*
Τις νύχτες τα τεισιά τσακρούν σώπα τειχοραΐζουν
Ξεβαίννουσιν φαντάσματα αιώνες ξεκολλούσιν
Ασώματοι ψεματινοί βρίσκουν φωνήν μιλούσιν.
Την Κάντια, την πυργοδέσποινα, τη φρουρούσε ένα σώμα επίλεκτο, κάτι αγέλαστοι βιγλάτορες, που δεν θωρούσαν ποτέ χαμαί. Πρώτοι στη μάχη, μα και στη σύνεση, που, όποτε δέχονταν να μάθουν ο ένας από τον άλλον κι ο καλός τον καλύτερο, κι όλοι τους από εκείνους που πολέμησαν πριν απ’ αυτούς, συνιστούσαν μαζί ένα ακατάβλητο σύνολο. Μ’ ένα νεύμα της θαρρείς πως άνοιγαν πόρτες κρυφές, κάνοντάς τους να μαντεύουν απ’ τον αέρα κάθε της πρόσταγμα. Κι εκείνων που νόμιζαν ότι μπορούσαν να παραβούν τους ορισμούς της ο μικρός, ελάχιστος δισταγμός έμοιαζε να περιέχει κιόλας την απολογία του.
Ήταν οι στιγμές που η όψη της αποσπαζόταν κι αποκτούσε την κόψη του λεπιδιού. Κανείς δεν ήθελε τότε να την ενοχλήσει, κανείς δεν επρόκειτο να της απευθύνει καμία ερώτηση. Κι ας ήξεραν πως δεν υπήρχε ποτέ, στ’ αλήθεια, απάντηση στην ερώτηση· έτσι, μόνο για να ρωτήσουν, στη χάση της. Ν’ ακουστεί μια φωνή.
Σκληρή, άτονη, ανήλεη, απρόσιτη στα μάτια του κόσμου. Κανείς δεν ήξερε πως η καρδιά της κυράς, της Αρσενάλιας, ήταν φτιαγμένη από μαλακά, θερμά πετρώματα, ίδια με τον πυρήνα της γης, που διατηρούσε την υπαρξή της ζωτική και φλογώδη. Τα βράδια το βουνό τη σκέπαζε στην αγκάλη του. Ίσως αυτό να καταλάβαινε.
Στο βλέμμα της, όμως, παρέμενε μια ανεξήγητη έξαρση, τόνοι ανέκφραστοι μιας αμεταμέλητης ομορφιάς. Η αυστηρή περηφάνεια της. Η αντίστασή της στη στενότητα και σ’ εκείνους που μόλυναν την ευπρέπεια του οίκου της. Η αυτοπεποίθησή της, που σκάει σαν ρόδι. Η αδικαίωτη οργή της, το θεμέλιο της ελευθερίας της.
Όταν εκτίζαν το παλάτι, οι δουλευτές της έκαναν γούστο ν’ ανεβαίνουν για χάρη της εκείνα τα τριακόσια-τόσα σκαλοπάτια, τα σκαλισμένα στον βράχο. Κι όταν έφταναν στην κορφή, μιλούσαν μόνο για το παράθυρο της βασίλισσας, κι όλοι στοχάζονταν μέσα τους, χωρίς να τ’ ομολογούν, από ντροπή ή από την περφάνεια του φύλου τους, πως θα ’θελαν να είναι ο βασιλιάς.
Τα γκρεμνά στα δυτικά, τα ανατολικά και τη βορινή πλευρά καθιστούσαν το Κάστρος απόρθητο. Όρισε, όμως, η Ορεία, η χρυσοπολίτισσα, να περιβάλουν τον βράχο με τείχος και να φτιάξουν χώρους καμαροσκέπαστους, για να φυλάξει τα όπλα της και τα κεντήματά της. Διαδρόμους με στενά περάσματα και δώματα μ’ ανεξήγητα σχήματα, να κυνηγούν οι εχθροί της τη σκέψη της, σαν τη σκιά. Τους έβαλε ακόμα να ψηλώσουν τα εξωτερικά τείχη και να της φτιάξουν το δωμάτιό της στην κορυφή του βουνού.
Κι έδωκε πρόσταγμα να σχεδιάσουν μια ευρύτερη ζώνη με προμαχώνες σε σχήμα καρδιάς, τη δική της, και τους έβαλεν ευχή. Γέμισε η τάφρος από θαλασσινό νερό, θωρακίζοντας το ορθόκορμο, πανίσχυρο τειχιό της, το σφαλισμένο με σιδεριά.
Οι εργάτες χαλούσαν αυλάδες κι ανώγια, για να βγάλουν τα λιθάρια, κι από όπου υπήρχαν τοίχοι εύκαιροι. Τα τσέστα με το χώμα και τις κοφίνες με τις μεγάλες πέτρες, επιμελώς ζυγιασμένες, τα εφορτώνουνταν στη ράχη τους. Άλλες τις έπαιρναν από τη θάλασσα, μα ήταν και κάποιες που οι νησιώτες τής τες επρόσφεραν, της Σπηλαιώτισσας, κουβαλώντας από τους πλίνθους των σπιτιών τους.
Κι οι κτίστες ζύμωναν τον πηλό, όταν δεν ήταν πολύ το νερό, με το γάλα που έπαιρναν από τα κοπάδια της.
Καθισμένη στον βράχο της, επιστατούσε τα έργα τους, από το γέννημα στη δύση του ήλιου, την ακαταμάχητη καταπόνησή τους, δίχως να ξαποσταίνουν. Μια μέρα θέλησε να τους ακολουθήσει, ν’ ανέβει κι εκείνη τον ανήφορο.
Κοντοστάθηκε· εκείνος ο πόνος στο λαγόνι.
Οι νοτιάδες του καλοκαιριού έφερναν, μαζί με την υγρασία, μια ψύχρα, παγιδευμένη βαθιά στις χαράδρες, τα φαράγγια και τις καταβόθρες του ιερού. Οι σολδάτοι κι οι χτιστάδες σήκωσαν μαζί της, προσώρας, τα βλέμματα απ’ την πέτρα. Μπούφφα, μπούφφα.
Παραδόθηκαν για λίγο, κι αυτοί, στην ποίηση των ανέμων.
Οι αργάτες στέκονταν γραμμή, από το λατομείο μέχρι το Κάστρο, κι η πέτρα πήγαινε από χέρι του χεριού. Πιο δυνατά, καματερά κορμιά, πιο γυαλισμένα μπράτσα δεν είχε ξαναδεί ποτέ της, έτσι πυρωμένα, γυμνά, μέσα στο λιοπύρι. Ίσως γι’ αυτό, στον ύπνο της, τα χέρια τους της φαίνονταν πάντα δυσανάλογα μεγάλα σε σχέση με το υπόλοιπο κορμί. Το ίδιο και οι σκιές των ζοφερών καστελάνων, τα τέρατα όμως στον ξύπνιο της είχαν πολύ πιο ασύμμετρες διαστάσεις απ’ ό,τι μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Η Γκουβερνιώτισσα τούς παρατηρούσε με προσοχή, σαν ήχος που αναλώνεται δίχως να ξεσπάσει. Θα μπορούσε, ωστόσο, να τους μιλήσει για τον θησαυρό στα έγκατα που πιστοποιεί τη μαγεία, για τον τρόπο που ακουμπάς πάνω στα πράγματα, αν θες να ζήσεις και να πορεύεσαι μ’ αυτά, ή για το πώς μπορεί να φτάσει κανείς μέχρι την πιο μυστική αγάπη. Δεν ήταν της ώρας. Έμεινε να λαξεύει μέσα της μια γλώσσα που την έθρεψε με όσα αγάπησε, με όσα έχασε, με όσα δεν πρόκειται να ξαναβρεί ποτέ.
«Φτάνει, δεν θέλουμε άλλες πέτρες», βρόντηξε ο επιστάτης, εκείνοι άφησαν τις πέτρες τους στο χώμα, κι έτσι μαζεύτηκε μια γραμμή από πέτρες, που έφτανε από το λατομείο ίσαμε την καμαρόπορτα του Κάστρου.
Το άμετρον είναι το ιδίωμα εκείνων που νομίζουν ότι θα ζήσουν για πάντα.
Τη μέρα που έσκυψε για να βυθομετρήσει το ύψος, είδε το στέμμα της να πέφτει στον γκρεμό και να τσακίζεται. «Κακό σημάδι αυτό, κερά», σκέφτηκαν με ταραχή οι δούλες, φανερώνοντάς το μόνο με τα μάτια.
Εκείνο το βράδυ η ρήγισσα, η Σαλβία, είδε στον ύπνο της, όπως εκάθετουν στο παραθύρι κι έκλωθε το αδράχτι της, πως οι άπιστοι, οι σπαχήδες, βρίσκονταν κιόλας κάτω από τις θύρες, οι γλώσσες χτυπούσαν με λύσσα επάνω στα σκληρά σαγόνια τους, έτσι που το κατέβαζε ξανά μέχρι κάτω, στους γκρεμούς.
«Αν καταφέρετε να πιάσετε το αδράχτι, όπως κατεβαίνει τώρα κάτω με την κλωστή, θα σας ανοίξω τις πόρτες», τους έλεγε.
Ένας μύθος ακόμα, για κείνους, τ’ αδραχτάκι. Η ψυχή της φτερούγισμα.
Αφ’ όταν τελειώσαν οι χτιστάδες, η Κόρη των Τειχιών, η Λινόρα, έμεινε με τις ώρες να κοιτάζει την τέχνη του λεπτουργού στο δαντελωτό της παράθυρο, κι ας ήταν φτιαγμένο από πέτρα. Σημασία είχε το απροσμέτρητο που ανοίγεται πίσω από αυτό, καλώντας σε να κοιτάξεις προς τα μέσα, κι οι κήποι στον κάμπο με τα λεμονόδεντρα.
Αισθανόταν, όμως, μέσα της μια βροντερή καταιγίδα, όπως όταν ξημερώνει βαριά, συννεφιασμένη ανατολή, πίσω απ’ τα χρώματα της φλόγας και της έξαψης. Όπως οι ναύτες, όποτε κινδύνευαν να καταποντιστούν στην άβυσσο ή ακούγοντας για καπεταναίους λιονταρόψυχους που ευρέθοντο θαλασσοπνιγμένοι σκέφτονταν πρώτα –ειμή και αποκλειστικά– τη μάνα τους, έπειτα πως θα ήθελαν να θαφτούν μόνο στο χώμα.
Τόσους και τόσους σκέπασε το χώμα αυτής της γης
με δάφνες και με μύρτους.
Ήταν η δυσκολία τους, η αντίδρασή τους στην προσπάθειά της να σώσει το ιερό από τη χλεύη. Το πλήθος να ταράζεται από τρομάρες κι εκρήξεις, από αστραπές και νέφαλα, που ’ναι δικά τους ή άλλων, πόσο όμως λίγο να διαρκεί κι αυτή τους ακόμα η περιέργεια να παρατηρούν, δίχως ποτέ να πράττουν, πόσο λίγη κι η διάθεσή τους να φοβούνται.
Τόση πολλή η καθημερινή τους κούραση.
Ενώ η μνήμη με τα χρόνια τής έπαιζε συχνά περίεργα παιχνίδια, από εκείνη την ημέρα και αίσθηση θυμάται λεπτομερώς τα πάντα. Ήταν η στιγμή που ξεκίνησε με έναν λεπτό κραδασμό και τελείωσε μόνο μετά από τη μεγάλη σιωπή.
Χτυπά με δύναμη τη βέργα της στη γη. Ο βράχος σχίζεται, το έδαφος ραγίζει κάτω απ’ τα πόδια των κτιστών της συρτά, σαν ερπετό που λουφάζει.
Στοιχίζονται ξανά ετούτοι σε σειρά, τα βήματά της σέρνονται αργά και πατούν σταθερά πίσω απ’ τις πλάτες τους. Το βλέμμα της περνά για λίγο από πάνω και μέσα από τους εργάτες, και βγαίνει πάλι πίσω με βαριανασεμό, λες κι έχει πια ρουφήξει απ’ τον καθένα τους την πιο βαθιά, σκοταδερή του ρίζα. Τους έβανε όλους μέσα της.
Συνέχονται ξανά πίσω σ’ αυτήν όλες οι ψυχές της οικουμένης.
Εκείνοι την κοίταζαν με ψυχραιμία, λες και περίμεναν όλοι τη σειρά τους, όλοι τους παραταγμένοι στην ίδια ακολουθία για ένα ταξίδι χωρίς προτεραιότητα.
Υπήρχαν όμως και δυο τους που έστησαν μέσα τους αντάρτικο, λες κι επεδίωκαν να διαμορφώσουν μια πιο ευέλικτη συνείδηση, που να πηγαίνει κόντρα και σ’ αυτόν τον ίδιο τον δημιουργό τους, στον ίδιο τον Πλάστη τους, στην ίδια την πέτρα του κτισίματος· μια στιγμιαία απολίθωση του μυαλού, που κάποιες φορές, για τους περισσότερους, διαρκεί και για πάντα, χωρίς λύπη. Και μια και δυο, η τύχη και η πανουργία τούς έφερε τόσο κοντά της, που μπορούσαν και από τις δύο πλευρές να την τοξεύσουν.
Εκείνη στεκόταν ακίνητη, κρατώντας τα μάτια της κλειστά, σαν να προσπαθούσε να διευκολύνει κάθε τους ανήμερη χειρονομία, γνωρίζοντας πως επρόκειτο για τη μοναδική τους ευκαιρία -έτσι, περίβλεπτη κι αφρούρητη καθώς ήταν- να τη σκοπεύσουν από κάθε κατεύθυνση. Τα μάτια τους έλαμπαν από τη θεία μάνητα που σε καταπλήσσει μπροστά στο κράτος των ενστίκτων εκείνων της αυτοσυντήρησης, που προϋπάρχουν της μνήμης, στην αβελτηρία εκείνη της αίσθησης της κυριαρχίας, μπροστά στα προσωπικά αδιέξοδα και τις αποτυχίες τους, τα κλονισμένα τους μυαλά, τα ταραγμένα νεύρα τους, την οκνηρία και την αφασία τους, το λίγο τους στο πολύ της, μια θλιβερή εκφόρτιση της ανίας τους και κάθε σκοτεινής τους ενόρμησης.
Αισθάνθηκε κιόλας το νεύρο του τόξου τους να τεντώνεται, ξελεφτερώνοντας βίαια την αξόδευτη ενέργεια που φώλιαζε μέσα τους, με το βλέμμα της καρφωμένο στην αιχμή. «Δεν θα ’ναι τίποτα», σκέφτηκε, «ένα μικρό κάψιμο στην καρδιά», το ταλάντευμα εκείνο της στιγμής που μετεωρίζεται ανάμεσα σ’ εσένα και στο πάντα, αφήνοντας τα πνευμόνια σου να φουσκώσουν για τελευταία φορά σε μια μακρόσυρτη διαστολή, ρουφώντας τον ορίζοντα σε μία και μόνο απέραντη ανάσα, όπως κύμα που σβήνει ενιαίο στην ακτή, πάλι και πάλι. Τα χέρια τους τρέμισαν, ωστόσο, από το θάμβος της όψης και της αυτοκυριαρχίας της, τόσο, που να στρέψουν τα πρόσωπά τους ξανά στη γη, σαν ελάφια πληγωμένα.
Δεν θα τολμούσαν.
Την κοίταξαν με κατανόηση, ίσως και με συγκατάβαση, αφήνοντας τον εαυτό τους αυτόβουλα στη διάθεση, την κρίση και την ευσπλαχνία της, παίρνοντας κι εκείνοι τη θέση τους στη γραμμή των αργατών, των ξωμάχων της γης, με μια εικασία ή την ευχή, ίσως, για έναν προορισμό στο ανύπαρκτο.
Σαν το βουνό γίνεται μοίρα, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Κι έγνεψεν της υποταγής της και τους μαστόρους και τους τεχνίτες κι όλους εκείνους που ήξεραν τα μυστικά του Κάστρου τούς έχτισαν, για να μην τα μαρτυρήσουν, τους δύσμοιρους, μέσα στους τοίχους, έτσι που, με τη δρόσο της αυγής, ένιωθες τον ίδρω, το δάκρυ και τις ανάσες τους να κάθονται σαν πρωινή υγρασία πάνω στους ογκώδεις πωρόλιθους.
Δύναμη μαύρη, μ’ ορμή εκατό καβαλλαραίων, άλλους τους έριχνε μέσα στον γκρεμό, μαζί με τα γομάρια, τα κάρα και τα άτια. Οδυρμός και τρόμος και κλαυθμός, σαν μέρα που ο βοριάς ξεσπά στη θάλασσα τη χολή του, μπούφφα, λες και στις φλέβες του κυλά μόνο το μένος κι η φωτιά.
* * *
Λίγες ώρες μετά, απ’ τον γκρεμό δεν ακουγόταν πια τίποτα. Οι φωνές και τα βογκητά είχαν κοπάσει.
Στους δρόμους που δεν περπατήσαμε οι ευχές των πεθαμένων.
Φαντάσματα, ψεματινοί, την χαιρετούν κι αυτοί. Στο λάργο.
Εξηράνθη κι αυτής η ψυχή της. Εκεί που ησυχάζουν όλες οι υπόλοιπες φωνές, ξεδιπλώνονται πτυχώσεις που ήταν μέσα της και που περίμεναν να τις δούμε. Ο άνεμος στο πρόσωπό της της υπενθυμίζει ξανά, για λίγο, την πνοή των όντων.
Μπούφφα, μπούφφα, μπούφφα βέντο.
Στα κατώμερα, χρόνια μετά, οι δικοί τους θα τους έλεγαν ήρωες ή αγίους. Άλλοι τους είπαν απλώς ανθρώπους που τελείωσαν άδοξα την πορεία τους στη γη. Αυτή, ωστόσο, η Αγγελόκτιστη, –είναι σίγουρη– τους είδε να οργώνουν μια φορά με τον γάιδαρό τους τους πρόποδες του βουνού. Δύσκολη γη. Και χέρσα. Δεν ήταν σαν κάτω, στον κάμπο, που με τις πρώτες βροχές, με τον ίδρω τον ανθρώπων το χώμα γίνεται μαλακό.
Λένε πως η γη που έχεις οργώσει, που έχεις σκορπίσει με τη χούφτα σου τον σπόρο, φυλάει κάπου βαθιά, στα σπλάχνα της, τις αυλακιές σου.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το μότο είναι παρμένο από τη συλλογή της Ευρυδίκης Περικλέους-Παπαδοπούλου, Χώρας ιστόρηση, Νεφέλη, 2005.
*
**
