*
2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #5
γράφει ο Θάνος Γιαννούδης
Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.
***
Μιας και στις 29 Ιουλίου έκλεισαν ακριβώς 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη, κρίνουμε πως στο πέμπτο τμήμα του ετήσιου αφιερώματός μας οφείλει να τοποθετηθεί ο ίδιος σε πρώτο πλάνο και να λάβει ανοιχτά τον λόγο. Η σύνδεση με την επέτειο και τη συγκυρία που επιχειρούμε δεν είναι τυχαία, μιας και το μουσικό έργο του Θεοδωράκη, σε όλες του, μάλιστα, τις μορφές και όχι μόνο στην δημοφιλέστερη «έντεχνη – λαϊκή» που εξετάζουμε σε βάθος στην παρούσα στήλη, διαπλέκεται σχεδόν στο πλήρες μάκρος του με την ιστορική συγκυρία και την κοινωνική πραγματικότητα, τέμνοντας εγκάρσια έξι και πλέον δεκαετίες του ιστορικού, πολιτικού και πολιτισμικού ελληνικού βίου, σχολιάζοντας ενίοτε επιμέρους τομές και ρήξεις του, ασκώντας σκληρή κριτική στους τομείς που χρήζουν αλλαγών και προσδοκώντας την ανάνηψή του από τη νοσηρή πραγματικότητα που ο συνθέτης κρίνει (και, κατά την κρίση μας, απολύτως βάσιμα) πως ο τελευταίος έχει περιέλθει.
///
Το συνεκτικό όραμα του Μίκη Θεοδωράκη αποκρυσταλλώνεται, ωστόσο, συχνά και μέσω επιμέρους τραγουδιών στα οποία τόσο η μουσική όσο και οι στίχοι ανήκουν στον ίδιο, πετυχαίνοντας, έτσι, την πλήρη ταύτιση των συνθετικών και στιχουργικών στοχεύσεων που δεν είναι πάντα δεδομένη όταν ο συνθέτης και ο στιχουργός αποτελούν δύο διακριτές, διαφορετικές και αυτόνομες οντότητες (για παράδειγμα, ακόμα και στον ίδιο τον Θεοδωράκη ασκήθηκε κριτική για τις αποδόσεις του στον πιο προωθημένο νεωτερικά λόγο του Κ. Τριπολίτη). Παρόλο που η αμιγώς στιχουργική πλευρά του Μίκη προφανώς και υπολείπεται της αντίστοιχης συνθετικής, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ψυχρή πραγματικότητα των αριθμών των πωλήσεων και από την επιβίωση ή μη του κάθε έργου στον χρόνο, εντούτοις αξίζει να σταχυολογήσουμε στο συγκεκριμένο άρθρο επιλεκτικά ορισμένες από τις χαρακτηριστικότερες στιγμές της, τοποθετώντας τις στα δεδομένα της εκάστοτε συγκυρίας, αλλά και πέρα από αυτήν και ελπίζοντας να ανοίξουμε τον δρόμο για μια ευρύτερη επιστημονική μελέτη στη συγκεκριμένη και ελαφρώς παραγνωρισμένη πλευρά του έργου του.
///
Τα τραγούδια που ανθολογούμε σήμερα εκκινούν από τους αγώνες της νεολαίας εναντίον του παλατιανού «πραξικοπήματος» των Ιουλιανών και της «αποστασίας» του 1965 που έχουν ως θύμα τον νεαρό αριστερό φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα, διέρχονται από τους αντιδικτατορικούς αγώνες και τον καταιγισμό και τη ριζοσπαστικότητα της πρώιμης Μεταπολίτευσης που ακολούθησε την πτώση της Χούντας, κάνουν μια στάση – φόρο τιμής στους νεκρούς και πεσόντες, όπως στον αντιδικτατορικό αγωνιστή Αλέκο Παναγούλη, ο θάνατος του οποίου βιώνεται ως το τέλος μιας εποχής και καταλήγουν στην πλήρη απογοήτευση της γενικευμένης κοινωνικής παρακμής, της κυρίαρχης καταναλωτικής συνθήκης, της επίπλαστης ευμάρειας και της αποσύνθεσης των μεγάλων και συνεκτικών συλλογικών οραμάτων που διέρρηξε εν πολλοίς το ελπιδοφόρο πρόταγμα του συνθέτη. Ο λόγος, λοιπόν, τη σημερινή μέρα, σε εκείνον.
///
Σωτήρη Πέτρουλα
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η λευτεριά.
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε.
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε.
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το λαό σου, οδήγα μας μπροστά.
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε.
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
***
Είμαστε δυο
Είμαστε δυο, είμαστε δυο, η ώρα σήμανε οχτώ
κλείσε το φως, χτυπά ο φρουρός, το βράδυ θα ’ρθουνε ξανά
ένας μπροστά κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν
μετά σιωπή κι ακολουθεί το ίδιο τροπάρι το γνωστό.
Βαράνε δυο, βαράνε τρεις, βαράνε χίλιες δεκατρείς
πονάς εσύ, πονάω εγώ, μα ποιος πονάει πιο πολύ
θα ’ρθει ο καιρός να μας το πει.
Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς
καβάλα πάμε στον καιρό
με τον καιρό, με τη βροχή το αίμα πήζει στην πληγή
κι ο πόνος γίνεται καρφί.
Ο εκδικητής, ο λυτρωτής.
Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς.
***
Το σφαγείο
Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώ.
Είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ, αύριο εγώ.
Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα
μετρώ τους χτύπους, τον πόνο μετρώ.
Πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ’μαστε παρέα
τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ
που πάει να πει σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά.
Μες στις καρδιές μας αρχινά το πανηγύρι
τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ.
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό.
***
Διότι δεν συνεμορφώθην…
Πέρα απ’ το γαλάζιο κύμα, το γαλάζιο ουρανό
μια μανούλα περιμένει χρόνια τώρα να τη δω.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει μες στο σύρμα περπατώ
θα περάσουν μαύρες μέρες δίχως να σε ξαναδώ.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Αλικαρνασσός, Παρθένι, Ωρωπός, Κορυδαλλός,
ο λεβέντης περιμένει της ελευθεριάς το φως.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
***
Κόκκινο τριαντάφυλλο
Κάθε πρωί ξεκινούσαμε να πάμε στη δουλειά
στο λεωφορείο γελούσαμε, είμαστε δυο παιδιά.
Κόκκινο τριαντάφυλλο, κόκκινο το δειλινό.
Κάποιο πρωί για τον πόλεμο κινήσαμε μαζί
όλοι μαζί τραγουδούσαμε, παλεύαμε μαζί.
Μέσα στο Μάη σκοτώθηκες το αίμα σου μαβί
έβαψε μαύρο τον ουρανό, κόκκινο τον καιρό.
Μαζί σου τώρα σκοτώθηκαν όνειρα, ιδανικά
γίναμε όλοι φαντάσματα, ζούμε συμβατικά.
Τώρα οι σημαίες γενήκανε είδη εμπορικά
είναι τα όνειρα αγαθά καταναλωτικά.
***
Τη Ρωμιοσύνη να την κλαις
Θα σας μιλήσω μ’ ένα αλλιώτικο σκοπό
μη μου θυμώσετε πολύ παρακαλώ
ψάχνω να βρω τη Ρωμιοσύνη
κι αυτό το πάθος μου τη δίνει.
«Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες».
Στην απορία μου απάντηση ζητώ
με αποφεύγουνε με παίρνουν για τρελό
η Ρωμιοσύνη παντρεμένη
είναι ευτυχής και γκαστρωμένη.
«Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες».
Αυτά τα λόγια είναι παρανοϊκά,
αφού γκαστρώθηκε σημαίνει είναι καλά
με κουμπάρο τον Καρούδα
«έξω οι Βάσεις απ’ τη Σούδα».
«Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες».
***
Ανατρέξαμε στο: Μίκης Θεοδωράκης, Μελοποιημένη Ποίηση, τόμος Α΄: Τραγούδια, Ύψιλον, Αθήνα 22003. Στο επόμενο άρθρο της στήλης, θα συνεξετάσουμε τις περιπτώσεις Κωστή Παλαμά και Μίκη Θεοδωράκη, υπό τον άξονα του (εν πολλοίς απωθημένου από το μετανεωτερικό «σήμερα») διαλόγου και του προβληματισμού περί του «μείζονος» καλλιτέχνη και της διαπλοκής του με την Ιστορία και τη μοίρα του τόπου.
*
*
*
