*
Έστεκε ώρες με τους άλλους στην ουρά,
τόσο πού ξέχασε σχεδόν τον λόγο·
μια πόρτα που άνοιγε συνήθως αραιά
και κάποιος έμπαινε, αυτό ήταν όλο.Οι άλλοι γύρω του ήταν μάλλον απαθείς,
λίγοι γκρινιάζαν, λίγοι αδημονούσαν:
ένα ξανθό παιδάκι μασουλούσε τσιπς·
μπρος σε μια οθόνη μια χρυσοφορούσαμαντάμ σκυμμένη πολεμούσε μ’ ένα παζλ
ή ένα σταυρόλεξο να καταφέρει·
δυο νεαρές μιλούσαν περί μακιγιάζ
κι ένας πιο κει για κέρδη και για χρέη.Με τους ιθύνοντες δεν είχαν επαφές,
να δουν ποτέ κάποιον δεν είχε τύχει·
λες και τους κρύβονταν πίσω από το γκισέ
κι ούτε που σκέφτονταν να σκάσουν μύτη.Μόνο εκφωνούσαν κάπου κάπου αριθμούς,
απ’ τα μεγάφωνα, εντελώς τυχαίους·
για λίγο ξέσπαγαν ιαχές ενθουσιασμού
μα η τάξις επανήρχετο δρομαίως.Κι όμως, την αίθουσα δεν άφηνε κανείς,
ποτέ κανείς δεν τα βροντούσε κάτω·
όλοι πειθήνιοι παραμέναν στη γραμμή
και νά ’ρθει περιμέναν η σειρά τους.Έστεκε χρόνια με τους άλλους στην ουρά,
ξένος κι αυτός στη λιτανεία των ξένων·
μα δεν βιαζόταν ούτε το ’παιρνε βαριά·
πια το ’ξερε: ζω ίσον περιμένω.ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ
*
*
