Σονέττα πρὸς παλαίμαχο Μεσσία

*

Ι.

Ἐκεῖνοι ποὺ ἀνακήρυξαν πατέρες
τοὺς ἑαυτούς τους δίχως νἄχουν σπείρει,
χειρότεροι εἶναι ἀπὸ κάποιες μητέρες
ποὺ τριγυρνοῦν στὰ ἄνθη γιὰ τὴ γύρη

γιατὶ δίχως ἀπόγονους νομίζουν
πὼς πλήθυναν τὴ γῆ μὲ φωτοκόπιες.
Πτηνὰ ἐνδημικὰ ποὺ ἀλληθωρίζουν
σὲ πτήσεις διεθνεῖς, μὰ μόνο ἐντόπιες

μικρὲς κι’ ἀδέξιες διαδρομὲς πετᾶνε
θυμίζοντας φραγκόκοτα ἢ κότα
λειράτη, γερασμένη. Μὲ τὰ χνῶτα

τὸ ἀνάστημα τοῦ ἀετοῦ μετρᾶνε.
Κι’ αὐτὸ ποὺ ἴσως γιὰ γάλα τοὺς μυρίζει
ἡ νιότη εἶναι ποὺ τοὺς κατακρημνίζει.

///

ΙΙ.

Ἀρνητικὸ ἀντὶ φωτοτυπία
ἐπέλεξα νὰ εἶμαι ‒ νὰ τὸ ξέρεις.
Καὶ τῆς καριέρας σου ἡλιοτυπία
διορθώνω ἀργά, γι’ αὐτὸ καὶ ὑποφέρεις.

Βρίσκω ἀνορθογραφίες καὶ σημάδια
τοῦ Δαίμονα τῆς πρέσας. Λανθασμένα
νομίζεις ὅτι θὰ ζητήσω ἄδεια
γιὰ κάτι παλληκάρια κουρασμένα

ποὺ πέρασε ἡ μπογιά τους ‒ ἐπιτέλους·
τῆς ἀερολογίας τὴν παρλάτα
παράτα μιὰ γιὰ πάντα, ναί, σταμάτα

νὰ μάχεσαι ἄοπλος αἰχμὴ τοῦ βέλους,
γιατὶ ὅποιος ἀπὸ ἀτελιὲ γνωρίζει,
ξέρει πὼς τὸ ἀρνητικὸ ἀβγατίζει.

///

ΙΙΙ.

Νιώθω τῆς ἐπιβίωσης τὸ πάθος.
Κι’ ἐγὼ πληρώνω ἀρχὲς τοῦ μήνα νοῖκι
καὶ σκέφτομαι συχνὰ μὴν κάνω λάθος·
ἂν ξεχαστῶ ἥττα γίνεται ἡ νίκη.

Δίχως ἰδιοκτησία τί θ’ ἀφήσω;
Τὸ ξέρω, νιώθεις τὸ ἴδιο, γιά φαντάσου!
Γι’ αὐτὸ καὶ σκέφτομαι προτοῦ μιλήσω,
μὴν τύχει κι’ ἐκτεθῶ ‒ σὰν τὰ γραπτά σου.

Περίμενα ἀπάντηση, ἔστω κάτι,
μὰ ὄχι καὶ στὸ φέησμπουκ, νισάφι.
Δὲν ξέρεις πὼς σιωπὴ = χρυσάφι;

Κατάλαβα ὡστόσο τὸ γινάτι,
γι’ αὐτὸ καὶ συγχωρῶ γραπτὰ σὲ ὀθόνη
ἀπέναντι στὸν νέο ποὺ σ’ τὰ χώνει.

///

IV.

Καὶ τώρα ἡ κριτικὴ πλέον ἀπάδει.
Γίνεται τὸ ad hominem κανόνας.
Γι’ αὐτὰ ψοφάει πάντα τὸ κοπάδι,
ἀφοῦ μὲ αἷμα τρέφεται ὁ αἰώνας.

Τὸ θέμα εἶναι: ποιό χῶμα θὰ ποτίσει;
Ἄραγε τὸ δικό μου ἢ τὸ δικό σου;
Νομίζω ξέρω ἀπὸ τὰ πρὶν τὴ λύση
καὶ θὰ σ’ τὴν πῶ ‒ ἂν θὲς γι’ αὐτὸ κορδώσου.

Ὁ ἀδύναμος τὸν δυνατὸ στηρίζει.
Ἡ φύση εἶναι πουτάνα κι’ ἐμεῖς λίγοι
στὸ δέμας, στὸ ἀνάστημα, καὶ λήγει

αὐτὴ ἡ συζήτηση προτοῦ ν’ ἀρχίσει.
Λυπᾶμαι ποὺ ὅταν θἄχω μεγαλώσει
δὲν θἆσαι ἐδῶ, μιᾶς καὶ θὰ σ’ ἔχουν χώσει.

///

V.

Μὰ ἕνα ὑστερόγραφο ἀφήνω:
ἐξώδικο πρὸς ἐνδιαφερομένους.
Στὴ σύγκρουση ἂν φαίνεται ὅτι τείνω
εἶναι γιατὶ εἶμαι στοὺς ἀδικημένους.

Δὲν εἶμαι θύμα ὅμως ὁδηγοῦμαι
νὰ βρίσκομαι στὸν πάτο τοῦ κλαρίνου.
Ἀκόμα κι’ ἂν νηφάλια ἀφηγοῦμαι
τί γίνεται, ὁ ὄγκος τοῦ κυπρίνου

στὴ λίμνη τὸ μικρόψαρο ἐμβολίζει.
Τὸ βάρος του ἀσκεῖ κρυφὴ γοητεία
καὶ ἐπιφυλάσσει ὁμαλὴ θητεία

στοῦ στρατοπέδου μας τὸ μετερίζι.
Θὰ κλείσω μ’ ἐπιμύθιο ἀβαρίας:
δὲν ἀγαπᾶ τὴ γόπα ὁ καρχαρίας.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

*

*

*