Η κυρία Νίκη

*

Η κυρία Νίκη

Τ’ απογέματα ποτίζει τα λουλούδια της
κι έπειτα φοράει τα καλά της τα ρούχα, τα γοβάκια της
και το νυφιάτικο το ψευτομαργαριταρένιο της το κολιέ
βάφεται ανεπιτήδευτα, χτενίζεται
και κάθεται στο μπαλκονάκι της
προσμένοντας να περάσει
το τελευταίο το παλληκάρι της ζωής της
καβάλα στ’ άλογό του.
Κι αυτό διαβαίνει από μπροστά της καθημερινά
και πάντα χαμογελαστά της νεύει
αν και ποτέ δε σταματάει να ξεπεζέψει
νερό να της ζητήσει και μαζί του να την πάρει.
Κι είναι το παλληκάρι αυτό
απ’ τη βιτρίνα της Lacoste,
λίγο πιο πέρα απ’ το σπίτι της,
που φεύγει κάθε απόγεμα
για να διαβεί και να τη χαιρετίσει
μόνο που άλογο δεν έχει
και πώς να ξεπεζέψει;

///

Με τη σφραγίδα

Όσο κι αν έψαξε δε βρήκε
φωτογραφία της για την περίσταση κατάλληλη
ή έστω μια που να μπορούν, στα βιαστικά,
να επεξεργαστούν και να ταιριάξει.
Βρήκε αρκετές ασπρόμαυρες, νεανικές,
πριν απ’ τα εικοσιτέσσερα της που παντρεύτηκε
(πάντα σ’ αυτές μ’ ένα χαμόγελο γαλήνιας αισιοδοξίας)
πολλές από το γάμο της
κι όλες οι υπόλοιπες
είτε με τον σύζυγο σε κάποια διασκέδαση ή εκδρομή
είτε με συναδέλφους στη δουλειά
είτε με τα παιδιά της
(πόσο οι φωτογραφήσεις της λιγόστευαν στο πέρασμα των χρόνων,
πόσο και το χαμόγελό της ολοένα θάμπωνε).
Κι είναι και το γραφείο τελετών που τον πιέζει
κι αυτή η απρονοησία των ανθρώπων
που ούτε μια φωτογραφία δε φροντίζουνε να βγάλουνε
κατάλληλη για κηδειόσημο ν’ αφήσουν στα παιδιά τους.

Θα βάλει αυτή απ’ την ταυτότητά της τελικά
κι ας φαίνονται πάνω τα γράμματα
ΕΛΛΗΝ . . . . ΚΡΑΤΙΑ της σφραγίδας
αφού άλλη πιο αρμόζουσα δε βρήκε
που ώριμη να είναι και κάπως να χαμογελάει,
έτσι σχεδόν σαν εικοσάρα·
αυτή θα βάλει
κι ας διακρίνεται στο κηδειόσημο και η σφραγίδα.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗΣ

*

*

*