Τὰ στοιχειωμένα δέντρα τοῦ Πρωτεσίλαου

*

του ΗΛΙΑ ΚΕΦΑΛΑ

Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, δηλαδή χίλια διακόσια χρόνια μέσες ἄκρες πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πολλοὶ στρατοὶ ἀπὸ τὶς πόλεις-κράτη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας συνεξεστράτευσαν κατὰ τῆς Τροίας, ἐπειδὴ τὸ πριγκιπόπουλό της ὁ Πάρις ἔκλεψε (μὲ τὴν θέλησή της ἤ ὄχι, δὲν ἔχει σημασία) τὴν Ὡραία Ἑλένη, σύζυγο τοῦ βασιλιᾶ τῆς Σπάρτης Μενελάου. Μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων βασιλιάδων καὶ πολεμαρχῶν, ποὺ ἤθελαν νὰ ξεπλύνουν τὴν ντροπή, ἦταν καὶ ὁ Πρωτεσίλαος, ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ τῶν Θεσσαλικῶν πόλεων Φυλάκης, Ἀνδρώνας, Πυράσου καὶ Πτελεοῦ, ποὺ βρίσκονταν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ Μαγνησίας. Καὶ νάτος ἐπικεφαλὴς σαράντα πλοίων ὁ Πρωτεσίλαος ποὺ ἔτρεξε ἀμέσως κι ἕνωσε τὶς δυνάμεις του μὲ ἐκεῖνες τῶν ἄλλων Ἑλλήνων. Ὡστόσο στὶς ἐνέργειες αὐτὲς προσέτρεξε ὠθούμενος καὶ ἀπὸ ἕνα ἄλλο, ἐντελῶς προσωπικὸ χρέος. Ἡ παράδοση τὸν μνημονεύει κι αὐτὸν ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς πολλοὺς μνηστῆρες ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν Ὡραία Ἑλένη, προτοῦ ἐκείνη ἐπιλέξει τελικὰ τὸν Μενέλαο. Ὅλοι οἱ μνηστῆρες εἶχαν δεθεῖ τότε μὲ ὅρκο ὅτι θὰ ἦταν πάντα στὸ πλευρὸ τοῦ Μενελάου, ἂν κάποιο κακὸ τοῦ συνέβαινε στὸ μέλλον.

Τὸ ὄνομά τοῦ ἥρωά μας ὅμως δὲν ἦταν ἐξαρχῆς Πρωτεσίλαος, ἀλλὰ Ἰόλαος, καὶ ἦταν πρωτότοκος γιὸς τοῦ Ἰφίκλου καὶ τῆς Ἀστυόχης καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ποδάρκη. Ἡ κακή του τύχη ἀρχίζει ἀπὸ τότε ποὺ ζοῦσε στὶς ἀνοιχτὲς πεδιάδες τῆς Θεσσαλίας καὶ ὡς Ἰόλαος εἶχε νυμφευθεῖ τὴν Λαοδάμεια, τὴν ὁποία παράτησε νύφη μιᾶς μέρας, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τοὺς ἄλλους Ἕλληνες στὴν Τροία. Καὶ ὄχι μόνο τὴν γυναίκα του παράτησε ὁ Ἰόλαος, ἀλλὰ καὶ τὸ καινούριο μισοχτισμένο σπίτι του, ἐπειδὴ τὸ χρέος καὶ ἡ φωνὴ τῆς πατρίδας μετροῦσαν περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα καὶ τὸν καλοῦσαν ἐπιτακτικά.

Στὴν Τροία ὁ Ἰόλαος ἔγινε Πρωτεσίλαος, χάρη στὴν μεγάλη προθυμία του νὰ πέσει πρῶτος στὴν Ἀσιατικὴ γῆ, ὁρμώντας ἁρματωμένος ἀπὸ τὸ καράβι του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ εἶναι καὶ ὁ πρῶτος νεκρὸς τοῦ δεκάχρονου ἐν συνεχείᾳ πολέμου. Ὁ θάνατός του ὅμως δὲν ἐπῆλθε ἀπὸ ἔλλειψη γενναιότητας ἤ κάποιας ἀδεξιότητας στὴ μάχη. Ἦταν γραμμένο νὰ συμβεῖ ἔτσι. Συγκεκριμένα ὑπῆρχε χρησμός, ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ πατοῦσε τὸ πόδι του στὴν ἀσιατικὴ ἀκτή, αὐτὸς θὰ ἦταν καὶ ὁ πρῶτος νεκρὸς τοῦ πολέμου.

Ὁ χρησμὸς αὐτὸς ἦταν πολὺ γνωστὸς στοὺς Ἕλληνες μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διστάζουν ὅλοι νὰ πηδήξουν πρῶτοι κάτω ἀπὸ τὰ καράβια τους. Ὅλοι ὅμως καὶ κυρίως ὁ ἀνυπόμονος Πρωτεσίλαος ξεγελάστηκαν ἀπὸ τὸν παμπόνηρο βασιλιὰ τῆς Ἰθάκης. Ὁ Ὀδυσσέας, ποὺ μὲ πονηριὰ πάντα ξεπερνοῦσε ὅλες τὶς δυσκολίες καὶ τὰ σοβαρὰ ἐμπόδια, ἔβαλε τὸ μυαλό του νὰ δουλέψει καὶ μέσα στὴν ὀχλοβοὴ τῆς ἐπίθεσης καὶ τῆς προσόρμισης τῶν καραβιῶν στὴν ἀκτή, νά τί ἔκανε: πέταξε τὴν φαρδιά του ἀσπίδα κάτω στὸ χῶμα μὲ τρόπο, ὥστε νὰ μὴν τὸν δοῦν καὶ πήδηξε ἀλαλάζοντας επάνω της, δηλαδή ἀποφεύγοντας νὰ πατήσει τὸ ἀσιατικὸ χῶμα καὶ νὰ ἐπαληθευτεῖ ὁ χρησμὸς σὲ βάρος του. Μόλις εἶδαν τὸ πήδημα τοῦ Ὀδυσσέα οἱ Ἕλληνες καὶ χωρὶς νὰ ἀντιληφθοῦν τὸν δόλο του ἄρχισαν ξαλαφρωμένοι ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ χρησμοῦ νὰ πηδοῦν κάτω ἀπὸ τὰ πλοῖα. Ὁ Πρωτεσίλαος ὅμως ἀκράτητος στὴν ὁρμὴ καὶ τὴν λιονταρίσια τόλμη του τοὺς ξεπέρασε ὅλους. Πάτησε πρῶτος μὲ τὰ πραγματικά του πέλματα τὴν γῆ μὲ ἀποτέλεσμα ἡ κατάρα τοῦ χρησμοῦ νὰ πέσει ἐπάνω του καὶ νὰ δεχθεῖ κατάστηθα ἕνα τρωικὸ δόρυ καὶ νὰ ὁδεύσει ξεγελασμένος πρὸς τὸν κάτω κόσμο.

Ἡ καημένη ἡ Λαοδάμεια ποὺ ἔγινε σύζυγος μόνο γιὰ μιὰ μέρα θρήνησε τὸν χαμὸ τοῦ ἄνδρα της, κόβοντας μὲ σπαραχτικοὺς λυγμοὺς τὰ μαλλιά της καὶ πέφτοντας μέσα στὴν ἔσχατη ἀπελπισία. Οἱ θεοὶ τὴν λυπήθηκαν καί, θέλοντας νὰ τὴν κάνουν γιὰ λίγο νὰ χαρεῖ, ἔφεραν τὸν Πρωτεσίλαο ἀπὸ τὸ βασίλειο τοῦ Πλούτωνα στὸ σπίτι της. Ἡ Λαοδάμεια ἔλαμψε ἀπὸ χαρά, νομίζοντας ὅτι οἱ εἰδήσεις ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν πόλεμο ἦταν ψεύτικες καὶ ὅτι ὁ ἄνδρας της γύρισε ζωντανὸς κοντά της. Ὅταν ὅμως οἱ θεοὶ τὸν ξαναπῆραν πίσω καὶ τὸν ἔστειλαν πάλι στὸν σκοτεινὸ κόσμο τῶν νεκρῶν, ἐκείνη ἀπελπίστηκε ὅσο δὲν παίρνει ἄλλο. Μέσα στὴν συμφορά της καὶ τὴν τρέλα τῆς χηρείας, παράγγειλε νὰ τῆς φτιάξουν ἕνα μεταλλικὸ ἄγαλμα τοῦ νεκροῦ ἄνδρα της καὶ ἀφοσιώθηκε στὴ νοσηρὴ λατρεία του. Ὁ πατέρας της δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὴν ἀλόγιστη αὐτὴ κατάσταση τῆς κόρης του καὶ μὲ φωτιὰ κατέστρεψε τὸ σιδερένιο εἴδωλο. Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ τέλος τῆς Λαοδάμειας. Μὴν ἀντέχοντας νὰ βλέπει τὶς φλόγες νὰ τρῶνε καὶ τὸ μεταλλικὸ ὁμοίωμα τοῦ συζύγου της ἔπεσε μέσα στὴν πυρὰ καὶ κάηκε μαζί του.

Ὁ Πρωτεσίλαος λατρεύτηκε ἀπὸ τοὺς καλλιτέχνες καὶ τοὺς συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς του καὶ ἡ μοίρα του συγκινοῦσε τὴν ἑλληνικὴ παράδοση διαρκῶς. Ὁ Ὅμηρος τὸν ἀναφέρει δύο φορὲς μέσα στὸ ἔπος τῆς Ἰλιάδας του, ὁ Φιλόστρατος περιγράφει τὸν τάφο του, διευκρινίζοντας ὅτι τὸ ταφικό του ἄγαλμα στηριζόταν πάνω σὲ μιὰ βάση ἀπὸ ὁμοίωμα καραβίσιας πλώρης. Ὁ Πλίνιος ἐπίσης ἀναφέρει στὴν «Φυσικὴ Ἱστορία» του ὅτι ὁ γλύπτης Δεινομένης φιλοτέχνησε ἕνα ἄγαλμά του, ἐνῶ κάποια ἀντίγραφα παλιότερων ἀγαλμάτων του βρίσκονται σήμερα στὰ ἀρχαιολογικὰ μουσεῖα τοῦ Λονδίνου καὶ τῆς Νέας Ὑόρκης. Δὲν πρέπει βέβαια νὰ ξεχάσουμε καὶ τὴν χαμένη τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη «Πρωτεσίλαος», ἡ ὁποία ἄν εἶχε βρεθεῖ θὰ μᾶς φώτιζε σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ μύθου του. Ὁ ἀπόηχος τῆς τραγικῆς ζωῆς τοῦ ἥρωα δὲν ἔσβησε ἀκόμα. Ἐκτὸς ὰπὸ τοὺς τοπικοὺς φορεῖς τοῦ σύγχρονου Πτελεοῦ ποὺ μεταλαμπαδεύουν τὴν μνήμη του σὲ ἐπωνυμίες ἀθλητικῶν συλλόγων ἡ μνήμη του διασώζεται καὶ ἀπὸ τὴν παγκόσμια κοινότητα τῆς ἀστρονομίας, ποὺ χάρισε τὸ ὄνομά του σὲ ἀστεροειδῆ τῆς Τρωικῆς Ὁμάδας.

Ὁ τάφος τοῦ Πρωτεσίλαου ἀναφέρεται ὅτι βρισκόταν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἐλεοῦντα τῆς Θράκης, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Τροία. Κατὰ τοὺς περσικοὺς πολέμους λεηλατήθηκαν τὰ ἀφιερώματά του, ἀλλὰ οἱ Ἑλληνες τιμώντας τὸν νεκρό, συνέλαβαν καὶ σκότωσαν τὸν ἅρπαγα σατράπη τῶν Περσῶν. Λέγεται ὅτι καὶ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος σταμάτησε γιὰ νὰ ἀποδώσει φόρο τιμῆς στὸν τάφο του καὶ νὰ θυσιάσει στοὺς θεοὺς, ὥστε νὰ ἀποφύγει καὶ ὁ ἴδιος μία παρόμοια μοίρα.

Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας ἄλλος μύθος ποὺ συνδέεται μὲ τὸν τόπο ταφῆς τοῦ ἄτυχου Πρωτεσίλαου, ποὺ ἀναφέρεται καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν Πλίνιο. Ἐκεῖ, λέει ἡ παράδοση, πάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὸ μνῆμα του, φύτρωνε ἕνα μικρὸ ἄλσος μὲ χαμόδεντρα. Τὰ δέντρα αὐτὰ δὲν προλάβαιναν νὰ μεγαλώσουν πολύ, ἐπειδὴ γρήγορα ξεραίνονταν, γιὰ νὰ ἀντικατασταθοῦν ἀμέσως ἀπὸ ἄλλα ποὺ φύτρωναν στὸ ἴδιο σημεῖο. Ἡ αἰτία ποὺ τὰ στοιχειωμένα αὐτὰ δέντρα δὲν μεγάλωναν καὶ πέθαιναν πάνω στὴν ὁρμὴ τῶν νεαρῶν βλαστῶν τους, ἦταν ἡ ἀπέναντι τρωικὴ ἀκτή. Μόλις δηλαδὴ τὰ δέντρα ψήλωναν καὶ ἦταν σὲ θέση νὰ ἀντικρίσουν τὴν ἀπέναντι ἀκτή, ἐκεῖ ὅπου ὁ Πρωτεσίλαος ἔχυσε τὸ αἷμα του, τότε ὁ θάνατός τους ἦταν ἀναπόφευκτος. Τὸ θαμμένο αἷμα τοῦ Θεσσαλοῦ ἥρωα κόχλαζε μέσα στὴν ξένη γῆ καὶ ἡ πίκρα τῆς ἄδικης μοίρας του τὸ ἐκσφενδόνιζε μέσα στοὺς χυμώδεις κορμοὺς τῶν δέντρων μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκαλεῖ τὸν θάνατό τους.

*

Πρωτεσίλαος, Βρετανικό Μουσείο
(φωτογραφία ΗΚ, 23.6.2025)

*

*