Day: 16.07.2025

Τα θηράματα της ιστορίας

*

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Αλέξανδρος Μηλιάς
Απ’ την Αθήνα φάντασμα
Πατάκης, 2025

Πώς μπορεί η τέχνη να μιλήσει για τα σύγχρονα κοινωνικά δεινά, για τις κυνικές μετατοπίσεις των ηθικών ορίων στις διεθνείς σχέσεις, την ανθρωποφαγία ενός και πάλι πολωμένου κόσμου που είναι αποφασισμένος να μονοπωλήσει τη νομή της ισχύος χωρίς να νοιάζεται πλέον για ιδεολογικά επιχρίσματα; Μπορεί να μπει σε ποίημα ό,τι συμβαίνει σήμερα στη Γάζα; Η νέα απροσχημάτιστη ξετσιπωσιά των πανάρχαιων μηχανισμών επιβολής τώρα που δεν πολυνοιάζονται για την απονομιμοποίηση των μεθόδων τους αφήνει για ακόμα μια φορά την ανθρωπότητα αμήχανη μπροστά στο προφανές και το πρωτόφαντο συνάμα. Και ο ρόλος του λογοτέχνη; Αισθάνεσαι συχνά πως ό,τι μπορείς να πεις για τα προσωπικά δεινά είναι μια πολυτελής, μια καταχραστική ιδιοποίηση ενός λόγου που οφείλει να αφήσει χώρο σε ό,τι υπέρτερο συμβαίνει αυτή τη στιγμή μπροστά στη μουδιασμένη μας επανάπαυση. Μα πώς να μιλήσει κάποιος για τη Γάζα, πώς μπορεί να μπει σε ποίημα ό,τι συμβαίνει σήμερα σε εκείνο το «εκεί» που επαναδιατάσσει δια παντός τα όρια του «εδώ»;

Ο Αλέξανδρος Μηλιάς επέλεξε να μιλήσει για το «εκεί» εντάσσοντάς το στο πάντοτε «ενταύθα», συνδέοντας τη σημερινή γενοκτονία με τις ιστορικές της αφετηρίες και τα διαχρονικά παράλληλά της, συστοιχώντας την σύγχρονη εκδοχή της βίας με ό,τι εντόπια και παγκόσμια έχει συμβεί και θα συμβαίνει: την Ελληνική Επανάσταση, τον Εμφύλιο και την Κατοχή, τα επαναστατικά κινήματα της Νότιας Αμερικής, το Βιετνάμ κ.ο.κ. Για να το πετύχει αυτό, στήνει ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων ανάμεσα σε διαφορετικά είδη λόγου που επικοινωνούν διαλεγόμενα σε ένα πλατύ διακείμενο. Ένας λόγος-φάσμα που ταλαντώνεται ανάμεσα στην ενικότητα της προσωπικής οδύνης και στην πολλαπλότητα ενός πανοράματος φρίκης με σαφές κέντρο βάρους την τραγωδία στην Παλαιστίνη.

Αυτός ο λόγος-φάσμα εκπορεύεται από ένα ομιλούν και πάσχον υποκείμενο-φάντασμα, που είναι ταυτόχρονα το ποιητικό υποκείμενο, τα σκοτωμένα παιδιά της Γάζας, τα εκάστοτε θηράματα της ιστορίας, ένας λόγος στοιχειωμένος, εγκατοικημένος από τον ακατανόητο φόνο που ενοικεί στην καρδιά του σκότους που είναι η ανθρώπινη κατάσταση. (περισσότερα…)

Loggia

*

Τα δωμάτια είχαν δυσθεώρητο ύψος — στο σούρουπο, για παράδειγμα, το ταβάνι εξαφανιζόταν. Συχνά ξυπνούσε με ασαφή την αίσθηση του ύψους· τον προσγείωνε μια κουκουβάγια που δεν την είχε ακούσει ποτέ να κράζει, αλλά αιωρούνταν σταθερά από ένα κλαδάκι ιτιάς, που φύτρωνε κάθετα από μια ρωγμή στο κούφωμα του βορινού παραθύρου, ακριβώς πάνω απ’ το κρεββάτι του. Ήταν μια παράξενη κουκουβάγια: η πλάτη της ασημοπράσινη, τα νύχια της κίτρινα. Συνήθιζε να στριφογυρίζει γύρω από το κλαδάκι με τέτοια ταχύτητα, ώστε έμοιαζε με χρυσόμυγα — σαν κι αυτές που έδενε με σπάγκο και τις είχε για κατοικίδια όταν ήταν παιδί.

Ρωγμές υπήρχαν παντού. Κάθε τόσο του έφερναν στον νου τον σεισμό του ’81· κι έπειτα, μια ολόκληρη ακολουθία από μικροσεισμούς που του είχαν τύχει αργότερα, στην ενήλικη ζωή του, λες και η ανάμνηση ήταν ο κύριος σεισμός και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι ως αποτέλεσμα της μνήμης και όχι των τεκτονικών μετατοπίσεων.

Ήταν κάπως άβολο που το κρεβάτι βρισκόταν στη γωνία, δίπλα στην πόρτα του δικηγορικού γραφείου. Πολλές φορές, στον ύπνο του, έμπαιναν πελάτες ή επισκέπτες και του έπιαναν την κουβέντα. Δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνο το κοριτσάκι που περίμενε να τελειώσει η μητέρα της το ραντεβού με τη δικηγόρο. Είχε θλιμμένα μάτια και κρατούσε την καρδιά της μέσα σε μια δερμάτινη θήκη — έμοιαζε με θήκη στυλογράφου. Επέμενε να βγάλουν μαζί μια σέλφι. (περισσότερα…)