Η «Φόνισσα»

*

Ο ήχος της σφαίρας, που χανόταν στο κενό, αντήχησε σαν ουρλιαχτό λύκου. Ο Αλέξανδρος Καζαντζίδης, ετών 48, ιδιωτικός υπάλληλος, οικογενειάρχης με δυο παιδιά και εξοχικό στην όμορφη Θάσο, έσφιγγε με τρεμάμενα δάχτυλα, το αγαπημένο του πλαγιόκαννο δίκαννο, μάρκας Fabarm, 12 cal. διαμετρήματος, στολισμένο με σκαλιστό ξύλο καρυδιάς στο κοντάκι και μια γυαλιστερή ατσάλινη κάννη, που εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξερνούσε έναν παράξενο άσπρο βαρύ καπνό. Το χακί στρατιωτικό τζάκετ του, κατακίτρινο πια από χρόνια χρήσης, βρωμούσε μούχλα, μπαρούτι και ιδρώτα. Τα πεύκα, πάνω από το κεφάλι του, κουνούσαν νευρικά τα κλαδιά τους σαν χέρια, εξαιτίας της ασύντακτης αποχώρησης των πουλιών που είχαν τρομάξει από τον πυροβολισμό. Ο αέρας μύριζε πυρίτιδα, υγρό χώμα και σάπια φύλλα. Δύο σταγόνες μαύρο αίμα στάλαξαν στις λαστιχένιες μπότες του.

«Λες να πέτυχε τη Φόνισσα;» μουρμούρισε ο Νικόλας, ένας νέος κυνηγός, προς τον αρχηγό της ομάδας των «γουρουνάδων».

«Μπα, με τίποτα, θα ακούγαμε και τη δεύτερη τουφεκιά, το τελείωμα, αν είχε πετύχει η πρώτη».

Οι «γουρουνάδες» ήταν μια ομάδα κυνηγών, αποτελούμενη από 12 με 15 μέλη, που συνήθιζαν να κυνηγούν αγριόχοιρους στα βουνά της Παλιάς Καβάλας και των γύρω περιοχών. Η μέθοδος τους δεν είχε κανένα ιδιαίτερο μυστικό. Οι νεότεροι και πιο άπειροι κυνηγοί, αγκυροβολημένοι στην κορφή του βουνού, έκαναν φασαρία συγχρονισμένα, ώστε να «ξυπνήσουν» τα γουρούνια, η επόμενη ομάδα, πιο έμπειρων, ήταν παραταγμένοι σε προκαθορισμένα στρατηγικά σημεία, ώστε να κατευθύνουν την ορμητική κάθοδο της αγέλης προς ένα συγκεκριμένο μονοπάτι, και στο τελείωμα, στην πιο τιμητική θέση, ο πιο έμπειρος κυνηγός, περίμενε να έρθει αντιμέτωπος με το πρώτο αγριογούρουνο και να του τερματίσει την τρεχάλα και τη ζωή, με ένα αιφνιδιαστικό καυτό μονόβολο στο μέτωπο. Για τον Αλέξανδρο, σήμερα ήταν η πρώτη του φορά ως ο «τελευταίος» της γραμμής.

Η «Φόνισσα», με ηλικία 13 ετών και βάρος που ξεπερνούσε τα 320 κιλά, ήταν το γηραιότερο θηλυκό και αρχηγός της αγέλης. Η όσφρησή της ήταν αξεπέραστη και το μαύρο τρίχωμα της ανέμιζε αγέρωχο, καθώς εκείνη έτρεχε με ταχύτητα 45 km/h, παρασύροντας τα πάντα στο διάβα της. Τρεφόταν συνήθως με βελανίδια, κάστανα και βολβούς που έβγαζε από τη γη με την ισχυρή μύτη της. Τα όπλα της, τέσσερις ισχυροί κυνόδοντες, άκρως επικίνδυνοι, προεξείχαν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε ενδεχόμενη απειλή. Το όνομα «Φόνισσα», το είχε κερδίσει θανατώνοντας, με αυτούς τους κυνόδοντες, τρία κυνηγόσκυλα που είχαν τολμήσει κάποτε να την περικυκλώσουν.

Η πρώτη τους συνάντηση είχε γίνει δυο χρόνια πριν. Ένα παγωμένο χειμωνιάτικο ξημέρωμα μέσα στο δάσος, με τις πρώτες ηλιαχτίδες έτοιμες να σπάσουν, σαν κρυστάλλινες χρυσές βελόνες και να θρυμματιστούν στο έδαφος. Ο Αλέξανδρος, τότε 46 χρονών, με γκρίζα γενειάδα και ένα βλέμμα σταθερό, είχε σημαδέψει το θηρίο από μακριά. Όχι για να το λαβώσει, αλλά για να κατευθύνει το κοπάδι στο μονοπάτι. Τότε, εμπρός στα ματιά του, το απίστευτο συνέβη. Το ζωντανό, αντί να τρέξει, σταμάτησε ακλόνητο στο σημείο και γύρισε προς το μέρος του. Άφρισε. Με μάτια να καίνε σαν κάρβουνα, εφόρμησε στον εχθρό της, ο οποίος πανικόβλητος, πάσχιζε να ξαναγεμίσει, βλαστημώντας όσα θεία και ιερά γνώριζε. Για καλή του τύχη μια δεύτερη τουφεκιά ακούστηκε. Ήταν ο Γιάννης, την πέτυχε ξώφαλτσα στη μουσούδα, σπάζοντας τον αριστερό κυνόδοντα της. Το αγρίμι ούρλιαξε αφηνιασμένο και έφυγε, σχεδόν καλπάζοντας, μέσα σε μια στιβάδα από τσαΐρια και κλαδιά που έμοιαζαν να ανοίγουν δρόμο για κείνη, για να τη σώσουν.

«Έλα Χριστέ και Παναγιά μου, Γιάννη, δεν έφευγε φίλε, το είδες! Ήθελε να μου ορμήσει!»

«Αυτό δεν είναι ζώο! Είναι δαίμονας!…»

Ο Αλέξανδρος εκείνο το βραδύ, όσο καθάριζε το δίκαννο, μονολογούσε βρισιές προς τον εαυτό του, που πάγωσε και δεν τέλειωσε το θηρίο μια και καλή.

Τα μικρά γουρούνια, τέσσερα στο πλήθος, βγήκαν από το θάμνο ρουθουνίζοντας, σαν ριγέ μικροσκοπικά αστεία σκιάχτρα. Από πίσω, ακολουθήσαν επιφυλακτικά μερικά ενήλικα θηλυκά. Η «Φόνισσα» σταμάτησε. Έβγαλε το κατακόκκινο σπασμένο δόντι της μέσα από τα σωθικά του Αλέξανδρου, που σπαρταρούσε καθώς κειτόταν στο έδαφος, με το έντερο να αχνίζει δίπλα του σαν χειροποίητο σχοινί. Το αίμα του, μαύρο, κυλούσε αργά φτιάχνοντας ένα μικρό σκούρο ρυάκι που έρεε πάνω στις πευκοβελόνες πίσω από το κεφάλι του. O ασύρματος, κουμπωμένος στη ζώνη του, ένα κινέζικο Baofeng, έδειχνε μόνο μια γκρίζα οθόνη, ένδειξη πως είχε μείνει από μπαταρία.

«Γ…ιατί;» ψέλλισε, καθώς αλμυρά δάκρυα, αναμειγμένα με ιδρώτα, κατέληγαν στο ορθάνοιχτο στόμα του. Η σκέψη του ταξίδεψε στην Αφροδίτη, την γυναικά που τον περίμενε στο διαμέρισμά τους και στα δυο του παιδιά, τον Ιάσωνα και την Ειρήνη. Τέτοια ώρα θα είχαν μόλις ξυπνήσει και θα ετοιμάζονταν για το σχολείο. Το θηρίο μούγγρισε, έριξε μια φευγαλέα ματιά στα μικρά της, με το ένα αυτί να κρέμεται σαν σημαιάκι πολέμου. Μετά, χωρίς φόβο, έστρεψε την πλάτη της στον ηττημένο και εξαφανίστηκε, πρώτη αυτή, ξοπίσω τα μικρά της, με τα χνουδωτά τους πόδια να χτυπούν συγχρονισμένα το υγρό έδαφος και τελευταίες οι υπόλοιπες θηλυκές, η οπισθοφυλακή.

Έτσι ξαπλωμένος, έβλεπε τον ουρανό. Ήταν αλλόκοτα όμορφα. Τα χείλη του είχαν ξεραθεί. Εκεί, μέσα στο απέραντο γαλάζιο, είδε μια θολή φιγούρα να τον πλησιάζει. Ήταν η νεκρή από χρόνια μανά του, η κυρά Καλλιόπη. Στάθηκε πάνω από το λαβωμένο κορμί. Το μαύρο φουστάνι της πλατάγιζε στον βουνίσιο αέρα, μπαϊράκι.

«Γιατί δεν έφαγες το φαγητό σου, Αλέξανδρε;» τον ρώτησε με φωνή τρεμάμενη αλλά αυστηρή.

«Γιατί… γιατί χαίρομαι τόσο πολύ που σε βλέπω μάνουλα μου!» ψιθύρισε, με τα χεριά του να αδυνατούν να σηκωθούν για να την αγγίξουν. Η κυρά, τον άρπαξε αγκαλιά της και κείνος αφέθηκε γαλήνιος. Η ανάσα της μύριζε σάπια δαμάσκηνα και βροχή. «Η μοίρα δεν είναι σχοινί» μουρμούρισε στο αυτί του σοβαρή, «είναι δίχτυ. Και συ, όπως και όλοι, ένα ψάρι μέσα της.»

Οι άλλοι κυνηγοί βρήκαν το πτώμα του Αλέξανδρου αργά το μεσημέρι, όταν ο ήλιος είχε πιάσει ήδη δώδεκα οργιές ψηλά. Το Fabarm του, με τη σκαλισμένη λαβή ήταν βουτηγμένο σε μια πάστα από λάσπη, αίμα και πευκοβελόνες. Η «Φόνισσα», κάπου μακριά, σημάδευε τα γύρω δέντρα τρίβοντας τον φλοιό με το ρύγχος της. Άφηνε σάλιο και δάκρυα, για να δείξει στους κάπρους ότι είχε έρθει ο καιρός για αναπαραγωγή. Και ενώ ο βορεινός αέρας έφερνε τον απόηχο από το κόϊσμα των μικρών της, ένα προαιώνιο ερώτημα πλανιόταν πάνω από τα πεύκα της Παλιάς Καβάλας: Ο θάνατος του Αλέξανδρου ήταν η απεγνωσμένη αντίδραση μιας φύσης που στάθηκε να πολεμήσει τον εισβολέα, ή μια «ειμαρμένη» που είχε γραφτεί στα αστέρια, αιώνες πριν ακόμα γεννηθεί ο πρώτος κυνηγός;

ΣΤΡΑΤΗΣ ΡΗΓΑΣ