Day: 29.07.2025

Κάποτε στην Αίγινα

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Υπάρχουν ζευγάρια
όπου ο ένας από τους δύο,
τουλάχιστον, περισσεύει.
GRÉGOIRE LACROIX

Με το άλλο ζευγάρι γνωριστήκαμε στο κατάστρωμα του καραβιού για την Αίγινα. Ο Νίκος και η Ηρώ, εγώ και η Ολυμπία.

Την Ολυμπία την γνώρισα στο Θέατρο Βράχων, σε μια συναυλία της Αλεξίου. Αυτή καθόνταν δίπλα μου και δίπλα της καθόνταν η φίλη της. Εγώ την φίλη της ήθελα να γνωρίσω κι έπιασα κουβέντα μαζί της. Μα η άλλη ήταν απόμακρη και ψυχρή –όπως ακριβώς μου άρεσε– και δεν μου έδινε σημασία. Παλιό βάσανο κι αυτό, να μην μου δίνει σημασία αυτή που μου άρεσε. Λες και γι’ αυτό δεν μου έδινε σημασία: επειδή μου άρεσε! Ή γι’ αυτό μου άρεσε, επειδή δεν μου έδινε σημασία;

Όταν τέλειωσε η συναυλία, με πήγε σπίτι μου η Ολυμπία με την μηχανή της. Μια άγρια μηχανή εντούρο που μου έκοψε τα ήπατα. Εγώ δεν είχα βάλει ρόδα στο χέρι ακόμα. Κυκλοφορούσα με λεωφορεία και τρόλεϊ. Η φίλη της έφυγε με ταξί – φοβόντανε τα μηχανάκια.

Την Παρασκευή βγήκα με την Ολυμπία, έχοντας κρυφή ελπίδα πως θα έφερνε μαζί και την φίλη της. Τζίφος! Ήρθε με την θηριώδη μηχανή της, με φόρτωσε σαν τσουβάλι και με γύριζε πέρα-δώθε στην Αθήνα.

Καταλήξαμε σ’ ένα ουζάδικο στον Πειραιά. Τζατζίκια και τυροκαυτερές, ξινομυζήθρες και ρεβιθοκεφτέδες, γαρίδες και μυδοπίλαφα. Γέμιζαν τα ποτήρια κι άδειαζαν. Άφριζαν οι μπύρες, τσιτσίριζαν οι σόδες, χοχλάκιζαν τ’ ανθρακούχα. Ο λογαριασμός διαρκώς μεγάλωνε κι η Ολυμπία δώσ’ του και παράγγελνε. Μπουκιά δεν κατέβαζε αν το τραπέζι δεν γέμιζε, έστω κι αν τσιμπολόγαγε σαν σπουργίτι. Μωρέ, ας ήταν και η φίλη της μαζί και θ’ άνοιγα και σαμπάνια!

Όλο «γεια μας» και «γεια μας» και πονηρά γελάκια ήταν, η θεόμουρλη!

Καταλάβαινα μια χαρά πού το πήγαινε, αλλά εμένα με χάλαγε τόση σπατάλη. Κι όλη αυτή η αλητεία σε γυναίκα δεν μ’ άρεσε. Ήταν σκούρο και το δέρμα της, τραχιά και η φωνή της και πετάγονταν οι φλέβες του λαιμού όταν μίλαγε κι ανεβοκατέβαινε το καρύδι του Αδάμ σαν αντλία. Ομορφοπλασμένη κατά τ’ άλλα, «πηδήσιμη» στην καθομιλουμένη, αλλά… δεν μ’ άρεσε! (περισσότερα…)