*
του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
1.
Η οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης έχει υποστεί σοβαρές βλάβες. Ο κίνδυνος εκτροχιασμού βρίσκεται προ των πυλών. Η Γερμανία βυθίζεται σε μια οικονομική κρίση που περιγράφεται από τη δική της βιομηχανική τάξη ως η μεγαλύτερη και βαθύτερη από την εποχή της επανένωσης. Τρία συνεχόμενα χρόνια ύφεσης –μια πτώση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ κατά 0,3% το 2023, 0,2% το 2024 και μια πρόβλεψη για περαιτέρω πτώση 0,1% ή στασιμότητα 0,0% το 2025– σκιαγραφούν μια ζοφερή εικόνα ενός ασθενούς που η αρνητική του επίδραση χαράσσεται στο σύνολο του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ο αναμενόμενος πενιχρός ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της ΕΕ κατά 0,8% το 2025 βρίσκεται ουσιαστικά στο χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες οικονομίες (στοιχεία IMF, World Economy Outlook Απρίλιος 2025).
Αν λάβουμε υπόψη ότι η Γερμανία είναι μακράν η πιο οικονομικά σημαντική χώρα της ΕΕ, ιδίως με το βιομηχανικό της σύστημα και τις στενές διασυνδέσεις εφοδιασμού με πολλές άλλες χώρες της περιοχής, υπάρχει φυσικά λόγος για σοβαρή ανησυχία. Σε όλη την Ευρώπη των 27 μελών, είναι αισθητή μια διάχυτη αίσθηση απαισιοδοξίας για το μέλλον της ηπείρου, παράλληλα με τους πρώτους ήχους των τανκς. Στην καρδιά της κρίσης βρίσκονται αναμφίβολα οι δυσκολίες της Γερμανίας, της μακράν πιο σημαντικής χώρας της Ένωσης.
Η γερμανική οικονομία έχει σημειώσει ελάχιστη μεγέθυνση του ΑΕΠ από το 2019. Η σωρευτική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σε διάστημα πέντε ετών είναι μόλις 0,1%. Κατά την ίδια περίοδο, η ευρωζώνη αναπτύχθηκε κατά 4% και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά 12%. Η οικονομική δυσφορία ήταν επίμονη και εκτεταμένη, επηρεάζοντας τις εξαγωγές, την παραγωγή και τις επενδύσεις.
Εργοστάσια σε αδράνεια, παραγγελίες που εξατμίζονται, επενδύσεις που φεύγουν: αυτός είναι ο ομόφωνος θρήνος των βιομηχάνων που αποτελούν την πανίσχυρη Ομοσπονδία της Γερμανικής Βιομηχανίας (BDI). Η βιομηχανική παραγωγή, η καρδιά της δύναμης της Γερμανίας, έχει καταρρεύσει κατά 16% από την κορύφωσή της το 2018. Ζωτικοί και ενεργοβόροι τομείς –ολόκληρη η κραταιά γερμανική χημική βιομηχανία– στραγγαλισμένοι από την εγκατάλειψη του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου που επιβλήθηκε από ανόητες κυρώσεις στη Ρωσία, έχουν δει την παραγωγή τους να μειώνεται κατά το ένα πέμπτο. Ένα κύμα απολύσεων –37.700 μόνο τους πρώτους έξι μήνες του 2025, το χειρότερο ποσοστό από την πανδημία– αδειάζει ολόκληρα εργοστάσια, ιδίως της αυτοκινητοβιομηχανίας, με 20.700 θέσεις εργασίας να χάνονται στον τομέα που ήταν η ναυαρχίδα του «Made in Germany».
2.
Το γεγονός ότι η γερμανική οικονομία σαφώς δεν είναι σε θέση να επιστρέψει στην μακροπρόθεσμη μεγεθυντική της πορεία είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό. Ο Σύνδεσμος Εργοδοτών της Γερμανικής Μεταλλουργίας το διατύπωσε αυτό με αυστηρούς όρους, τονίζοντας ότι η Γερμανία βρίσκεται στη μεγαλύτερη οικονομική κρίση από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Αυτή η δήλωση υπογραμμίζει τον εξαιρετικό χαρακτήρα της τρέχουσας κατάστασης.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο της Γερμανικής Μεταλλουργίας, η κρίση του κορωνοϊού σηματοδότησε ένα σημείο καμπής το 2020. Έκτοτε, η γερμανική οικονομία έχει απομακρυνθεί από τη μακροπρόθεσμη μεγεθυντική της τάση. Σε αντίθεση με προηγούμενες κρίσεις, στις οποίες η οικονομία επέστρεψε στην παλιά μεγεθυντική της πορεία μετά από ένα χρονικό διάστημα, τώρα βρίσκεται σε στασιμότητα πολύ κάτω από αυτήν την τάση. Το χάσμα από τη μακροπρόθεσμη μεγεθυντική τάση έχει αυξηθεί σε περισσότερο από 6% το 2024. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι μόνο στατιστικά σημαντική, αλλά έχει και απτές και ορατές επιπτώσεις στην ευημερία των ανθρώπων στη Γερμανία.
Η απώλεια ευημερίας που προκαλείται από αυτή τη διαρκή στασιμότητα είναι τεράστια. Μια απόκλιση από την τάση μεγέθυνσης άνω του 6% αντιστοιχεί σε ετήσια απώλεια άνω των 270 δισεκατομμυρίων ευρώ. Μετατρεπόμενη σε πληθυσμό, αυτό μεταφράζεται σε απώλεια πλούτου περίπου 3.200 ευρώ ανά κάτοικο ετησίως. Αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν την έκταση της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε από τη διαρθρωτική κρίση. Για να επιστρέψει στη μεγέθυνση και να συμβαδίσει με άλλες χώρες, η γερμανική οικονομία θα πρέπει να αναπτύσσεται κατά 2,5% ετησίως τα επόμενα έξι χρόνια. Δεδομένου του τρέχοντος οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος, ωστόσο, αυτό φαίνεται μη ρεαλιστικό και απατηλό. Επομένως, είναι επειγόντως απαραίτητο να αναληφθεί ευρεία και θαρραλέα δράση για να απελευθερωθεί η γερμανική οικονομία από αυτή τη διαρθρωτική κρίση και να επιστρέψει σε μια πορεία βιώσιμης ανάπτυξης.
3.
Τα διαρθρωτικά προβλήματα της γερμανικής οικονομίας είναι σύνθετα και πολύπλευρα. Δεν οφείλονται σε έναν μόνο παράγοντα, αλλά μάλλον σε μια αλληλεπίδραση διαφόρων προκλήσεων που αλληλοενισχύονται και παρασύρουν την οικονομία σε μια καθοδική πορεία. Η Γερμανία επηρεάζεται ιδιαίτερα από τις παγκόσμιες διαρθρωτικές αλλαγές, καθώς η μεταποίηση παραδοσιακά έπαιζε δυσανάλογα σημαντικό ρόλο στην γερμανική οικονομική παραγωγή. Αυτός ο τομέας αντιμετωπίζει πλέον βαθιές αλλαγές. Οι ενεργοβόροι βιομηχανικοί κλάδοι, όπως οι βιομηχανίες χάλυβα, χημικών και χαρτιού, υποφέρουν μαζικά από το υψηλό ενεργειακό κόστος σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα. Αυτό το κόστος θέτει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητά τους και μπορεί να αναγκάσει τις εταιρείες να μεταφέρουν την παραγωγή τους στο εξωτερικό ή να μειώσουν τις επενδύσεις. Η αυτοκινητοβιομηχανία, ακρογωνιαίος λίθος της γερμανικής οικονομίας, αντιμετωπίζει την τεράστια πρόκληση της μετάβασης στην ηλεκτροκίνηση. Αυτή η μετατόπιση απαιτεί τεράστιες επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, εγκαταστάσεις παραγωγής και προσόντα εργατικού δυναμικού. Ταυτόχρονα, ο ανταγωνισμός επιδεινώνεται από επίδοξους Κινέζους κατασκευαστές που έχουν ήδη εδραιώσει μια ισχυρή θέση στον χώρο της ηλεκτροκίνησης.
Συνεπώς, οι λόγοι για τη γερμανική κρίση έγκεινται κυρίως στην κακή διαχείριση του ίδιου του βιομηχανικού τομέα στον οποίο βασίστηκε η ανάπτυξή της, και στη σταθερά κακή αξιολόγηση των τεχνολογικών εξελίξεων και των γεωπολιτικών ζητημάτων. Κατά την εποχή της ενοποίησης, διέθετε μερικές από τις καλύτερες βιομηχανικές επιχειρήσεις στον κόσμο, ιδίως στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, της χημικής βιομηχανίας και της μηχανολογίας, αλλά δεν είδε την άφιξη των ψηφιακών τεχνολογιών και, όταν το έκανε, κατέληξε σε λάθος συμπεράσματα. Η άρνηση υιοθέτησης νέων τεχνολογιών είναι το προπατορικό αμάρτημα του συστήματος (Munchau W., Kaput, the end of the german miracle, Swift Press, Λονδίνο 2024).
4.
Εξακολουθεί η Γερμανία να είναι βιομηχανική δύναμη; Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι όχι. Από το 2018, η μεταποιητική παραγωγή μειώνεται σταθερά. Οι εξαγωγές δεν έχουν επιστρέψει στα προ της πανδημίας επίπεδα, ακόμη και όταν η παγκόσμια ζήτηση έχει ανακάμψει. Οι ενεργοβόροι τομείς μειώνονται, ειδικά από το 2022, όταν οι τιμές της ενέργειας εκτοξεύτηκαν μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία παραμένουν υψηλές, υψηλότερες και από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Αυτό περιορίζει την ελκυστικότητα της χώρας για σύγχρονες βιομηχανίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη, για την οποία τα ενεργοβόρα κέντρα δεδομένων αποτελούν προϋπόθεση. Γενικότερα, η Γερμανία παραμένει κολλημένη στους παραδοσιακούς της τομείς: αυτοκινητοβιομηχανία, μηχανοκατασκευές και χημικά. Αυτές οι βιομηχανίες εξακολουθούν να απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των ιδιωτικών επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη. Αλλά δεν αποτελούν πλέον κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης. Νέοι τομείς όπως η βιοτεχνολογία και η πληροφορική παραμένουν υπανάπτυκτοι, όχι λόγω έλλειψης ταλέντου, αλλά λόγω έλλειψης κεφαλαίου.
Τo κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου (venture capital) στη Γερμανία έχει αυξηθεί, αλλά όχι αρκετά γρήγορα. Το 2023, έφτασε μόλις το 0,09% του ΑΕΠ. Συγκριτικά, οι επενδύσεις κεφαλαίου επιχειρηματικού κινδύνου στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πάνω από 0,5%.
Οι γερμανικές νεοσύστατες επιχειρήσεις εξακολουθούν να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε τραπεζικά δάνεια, και εκείνες που επεκτείνονται συχνά μετεγκαθίστανται στις Ηνωμένες Πολιτείες για να έχουν πρόσβαση σε βαθύτερες κεφαλαιαγορές και επιλογές αρχικής προσφοράς.
5.
Πάνω στο σκηνικό αυτής της οικονομικής καταστροφής, που επιδεινώθηκε από τον ανταγωνισμό με την Κίνα και το προστατευτικό τσεκούρι του Ντόναλντ Τραμπ που είναι έτοιμο να πέσει από το εξωτερικό –απειλή που θα μπορούσε να βυθίσει περαιτέρω το γερμανικό ΑΕΠ κατά 0,5%– διαγράφεται η σκιά του Φρήντριχ Μερτς και της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU).
Η συνταγή τους για ανάκαμψη, στην πραγματικότητα μοιάζει επικίνδυνα με πυρηνική βόμβα έτοιμη να καταστρέψει οριστικά το βιομηχανικό μέλλον του έθνους. Ένα εκρηκτικό και αυτοκτονικό μείγμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και πολεμοχαρούς μιλιταρισμού. Η στρατηγική της νέας κυβέρνησης επικεντρώνεται σε τρία βασικά σημεία: χαλάρωση των συνταγματικών ορίων του χρέους προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι δαπάνες του δεύτερου στόχου, της πολιτικής επανεξοπλισμού και, τέλος, καταπολέμηση της μετανάστευσης.
Το πρώτο δηλητήριο είναι η εμμονή με την επιλεγμένη λιτότητα. Περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, δημοσιονομική αυστηρότητα εκτός των αμυντικών δαπανών, άγρια απορρύθμιση: αυτά είναι τα δόγματα του Μερτς (πρώην προέδρου του εποπτικού συμβουλίου της BlackRock στη Γερμανία) εν μέσω της οικονομικής καταιγίδας. Ενώ o Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών ζητά «επείγουσες δημόσιες επενδύσεις» σε σύγχρονες υποδομές, την ψηφιακή μετάβαση και την γραφειοκρατική απλοποίηση, επενδύσεις ζωτικής σημασίας κατά την άποψή τους για την ανταγωνιστικότητα της χώρας, ο Merz προτείνει ακριβώς το αντίθετο: διάλυση. Ιδιωτικοποίηση. Περικοπή. Μια θεραπεία-σοκ που, εφαρμοζόμενη σε έναν οργανισμό που βρίσκεται ήδη σε σοκ, ισοδυναμεί με ελεγχόμενη αιμορραγία προς την αποβιομηχάνιση. Το χαμηλό ποσοστό του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, περίπου 68,5% το 2024, προφανώς επιτρέπει με ασφάλεια την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων.
Αλλά το πραγματικό φυτίλι που θα μπορούσε να καταστρέψει κάθε εναπομένουσα ελπίδα είναι το ανόητο στοίχημα στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς ως οικονομική κινητήρια δύναμη. Ο Μερτς έχει καβαλήσει το κύμα μιας επικίνδυνης ψευδαίσθησης: της εξόδου της οικονομίας από τη στασιμότητα μέσα από γιγάντιες στρατιωτικές δαπάνες, υπόσχεται δε να σταθεροποιήσει τις δαπάνες για την άμυνα σε άνω του 2% του ΑΕΠ. Αυτή είναι η θεωρία που φαίνεται να αναδύεται στο Βερολίνο: διάσωση της βιομηχανίας διά της παραγωγής αρμάτων μάχης στη θέση των αυτοκινήτων. Μια στρατηγική που συνιστά οικονομική τρέλα. Διότι τεράστιο δημόσιο κεφάλαιο, ευρισκόμενο ήδη υπό πίεση, θα εκτρεπόταν σε μη παραγωγικούς εξοπλισμούς αντί να επενδύεται στην καινοτομία, στην εκπαίδευση, στην ενέργεια – τους πραγματικούς μοχλούς μιας βιώσιμης και συγκεκριμένης ανάκαμψης. Αυτός ο πολεμοχαρής μιλιταρισμός σε μια ήδη ασταθή Ευρώπη απλώς θα επιδεινώσει κι άλλο τις σχέσεις με κρίσιμους εμπορικούς εταίρους όπως η Κίνα, τροφοδοτώντας μια δαπανηρή και επικίνδυνη κούρσα εξοπλισμών.
Ο θανατηφόρος συνδυασμός νεοφιλελεύθερης λιτότητας και μιλιταριστικής τρέλας που προτείνει ο Merz δεν είναι θεραπεία. Είναι το τελειωτικό χτύπημα. Οι πύραυλοι δεν θα καλύψουν τις κενές παραγγελίες εργοστασίων. Οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες δεν θα μειώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας. Τα θωρακισμένα οχήματα δεν θα κάνουν τα γερμανικά αυτοκίνητα ανταγωνιστικά έναντι των κινεζικών ηλεκτροκινούμενων οχημάτων. Είναι μια συνταγή γραμμένη με το μελάνι της πιο κοντόφθαλμης ατλαντικής ιδεολογίας, προορισμένη να βυθίσει οριστικά τη Γερμανία στο τέλμα της ύφεσης, της αποβιομηχάνισης και της στρατηγικής ασημαντότητας.
Ένα ακόμη ερώτημα μπορεί να τεθεί. Μπορεί ένα γηράσκον εργατικό δυναμικό να τροφοδοτήσει μια σύγχρονη οικονομία; Η Γερμανία έχει έλλειψη εργαζομένων. Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού ήδη αυξάνουν το κόστος και επιβραδύνουν την παραγωγικότητα. Το γεγονός είναι ότι, ενώ υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις προσωπικού σε πολλούς παραγωγικούς τομείς, 4,8 εκατομμύρια εργαζόμενοι, το 9% του συνολικού εργατικού δυναμικού, θα συνταξιοδοτηθούν έως το 2035, και η κυβέρνηση επιδιώκει να πείσει τις νεότερες γενιές να εργάζονται περισσότερο, ενώ μέχρι πρόσφατα τα συνδικάτα πίεζαν για τετραήμερη εβδομάδα εργασίας. Η Γερμανία έχει τον χαμηλότερο αριθμό ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στον δυτικό κόσμο, ωστόσο έχει επίσης ένα από τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Τέσσερα στα πέντε άτομα σε ηλικία εργασίας εργάζονται (Streek W., The road right, New Left Review, Μάρτιος-Απρίλιος 2025).
Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη Γερμανία έχει αυξηθεί ταχύτερα από ό,τι στη Γαλλία ή την Ισπανία. Ακόμα και με την πτώση των τιμών της ενέργειας, η εργασία έχει γίνει η κύρια πίεση κόστους για τη βιομηχανία. Το αποτέλεσμα είναι μια πιο αργή οικονομία που αγωνίζεται να αναπτυχθεί ακόμη και με ισχυρή δημοσιονομική στήριξη. Γι’ αυτό το λόγο η Γερμανία στρέφεται για άλλη μια φορά στη μετανάστευση. Πράγματι, πέρυσι η χώρα σημείωσε ρεκόρ, πολιτογραφώντας περισσότερους από 290.000 ανθρώπους, μια αύξηση σχεδόν 50% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Πολλοί ήταν Σύροι και Ρώσοι, μέρος μιας αύξησης που κατέστη δυνατή χάρη στους χαλαρότερους νόμους περί ιθαγένειας που εισήχθησαν υπό την προηγούμενη κυβέρνηση. Οι απαιτήσεις διαμονής μειώθηκαν σε πέντε χρόνια ή ακόμα και σε τρία για τα επιτυχώς ενσωματωμένα άτομα.
Αυτή η τάση αντιστρέφεται τώρα. Η νέα κυβέρνηση Μερτς έχει ήδη κινηθεί για την κατάργηση της ταχείας διαδικασίας, επικαλούμενη πολιτικές πιέσεις για τον περιορισμό της παράτυπης μετανάστευσης. Το γλωσσικό εμπόδιο παραμένει σημαντικό εμπόδιο στις ελπίδες της Γερμανίας να προσελκύσει ταλαντούχους εργαζόμενους από την υπόλοιπη Ευρώπη. Χωρίς μια συνεκτική και προοδευτική πολιτική μετανάστευσης, η Γερμανία θα δυσκολευτεί να αντισταθμίσει το γηράσκον εργατικό δυναμικό της. Και χωρίς αρκετούς ανθρώπους στο εργατικό δυναμικό, ακόμη και τα καλύτερα σχέδια τόνωσης της οικονομίας δεν θα ωθήσουν βιώσιμα την ανάπτυξη πάνω από 1% ετησίως.
Καθώς ο κόσμος τρέχει προς το μέλλον, ο Μερτς θέλει να σύρει το έθνος πίσω σε ένα παρελθόν κλειστών εργοστασίων που για να τεθούν εκ νέου σε λειτουργία θα πρέπει να παράγουν κανόνια και τανκς. Πρόκειται για οικονομική αυτοκτονία στο όνομα του νεοφιλελευθερισμού και του ψευδούς μύθου του πολέμου ως πηγής επιχειρηματικής δραστηριότητας.
*
*
*
