρίς να προδώσω τον εαυτό μου, να διαχειριστώ ψύχραιμα την προοπτική του θανάτου μου, την τελική αποτυχία της επίγειας ύπαρξής μου.

Υπάρχω αυθαίρετα, ανεξήγητα. Δεν ξέρω τι είμαι και γιατί υπάρχω. Δεν ζήτησα να υπάρξω. Ξένες αποφάσεις καθόρισαν την είσοδό μου στη ζωή. Άγνωστες δυνάμεις θα καθορίσουν και την έξοδο μου. Η πορεία καθορισμένη αμετάκλητα, τα μεγάλα ερωτήματα αναπάντητα. Αιχμάλωτος στην ύπαρξη έχω να υποστώ ένα πεπρωμένο, μια σειρά από συμπτώματα και αγωνίες, μια ζωή και έναν θάνατο, χωρίς να ξέρω τι υπερασπίζομαι, αποφασισμένος ωστόσο να βρω ένα νόημα και να εξαντλήσω τα πάντα μέχρι τέλους, συλλογιζόμενος κάθε τόσο ότι όλα αυτά ίσως να μην έχουν τελικά καμιά σημασία, κανένα νόημα, καταδικασμένα όλα σε έναν αθεράπευτο παραλογισμό και σε μια ολοκληρωτική εκμηδένιση.

Κάποτε (μόλις χθες) ήμουν παιδί – τα χρόνια εξαϋλώθηκαν λες και δεν υπήρξαν. Κληρονόμησα μια ορισμένη κατάσταση, αυτό που αφαιρετικά ονομάζουμε «φτώχεια», με καθόρισε, με έκανε αυτό που είμαι. (Θυμάμαι ένα παγωμένο αποχωρητήριο στην άκρη μιας αυλής, θυμάμαι ένα παγωμένο σπίτι, θυμάμαι έναν άντρα που πρέπει να ήταν ο πατέρας μου – δεν έμαθα ποιος ήταν, δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω. Θυμάμαι την απουσία άλλων, τις σπάνιες επισκέψεις κάποιων. Κάπως έτσι μεγάλωσα. Κάπως έτσι διαμόρφωσα τη ντροπή και την περηφάνια μου).

Υπό άλλες συνθήκες θα γινόμουν κάποιος άλλος; Δεν ξέρω. Ίσως ναι, ίσως όχι. Ίσως να ήμουν προορισμένος να γίνω αυτό που είμαι ανεξάρτητα από πρόσωπα και καταστάσεις – πρόκειται για μια υπόθεση. Ποια θα ήταν η εξέλιξη μου κάτω από άλλες συνθήκες και άλλες επιδράσεις; Ποιος θα γινόμουν αν έβρισκα μια άλλη οικογένεια και μια άλλη οικονομική κατάσταση; Ποιος θα ήταν ο πυρήνας του εαυτού μου αν είχα γεννηθεί σε άλλη χώρα, αν μιλούσα άλλη γλώσσα; Δεν έχω ιδέα. Δεν ξέρω πώς διαμορφώθηκε αυτό που είμαι, το εγώ μου, ο εαυτός μου, αυτή η απερίγραπτη εσωτερική πολυπλοκότητα που αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα γλωσσικής αναπαράστασης, αυτή η εν εξελίξει βιογραφία που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε άλλη και όμως είναι αυτή που είναι οριστικά και τελεσίδικα. Σε κάθε περίπτωση, από όλα τα άπειρα σενάρια ζωής καταλήγουμε μόνο σε ένα: αυτό που ενώπιον του θανάτου θα πάρει την τελική του μορφή για να χαθεί για πάντα στο ανώνυμο παρελθόν της νεκρής ανθρωπότητας.

Τετελεσμένο και ανεπανόρθωτο, το παρελθόν μου υπήρξε μια συλλογή από πληγές, αποτυχίες και χαμένες ευκαιρίες (για να γίνω τι;). Έζησα μια ασήμαντη μοίρα. Η άνετη ζωή δεν ήταν ποτέ ο κλήρος μου. Δεν ακολούθησα τις συνηθισμένες αυταπάτες – δημιούργησα τις δικές μου. Ταπεινώθηκα με τρόπους που είναι αδύνατο να εξηγήσω χωρίς τον κίνδυνο να παρεξηγηθώ ή να θεωρηθώ υπερβολικός και ιδιότροπος. Ανακάλυψα από νωρίς τη ματαιότητα της ζωής. Έμαθα πως δεν υπάρχει δικαίωση. Έμαθα να μην περιμένω τίποτα από κανέναν. Έμαθα πως δεν υπάρχει απόλυτο στήριγμα. Σε αντίθεση με τις καθιερωμένες πλάνες, έμαθα ότι η ζωή είναι ανασφάλεια, αγωνία, άγνωστο, άβυσσος. Δεν ξέρεις αν θα υπάρχεις την επόμενη ώρα, την επόμενη στιγμή. Όπως και τόσοι άλλοι γνώρισα κι εγώ την κατάρρευση, τη μοναξιά, τη δυστυχία, την παρεξήγηση, την απόγνωση. Κατάφερα να κρατηθώ διαβάζοντας, κάνοντας ατέλειωτους περιπάτους, μελετώντας τη μοναξιά και τα μυστικά της, δίνοντας τροφή και χάδια στις γάτες, βρίσκοντας παρηγοριά στα πιο απίθανα πράγματα (στην καρδιά της νύχτας πέφτω στο πάτωμα και κάνω κάμψεις για να πάρω κουράγιο και δύναμη), ξεγελώντας τον εαυτό μου με χίλια δυο τεχνάσματα και φαντασιώσεις.

Περπάτησα πολύ μόνος, σκυφτός, ηττημένος, παγιδευμένος στην  ήττα μου, αγνοώντας το περιεχόμενο της, ψάχνοντας δικαιολογίες για να υποτιμήσω την σημασία της ή ακόμα σκηνοθετώντας μελλοντικούς θριάμβους, υποβάλλοντας στον εαυτό μου έναν άχρηστο ηρωισμό που μου ήταν απαραίτητος για να συνεχίσω μέσα στην αποτυχία και τη ματαιότητα. Σκέφτηκα πολύ τον θάνατο, τη σκληρότητα, τη χρησιμότητά του. Σκέφτηκα την παραίτηση, την αυτοκτονία – δεν υπέκυψα. Επινόησα σωτήριες αυταπάτες. Έμαθα τον αυτοσαρκασμό, την ειρωνεία, την περιφρόνηση. Τα μεγάλα ερωτήματα με βασάνισαν, ξεθώριασαν, έγιναν συνήθεια. Να υπάρχεις χωρίς να ξέρεις γιατί. Να υποφέρεις χωρίς να ξέρεις γιατί. Να πιάνεσαι από ελπίδες που ισοδυναμούν με εμπαιγμό και ταπείνωση. Να ψάχνεις παρηγοριά εκεί όπου υπάρχει μόνο σιωπή, μοναξιά, αδιέξοδο.

Χαμογέλασα σε ξένους, χωρίς ιδιοτέλεια, περιμένοντας μια στιγμή συμπάθειας, ένα νεύμα απατηλής οικειότητας. Έψαξα παρηγοριά σε βλέμματα ξένα. Φαντάστηκα τη συμμετοχή μου σε ξένα πεπρωμένα. Γυναίκες που βρέθηκαν στο δρόμο μου, που περίμενα να με κοιτάξουν, να μου αφιερώσουν ένα χαμόγελο, να με κάνουν να νοιώσω αξιοπρόσεκτος, να με λυτρώσουν, να μου δώσουν το δικαίωμα να φανταστώ σενάρια με ερωτική εξέλιξη, να μπορέσω να βγάλω τη νύχτα, ξέροντας το ψέμα του εγχειρήματος, τη μάταιη προσδοκία. Περίμενα, χωρίς ανταπόκριση, ξεμακραίνοντας, παίζοντας τον ρόλο του αδιάφορου, αγέρωχος, ηττημένος, έχοντας επίγνωση του γελοίου ρόλου που επιχειρούσα να παίξω, περίεργα ικανοποιημένος που εκείνες οι άγνωστες γυναίκες δεν θα μάθαιναν ποτέ το παρασκήνιο της ζωής μου, τη μοναξιά και τη φτώχεια μου.

Δέχτηκα ταπεινώσεις: επισκέψεις που ματαιώθηκαν, συναντήσεις που αναβλήθηκαν, υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν, άνθρωποι που ήρθαν για μια φορά και μετά χάθηκαν – είδα στο βλέμμα τους την βαθιά περιφρόνηση για το μικρό σπίτι, για τα λιγοστά πράγματα, για κάποιον που δεν είχε άλλη περιουσία παρά μόνο χαρτιά, βιβλία και λίγες σκέψεις για τη ζωή και τον θάνατο. Ταπεινώθηκα αλλά δεν ζήτησα εξηγήσεις, δεν επέμεινα (ανεπανόρθωτη ήττα να επιμένεις να είσαι κομπάρσος στη ζωή ανθρώπων που δεν νοιάζονται για την παρουσία σου).

Έμαθα να είμαι μόνος: γέμισα τις άδειες ώρες με αναμνήσεις και ελπίδες, παλεύοντας με μάταιους συναισθηματισμούς και σκοτεινές προθέσεις, διαβάζοντας, περιμένοντας, υποφέροντας, μελετώντας τις πράξεις τις δικές μου και των άλλων, στήνοντας σενάρια εκδίκησης για τωρινές και παλιές προδοσίες, νοιώθοντας ενοχή για εγκλήματα που ποτέ δεν θα έκανα, μια ντροπή ανομολόγητη, γνωστή μόνο σε μένα.

Σε απογευματινές κρίσεις μοναξιάς βρέθηκα σε κηδείες ξένων, προσποιούμενος παλιές γνωριμίες με εκείνους που είχαν πεθάνει, είδα ξανά την αλήθεια, επινόησα τα δικά μου ψέματα για να συνεχίσω να υπάρχω. (Περίεργο: ο τάφος των άλλων μας αφήνει σχεδόν αλώβητους. Και ακόμα πιο περίεργο: στην κηδεία μιας άγνωστης γυναίκας, στην αίθουσα για τον καφέ της παρηγοράς, άκουσα κάποιον να μιλά σε άλλους με τόνο χαλαρό και άνετο και να τους λέει τα σχέδια του για την ανακαίνιση του σπιτιού του, σχέδια που θα τα ξεκινούσε την επόμενη μέρα. Το περίεργο ήταν ότι εκείνος ο άντρας ήταν ο σύζυγος της γυναίκας που είχε πεθάνει).

Συνέχισα, ασήμαντος μάρτυρας μιας υπό εξέλιξη κατάρρευσης, της δικής μου και του κόσμου. (Τα δόντια μου καταρρέουν, κυρίως τα πλαϊνά, τα μπροστινά αντέχουν ακόμα). Όλες οι σχέσεις μου έχουν καταρρεύσει, σχέσεις ρηχές, με σάπια θεμέλια, φαγωμένα και μολυσμένα από τις συνηθισμένες κοινωνικές ασθένειες – προσδοκίες, εγωισμοί, υποκρισίες, μασκαριλίκια. Σπατάλησα τη ζωή μου σε σχέσεις που δεν ξέρω τι νόημα είχαν, που δεν είμαι πια σίγουρος αν πράγματι υπήρξαν – πρόσωπα, ονόματα, εποχές, ξεχάστηκαν όλα.

Και όμως τα λόγια κάποιων μέσα μου δεν ξεχάστηκαν – μικρές πληγές που θα κλείσουν οριστικά μόνο με τον θάνατο. Κάποιος μου είχε πει «θα φύγεις από δω μέσα με τις κλωτσιές». Κάποιος άλλος «τι τα θέλεις τα χαρτιά και τα βιβλία, δεν τα καις καλύτερα, άχρηστα είναι». Κάποια μου είχε πει «σε μισώ, να πεθάνεις». Και κάποια άλλη το γνωστό, πονηρό ερώτημα «τι έχεις πάθει;» – κλασική τακτική όταν θες να ξεφορτωθείς κάποιον που δεν έχει πια να σου δώσει, φορτώνοντας τον με επινοημένες ενοχές για να απαλλάξεις τη συνείδησή σου από τις δικές σου. Επιβεβαίωσα έτσι για μια ακόμα φορά το ανέφικτο της άδολης συνύπαρξης, την βαθύτερη πολεμική των σχέσεων, κατάλαβα ότι οι πιο πικρές προδοσίες είναι οι σύντομες κουβέντες που αφήνουν μέσα μας τον μακρύ απόηχο μιας περιφρόνησης που δηλητηριάζει για πάντα την καρδιά μας, μας κάνει ανίκανους να συγχωρήσουμε και να ξαναγαπήσουμε, φυτεύει μέσα μας τον σπόρο μιας ακίνδυνης αλλά επίμονης μνησικακίας.

Δεν μπορώ πια να αγαπήσω ούτε να μισήσω. Είναι στιγμές που νοιώθω ότι κουράστηκα να υπάρχω, να μιλώ, να ακούω ψέματα, να λέω ψέματα, να προσφέρω ψεύτικα χαμόγελα. Ακολούθησα ένα πεπρωμένο, βρέθηκα σε αδιέξοδο. Γνώρισα τη δυστυχία, την μελέτησα, ανέλυσα τις αιτίες και τα συμπτώματά της, με τις λέξεις ξεπέρασα τη φρίκη της, την έφερα στα μέτρα μου, την έκανα ήπια, υποφερτή, κρατήθηκα. (Χωρίς την αφήγηση η ζωή θα ήταν ανυπόφορη).

Η συνύπαρξη με ταλαιπώρησε. Δεν βρήκα θέση ανάμεσα στους ανθρώπους. Ίσως γιατί δεν μπόρεσα να είμαι αυτός που περίμεναν. Δεν είχα φιλοδοξίες. Μιλούσα μια άλλη γλώσσα. Παρεξηγήθηκα. Βρέθηκα συχνά στην γελοία ανάγκη να αποδείξω κάτι ενώ δεν είχα και δεν έπρεπε να αποδείξω τίποτα. Υποψιάστηκα, έστω και αργά, ότι η επικοινωνία είναι αδύνατη, ότι και η απόλυτη σιωπή είναι αδύνατη, ότι αυτό που χρειάζεται είναι να μάθεις να μιλάς ελάχιστα και να ακούς με την ίδια ποσότητα σεβασμού και απάθειας. (Μπορούν οι άνθρωποι να γνωριστούν πραγματικά μέσω της γλώσσας; Δεν είμαι πια σίγουρος. Τόσες συνομιλίες, τόσες λέξεις, και όμως τα οικεία πρόσωπα παραμένουν κατά βάθος ανοίκεια, ξένα: πέφτουμε από τα σύννεφα όταν ανακαλύψουμε τις πραγματικές προθέσεις τους, αυτές που με τόση επιμέλεια κρύβονταν πίσω από τα λόγια τους. Οι λέξεις μεταμφιέζουν την αλήθεια, δεν την αποκαλύπτουν, είναι πηγή παρανόησης και όχι κατανόησης. Η γνώμη που σχηματίζουμε για τους άλλους από τα λεγόμενά τους είναι συνήθως λανθασμένη, αποτέλεσμα της δικής τους πιθανής υποκρισίας και της δικής μας εγωκεντρικής αντίληψης και ερμηνείας). Κι έτσι βρήκα καταφύγιο στον εαυτό μου – προβληματικό κι αυτό, διφορούμενο, συχνά ανυπόφορο. Με τον καιρό αγάπησα την σιωπή, την εσωστρέφεια. Αγάπησα πράγματα απλά, ασήμαντα. Αγάπησα πολύ το τώρα, τα βιβλία, τις γάτες, τους ήσυχους δρόμους, τα φώτα της νύχτας – μπορεί αυτό να ήταν το λάθος μου, μπορεί και η σωτηρία μου.

Έζησα και ζω με αρχές που ακόμα και τώρα αγνοώ την σημασία τους. Δεν ξέρω πώς δημιουργήθηκαν. Ολόκληρη η εσωτερικότητά μου: ένα μυστήριο. Η διαφύλαξη της: μια ανεξήγητη ψύχωση. Θα μπορούσα να γίνω κάποιος άλλος αλλά τελικά έγινα αυτός που είμαι. Αλλά ποιος είναι αυτός που μιλά μέσα μου; Τι είναι αυτό που κινεί τις πράξεις μου; Πώς να περιγράψω τον εαυτό μου; Δεν έχω σίγουρες απαντήσεις. Σε στιγμές εξαιρετικής διαύγειας (στιγμές – αστραπές) νοιώθω ότι αυτό που είμαι μου είναι τελείως άγνωστο.

Ωστόσο για τον εαυτό μου παραμένω σημαντικός – περίεργη διατύπωση, περιττή, αυτάρεσκη. Για τους άλλους είμαι τελείως αδιάφορος. Όση ζωή μου απόμεινε θα περάσει: δεν ξέρω τι σημασία μπορεί να έχει το περιεχόμενό της. Θα συνεχίσω να ζω απλά, μάταια και σοφά, δηλαδή ξεγελώντας τον εαυτό μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αλλά χωρίς να έχω αυταπάτες: οδεύω προς το τέλος μου. Περιμένω καρτερικά τη λύση του δράματος. Φαντάζομαι συχνά την τελευταία πράξη: αναρωτιέμαι πότε, που, πώς. Επεξεργάζομαι σενάρια. Αν δεν αλλάξει κάτι στη ζωή μου, το φινάλε προβλέπεται μοναχικό: θα εισέλθω στον τάφο χωρίς θεατές, χωρίς ένα ξένο δάκρυ. Ο θάνατος μου δεν θα έχει καμιά σημασία για κανέναν – τα ίχνη μου θα χαθούν σα να μην υπήρξαν ποτέ, σαν τις πατημασιές στην άμμο: τις παίρνει η θάλασσα, σβήνουν, τίποτα δεν μένει.

(Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν ολομόναχοι και τους βρίσκουν μετά από μέρες, μήνες ή και χρόνια. Κάπου στο Τόκιο, σε ένα διαμέρισμα, βρήκαν σκελετό ανθρώπου που ήταν πεθαμένος είκοσι ολόκληρα χρόνια, ξεχασμένος από όλους. Φορούσε τις πιτζάμες και τις παντόφλες του, καθισμένος στον καναπέ, νεκρός και «ζωντανός», κάτι σαν κβαντική υπέρθεση, να υπάρχεις ταυτόχρονα σε δυο καταστάσεις).

Δεν μου λείπει ο αυτοσαρκασμός. Υπάρχουν όμως όρια. Η στωική μου διάθεση λειτουργεί ακόμα αλλά είναι στιγμές που ο στοχασμός γίνεται αφόρητος. Με βασανίζουν λύπες υπερβολικές, ευαισθησίες ανεξήγητες, ερωτήματα επίμονα. Ποιος ο λόγος να γεννηθώ; Ποιος ο λόγος να υποφέρω; Τι νόημα είχαν τόσα λόγια, τόσες πράξεις, τόσες στιγμές; Αλλά γιατί πρέπει να υπάρχει κάποιο νόημα; Δεν μπορεί κάποιος να ζήσει χωρίς να ψάχνει κάποιο νόημα; Δεν ξέρω αλλά με ενοχλεί η σκέψη ότι θα έρθει η ώρα να πεθάνω και δεν θα ξέρω γιατί έζησα. (Η αδυναμία του ανθρώπου να νοηματοδοτήσει αποτελεσματικά τη ζωή του είναι η βασικότερη πηγή της δυστυχίας του). Αναρωτιέμαι γιατί υπάρχω, γιατί έπρεπε να υπάρξω. Θα μπορούσα να μην υπάρχω. Τίποτα δεν θα άλλαζε στον κόσμο. Απολύτως τίποτα. Αλλά αυτές είναι αυθαίρετες εκτιμήσεις. Κάθε εκτίμηση είναι αυθαίρετη – μεταβαλλόμενο αποτέλεσμα των συνθηκών και της τρέχουσας αγωνίας.

Και ύστερα έρχεται πάλι μπροστά μου αυτό που λέμε «πρακτικό μέρος της ζωής», αυτό που στα μάτια των άλλων είναι το πιο σημαντικό, μοναδικό κριτήριο για τις γνώμες και τις προκαταλήψεις τους. (Δεν έχω τίποτα, δεν κατέχω τίποτα: αυτό για τους άλλους είναι σκάνδαλο, για μένα είναι απλώς η τυχαία κατάληξη μιας τυχαίας ζωής). Μπροστά στο βλέμμα τους νοιώθω αμήχανος, ανεξήγητα ταπεινωμένος. Ξέρω πως πρόκειται για γελοιότητα, το ξέρω καλά, αλλά επιμένει, υπάρχει, με απασχολεί, και πάντα καταλήγει σε τυπικές, ανώφελες παραδοχές: στην ηλικία σου θα έπρεπε να είχες μια άλλη ζωή, πιο άνετη, πιο υποφερτή. Ποιος το λέει; Ποια φωνή ακούγεται μέσα μου; Η δική μου ή των άλλων; Πώς να τις ξεχωρίσω; Πάντως, μου δόθηκαν ευκαιρίες να γίνω «κάποιος» – κάποιος άλλος. Τις άφησα να περάσουν, ξέροντας τις συνέπειες, υπερασπιζόμενος κάτι που αγνοούσα, αυτό το ανώνυμο κάτι που κάποιες φορές αποκαλούσα «αξιοπρέπεια» και κάποιες άλλες «ακεραιότητα» – έννοιες περίεργες, αξίες υποκειμενικές, εμμονές που δεν είναι εύκολο να καταργήσεις. Και να για μια ακόμα φορά οι συνέπειες: η πραγματικότητα που έχω μπροστά μου είναι σκληρή, ταπεινωτική, αμείλικτη – εδώ και έξι μήνες είμαι άνεργος.

Αλλά συνεχίζω, υπάρχω, υποφέρω. Τα βγάζω πέρα δύσκολα. Και τα πράγματα θα γίνουν ακόμα πιο δύσκολα, το νοιώθω. Ο κόσμος μπαίνει ξανά σε ζοφερές εποχές. Το διάλειμμα τελείωσε. Οι βρικόλακες της εξουσίας διψούν και πάλι για αίμα. Καμιά εξουσία δεν νοιάζεται πραγματικά για το καλό των ανθρώπων Το ψέμα επιβάλλεται ως γενική αλήθεια. Η ανομία γίνεται νόμος. Ο φασισμός αλλάζει ονόματα και φορεσιές: κατασκευάζει προβλήματα και ονομάζει σωτηρία την σκλαβιά και τον θάνατο. Ολόκληρος ο πλανήτης μοιάζει με στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Που να βρω τη δύναμη και το θάρρος να αντιμετωπίσω αυτά που έρχονται; Δεν ξέρω. Δεν έχω στηρίγματα. Νοιώθω συχνά τις λέξεις να με εγκαταλείπουν. Ακόμα και το απόθεμα εμπειριών που έχω, συχνά μου φαίνεται λίγο, χωρία καμιά χρησιμότητα. Είναι στιγμές που η προοπτική μιας ακόμα μεγαλύτερης δυστυχίας με συντρίβει. Για να μην λυγίσω τελείως, λέω κάθε τόσο στον εαυτό μου ότι πάντα υπάρχουν λύσεις που δεν είναι ακόμα ορατές. Για να αντλήσω κουράγιο χρησιμοποιώ φράσεις δικές μου ή άλλων: ποτέ μη φοβάσαι τι θα απογίνεις, κάνε το καλύτερο που μπορείς, ζήσε ψύχραιμα και όταν έρθει η ώρα κλείσε τα μάτια με υποδειγματική απάθεια. Κατά βάθος είμαι σίγουρος: ό,τι και αν γίνει, δεν θα υποκύψω. Αν δεν μπορώ να ζήσω σύμφωνα με τις αρχές μου είμαι αποφασισμένος για όλα. Έχω πάρει τις αποφάσεις μου. Μια ηρωική έξοδος θα είναι μια μικρή, ασήμαντη νίκη, η μοναδική που μπορώ να πετύχω – μια νίκη εσωτερική, γνωστή μόνο σε μένα, άγνωστη σε όλους τους άλλους, αδιάφορη για τους θεούς, κάτι μηδαμινό που απλώς θα έχει υπάρξει ανάμεσα σε όλα όσα υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν.

///

*

*

*