Κάποτε στην Αίγινα

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Υπάρχουν ζευγάρια
όπου ο ένας από τους δύο,
τουλάχιστον, περισσεύει.
GRÉGOIRE LACROIX

Με το άλλο ζευγάρι γνωριστήκαμε στο κατάστρωμα του καραβιού για την Αίγινα. Ο Νίκος και η Ηρώ, εγώ και η Ολυμπία.

Την Ολυμπία την γνώρισα στο Θέατρο Βράχων, σε μια συναυλία της Αλεξίου. Αυτή καθόνταν δίπλα μου και δίπλα της καθόνταν η φίλη της. Εγώ την φίλη της ήθελα να γνωρίσω κι έπιασα κουβέντα μαζί της. Μα η άλλη ήταν απόμακρη και ψυχρή –όπως ακριβώς μου άρεσε– και δεν μου έδινε σημασία. Παλιό βάσανο κι αυτό, να μην μου δίνει σημασία αυτή που μου άρεσε. Λες και γι’ αυτό δεν μου έδινε σημασία: επειδή μου άρεσε! Ή γι’ αυτό μου άρεσε, επειδή δεν μου έδινε σημασία;

Όταν τέλειωσε η συναυλία, με πήγε σπίτι μου η Ολυμπία με την μηχανή της. Μια άγρια μηχανή εντούρο που μου έκοψε τα ήπατα. Εγώ δεν είχα βάλει ρόδα στο χέρι ακόμα. Κυκλοφορούσα με λεωφορεία και τρόλεϊ. Η φίλη της έφυγε με ταξί – φοβόντανε τα μηχανάκια.

Την Παρασκευή βγήκα με την Ολυμπία, έχοντας κρυφή ελπίδα πως θα έφερνε μαζί και την φίλη της. Τζίφος! Ήρθε με την θηριώδη μηχανή της, με φόρτωσε σαν τσουβάλι και με γύριζε πέρα-δώθε στην Αθήνα.

Καταλήξαμε σ’ ένα ουζάδικο στον Πειραιά. Τζατζίκια και τυροκαυτερές, ξινομυζήθρες και ρεβιθοκεφτέδες, γαρίδες και μυδοπίλαφα. Γέμιζαν τα ποτήρια κι άδειαζαν. Άφριζαν οι μπύρες, τσιτσίριζαν οι σόδες, χοχλάκιζαν τ’ ανθρακούχα. Ο λογαριασμός διαρκώς μεγάλωνε κι η Ολυμπία δώσ’ του και παράγγελνε. Μπουκιά δεν κατέβαζε αν το τραπέζι δεν γέμιζε, έστω κι αν τσιμπολόγαγε σαν σπουργίτι. Μωρέ, ας ήταν και η φίλη της μαζί και θ’ άνοιγα και σαμπάνια!

Όλο «γεια μας» και «γεια μας» και πονηρά γελάκια ήταν, η θεόμουρλη!

Καταλάβαινα μια χαρά πού το πήγαινε, αλλά εμένα με χάλαγε τόση σπατάλη. Κι όλη αυτή η αλητεία σε γυναίκα δεν μ’ άρεσε. Ήταν σκούρο και το δέρμα της, τραχιά και η φωνή της και πετάγονταν οι φλέβες του λαιμού όταν μίλαγε κι ανεβοκατέβαινε το καρύδι του Αδάμ σαν αντλία. Ομορφοπλασμένη κατά τ’ άλλα, «πηδήσιμη» στην καθομιλουμένη, αλλά… δεν μ’ άρεσε!

Εγώ την γυναίκα την θέλω ντελικάτη, άσπρη σαν φραντζόλα και ξανθιά σαν την Μονρόε ή μαυρομάλλα με λευκό δέρμα κι επιβλητικό παράστημα∙ «γαληνομέτωπη», όπως το γράφει ο Σικελιανός∙ «λιανοκόκαλη και κανελλοζυμωμένη», όπως το λέει το δημοτικό τραγούδι. «Μέση λεπτή, πλάτες φαρδιές και στήθος δυο πλωχέρια», έτσι παινεύουν στο χωριό μου τις ωραίες – γιατί «γυναίκα δίχως στήθος, σπίτι χωρίς μπαλκόνι».

Για ν’ αποφύγω την Ολυμπία, της είπα πως θα πήγαινα για ύπνο, μιας και θα ξύπναγα νωρίς το πρωί, δυο-τρεις μέρες Αίγινα για διακοπές.

«Ουάου!» αναφώνησε ενθουσιασμένη. «Έρχομαι μαζί σου!»

Φιλί δεν αλλάξαμε, κομπλιμάν δεν ειπώθηκε κι εκείνη μου κατσικώθηκε! Ήμουν και μικρός, ντρεπόμουν κιόλας και την πήρα μαζί μου. Ως τι, δεν ήξερα: γκόμενα όχι, φίλη μήτε, «στην πλάτη μου βάρος» ήταν το σωστότερο. Να έφερνε, λέει, και την φίλη της μαζί! Σιγά μην την έφερνε…

Έτσι, βρεθήκαμε στο κατάστρωμα του καραβιού για την Αίγινα, εκείνη ενθουσιασμένη κι εγώ απογοητευμένος. Κουβάλαγε μαζί της κι ένα κασετόφωνο κι άκουγε συνεχώς Χαρούλα.

Τότε κάθισε δίπλα μας το άλλο ζευγάρι.

Ο άντρας –που αργότερα συστήθηκε Νίκος– είπε με την ντελαλίδικη φωνή του:

«Κάνας Καζαντζίδης δεν παίζει;»

Η Ολυμπία μόρφασε λες και κατάπιε κινίνο. Κι αρχίσανε να τσακώνονται για τα τραγούδια, σαν τα κοκόρια σε ξένο κοτέτσι:

«Τι θα πει, ρε κοπέλα, “δι’ ευχών των αγίων ημών, στους ναούς των μεγάλων λυγμών;” να πούμε;»

«Θα πει πως δεν ξέρεις από ποιοτικό στίχο, ρε φίλε!»

«Μωρ’ τι μας λες! Άμα θέλω ψαλμωδίες πάω στην εκκλησία. Ενώ όταν λέει ο Στελάρας “η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο, που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω”, να, μα την Παναγία τώρα, θέλω να καπνίσω».

Και πήρε τσιγάρο απ’ το πακέτο του, προσφέροντας και στην Ολυμπία.

«Α, Camel άφιλτρο! Τέτοια καπνίζω κι εγώ!» αναφώνησε ενθουσιασμένη εκείνη κι έβγαλε απ’ την τσάντα να του δείξει το πακέτο της.

Όλη αυτήν την ώρα, εγώ με την άλλη κοιτιόμαστε και κουνούσαμε το κεφάλι με νόημα.

Κατόπιν συστηθήκαμε όλοι μαζί, είπαμε κάποιες κουβέντες τυπικές –αυτοί ήταν μεταξύ τους παντρεμένοι, εμείς δεν είπαμε τι ήμαστε, υπολόγισαν πως απλώς τα είχαμε– και χωριστήκαμε σε πηγαδάκια: εγώ με την Ηρώ κι ο Νίκος με την Ολυμπία.

Ήταν δε, τόσο αυθόρμητο που χωριστήκαμε έτσι, ώστε φαίνονταν απολύτως φυσιολογικό, λες και πήγε η ήρα με την ήρα και το σιτάρι με το σιτάρι – ο καθείς μας, βέβαια, πίστευε πως ήταν το σιτάρι.

Ακούγαμε σποραδικά τι έλεγαν οι άλλοι, αναλόγως με την κατεύθυνση του αέρα, μιας κι απομακρύνθηκαν αρκετά από μας, με αφορμή να βλέπουν την θέα καλύτερα. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, αυτό ήταν σίγουρο. Μόνον στην μουσική δεν ταίριαζαν, σ’ όλα τ’ άλλα κούμπωναν απόλυτα.

Εγώ με την Ηρώ τα ίδια – με την διαφορά πως ταιριάζαμε ακόμα και στις μουσικές μας προτιμήσεις.

Ήταν τόσο αέρινη, τόσο ντελικάτη, τόσο ευγενική και γλυκομίλητη –ακριβώς το αντίθετο από την Ολυμπία και τον Νίκο– που δεν υπήρχε τίποτα προφανέστερο από αυτό: αν αλλάζαμε συντρόφους, θ’ αποκαθίστατο η τάξις του σύμπαντος κόσμου.

Φτάσαμε στο νησί έτσι, χωρισμένοι σε ζευγάρια. Βρήκαμε κολλητά δωμάτια στο ίδιο ξενοδοχείο και δώσαμε ραντεβού για το βράδυ.

Εγώ δεν ήξερα πως δεν θα μέναμε μαζί με την Ολυμπία, νόμιζα πως θα παίρναμε δίκλινο με δύο μονά κρεβάτια, αλλά ζήτησε μονάχη της από τον ξενοδόχο δωμάτιο με διπλό κρεβάτι.

Μπήκε για μπάνιο κι εγώ βγήκα να καπνίσω.

Στο πλαϊνό μπαλκόνι η Ηρώ κοίταζε την θάλασσα.

«Ωραία θέα, ε;» είπε μόλις με είδε.

«Θεϊκή!» απάντησα, κοιτώντας την ίδια.

Κατάλαβε αμέσως το κομπλιμάν και το ανταπόδωσε:

«Η θεϊκή θέα θέλει και θεϊκά μάτια!»

Ένιωσα κάπως αμήχανα…

«Ο Νίκος;» την ρώτησα.

«Κάνει μπάνιο», μου είπε.

«Η Ολυμπία;» με ρώτησε.

«Κάνει μπάνιο», της είπα.

Γελάσαμε συγχρόνως.

«Ως κι εκεί ταιριάζουν!» διαπιστώσαμε.

Κατόπιν σιωπήσαμε απότομα, λες και σκεφτήκαμε πως κι οι δυο μας διαλέξαμε να βγούμε στο μπαλκόνι την ίδια ώρα –την ίδια ώρα που οι άλλοι διαλέξανε να κάνουν συγχρόνως μπάνιο– παραδεχόμενοι εμμέσως πως κι εμείς ταιριάζαμε ως προς την επιλογή μας αυτή. Και ό,τι ξεκίνησε αργά-αργά ως παιχνίδι του παραδόξου, άρχισε γοργά-γοργά να μεταμορφώνεται σε μαρτύριο του ταιριαστού.

Πίναμε τον καφέ μας σκέτο, μας άρεσαν τα ίδια φαγητά, τα ίδια τραγούδια, οι ίδιες ταινίες, είχαμε το ίδιο αγαπημένο χρώμα: μαύρο, κατάμαυρο, όπως οι ζωές μας πριν συναντηθούν, αλλά δεν λέγαμε τίποτα ξεκάθαρα, μόνον πως ταιριάζαμε διαπιστώναμε και τ’ ομολογούσαμε απροκάλυπτα. Τρεις μέρες στην Αίγινα κάναμε ακριβώς αυτό: ταιριάζαμε μεταξύ μας και μας κορόιδευαν οι άλλοι, ταίριαζαν οι άλλοι και τους κοροϊδεύαμε εμείς.

Όμως το βράδυ, αργά το βράδυ, όταν φτάναμε ως τις πόρτες των δωματίων μας κι έρχονταν η ώρα για την αλλαξιά: να πάρω πίσω την Ολυμπία κι ο Νίκος την Ηρώ, τ’ αστεία λιγόστευαν, οι λέξεις δυσκόλευαν, η σιωπή επέρχονταν κι η μελαγχολία απλώνονταν σαν λαδιά στο τραπεζομάντηλο. Τέσσερα πικρά χαμόγελα συνόδευαν την «καληνύχτα». Και αναχάραζαν μόνον στην τελευταία λέξη που εκστόμιζε πάντοτε πριν χωρίσουμε η Ηρώ: «Αύριο…»

Ω, ναι! Εκείνο το «αύριο», το πολυπόθητο «αύριο», με κράταγε ξάγρυπνο όλη νύχτα, γιατί με την Ολυμπία δεν κοιμηθήκαμε ποτέ μαζί. Το πρώτο βράδυ, μπανιαρισμένη κι αρωματισμένη, ξάπλωσε δίπλα μου και κοίταζε το ταβάνι. Κατόπιν άπλωσε το χέρι και μου χάιδεψε απαλά το στήθος, όσο απαλά μπορεί να χαϊδέψει ένα χέρι σαν σμυριδόπανο που τρίβει σίδερο. Της χάιδεψα κι εγώ τα μαλλιά με τον ίδιο τρόπο, όσο τρυφερά μπορούν να χαϊδέψουν πέντε δάχτυλα σαν ψόφια πουλιά. Όμως τα κορμιά μας δεν κινήθηκαν για να σμίξουν. Η ελκτική δύναμη των ψυχών κάτω απ’ το δέρμα βρισκόνταν σε λήθαργο, παρόμοιον μ’ εκείνον που βυθίζονταν κι η Ολυμπία ολοένα. Σε λίγο ροχάλιζε γυρνώντας την πλάτη.

Βγήκα στο μπαλκόνι να καπνίσω. Τρισεκατομμύρια άστρα τρεμόπαιζαν στο στερέωμα. Σε κάθε ρουφηξιά του τσιγάρου μου, τούς έκλεινε η καύτρα το μάτι. Το δίπλα διαμέρισμα σκοτεινό. Τώρα η Ηρώ θα βρίσκονταν στην αγκαλιά του Νίκου…

Όταν γύρισα στο κρεβάτι, η Ολυμπία κοιμόνταν μπρούμυτα. Απ’ το δαντελένιο κιλοτάκι της ξεπρόβαιναν αναιδέστατα οι τουρλωτοί γλουτοί της. Είχε αρμονικό σώμα και σε κάποιες κρυφές μεριές ήταν λευκό το δέρμα και φαίνονταν απαλό. Μου ήρθε να ξαπλώσω πάνω της και να… Μα λες και το κατάλαβε γύρισε κοιμισμένη το κεφάλι στο πλάι κι είδα λίγο σάλιο να τρέχει στο μαξιλάρι απ’ τα χείλη της. Διάβολε! Αν δεν αγαπάς μια γυναίκα, μπορεί να σε αηδιάσει ακόμα κι ό,τι θα σε δελέαζε αν την αγαπούσες.

Ξαναβγήκα στο μπαλκόνι. Μια παρέα τραγούδαγε το «νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες». Σκατά! Σιγά τις ονειρεμένες δικές μου νύχτες… «Να χαϊδέψω μαύρα μαλλιά…» το τραγούδι εξακολουθούσε, σβήνοντας σιγά-σιγά στην στροφή του δρόμου «…να φιλήσω χείλη μ’ ελιά…» Σκέφτηκα την Ηρώ: τα μαύρα μαλλιά της, τα κόκκινα χείλη της, και δάγκωσα τα δικά μου και τα μάτωσα. Έφερα το τσιγάρο στο στόμα. Το φίλτρο κόλλησε στο αίμα. Κι όταν το τράβηξα ξεκόλλησα και την πέτσα, ουρλιάζοντας απ’ τον πόνο.

Η μέρα που ξημέρωσε ήταν η τελευταία των διακοπών μας και την γλεντήσαμε αναλόγως. Νοικιάσαμε μηχανάκια και κάναμε τον γύρο του νησιού. Μοιραστήκαμε ως συνήθως: εγώ με την Ηρώ κι ο Νίκος με την Ολυμπία.

Μετά το «Παραδοσιακό Καφενείο ο Σκάφωνας» στον Μεσαγρό, κι αφού φάγαμε μια ποικιλία και ήπιαμε κάτι ούζα, διαφωνήσαμε ως προς την κατεύθυνση που θ’ ακολουθούσαμε. Ο Νίκος με την Ολυμπία στρίψανε στην λεωφόρο Δημοκρατίας κι εγώ με την Ηρώ στην λεωφόρο Αφαίας, λες κι ήμαστε συνεννοημένοι από πριν. Στο τέλος αυτοί θα κατέληγαν στην παραλία Βάγια ή Βαγία (λένε πως πήρε τ’ όνομά της απ’ την «μαγεία») κι εμείς στον ναό της Αφαίας. Ήταν η πρώτη φορά που μέναμε μόνα μας εντελώς τα ζευγάρια και δεν φάνηκε σε κανέναν αυτό αφύσικο.

Οδηγούσα κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού, τα τζιτζίκια διαλαλούσαν το καλοκαίρι κι ένα ελαφρύ αεράκι πλατάγιζε τα μαλλιά της Ηρώς στον λαιμό μου, όπως μια σημαία στον ιστό της. Κολλημένη πάνω μου σαν στρείδι, μιλούσε τόσο κοντά στ’ αυτί μου, για να την ακούω, που σχεδόν μ’ άγγιζαν τα χείλη της. Το στήθος της πίεζε την πλάτη μου. Και κάθε που πατούσα φρένο, ένιωθα τις ρόγες της να σκληραίνουν, λες και πεισμάτωναν απ’ την ελάχιστη απόσταση που μας χώριζε.

Όταν φτάσαμε στον ναό, αναζήτησα την κολώνα που φωτογραφήθηκε ο Καζαντζάκης το 1933. Της την έδειξα. Η Ηρώ εντυπωσιάστηκε.

«Θέλεις να σε βγάλω κι εσένα στην ίδια θέση;» πρότεινε, δείχνοντάς μου την αυτόματη Κodac.

«Μπα, όχι! Προτιμώ να σκέφτομαι για πάντα εκεί τον Καζαντζάκη», είπα κάπως θλιμμένα.

«Μα τι έχεις εσύ;» ανησύχησε εκείνη.

«Δεν έχω  τ ί π ο τ α . . . » είπα, χρωματίζοντας με κατήφεια την λέξη «τίποτα».

Η Ηρώ κατάλαβε, όλα τα καταλάβαινε αυτή. Η ομιλία ήταν απλώς η επιβεβαίωση των σκέψεων που κάναμε. Η εκπληκτική διαίσθηση αυτής της γυναίκας με άφηνε διαρκώς άφωνο.

Πλησίασε και κάθισε πλάι μου.

«Σκέφτεσαι τους άλλους, ε;»

«Εσύ δεν τους σκέφτεσαι;» είπα.

«Εγώ σκέφτομαι λιγότερο απ’ όσο αισθάνομαι», απάντησε ήσυχα.

Της άγγιξα απλά το χέρι.

«Τι αισθάνεσαι;» ρώτησα.

«Όλα τα αισθάνομαι».

«Ποια όλα;»

«Όσα συμβαίνουν. Εσύ;»

«Εγώ αισθάνομαι όσα δεν συμβαίνουν», είπα.

Τράβηξε το χέρι της και σηκώθηκε.

«Πάμε; Οι άλλοι μας περιμένουν».

Γέλασα σαρκαστικά.

«Δεν μας περιμένουν, όπως δεν τους περιμένουμε κι εμείς».

Φάνηκε να τρόμαξε με τα λόγια μου, από την χροιά της φωνής μου, από το ύφος μου το σκοτεινό, που έρχονταν σε απόλυτη αντίθεση με την εκτυφλωτική λευκότητα των μαρμάρων, καθώς ο ήλιος μεσουρανούσε κι όλα έλειωναν μέσα στο φως.

Σκέφτηκα να την φιλήσω, να την τραβήξω πάνω μου και να την φιλήσω στο στόμα. Να περάσω το ένα χέρι μου στα μαλλιά της και να την ακινητοποιήσω στην αρχαία κολώνα. Ύστερα να κατεβάσω το άλλο χέρι μου και να σηκώσω το λινό της φόρεμα πάνω απ’ τα γόνατα…

Η ανάσα μου τάχυνε και τα χείλη μου στέγνωσαν. Η Ηρώ με κοίταξε ίσια στα μάτια, λες κι ήθελε να με στυλώσει όρθιο μπροστά της για να με προσκυνήσει. Θα στοιχημάτιζα την μισή ζωή μου –η άλλη μισή ήταν δική της– πως πέθαινε να με φιλήσει κι εκείνη. Αν το βλέμμα της χαμήλωνε έστω κι ένα χιλιοστό θα την φιλούσα, μα εκείνα τα μάτια δεν με προσκαλούσαν, όριζαν την απόσταση που μας χώριζε…

«Πάμε!» είπα και της έτεινα το χέρι.

«Πού πάμε;» ρώτησε.

«Στο διάολο!» σκέφτηκα, μα είπα απλώς: «Να φύγουμε!»

Στον δρόμο δεν κολλούσε πια πάνω μου. Θα ’λεγε κανείς πως ανάμεσα από μένα κι από κείνη χωρούσαν πλέον –αόρατοι– ο Νίκος κι η Ολυμπία.

Τους βρήκαμε στην παραλία Βαγία, όπως φαντάστηκα, να πίνουν μπύρες και ν’ ακούν απ’ το κασετόφωνο Καζαντζίδη: «Πριν μου φύγεις γλυκιά μου…»

Αύριο θα φεύγαμε.

Καθίσαμε παράμερα με την Ηρώ και κοιτάγαμε την θάλασσα, που άστραφτε λες και φόραγε σατέν το ηλιοβασίλεμα. Εκείνη πέταγε πετραδάκια στα κύματα κι εγώ έβλεπα τους κύκλους που διαρκώς μεγάλωναν.

Ο ήλιος βυθίστηκε, σαν να πνίγηκε στο ίδιο του το αίμα. «Αυτή η νύχτα μένει…» στο κασετόφωνο. Με το «θα φύγεις μακριά μου πριν έρθει το πρωί» κινήσαμε για το ξενοδοχείο. Θα ξαναβγαίναμε το βραδάκι για φαγητό.

Συναντηθήκαμε κατά τις οκτώ στην ρεσεψιόν. Οι γυναίκες κυριολεκτικά έλαμπαν, λες και θα πήγαιναν στις Κάννες να παραλάβουν το βραβείο! Η Ολυμπία φορούσε λευκό παντελόνι, που διέγραφε τα θελκτήρια των οπισθίων της και θαλασσί πουκάμισο, μισάνοιχτο μέχρι τον μπούστο. Η Ηρώ κατάμαυρο μακρύ φόρεμα και κόσμημα στον λαιμό κανένα – ο λαιμός της ήταν το κόσμημα. Τα μαλλιά της έσταζαν μύρο, «ό,τι έπρεπε για τον επιτάφιο των σύντομων διακοπών μας», σκέφτηκα, σαν να διάβαζα κάποιο ποίημα βλέποντάς την.

Καταλήξαμε σ’ ένα ταβερνάκι για θαλασσινά. Περιέργως η Ολυμπία έκατσε δίπλα μου κι η Ηρώ πλάι στον Νίκο, λες και η μοίρα που μας ένωσε, με τόσο παράδοξο τρόπο, προσπαθούσε τώρα ν’ αποκαταστήσει την αρχική της τάξη.

Φάγαμε ήσυχα, σχεδόν σιωπηλά, σαν σε νεκρόδειπνο. Ύστερα ανταλλάξαμε τηλέφωνα για να τα πούμε και στην Αθήνα. Κατά τις δέκα, κι αφού ήπιαμε δυο μπουκάλια κρασί, είπαμε να κάνουμε μια τελευταία βόλτα στην πόλη.

Η μοίρα επενέβη και πάλι. Το αόρατο χέρι της έσπρωξε την Ολυμπία σιγανά προς τον Νίκο και την Ηρώ τρυφερά προς εμένα.

Σε λίγο στρίψαμε αλλού εμείς κι αλλού αυτοί, μέχρι που βρεθήκαμε μόνοι μας.

Καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι και κοιτιόμαστε σαν χαμένοι.

«Και τώρα; Τι θα γίνει τώρα;» την ρώτησα.

Αναζήτησε το χέρι μου. Το έσφιξε δυνατά, λέγοντας:

«Τι θες να γίνει;»

«Ξέρεις…» απολογήθηκα. «Με την Ολυμπία δεν είμαστε ζευγάρι».

«Τότε γιατί κοιμόσαστε μαζί;» απόρησε.

«Δεν κοιμόμαστε… δηλαδή μαζί. Φίλοι είμαστε. Σε μια συναυλία…» και της διηγήθηκα το ιστορικό.

«Και δεν… συνέβη ποτέ; Τίποτα; Ούτε φιλί;»

«Φίλοι χωρίς φιλί», αστειεύτηκα λίγο αμήχανα.

Της έσφιξα πιο δυνατά το χέρι.

«Εσείς με τον Νίκο;»

«Εμείς τι;»

«Ε, να… είστε κανονικά μαζί;»

«Μα αφού είμαστε παντρεμένοι!»

«Παντρεμένοι ναι, αλλά μαζί είστε;»

«Εννοείς αν… το κάνουμε;»

Έσκυψα με συστολή το κεφάλι, πριν ψιθυρίσω:

«Ε, ναι, κι αυτό!»

«Εδώ στην Αίγινα, όχι! Αλλά στην Αθήνα…»

«Άσε την Αθήνα! Εδώ, γιατί όχι;»

«Θα σε ξενερώσω τώρα, αλλά όχι γι’ αυτό που φαντάζεσαι».

«Δηλαδή;»

«Να, μου… ήρθαν τα ρούχα μου!»

«Ω, τεχνικό πρόβλημα!»

«Σήμερα, όμως, διορθώθηκε», ψιθύρισε ντροπαλά, σκύβοντας κι αυτή το κεφάλι, όπως εγώ πριν λίγο.

Σωπάσαμε κάμποσο…

Κατόπιν ρώτησα:

«Έχεις σκεφτεί ποτέ πως ο Νίκος με την Ολυμπία, να, όπως τώρα που δεν τους βλέπουμε, θα μπορούσε να φιλιούνται; Ή ακόμα και να…»

«Δεν με νοιάζει!» είπε αδιάφορα η Ηρώ και ξανάπιασε το χέρι μου, που το είχε αφήσει.

Μπροστά μας στάθηκε ένα ζευγάρι και φιλήθηκε. Ήταν σαν να βλέπαμε τους εαυτούς μας όπως θα θέλαμε να τους δούμε, μα δεν προλάβαμε… Απ’ το βάθος του δρόμου φάνηκαν ο Νίκος κι η Ολυμπία να κατευθύνονται προς το μέρος μας.

«Ε, πού χαθήκατε πάλι εσείς; Δεν πιστεύω να τα φτιάξατε και μας το κρύβετε;» έγρουξε με την αγριοφωνάρα του, τάχα θυμωμένος, ο Νίκος.

«Πώς να τα φτιάξουμε, ρε ερωτευμένα, που κάθε τρεις και λίγο εμφανίζεστε από το πουθενά και μας τα χαλάτε;» αντιγύρισα το πείραγμα.

Εντελώς απρόσμενα ο Νίκος είπε με την μισομεθυσμένη φωνή του:

«Τι λέτε; Αλλάζουμε απόψε συντρόφους, έτσι για την αλητεία;»

Εγώ με την Ηρώ παγώσαμε! Έμοιαζε λες κι ο άτιμος ο άντρας μπήκε μέσα στο μυαλό μας και το διάβασε, τόσο καλά, που ήταν σαν να το είχαμε εκστομίσει εμείς πρώτοι και τώρα περιμέναμε την απάντησή του.

Και τότε ο Νίκος ξέσπασε σε γέλια.

«Χαχαχα! Κόψε φάτσες, ρε! Κοίτα που το πίστεψαν!»

Πριν προλάβουμε ν’ ανασάνουμε απ’ την τρομάρα μας, ξαναείπε:

«Αλλά… γιατί όχι; Το κάνουμε;»

Η σιωπή έσπαγε κόκαλα, λύγιζε κλειδώσεις. Ο αέρας συνωμοτούσε, ένα κοκτέιλ αρωμάτων χυνόντανε στα ρουθούνια μας: φρέσκια αρμύρα, ξεραμένο φύκι κι ολάνθιστο γιασεμί. Το κρασί είχε θολώσει την κρίση μας: μαύρος θυμός, μήνις του Αχιλλέως όταν του έκλεψαν την Βρισηίδα. Τα μάτια γυάλιζαν: στοιχειωμένες λίμνες υπό το φως της πανσελήνου, λίγο πριν εμφανιστούν τα τέρατα στα νερά. Οι κόρες είχαν διασταλεί: μυστικά περάσματα, πανίσχυροι μαγνητικοί πόλοι που γύρευαν να μας καταπιούν.

Τότε μίλησε η Ολυμπία:

«Εγώ συμφωνώ!» είπε, γλείφοντας τα χείλη της με νόημα. Κι έφερα στο νου μου εκείνη την νύχτα, που είδα λίγο σάλιο να τρέχει στο μαξιλάρι απ’ τα χείλη της κι ανακατεύτηκα.

Στράφηκα στην Ηρώ. Εκείνη κοίταξε τον Νίκο, να δει αν το εννοούσε. Αυτός περνούσε το χέρι του στην μέση της Ολυμπίας και γύριζε να φύγει. Η απόφαση είχε παρθεί. Οι άλλοι κιόλας ξεμάκραιναν…

Εγώ και η Ηρώ ακούνητοι σαν αγάλματα. Ό,τι φάνταζε πριν λίγο αδύνατον, τώρα ήταν δυνατόν. Η άπειρη γλύκα της ηδονής του απαγορευμένου, όμως, αίφνης μεταμορφώθηκε σε αμηχανία.

Σηκωθήκαμε να περπατήσουμε. Δεν βρήκαμε την δύναμη. Ξανακαθίσαμε στο παγκάκι. Αναζήτησα το χέρι της. Ήταν παγωμένο…

Εκεί μας βρήκαν τα χαράματα. Η Ηρώ λαγοκοιμήθηκε στον ώμο μου κι εγώ κάπνιζα αρειμανίως πλάι της, όπως τότε που ξενυχτούσα στο μπαλκόνι περιμένοντάς την να βγει, ενώ η Ολυμπία κοιμόνταν μέσα.

Στο καράβι δεν μίλαγε κανείς, το κασετόφωνο κλειστό, μέχρι που φάνηκε στο βάθος ο Πειραιάς.

Μπήκαμε σε διαφορετικά ταξί. Πριν ξεκινήσουμε κουνήσαμε τα κεφάλια προς αποχαιρετισμό. Τα κούνησαν και οι άλλοι. Κι έμοιαζαν εκείνα τα κουνήματα λες και χλευάζαμε τους εαυτούς μας, γι’ αυτό που έγινε και γι’ αυτό που δεν συνέβη.

Τώρα –τόσα χρόνια μετά– μειδιώ με συγκατάβαση για κείνη την παλιά ιστορία. Ειδικά όταν την διηγούμαι στην γυναίκα μου και στους κουμπάρους μας, άμα ερχόμαστε στο κέφι σε καμιά γιορτή ή σε κάνα γλεντάκι.

«Και, τελικά, στο παγκάκι την βγάλατε με την Ηρώ;» χλευάζει ο κουμπάρος.

«Και γιατί δεν πήγατε στο ξενοδοχείο να το κάνατε;» ειρωνεύεται η κουμπάρα.

«Γιατί έτσι θέλαμε!» απαντάει πεισματωμένη η γυναίκα μου, η Μυροφόρα –που όλοι την φωνάζουν Ηρώ– ενώ τα κουμπαράκια μας –ο Νίκος κι η Ολυμπία– ξεραίνονται στα γέλια!

Φυσικά, όταν μας ρωτάνε πώς γνωριστήκαμε οι άλλοι δεν λέμε ψέματα, αλλά δεν λέμε και την αλήθεια. Αρκούμαστε στο ν’ απαντάμε αόριστα:

«Κάποτε στην Αίγινα…»

*

*

*