*
του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
~.~
Τίποτε δεν αληθεύει χωρίς τ’ αντίθετό του.
MARTIN WALSER
*
1. Η ΚΟΥΚΛΑ
Είμαι μια κούκλα έγκλειστη σ’ ένα κουτί,
γερά δεμένη πάνω σ’ ένα ελατήριο.
Αραιά και πού κάποιος πατάει ένα κουμπί
κι έξω πετάγομαι μ’ ορμή, σαν σε ντελίριο.
Ποιος με κινεί ποτέ δεν έμαθα ή γιατί,
δεν ξέρω δύναμης ποιας είμαι το υποχείριο.
Απ’ την αρχή ήμουν κλεισμένη μέσα εκεί,
ιδού όλο κι όλο της ζωής μου το μυστήριο.
Κι εσύ μια κούκλα είσαι… Εσύ που με κοιτάς!
Κι εσύ στ’ ανάκτορο, κι εσύ στο καλυβάκι!
Ένα ελατήριο διά βίου καβαλάς
και με μια πόζα ξεπετάγεσαι μεμιάς
για να χορέψεις σαν σου ανοίγουν το καπάκι.
Γιατί, δεν ξέρεις. Κι έχεις πάψει να ρωτάς.
2. ΤΟ ΚΟΥΤΙ
Εγώ είμαι εκείνο το κουτί που σε κρατά.
Παλιό, στενάχωρο, γεμάτο από σκοτάδι,
ένα κουτί κι αυτό μες στ’ άλλα τα κουτιά.
Κελλί με νότες μ’ έχουν πει πολλοί, και Άδη
που φυλακίζει μέσα του κορμιά χυτά,
και που του κόσμου τούς στερεί το ανάερο χάδι
κι έχει κλειστά τ’ αυτιά στα παρακαλετά,
καθόλου μην ενοχληθεί, βαθύ πηγάδι.
Ωστόσο, σκέψου, για ποιον κόσμο σού μιλούν,
γίνεται τέτοιοι μια κουκλίτσα να νοιαστούν,
εκείνος ο ήλιος που σου τάξαν τάχα πού είναι;
Σαν μια τροτέζα πού και πού σ’ ένα σαλούν
σε βάζουν μπρος τους να χορεύεις, και γελούν.
Μόνο εγώ σε νοιάζομαι. Μαζί μου μείνε.
///
1. ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ ΠΡΟΣ ΘΕΑΤΗ
Ο ελάχιστος πού θα κρυφτεί; Στα φώτα!
Οι προβολείς, θεοί από μηχανής,
μακραίνουν τη σκιά του ώστε κανείς
να μην τον βλέπει ως έχει. Εμένα ρώτα
να μάθεις την αλήθεια πρώτα πρώτα:
κοίτα με πώς στο μέσο της σκηνής
κομπάζω σαν κομπέρ επιφανής…
Μυστήριο; Ας γελάσω… Γεγονότα!…
αν κι άγνωστα συνήθως στους απ’ έξω.
Ακούς τα μπιζ τα αποθεωτικά
τον ρόλο μου όταν βγαίνω για να παίξω;
Da capo! Encore! Εύγε, μεγάλε μίμε!
Μα αν σβήσουνε τα φώτα ξαφνικά
αμέσως θα φανώ εκείνος που είμαι.
2. ΘΕΑΤΗΣ ΠΡΟΣ ΘΕΑΤΡΙΝΟ
Κι αν κρύβεσαι στα φώτα, ποιο το κρίμα;
Προς τι τον εαυτό σου εγκαλείς,
καλοί σου φίλοι είναι οι προβολείς,
στ’ άσχημο εκείνοι μόνο δίνουν σχήμα.
Μ’ εκείνους τον καιρό τον έχεις πρύμα,
εσύ στο πάλκο ν’ ακτινοβολείς
κι οι θεατές, σαν άλλοι υποτελείς,
στα πόδια σου να πέφτουν παραχρήμα.
Είμαι κι εγώ ένας θαυμαστής δικός σου·
ποιος είσαι πράγματι αδιαφορώ,
το ψεύτικο έχω ανάγκη εγώ το φως σου.
Ένα μετρά για μένα μόνο: ο ρόλος –
σ’ αυτόν μείνε πιστός, σ’ εκλιπαρώ.
Εμπρός του τι αξίζει ο κόσμος όλος;
///
1. Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ
Της είχε πει, θα το επιχειρήσει
το απόλυτο πορτραίτο να της φτιάξει.
Έβαλε εμπρός λοιπόν για νά ’ναι εντάξει
κάθε της γνώρισμα ν’ αξιολογήσει.
Πρόσωπο, σώμα, πνεύμα, όσα να ελπίσει
την έκαναν ποτέ ή να τρομάξει,
νά τα, σε λίστες τα ’χει κατατάξει,
κι επίσης κάθε της πιστεύω ή κλίση.
Το αισθάνεται όμως, του ξεφεύγει κάτι:
αυτό που θα μπορούσε να ’χε γίνει.
Αν άλλο ακολουθούσε μονοπάτι
δεν θα κατέληγε και η ίδια άλλη;
Tη βλέπει με τη φαντασία κι εκείνη –
μα στο πορτραίτο του πώς να τη βάλει;
2. ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
Αυτός μου είχε ζητήσει να ποζάρω.
Πολύ δεν σκέφτηκα, είπα ναι. Μα όταν
ξεκίνησε, το ’δα, δυσκολευόταν –
με κοίταζε κι όλο άναβε τσιγάρο.
Το βλέμμα του μπορούσα να φιλτράρω:
πώς κάθε εκδοχή μου που χυνόταν
εμπρός του κι όλο μεταμορφωνόταν
να στριμωχτεί στο ακίνητο τελάρο;
Σ’ έναν ρευστό κοιτάμε όλοι καθρέφτη
έναν διάττοντα που μες στον χρόνο
αλλάζει πάντοτε μορφή όπως πέφτει.
Κι είν’ τα πορτραίτα μας μια επιθυμία:
οι αλλαγές να πάψουν. Μα ένας μόνο
κανείς δεν είναι. Εγώ πώς να ’μαι μία;
///
*
*
*
