H κριτική της κριτικής της κριτικής της κριτικής

*

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Κλειδωμένο μαγαζί:
εἴσοδος μόνο γιὰ μέλη,
κι’ ἂν τεντώσω τὸ σχοινὶ
τότε πάνω μου εἶχα βέλη.
ΜΑΝΙ

Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἀνακυκλώνεται στὰ ἠλεκτρονικὰ καὶ ἔντυπα περιοδικὰ ἡ γνωστὴ ἱστορία τῆς κριτικῆς, τοῦ ποιός μπορεῖ ἢ δύναται νὰ τὴν ἀσκεῖ, γιατί τὴν ἀσκεῖ πολὺ ἢ λίγο, τί ἐπιδιώκει γράφοντάς την, κι’ ἄλλα παρόμοια ποὺ κρατᾶν σὲ φόρμα τοὺς ντόπιους ἑτοιμόπολεμους γραφιάδες. Μάλιστα, οἱ συζητήσεις αὐτὲς ἔρχονται στὴν ἐπιφάνεια κυρίως σὲ νεκρὲς περιόδους, λ.χ. λίγο μετὰ τὴ χριστουγεννιάτικη παύση ἢ κατὰ τὸ καλοκαίρι – πιθανότατα ἐπειδὴ ἡ ἀπουσία δράσης ἐνοχλεῖ τοὺς πάντοτε διψασμένους γιὰ κατάθεση ἀπόψεων καὶ νύξεων κριτικούς. Κάποιος κακόβουλος θὰ ἔλεγε ὅτι ἡ χρονία αὐτὴ συμπίπτει καὶ μὲ τὸν προκυφθέντα ἐλεύθερο χρόνο τῶν γραφόντων, οἱ ὁποῖοι –ἐλλείψει αὐτῶν τῶν ἴδιων περιστάσεων ποὺ στηλιτεύουν– αὐξάνουν τοὺς βαθμοὺς πρεσβυωπίας τους καὶ βλέπουν καλύτερα τὴν καμπούρα τοῦ ἄλλου. Παίρνω ἀποστάσεις ἀπὸ τὶς κακόβουλες Κασσάνδρες, ἂν καὶ ὁ μύθος τὶς δικαιώνει. Ὁπωσδήποτε, αὐτὸ θὰ ἦταν μιὰ σκέψη ἐκ τοῦ πονηροῦ, λίαν κακόβουλη καὶ διαβλητική. Μακριὰ ἀπὸ μένα αὐτά.

Στὸ κέντρο τῆς συζήτησης, λοιπόν, τίθεται μέσες-ἄκρες τὸ ἐρώτημα «ποιός ἀσκεῖ τὴν κριτική», τὸ ὁποῖο καλλωπίζεται μὲ τὴ μορφὴ τοῦ «πῶς ὀφείλει κανεὶς νὰ ἀσκεῖ τὴν κριτική», ἄσχετα ἂν τελικὰ τίποτα ἀπ’ τὰ δύο δὲν ἰσχύει  – ἀλλ’ αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε παρακάτω. Προσωπικά, ἂν καὶ δὲν βρῆκα διαθέσιμο εἰσιτήριο γιὰ τὴ συζήτηση, σκέφτηκα νὰ γράψω δυὸ-τρεῖς σκέψεις, ἀφοῦ ὅμως πρῶτα διευκρινίσω τὴ θέση μου – τὸ πλέον ἀναγκαῖο γιὰ τοὺς new age γραφιάδες «positionality». Ἂν λάβω ὐπόψιν τὸ πῶς ὁρίζεται ἡ κριτικὴ ἀπὸ τοὺς περισσότερους ποὺ τὴν ἀσκοῦν, τότε ἐπουδενὶ λόγῳ εἶμαι κριτικός. «Κρίνω» τείνει νὰ σημαίνει «διακρίνω», ἐντούτοις πέρα ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Jauss καὶ τοῦ Iser δὲν ξανάδα κάποιο πρόγραμμα σπουδῶν ποὺ νὰ βγάζει «κριτικούς» σκέτα· ὅσον ἀφορᾶ τὴν κριτικὴ τῇ εὐρείᾳ ἐννοίᾳ, ἀπ’ αὐτὰ ὑπάρχουν νὰ φᾶν κι’ οἱ κότες. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ ἰδιότητα αὐτὴ φαίνεται νὰ λαμβάνει διαστάσεις ἐπαγγελματικές, ἤτοι προκύπτει κατόπιν σπουδῆς, μαθητείας, τριβῆς καὶ ἐν γένει μὴ-ἐρασιτεχνικῆς ἐνασχόλησης. Κατ’ ἄλλους, οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἑπομένως ἡ ἰδιότητα τοῦ κριτικοῦ πρόκειται περὶ ἑνὸς beneficium. Δὲν πληρῶ προϋποθέσεις γι’ αὐτὴ τὴ δωρεά, οὔτε οἱ σπουδές μου μ’ ἔβγαλαν κριτικό, ἀλλὰ κάτι ἄλλο, ἑπομένως πάει αὐτό…  Ἐπιπλέον, βάσει τῶν πρόσφατων γραφομένων, ἰδίως ἡ «κριτικὴ τῆς κριτικῆς» ἀσκεῖται ἀπὸ τοὺς πλέον ἐπαΐοντες, τοὺς διαπιστευμένους, τοὺς ἔχοντες εἰσιτήριο βρὲ ἀδερφέ. Ὅπως ἔγραψα σαφῶς παραπάνω, δὲν βρῆκα εἰσιτήριο. Σὺν τοῖς ἄλλοις, δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ κρίνω οὔτε τὴν «κριτικὴ τῆς κριτικῆς», διότι αὐτὸ θὰ μὲ ἐπέστρεφε στὴ θέση τοῦ κριτικοῦ βάσει ἁπλῶν μαθηματικῶν ἀποκλεισμῶν. Ἔχοντας, ὡστόσο, τὴ βαθιὰ πίστη ὅτι ἡ κριτικὴ συνιστᾶ τεκμηριωμένη ἀρέσκεια/ἀπαρέσκεια μὲ τὴν παράλληλη –προαιρετικὴ ἐνίοτε– ἐπικουρικὴ χρήση ἐπιστημονικῶν μεθόδων –ἐὰν κι’ ἐφόσον μπορεῖ νὰ ὑπάρξει πλήρης ἐπαληθευσιμότητα–, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναγκαία συνθήκη τῆς τριβῆς μὲ τὸ κρινόμενο προϊὸν ὡς προϊόν-και-μόνον (εἴτε εἶναι φαγητό, γλυκό, βιβλίο ἢ κριτικὸ κείμενο), θὰ ζητοῦσα τὴν ἄδεια νὰ ἐκφραστῶ παρακάτω ὡς κριτικὸς τῆς κριτικῆς τῆς Κριτικῆς τῆς κριτικῆς.

Κύρια ἀφορμὴ στάθηκε τὸ οἰκεῖο κείμενο τῆς Ἄννας Ἀφεντουλίδου στὸν Ἀναγνώστη. Λιγότερο δὲ ἐκεῖνο τῆς Βαρβάρας Ρούσσου, κυρίως λόγω τῆς μορφῆς του, μιᾶς καὶ τὰ εἴκοσι-ἐννέα εὔλογα ἐρωτηματικά του περισσότερο θέτουν ἐρωτήματα παρὰ ἀποφάνσεις πρὸς συζήτηση. Ἄλλωστε, δὲν εἶμαι καὶ σὲ θέση νὰ ἀπαντήσω στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἕνεκα ἰδιότητος – μὴν τὰ ξαναλέμε. Ἐπιστρέφοντας στὸ κείμενο τῆς Ἀφεντουλίδου, θὰ ἤθελα νὰ ἐκθέσω κάποια ζητήματα, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη ἐκθέτουν τελικὰ τὰ γραφόμενά της, παρὰ τὴ φαινομενικὰ σώφρονα τοποθέτησή τους ἀπέναντι στὰ πράγματα.

Πρῶτα-πρῶτα, ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη ἀράδα τῆς δεύτερης παραγράφου γίνεται λόγος περὶ «κριτικῶν» [/ἀνθρώπων] ἢ/καὶ «κριτικῶν» [/κειμένων] ἐντὸς κατωφερῶν εἰσαγωγικῶν. Εὐθὺς ἐξαρχῆς, λοιπόν, γίνεται μιὰ διάκριση. Ἀπὸ τὴ μία βρίσκονται οἱ ἀμνοὶ τῆς κριτικῆς, κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὰ ἐρίφια τῆς «κριτικῆς». Ἂν καὶ ὁ διαχωρισμὸς εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ σαφὴς ἀπὸ τὰ τσιταρισμένα γραφόμενα τοῦ Ζήρα, εἶναι δύσκολη ἡ χάραξη μιᾶς γραμμῆς πέραν τῆς ὁποίας εἶναι κανεὶς Κριτικός, καὶ δῶθε «κριτικός», μιᾶς καὶ αὐτὸ ὁρίζεται ὄχι βάσει μιᾶς καθορισμένης βάσει πρωτοκόλλου μεθοδολογίας, ἀλλὰ βάσει μιᾶς ἐντύπωσης ποὺ κινεῖται στὸν ἄξονα τοῦ καλοῦ/κακοῦ ἢ τοῦ φροντισμένου/πρόχειρου. Ὁρίζεται, ἑπομένως, ἕνας πήχυς ὅπου τὸ Ἄριστα (10) εἶναι ὁ Ζήρας –καθὼς αὐτὸς θέτει τὶς προδιαγραφὲς τοῦ κακοῦ κριτικοῦ/τῆς κακῆς κριτικῆς στὸ κείμενό του–,  καὶ στὸν πάτο βρίσκεται ὁ ἀμετροεπὴς προχειρολόγος, ὁ ὡραιολόγος κ.λπ. Ἂν καὶ ἀμφισβητῶ τὸ Ἄριστα (10) τοῦ Ζήρα γιὰ λόγους ποὺ δὲν εἶναι τῆς παρούσης, σίγουρα συμφωνῶ μὲ τὸν ὁρισμὸ τοῦ μὴ προβιβαστέου «κριτικοῦ» καὶ τῶν χαρακτηριστικῶν του.

Καὶ συμφωνῶ ἐπειδὴ τῳόντι «ὁ ἀκατάσχετος ἔπαινος εἶναι ἡ σίγουρη κερκόπορτα τῆς ματαιοδοξίας». Θὰ συμφωνοῦσα βέβαια ἀκόμα περισσότερο ἂν τηροῦνταν ἡ συνέπεια τῶν γραφομένων τῆς Ἀφεντουλίδου. Διότι κάνοντας μιὰν ἔρευνα στὰ κείμενά της στὸ διαδίκτυο ἀπὸ τὸ 2022 καὶ ἑξῆς σὲ Φρέαρ, Bookpress καὶ Ἀναγνώστη, δυσκολεύτηκα νὰ βρῶ κάτι πέρα ἀπὸ «ἀκατάσχετους ἐπαίνους» γιὰ κάθε ἀνθυποπερίπτωση συγγραφέα ἢ βιβλίου ποὺ ἡ ἴδια παρουσιάζει γραπτῶς, ἄσχετα ἂν ἀναγράφονται τὰ κείμενα αὐτὰ στοὺς ἱστοτόπους ὡς «κριτικές», κυρίως λόγω τοῦ ὅτι στὰ ἐγχώρια πράγματα, ἀρκεῖ νὰ δηλώσεις κάτι γιὰ νὰ εἶναι ἔτσι, ἀκόμα κι’ ἂν δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα, βλ. ΟΠΕΚΕΠΕ κ.ο.κ. Μάλιστα, θὰ συμφωνήσω καὶ μὲ τὴ «μάστιγα τῶν δημόσιων βιβλιοπαρουσιάσεων». Ὡστόσο, καί σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ Ἀφεντουλίδου βρίσκεται νὰ κατηγορεῖ κάτι στὸ ὁποῖο συμμετέχει διόλου εὐκαταφρόνητα. Ὄχι λόγω ἐμπάθειας, ἀλλὰ ἀντιθέτως εἰς ἐπίρρωσιν αὐτοῦ, καταγράφω ἐνδεικτικὰ τὴν παρουσία της στὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου Ἀκούω φωνὲς τῆς Λουκίας Δέρβη στὶς 25.04.23 στὸ Ἐπὶ Λέξει καὶ τὸ κείμενο («λίγες μέρες ἀργότερα») στὸ Bookpress στὶς 09.05.23, ἢ τῆς Ἱερεμιάδας τῆς Χλόης Κουτσουμπέλη στὶς 17.10.23 στὸ ἴδιο βιβλιοπωλεῖο καὶ τὸ κείμενο καὶ πάλι στὸ Bookpress στὶς 08.12.23, ἢ τέλος τῆς Πλατείας Κλαυθμῶνος τοῦ Γιώργου Συμπάρδη στὸ café-bar «Κυκεὼν» τῆς Ἐλευσίνας στὶς 12.06.24, μὲ κείμενο ποὺ δημοσιεύτηκε στὶς 28.11.23 («[καμμιά φορά και λίγες μέρες νωρίτερα]», ἔτι μία στὸ Bookpress.

Κρίνω ἀναγκαῖο νὰ διευκρινίσω τὸ ἑξῆς: δὲν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα μὲ τὸ νὰ παρουσιάζεις ἕνα βιβλίο καὶ ὕστερα νὰ δημοσιεύεις τὸ κείμενό σου σὲ κάποιο ἠλεκτρονικὸ ἢ ἔντυπο περιοδικό – ἀδιάφορο τὸ χρονικὸ περιθώριο μεταξὺ τῶν δύο ἐνεργειῶν. Ἐπίσης, δὲν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα νὰ γράψεις ἕνα κείμενο καὶ βάσει αὐτοῦ ὁ συγγραφέας νὰ σὲ προσκαλέσει σὲ δεύτερο χρόνο στὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου του, ἐπειδὴ συμφωνεῖ μὲ τὰ γραφόμενά σου ἢ τελοσπάντων ἐπειδὴ θεωρεῖ ὅτι ἔχεις κάτι νὰ πεῖς ποὺ θὰ βοηθήσει τὴν πρόσληψη ἢ τὴν πώληση τοῦ βιβλίου αὐτοῦ. Τὸ πρόβλημα ξεκινᾶ ὅταν ἀναγνωρίζεις τὶς ἐνέργειες αὐτὲς ὡς δείγματα «κακοῦ κριτικοῦ», ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ κάνεις ἀκριβῶς καθ’ ἕξιν τὰ ἴδια μὲ ἄμεμπτο ὕφος καὶ διάθεση ἐπίδειξης τῆς κατάρτισης καὶ τῆς ἀνωτερότητάς σου.

Ἀμέσως παρακάτω παρατίθεται τὸ ἑξῆς: «Ωστόσο παρατηρείται πλέον και ένα άλλο σημείο των καιρών. Όσοι ασκούν αυτήν την προχειρογραφία της επικαιρικής βιβλιοπαρουσίασης τώρα πια διοργανώνουν θεωρητικές συζητήσεις και αφιερώματα για κριτικά και γραμματολογικά θέματα, δίνοντας το βήμα σε όσους ευθύνονται για τον υποβιβασμό του μαχόμενου κριτικού λόγου, ώστε να αρθρώσουν και τον μετακριτικό λόγο, δηλαδή να ασκούν την κριτική της κριτικής ή και να προσπαθούν να διαμορφώσουν τον θεωρητικό ορίζοντα (!) επιδιώκοντας να ορίσουν γενιές, ρεύματα και σύγχρονες τάσεις». Δεδομένων ὅσων παρατηρήσαμε παραπάνω καὶ βάσει τῆς πεποίθησης τοῦ γράφοντος ὅτι τὰ «κριτικὰ» κείμενα τῆς Ἀφεντουλίδου δὲν εἶναι τίποτα παραπάνω ἀπὸ ἐνθουσιώδεις, ἔμπλεες γενικοτήτων βιβλιοπαρουσιάσεις, εἶναι ὀξύμωρη αὐτὴ ἡ νύξη, καίτοι σωστή. Κι’ αὐτὸ ἐπειδὴ παρακάτω ψέγεται τὸ πλῆθος τῶν κειμένων ἢ τῶν συμμετοχῶν σὲ παρουσιάσεις, βιβλία, συντακτικὲς ἐπιτροπὲς κ.λπ. τοῦ μὴ ἀναφερομένου κρινόμενου προσώπου (κυρίως δηλ. τῆς Εὐσταθίας Δήμου, τὴν ὁποία ἡ ὑπερασπιζόμενη τὴ μάχιμη κριτικὴ Ἀφεντουλίδου δὲν ἀναφέρει γιὰ δικούς της λόγους ποὺ δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ γνωρίζω ἢ νὰ ὑποθέσω) ὡς τὸ καθοριστικὸ στοιχεῖο ποὺ καταβιβάζει τὸν κριτικὸ σὲ «κριτικό». Ὡς δηλαδὴ τὰ τρία προχειρογραμμένα κείμενα κάποιου νὰ εἶναι συγχωρητέα ἕως θεμιτά, ἐνῶ τὰ ἑκατὸν-τρία νὰ στέλνουν τὸν δράστη στὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον. Ἢ ὡς ἡ συμμετοχὴ σὲ τέσσερις συντακτικὲς ἐπιτροπὲς νὰ εἶναι ἐπιλήψιμη, ὡστόσο ἡ συμμετοχὴ σὲ ΔΣ, ἐπιστημονικὲς ἐπιτροπές, βραχεῖες λίστες, ἐπιτροπὲς βραβείων, τὸ Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς (κι’ ὡς ἐκ τούτου στὰ σχολικὰ λογοτεχνικὰ ἐγχειρίδια) δὲν ἐμπίπτει καθόλου στὴ νύξη «[…] που βγάζουν υποχρεώσεις προς συγγραφείς ή/και εκδότες ή που θέλουν να εδραιώσουν σχέσεις με πρόσωπα του χώρου». Ἀσφαλῶς, δὲν μέμφομαι καμία ἐπαγγελματικὴ ἰδιότητα· ἀντιθέτως, στέκομαι στὸ decorum τῆς κατηγορίας καὶ στὶς συνακόλουθες ὑποθέσεις ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ κάνει, σκεπτόμενος τὸ σμικρὸν τῆς συντεχνίας. Θὰ παρακαλοῦσα, λοιπόν, νὰ μὴν ληφθεῖ ὡς ad hominem σχόλιο, ὡστόσο θαρρῶ πὼς κι’ ὁ πιὸ καλόπιστος καταλαβαίνει ὅτι τὰ πολλὰ χαρτοφυλάκια μᾶλλον μπαίνουν στὴ συζήτηση ἀπὸ «τὴν κερκόπορτα τῆς ματαιοδοξίας», παρὰ ἀπὸ τὴν κεντρικὴ ὁδὸ τῆς καθολικῆς ἀναγνώρισης. Σὺν τοῖς ἄλλοις, στὴ μία περίπτωση θὰ μποροῦσε κανεῖς νὰ παρατηρήσει ἕναν ὑπερβάλλοντα ζῆλο μὲ φτωχὰ ἀποτελέσματα, τὰ ὁποῖα –μεταξύ μας– δὲν ἐπηρεάζουν τὸ χρηματιστήριο ἀξιῶν τῆς πιάτσας, ἐνῶ στὴν ἄλλη κατ’ ἐξοχὴν ἐξουσιαστικὲς θέσεις μὲ σαφῆ κι’ ἔμπρακτο ἀντίκτυπο στὰ πράγματα. Ἂν καὶ δὲν θέλω νὰ φανῶ ἀγενής, τὸ σημεῖο αὐτὸ μοιάζει ὡς διαγωνισμὸς περὶ τοῦ ποιός τυφλὸς βλέπει καλύτερα ἀπ’ τὸν ἄλλον…

Τέλος, ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ διαφωνήσω ὄχι μὲ τὸ γράμμα, ἀλλὰ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς στερνῆς νύξης ἐναντίον τῆς σύστασης καὶ ὀνοματοδοσίας μιᾶς νέας συγγραφικῆς γενιᾶς διὰ βοῆς ἀπὸ τοὺς νεώτερους συγγραφεῖς. Ἡ πόρτα γι’ αὐτὸ ἄνοιξε ἤδη μὲ τὴν αὐτοανακήρυξη τῆς γενιᾶς τοῦ ’70 σὲ «γενιὰ τῆς ἀμφισβήτησης», μὲ φαιδρὰ ἀποτελέσματα ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὴ θεσμικότατη –στὸ πλευρὸ τοῦ κρατικοῦ χρηματοδότη-χωροφύλακα– ἐξέλιξή της. Ἡ πικρία γιὰ τὸ κατάντημα τῆς κριτικῆς νομίζω ὅτι περισσότερο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἀπουσία τῶν γνωστῶν κατηγοριοποιητῶν/κηνσόρων τῆς ὀνοματοθεσίας στὰ ἐγχώρια πράγματα, παρὰ μὲ τὴν ἴδια τὴν κίνηση per se. Ἄλλωστε, ἀπὸ ἐκεῖ τελικὰ πηγάζει καὶ ἡ διαρκὴς οἰμωγὴ περὶ τῆς ἀπουσίας τῆς ἐλεγκτικῆς κριτικῆς στὴ νεοελληνικὴ δοκιμιογραφία. Τὸ πρόβλημα δὲν ἐντοπίζεται στὸ ὅτι δὲν γράφονται ἐλεγκτικὲς κριτικὲς σκέτα, ἀλλὰ στὸ ὅτι δὲν γράφονται ἐλεγκτικὲς κριτικὲς ἐναντίον αὐτῶν ποὺ θεωροῦμε πὼς πρέπει νὰ λαμβάνουν τέτοιες κριτικές. Ὅσοι παραπονιοῦνται στὰ ΜΚΔ γιὰ τὴν ἀπουσία σοβαρῆς κριτικῆς, στὴν οὐσία παραπονιοῦνται ἐπειδὴ δὲν γράφουν θετικὰ γι’ αὐτοὺς οἱ κριτικοὶ (ἢ οἱ «κριτικοί»)· ἐπιπλέον, ὅσοι ἀναζητοῦν ἔστω καὶ τὴν ἀρνητικὴ κριτικὴ γιὰ τὸ ἔργο τους, στὴν οὐσία τρέμουν μιὰν ἐνδεχόμενη τέτοια καὶ πιστώνουν ἐμπάθεια ἢ φθόνο στὸν ἑκάστοτε γράφοντα. Εἴδαμε ἄλλωστε τὴ διαμόρφωση τῆς κοινῆς γνώμης γιὰ αἰχμηροὺς κριτικοὺς ὅπως ὁ Ἀποστολίδης, ἡ Θεοδοσοπούλου, ὁ Ἀράγης, ὁ Λάζαρης, ὁ Σοφιανὸς κ.ἄ. Ἄλλοτε θεωροῦνται πηγαῖα κακοί, ἄλλοτε κίτρινοι, ἄλλοτε ἀνεπαρκεῖς, καὶ πάει λέγοντας. Γιὰ κανέναν δὲν ὑπῆρξε ποτὲ καθολικὴ ἀποδοχή, γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε σὲ ἀπειλές, ἐκφοβισμούς, ἀποκλεισμοὺς καὶ ἄλλα παρόμοια. Ἂς μὴν κρυβόμαστε ἑπομένως πίσω ἀπὸ τὸ δάχτυλό μας. Νισάφι.

Ἐν κατακλείδι, τὸ κείμενο τῆς Ἀφεντουλίδου λέει πικρὲς ἀλήθειες. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως ἡ ἴδια ἡ γράφουσα ἀνήκει στοὺς κατ’ ἐξοχὴν ὑπηρέτες καὶ ὑπεύθυνους αὐτῆς τῆς κατάστασης. Καλὴ καὶ ἅγια μιὰ κουβέντα γιὰ τὴν κριτική· ἀπαραίτητη· κρίσιμη· ὡστόσο, προτοῦ λάβει κανεὶς ἀνὰ χεῖρας τὸν λίθο γιὰ τοὺς εὔκολους στόχους ποὺ λέγονται –ἂς ποῦμε– Μπούρας ἢ Δήμου, εἶναι χρήσιμο νὰ κάνει προηγουμένως τὴν αὐτοκριτική του, κι’ ὕστερα ν’ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ φλέγουσα ταμπακιέρα, τουτέστιν ἀνοιχτὰ ζητήματα ποὺ καῖνε, ὑπάρχουν σὲ πληθώρα καὶ ἐκφράζονται ἰδιωτικὰ στὰ πηγαδάκια τῶν μαζώξεων, ὅμως μένουν ἔξω ἀπὸ τὴ δημόσια ἀρένα γιὰ νὰ μὴν ἀναταράξουν τὰ ἤδη θολὰ ἐλώδη ὕδατα τῆς ἐγχώριας ἰντελιγκέντσιας. Τὸ ἐπιστέγασμα εἶναι μᾶλλον ἁπλό: συνήθως γαβγίζουμε σ’ ὅποιον ἢ σ’ ὅ,τι μᾶς κλέβει τὸ ψωμί. Κι’ ὁ νοὼν νοείτω…

~.~

Αὐτοκριτική, λοιπόν, καὶ γράφω καὶ εἰς ἐμαυτόν: αὐτὸ πρέπει νὰ γίνει, γιατὶ κι’ ἄλλοι/ες παρ’ ἀξίαν προβεβλημένοι, βραβευμένοι, ψωμιζόμενοι μὲ κρατικὸ χρῆμα ἄνθρωποι τοῦ σιναφιοῦ εἶναι μέλη σὲ δυὸ καὶ τρεῖς καὶ τέσσερις συντακτικὲς ἐπιτροπὲς ἐντύπων· κι’ ἄλλοι/ες παρουσιάζουν σωρηδὸν βιβλία κάθε χρόνο· κι’ ἄλλοι/ες ὅποια πέτρα κι’ ἂν σηκώσεις θὰ τοὺς βρεῖς ἀπὸ κάτω· κι’ ἄλλοι/ες γράφουν «κριτικὰ» κείμενα πρὸς εὐλογία «γενειάδων» δίχως μισὴ ἔνσταση· κι’ ἄλλοι/ες οἰονεὶ ἀντικειμενικοὶ καὶ ἀκριβοδίκαιοι κρύβονται πίσω ἀπὸ μικροσυντεχνίες καὶ ἰδεολογικὲς ἀτζέντες, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔχουν κάνει τὴν Ἀριστερὰ σημαία εὐκαιρίας, ἕνα κουρελόπανο ποὺ γυαλίζει τὶς βαθύτατα ἀστικές τους βλέψεις· κι’ ἄλλοι/ες ἔχουν γίνει μέλη κριτικῶν ἐπιτροπῶν στὰ κρατικὰ ἢ σὲ ἄλλα βραβεῖα, ἐνῶ στὴν πιάτσα θεωροῦνται παγκοίνως νοῦλλες κι’ ἄδεια μύδια·  κι’ ἄλλοι/ες ἐν πάσῃ περιπτώσει ἐνῶ ἀνήκουν ἀναφανδὸν σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται «παραλογοτεχνία» γίνονται ξάφνου τιμητὲς τῶν πάντων καὶ ἔχουν φτάσει νὰ θεωροῦνται διαμορφωτὲς τῆς κοινῆς γνώμης ἐπὶ τῶν πολιτιστικῶν πραγμάτων τῆς φαιδρῆς νότιας ἀποικίας τοῦ Αἵμου. Ἴσως γίνεται κουραστικό, ἀλλὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ: μιὰ συζήτηση γιὰ τὴν κριτικὴ πρέπει πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ ἐκκινεῖται ἀπὸ τὴν προσωπική μας αὐτοκριτική, κι’ ἀπ’ τὴ θέληση νὰ φτιάξουμε ἐπιτέλους τὴν πολυπόθητη ὀμελέτα σπάζοντας ἀβγά – ὄχι παραγγέλνοντάς την ἀπὸ ἀποστειρωμένα ταχυφαγεῖα δημοσίων σχέσεων καὶ ἀνώδυνων σαϊτιῶν πρὸς ἀκίνδυνους «ἐπικίνδυνους». Ἔτσι δὲν εἶναι, «συνάδελφοι»;

*

*

*