Οι δύο εκκλησίες

*

Μεταξύ Κορίνθου και Ηραίου, υπάρχει ένα χωριό με το όνομα Σάββας – ή τουλάχιστον έτσι το αποκαλούσαν οι κάτοικοί του. Δεν κατάφερα ποτέ να το ξαναβρώ, αν και είχε σμιλευτεί στη μνήμη μου σαν να το είχα δει χθες. Το χωριό με τις δύο αντικριστές εκκλησίες.

Έκανα τη διαδρομή δεκάδες φορές, κάθε φορά δοκίμαζα νέους τρόπους: πέρασα από τις Αρχαίες Κλεωνές και την περιοχή των Δερβενακίων, οδήγησα γύρω από τις Μυκήνες και το Φίχτι, προσπάθησα να το εντοπίσω ακόμα και μέσω παράλογων παρακάμψεων, όπως διασχίζοντας τη Νεμέα κι ακολουθώντας τον δρόμο παράλληλα του Ινάχου ή περνώντας από το Χιλιομόδι. Εξέτασα την κάθε πιθανή εκδοχή, την κάθε διακλάδωση που θα μπορούσε να με οδηγήσει στο χωριό κι ανακάλεσα τις παύσεις και τις επιβραδύνσεις της πρώτης μου διαδρομής που με έφεραν τυχαία στο Σάββας. Ωστόσο οι ελπίδες μου συρρικνώνονταν όποτε πλησίαζα στο Ηραίο. Την επομένη, θα ξεκινούσα πάλι από την αρχή.

Φυσικά, κανένας χάρτης της Πελοποννήσου δεν απεικόνιζε το χωριό και σε καμία πινακίδα δεν αναγραφόταν η λέξη Σάββας. Οι κάτοικοι γύρω από την περιοχή όπου είκαζα ότι βρισκόταν το Σάββας δεν είχαν ακούσει ποτέ γι’ αυτό, κι έτσι αναγκάστηκα να εμπιστευτώ τη μνήμη μου. Ήταν χειμώνας όταν το είχα βρει. Παράξενος χειμώνας. Δεν έπεφτε σταγόνα στα βουνά. Στο βάθος, κάπου μακριά, ένα σύννεφο, βαρύ και σκούρο, απλωνόταν απ’ τη μιαν άκρη τ’ ουρανού ως την άλλη. Ένα τελευταίο κιτρινωπό φως έλαμψε κάτω απ’ το σύννεφο κι αισθάνθηκα σαν να μου δινόταν κάποια προειδοποίηση. Εκείνη τη στιγμή, μ’ έπιασε ζαλάδα κι έπιασα το τιμόνι αδύναμα. Έπρεπε να φάω.

Ψηλά, πράσινα βουνά χωρίς τελειωμό και δρόμοι χωρίς εξόδους. Συνέχισα έτσι γι’ αρκετή ώρα, ώσπου πρόσεξα έναν γέροντα να περπατά ξυπόλητος σ’ ένα άνοιγμα στην απέναντι λωρίδα. Φαινόταν κουρασμένος κι ατημέλητος, στην πλάτη φορούσε ένα γαλάζιο σακίδιο έτοιμο να σκάσει κι υποπτευόμουν ότι είχε μέρες να πλυθεί – μια δυσωδία με κατέκλυσε απ’ το παράθυρο. Αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου και τον χαιρέτησα. Χαμογέλασε και με το χαμόγελο εμφανίστηκαν δόντια τριγωνικά σαν αγκάθια. Κανείς άλλος δε βρισκόταν στον δρόμο, οι καλοκαιρινοί επισκέπτες είχαν φύγει από καιρό και οι περισσότεροι ντόπιοι δεν πήγαιναν για μπάνιο στο Ηραίο μες στη νύχτα. «Είσαι με τα καλά σου;», θα έλεγε η αδελφή μου αν με έβλεπε, «Κλέλια, πότε θα πάρεις τη ζωή σου στα σοβαρά;». Έδειξα το άνοιγμα με το χέρι και ρώτησα αν υπήρχε κάποιο χωριό εκεί. Ο γέρος έγνεψε. «Ευχαριστώ», είπα και συνέχισα.

Βγήκα βιαστικά απ’ το αυτοκίνητο και το κλείσιμο της πόρτας αντήχησε στον δρόμο για την πλατεία, που ήταν ολόφωτη από τις στρογγυλές λάμπες στις πορτοκαλιές. Παιδιά έτρεχαν και φώναζαν και κυνηγιόνταν. Μάλλον κάποια τοπική γιορτή ή γλέντι. Τα κτήρια γύρω δεν πρόδιδαν κάτι τέτοιο. Τα εστιατόρια ήταν κλειστά και από τα σπίτια δεν ακουγόταν ήχος. «Συγγνώμη», ρώτησα δύο γυναίκες σ’ ένα παγκάκι, «πού βρισκόμαστε;». Η μία κοίταξε τ’ άστρα και γέλασε. «Στο Σάββας», απάντησε. «Σάββας», είπε κι η άλλη, «τίποτα δεν είναι ανοιχτό». «Εκτός από τις εκκλησίες» συμπλήρωσε η πρώτη κι έδειξε στο βάθος της πλατείας.

Και τότε τις είδα. Δύο πελώριες βυζαντινές εκκλησίες, άθικτες από την πάροδο του χρόνου. Είχαν πανομοιότυπες προσόψεις φτιαγμένες από πλίνθο, ογκώδεις πεσσούς εκατέρωθεν των θυρών, δίλοβα παράθυρα διακοσμημένα με κουφικά, μυτερά κωδωνοστάσια και στρογγυλούς τρούλους. Η εκκλησία στ’ αριστερά μου ήταν φωτεινή κι από μέσα ακούγονταν φωνές. Την πλησίασα, μα ένοιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά. Μερικά από τα παιδιά της πλατείας έτρεξαν γύρω της και με κοίταξαν περιπαικτικά γιατί δίσταζα να μπω. Ένα μεταξύ τους ήρθε κοντύτερά μου κι είδα ότι τα μάτια του δεν έμοιαζαν με μάτια παιδιού. Πισωπάτησα. Στην άλλη εκκλησία, έκαιγε μόνο το φως των κεριών. Κοιτάζοντάς την από χαμηλά, μου φάνηκε σα γιγαντιαίο τείχος. Πριν το μετανιώσω, ανέβηκα τα σκαλοπάτια της και μπήκα. Όταν έφτασα στον νάρθηκα, συνειδητοποίησα ότι ένα και μόνο κερί έκαιγε – αιωρούταν κάτω από τον τρούλο. Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος του κι αισθάνθηκα κάτι πρωτόγνωρο. Μια ενέργεια ξεκινούσε από την κορυφή του κεφαλιού μου, ένοιωσα ξαφνικά μια ζέστη να με λούζει, η ενέργεια περνούσε από τους ώμους σαν αγκαλιά και κατέληγε στα πόδια μου. Μου έκοψε την ανάσα. Άκουσα τις καμπάνες να χτυπούν και ήξερα ότι έπρεπε να φύγω.

Βγήκα από την εκκλησία και το χωριό είχε εξαφανιστεί.

ΑΦΡΟ ΞΥΛΑΝΘΗ

*

*