Day: 03.06.2025

Οι δύο εκκλησίες

*

Μεταξύ Κορίνθου και Ηραίου, υπάρχει ένα χωριό με το όνομα Σάββας – ή τουλάχιστον έτσι το αποκαλούσαν οι κάτοικοί του. Δεν κατάφερα ποτέ να το ξαναβρώ, αν και είχε σμιλευτεί στη μνήμη μου σαν να το είχα δει χθες. Το χωριό με τις δύο αντικριστές εκκλησίες.

Έκανα τη διαδρομή δεκάδες φορές, κάθε φορά δοκίμαζα νέους τρόπους: πέρασα από τις Αρχαίες Κλεωνές και την περιοχή των Δερβενακίων, οδήγησα γύρω από τις Μυκήνες και το Φίχτι, προσπάθησα να το εντοπίσω ακόμα και μέσω παράλογων παρακάμψεων, όπως διασχίζοντας τη Νεμέα κι ακολουθώντας τον δρόμο παράλληλα του Ινάχου ή περνώντας από το Χιλιομόδι. Εξέτασα την κάθε πιθανή εκδοχή, την κάθε διακλάδωση που θα μπορούσε να με οδηγήσει στο χωριό κι ανακάλεσα τις παύσεις και τις επιβραδύνσεις της πρώτης μου διαδρομής που με έφεραν τυχαία στο Σάββας. Ωστόσο οι ελπίδες μου συρρικνώνονταν όποτε πλησίαζα στο Ηραίο. Την επομένη, θα ξεκινούσα πάλι από την αρχή.

Φυσικά, κανένας χάρτης της Πελοποννήσου δεν απεικόνιζε το χωριό και σε καμία πινακίδα δεν αναγραφόταν η λέξη Σάββας. Οι κάτοικοι γύρω από την περιοχή όπου είκαζα ότι βρισκόταν το Σάββας δεν είχαν ακούσει ποτέ γι’ αυτό, κι έτσι αναγκάστηκα να εμπιστευτώ τη μνήμη μου. Ήταν χειμώνας όταν το είχα βρει. Παράξενος χειμώνας. Δεν έπεφτε σταγόνα στα βουνά. Στο βάθος, κάπου μακριά, ένα σύννεφο, βαρύ και σκούρο, απλωνόταν απ’ τη μιαν άκρη τ’ ουρανού ως την άλλη. Ένα τελευταίο κιτρινωπό φως έλαμψε κάτω απ’ το σύννεφο κι αισθάνθηκα σαν να μου δινόταν κάποια προειδοποίηση. Εκείνη τη στιγμή, μ’ έπιασε ζαλάδα κι έπιασα το τιμόνι αδύναμα. Έπρεπε να φάω.

Ψηλά, πράσινα βουνά χωρίς τελειωμό και δρόμοι χωρίς εξόδους. Συνέχισα έτσι γι’ αρκετή ώρα, ώσπου πρόσεξα έναν γέροντα να περπατά ξυπόλητος σ’ ένα άνοιγμα στην απέναντι λωρίδα. Φαινόταν κουρασμένος κι ατημέλητος, στην πλάτη φορούσε ένα γαλάζιο σακίδιο έτοιμο να σκάσει κι υποπτευόμουν ότι είχε μέρες να πλυθεί – μια δυσωδία με κατέκλυσε απ’ το παράθυρο. Αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου και τον χαιρέτησα. Χαμογέλασε και με το χαμόγελο εμφανίστηκαν δόντια τριγωνικά σαν αγκάθια. Κανείς άλλος δε βρισκόταν στον δρόμο, οι καλοκαιρινοί επισκέπτες είχαν φύγει από καιρό και οι περισσότεροι ντόπιοι δεν πήγαιναν για μπάνιο στο Ηραίο μες στη νύχτα. «Είσαι με τα καλά σου;», θα έλεγε η αδελφή μου αν με έβλεπε, «Κλέλια, πότε θα πάρεις τη ζωή σου στα σοβαρά;». Έδειξα το άνοιγμα με το χέρι και ρώτησα αν υπήρχε κάποιο χωριό εκεί. Ο γέρος έγνεψε. «Ευχαριστώ», είπα και συνέχισα. (περισσότερα…)