*
Άκληροι τράφοι
Τα πρωινά βλέπαμε στις στράτες
πέτρες ξετραφισμένες, σωρούς από ξερολιθιές,
τρύπες να χάσκουνε να τις γυρολογά οκνά ο άνεμος.
Μην κι αποκάμανε να στέκουνε άπραγοι κι ανωφέλευτοι
και να ’ναι μόνο μέρη ενός τοπίου;
Μην τους χαλούνε οι καημοί των πεθαμένων
σαν ξαποσταίνουν πάνω τους όταν περνούνε;
Μην είναι αυτό το κεφαλιάτικο του χρόνου
και των στοιχειών το μερτικό;
Μην είναι οι πετρομάστορες που τους τρανώσαν
και παίρνουν τώρα πίσω την αγκούσα και τον μόχθο τους
γιατί δεν είναι πια κανείς την αξιοσύνη τους να την παινέψει
κι ένα κρασί να βάλει να φραθούνε;Κι είναι νυχτιές πολλές που ακούγονται βελάσματα,
σφυρίγματα, κουδούνια, αχός από κοπάδια που διαβαίνουνε
και το πρωί μήτε κοπριές μήτε πατήματα
μήτε σημάδι από το πέρασμά τους
μονάχα ξετραχηλισμένοι τράφοι και πετροπέρδικες.///
Το χειμωνιάτικο βράδυ
ενός ηλικιωμένου ζευγαριούΠάνε πάνω από είκοσι χρόνια που δεν κοιμούνται πια μαζί
αλλά απόψε ο χιονιάς κάνει το κρύο αδυσώπητο
και τα ξύλα έχουνε σωθεί.
Για να μην ξυλιάσουνε χρεία είναι
να κατεβάσουνε από το πατάρι τη διπλή τη μάλλινη κουβέρτα
(είναι πολύ βαριά η γαμημένη για να την κατεβάσει μόνος του)
κι αντάμα να πλαγιάσουνε να ζεσταθούνε.
Άναψε τη λάμπα πετρελαίου και τώρα την αναζητά·
τη φωνάζει αλλά απάντηση δεν παίρνει·
που είναι όταν τη χρειάζεται;
Πάλι τον αγνοεί η ψηλομύτα, πάλι τον περιφρονεί,
θα ξυλιάσει η μαλακισμένη, θα ξυλιάσουμε κι οι δυο απόψε.
Την ψάχνει στο δωμάτιό της και στο υπόλοιπο το σπίτι
κατέβηκε ακόμα και στο υπόγειο αλλά ψυχή πουθενά•
πάλι παιχνίδια παίζει, κρύφτηκε, μ’ αποφεύγει η σκρόφα
στο διάολο να πάει, στο διάολο που με ’φερε
σ’ αυτή τη γαμημένη ερημιά, στο “παστρικό” της
για να ζήσω, να ζήσουμε
μέσα στην τόση ομορφιά της φύσης της πουτάνας
που απόψε θα μας κοκαλώσει!
Άμα τη βρω θα τηνε σύρω στο κρεββάτι απ’ τα μαλλιά!Τη βρήκε να τον περιμένει στο δωμάτιό του και σχεδόν της χαμογέλασε·
τον χρειαζότανε κι αυτή όσο κι αυτός·
δυο ανώτερα θηλαστικά που γι’ απόψε θα μερεύανε,
που η θεομηνία θα τα μέρωνε.Κατέβασαν μαζί τη βαριά τη μάλλινη κουβέρτα και την έστρωσαν·
πλάγιασαν και σφιχταγκαλιάστηκαν αμίλητοι επιλήσμονες κι αγαπημένοι·
έξω λυσσομανούσε ο χιονιάς· θερμογονήσανε· ζεσταθήκανε·
παραδοθήκανε στον ύπνο μέσα στη θαλπωρή των κορμιών τους
κι ας είχε η γυναίκα του πεθάνει εδώ κι εφτά χρόνια.ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗΣ
///
*
*
*
