Το πυρφόρο

*

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ | 26.x.25
Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

ΤΟ ΠΥΡΦΟΡΟ

«Όχι, δεν αρρώστησα», μου διευκρίνισε το πυρφόρο δέντρο, πανέτοιμο να αναληφθεί.

«Απλώς οι ρίζες μου χτύπησαν κάτω βαθιά τα πετρώματα του κασσίτερου, μπήκαν στα ποτάμια του κεχριμπαριού και όλο το κίτρινο βρήκε τις φλέβες μου και ανέβηκε μέχρι τα φύλλα. Λέω να το κάνω κίτρινη βροχή, λέω να το κάνω μελαγχολικό τραγούδι, λέω να το ρίξω στο δάσος και να σπαράξει σύγκορμο.

Εσένα, πες μου, μήπως σου έρχεται καμιά ιδέα; Ακόμα και σαν ανάερη κλωστή ξεκομμένη από ύφασμα ονείρου;»

*

*

*

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Μὴ χοροπηδᾶς ‒ ἂν χτυπήσεις τὸν οὐρανὸ
δὲν θὰ ἔχει γιατρειὰ τέτοια πληγὴ

*

*

*

ΦΑΣΜΑ

Η εικόνα μένει μια μόνιμη στιγμή, ένα αμετακίνητο σημάδι στον τόπο και τον χρόνο της. Ωστόσο εσύ τη μεταφέρεις μέσα στη μνήμη σου και τη διαφοροποιείς κατά τη διάθεση της στιγμής που την ανασύρεις. Όμως τότε δεν είναι το δέντρο που σ’ ακολουθεί, αλλά το φάσμα του, που επιπλέει μέσα στα λουλακιά νερά της νοσταλγίας κι ευθυγραμμίζεται με όλα τα σκοτεινά της χρώματα. Ω μικρές ράχες, στρωτές και κυματίζουσες πεδιάδες, αγροί που ξεφαντώνετε με τις πρώτες ανοιξιάτικες βροχές. Η γη απελευθερώνει από μέσα την κρυφή της θέρμη και σας στολίζει με κάθε είδους εκβλαστήσεις. Κι εγώ μακριά της τόσα χρόνια είχα μάθει να ζω με τα φάσματα των έργων και των ανθρώπων της. Κι αυτά με στήριζαν.

*

*

*

ΙΤΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ

«Μη φεύγεις ακόμα, περίμενε λίγο», με παρακάλεσε η ιτιά.

Το σούρουπο έπηζε κι εγώ βιαζόμουνα και την ανάγκασα να επισπεύσει.

«Βλέπεις, καθώς πέρασαν οι κλαδευτές, λείπει από το κορμί μου ένα μέλος», παραπονέθηκε εκείνη, «αλλά πολύ γρήγορα θα συμμαζέψω τα κλαδιά μου και θα σ’ ακολουθήσω. Μονοπόδαρη.»

Ξεκίνησα να φύγω και για αρκετή ώρα αισθανόμουνα ζεστή την ανάσα της στην πλάτη μου.

Η νύχτα βάθαινε και μας ρουφούσε μέχρι την αορατότητα.

*

*

*

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Ω δέντρα βαθύρριζα, σημαίες του χώματος
κι οι κάτωθεν νεκροί σημαιοφόροι

*

*

*

ΑΔΕΛΦΩΜΕΝΑ

Ποιος δεν φοβάται την ερημιά; Όλοι τη φοβούνται, λένε τα δέντρα. Γι’ αυτό και πάντοτε αδελφώνονται και πάντοτε αγκαλιάζονται σφιχτά και πάντοτε αμύνονται μαζί ενάντια στον άνεμο και σε κάθε λογής άρπαγα.

Έλα κι εσύ αγαπημένη, έλα κι εμείς ν’ αγκαλιαστούμε σαν δέντρα φιλέρημα, έλα να σφιχτούμε μέσα στα σταυροπλεγμένα μπράτσα μας, να βυθιστούμε στους κρυφούς ψιθυρισμούς.

Έλα λοιπόν. Δεν ακούς τον άνεμο που ωρύεται γύρω μας;

*

Περιπλανήσεις με λόγο και εικόνα
Επιμέλεια στήλης ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

*