Τα όνειρα των άλλων

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Το Όνειρα Ιλουστρασιόν του Ελάιτζα Μπάινουμ είναι μια ακόμη ταινία για τα σπορ. Για τον αθλητικό ανταγωνισμό ενός ατομικού αθλήματος όπως το body building, μιας και έτσι έχει καθιερωθεί να λέγεται, ενός κατ’ εξοχήν ατομικού αθλήματος, πρόσφατα αναγνωρισμένου ως τέτοιου καθότι φλερτάρει πολύ με την επίδειξη, εφόσον τα αποτελέσματά του, το σκορ του, εμπίπτουν εν πολλοίς στο πεδίο της υποκειμενικής κρίσης· ένα «άθλημα» όπου ο αθλητής περιβάλλει το ίδιο το σώμα του με τα αποτελέσματα της προσπάθειάς του, τα οποία δεν είναι πλέον, όπως σε άλλα και πανάρχαια αθλήματα, το μέσον για να πετύχει την κατίσχυσή του αλλά αποτελούν τρόπον τινά έναν αυτοσκοπό. Αυτό που φέρει στους μυς του ο αθλητής έχει να παρατάξει απέναντι στους αντιπάλους του, όχι κάτι περισσότερο. Δεν θα τρέξει, δεν θα πηδήξει, δεν θα ρίξει περισσότερο από ό,τι οι συναθλητές του, απλώς διαγωνίζεται με αυτό που φέρει πάνω του, που είναι και ό,τι θα κρίνει την ποιότητά του ως αθλητή.

Ένας δρομέας, ένας παλαιστής, ένας ρίπτης μπορεί να πετύχει κάτι ακόμη και παρά τη φαινομενική μυϊκή υστέρησή του· ένας μπόντυ μπίλντερ όμως είναι και κρίνεται μόνο βάσει της φαινομενικής μυϊκής του υπόστασης. Ομολογουμένως, θα ήταν δύσκολο να τρέξει, να πηδήξει, ή να ρίξει κάτι σε σχέση με άλλους· η μυϊκή μάζα την οποία φέρει πάνω του, ο μυϊκός όγκος τον οποίο έχει σμιλέψει επίπονα μέχρι την παραμικρότερη λεπτομέρεια τον καθιστά ανίκανο για μυϊκού τύπου αντιπαράθεση με άλλους. Τον κάνει δυσκίνητο, δύσκαμπτο όσον αφορά στις κινήσεις του: η ευελιξία της πυγμαχίας, οι λαβές της πάλης, η ταχύτητα και η σκληρότητα των πολεμικών τεχνών γενικότερα, αντεδείκνυνται για έναν μπόντυ μπίλντερ: οι μύες του χρησιμεύουν μέχρι του σταδίου να φωτιστούν και να φανούν ως αποτέλεσμα ενός επίμονου, λεπτομερούς τορνέματος· δεν ενδιαφέρουν για την (εύκολα, όχι και εύλογα όμως, συνεπαγόμενη) μυϊκή ισχύ που εμπεριέχουν. Η ισχύς αυτή δεν είναι μετρήσιμη και ούτε ενδιαφέρει κανέναν για την αξιολόγηση του αθλητή.

Το άθλημα πάντως δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη ως ολυμπιακό: ο υποκειμενικός παράγοντας των κρίσεων αλλά και το κάθε είδους δυσεξιχνίαστο ντοπάρισμα έχουν λειτουργήσει αποτρεπτικά σε κάτι τέτοιο. Μια απλή φαινομενολογία των αθλητών της σωματικής διάπλασης θα αρκούσε για να τους εντάξει «εκτός νόμου», «εκτός παιδιάς». Εξάλλου, υποσυνείδητα υπεισέρχεται και ένα «ηθικό» κριτήριο: δεν μπορεί η εγωιστική προώθηση του ανδρικού σώματος, ούτε καν του γυναικείου, να εντάσσεται στους στόχους ενός ολυμπιακού αθλήματος, όταν αυτή μάλιστα συνεπικουρείται από τα χρηματικά συμφέροντα των χημικών βιομηχανιών και των βιομηχανιών διατροφής: τα πράγματα χρειάζονται και ένα άλλοθι, δεν μπορεί να είναι απροκάλυπτα. Ως θετικό όμως θα μπορούσε να προσγραφεί το γεγονός ότι για το μυαλό του απλού ανθρώπου, του απλού καταναλωτή υπάρχει πλέον εδραία η σύνδεση της διατροφής με την ανθρώπινη υγεία και ευεξία. Η διάπλαση των μυών είναι πλέον θέμα κίνησης και διατροφής, όχι ηρωικό προνόμιο του καθενός Μασίστα.

Το body building είναι το κατ’ εξοχήν άθλημα του φαίνεσθαι σε μια εποχή που αυτό το τελευταίο έχει επιβληθεί ως κατηγορική επιταγή. Το πώς θα πέσει το φως πάνω στον σωρό από μυς που αποτελεί το σώμα του μπόντυ μπίλντερ, η καλλιτεχνική διεύθυνση δηλαδή του σώματός του, έχει αναχθεί σε τελικό ζητούμενο. Ίσως, βέβαια, όχι και σε απόλυτο και αδιαμφισβήτητο πρότυπο ανδρικής ομορφιάς. Το τελικό αποτέλεσμα μετράται με μια πόζα ή «πόζα». Κάτι το σχετικά στατικό και απολιθωμένο δηλαδή, που επιστέφεται από ένα φτιαχτό και υποχρεωτικό χαμόγελο (άραγε για να μην τρομάξουν οι κοινοί θνητοί από την «ωμή» δύναμη ή για να δοθεί η ψευδαίσθηση του ευ αγωνίζεσθαι και του ευγενούς ανταγωνισμού εκεί όπου το φούσκωμα μυών, τενόντων και νεύρων λογικά θα κατέληγε στην ανεξέλεγκτη και ανηλεή σωματική αντιπαράθεση;)

Κανείς δεν έχει συμφέρον να επιθυμεί μια τέτοια κατάληξη: ούτε οι διοργανωτές, ούτε οι αθλητές, ούτε καν οι θερμόαιμοι θεατές, που εύκολα θα φαντάζονταν ότι ο αθλητικός ανταγωνισμός θα μπορούσε να μετατεθεί σε ένα τέτοιο επίπεδο. Η απόλυτη, η οριακά απόλυτη αύξηση του μυϊκού συστήματος, είναι κάτι που πολλοί εζήλωσαν, λίγοι σχετικά όμως υιοθέτησαν και εφάρμοσαν πάνω στο προσωπικό τους δέμας. Η συστηματική σωματική διάπλαση έχει πρόσκαιρα σχετικά αποτελέσματα, απαιτεί συστηματική κοστοβόρα και χρονοβόρα προσπάθεια, και προκαλεί προβλήματα στην ισορροπία (και όχι μόνο τη φυσική) του οργανισμού. Επιπλέον, η «φρίκη» (μετά τον θαυμασμό) που προκαλούν τα εν λόγω «τερατώδη» σώματα αποτελεί μια βασική αναστολή μέσα στο δίκτυο των διαπροσωπικών, κοινωνικών σχέσεων.

Είναι γεγονός ότι μια συρροή κοινωνικών, ιατρικών, και ιδεολογικών μεταβολών έχουν οδηγήσει στην καταξίωση του αθλήματος, παράλληλα με ένα περιθώριο σκιάς να διατηρείται επίμονα πλάι του. Ο ατομισμός της εποχής μας, η έμφαση στη σημασία της διατροφής, η θεοποίηση της εμφανισιακής πόζας και η δαιμονοποίηση της παχυσαρκίας ως παράγοντα εκφυλισμού, έχουν δώσει κατά τα τελευταία εκατό χρόνια μια πρωτόγνωρη ισχύ κρούσης στο άθλημα μέχρι του σημείου να το έχουν καταστήσει ένα απαραίτητο στοιχείο της αστικής λαϊκής κουλτούρας.

Η ταινία, βέβαια, δεν εστιάζει, παρά μόνο εμμέσως στα κοινωνιολογικά δεδομένα που κατέστησαν το μπόντυ μπίλντινγκ ένα φαινόμενο της εποχής μας. Ο ήρωάς της, βέβαια, είναι ένας μαύρος Αμερικανός, υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ. Έχει τις σωματικές προδιαγραφές για να πετύχει στο άθλημα, δεν είναι δηλαδή ένας φαντασιόπληκτος ιππότης των στεροειδών. Επιπλέον, η κοινωνική του κατάσταση, η συμβίωση με έναν ανάπηρο παππού, τού παρέχουν αρκετά κίνητρα για να κινητοποιηθεί ώστε να αναπληρώσει το «κενό». Μαζί με αυτά υπάρχει και ένα ψυχολογικό κίνητρο που τον ωθεί: η κοινωνική τραγωδία που προκλήθηκε όταν ο πατέρας του δολοφόνησε τη μητέρα του: οι απόντες γονείς, το «στίγμα» τους, είναι μια σημαίνουσα έλλειψη που μπορεί να αναγνωσθεί προς πολλές κατευθύνσεις, χωρίς όμως ο σκηνοθέτης να επιθυμεί να φτιάξει την ελεγεία μιας γονικής έλλειψης ή μιας κοινωνικής καθυστέρησης. Αν χαρακτηρίζει κάτι την κοινωνική ζωή του ήρωα, είναι η μοναξιά της φιλοδοξίας του. Το ιψενικό «όσο πιο μόνος, τόσο πιο δυνατός» φαίνεται να ισχύει στην περίπτωσή του. Οποιαδήποτε κοινωνική σχέση θα μπορούσε να τον εκτρέψει από τον στόχο ενός τόσο απαιτητικού αθλήματος που, όσο κανένα άλλο, δεσμεύει το καθημερινό πρόγραμμα του αθλητή. Αυτή η προσπάθεια φαίνεται να αποτυπώνεται πάνω στο σώμα του και στη συμπεριφορά του, η οποία, όπως ελέχθη, μπορεί να τρομάξει κάποιον κοινό θνητό, όπως την κοπέλα με την οποία επιχειρεί να φλερτάρει ο ήρωας: γρήγορα αυτή καταλαβαίνει ότι η μυϊκή του διάπλαση δεν είναι το μόνο σημείο αρρενωπότητας και υπεροχής αλλά και τον εντάσσει σε μια ιδιόρρυθμη κατηγορία που πολλά φανερώνει και περισσότερα κρύβει.

Έτσι, παρά την έντονη κλίση του προς το θηλυκό φύλο, και παρότι μια επιτυχία στο εν λόγω πεδίο θα τον καταξίωνε στα μάτια του παππού, ο πρωταγωνιστής υποχωρεί άτακτα και τρομοκρατημένα: οι πολλοί στόχοι δεν βοηθούν τον έναν και μοναδικό στόχο της αθλητικής καταξίωσης, ο ευτυχισμένος loser αθλητής δεν μπορούσε να υπεραναπληρώσει με τίποτα την προσωπική και κοινωνική του μειονεξία. Το σχήμα του μονόχνωτου, μοναχικού και κοινωνικά αδέξιου ικανού αθλητή είναι εξάλλου ήδη ένας κινηματογραφικός μύθος και στερεότυπο. Από ένα σημείο και μετά ο πρωταγωνιστής έχει να παλέψει με τη φαντασίωσή του για το ίδιο του το σώμα, δίνοντας έτσι δίκιο σε όσους πιστεύουν ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο φαντασιακό από το ίδιο μας το σώμα, τίποτα πιο εμμονικά άγνωστο για μας από αυτό. Η παρατήρηση ενός κριτή για του δελτοειδείς μυς του ήρωα θα στοιχειώσει όλη την καθημερινότητά του.

Οι φαντασιώσεις επιτυχίας και μεγαλείου επενδύονται τόσο πρόσφορα σε ένα άτομο που δρα στο πλαίσιο του μπόντυ μπίλντιγκ. Τα κορυφαία ονόματα του κάθε αθλήματος, οι ιστορίες τους, οι κοινωνικές τους περιπτώσεις, το υπόδειγμά τους, συνιστούν ισχυρά αναχώματα απέναντι στη μονομανία που αποτελεί ο κάθε επιμέρους πρωταθλητισμός. Το ίδιο συμβαίνει και στη σχέση του ήρωά μας με τον πρωταθλητή-είδωλό του, με τον οποίο προσπαθεί να επικοινωνήσει απεγνωσμένα χωρίς ανταπόκριση.. Η αναγνώριση της υπεροχής αυτού του τελευταίου, η σχεδόν υποτακτική σχέση απέναντί του, τον καθιστούν ένα ισχυρό αντέρεισμα απέναντι σε ό,τι σχιζοφρενικό ενέχει η μοναχική και πάση θυσία φιλοδοξία κάποιου που η επιτυχία έχει γίνει νόημα ζωής. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες επικοινωνίας ο πρωταγωνιστής θα έρθει σε προσωπική και διά ζώσης επαφή με το είδωλό του σαν να επρόκειτο για μια τρισδιάσταση φαντασίωση. Έχει μήπως ένα στοιχείο παραμυθίας η επαφή αυτή, ή μήπως η φαντασίωση είναι η καλύτερη πραγματικότητα, αν η πραγματικότητα δεν είναι τελικά κι αυτή τέλεια όπως μια φαντασίωση; Ο ήρωας παραπαίει ανάμεσα σε αυτά τα επίπεδα, και ο σκηνοθέτης δεν έχει καμιά «καλή προαίρεση» να τον ξεμπλέξει. Τι νόημα θα είχε εξάλλου ένα ακόμη σχόλιο πάνω στην ασύλληπτη φιλοδοξία ενός κοινωνικά περιθωριακού; Η ιστορία του κινηματογράφου βρίθει από τέτοια παραδείγματα. Και όταν υπάρχει ασυμμάζευτος πληθωρισμός ονείρων επιτυχίας, μπορούμε να συμβιβαστούμε και με τα όνειρα των άλλων.

Μπορεί στο τελευταίο μέρος της ταινίας, όταν η αποτυχία και η κοινωνική απόρριψη του πρωταγωνιστή φαίνεται τελεσίδικη, η φαντασίωση να επικαλύπτει την πραγματικότητα, και αυτό να υπογραμμίζεται από τον σκηνοθέτη κατά έναν πλεοναστικό τρόπο που δεν προσθέτει κάτι και αποτελεί μια περιττή επιβράδυνση της ταινίας. Πάντως, έχουμε τρόπον τινά ένα ασφαλές επιμύθιο που δεν θα έκλεινε άδοξα την ταινία: αν δεν μπορείς να φαντασιωθείς με την υλοποίηση των φαντασιώσεών σου, ικανοποιήσου με την ικανοποίηση των φαντασιώσεων του άλλου: ο χώρος του αθλητισμού, από τους φλύαρους τηλεσχολιαστές μέχρι τους παίκτες που έχουν πάντα στο τσεπάκι τον γύρο του θριάμβου στο τέλος κάθε συνοικιακού πρωταθλήματος, είναι γραφικά πλήρης τέτοιων περιπτώσεων, μέσα σε κοινωνίες όπου το άθλημα είναι με καθοριστικό τρόπο θέαμα.

Η ιδεολογία της «επιτυχίας»‒ περιττό να προσθέσουμε εύκολης‒, προκαθορίζει εξαρχής τις τύχες των αθλητών σε ένα φαντασιακό επίπεδο. Η αποτυχία είναι ένα πικρό χάπι που ο πολιτισμός ντρέπεται για αυτό και αρνείται να το καταπιεί. Η βία, βέβαια, που συμπιέζεται από το ανθρώπινο σώμα καθώς αυτό προσπαθεί να βρει την αντίσταση που θα το αναπτύξει περισσότερο, είναι έτοιμη να ξεσπάσει όταν την προκαλεί η επιθυμητική ματαίωση. Και η βία, αφού προσπαθεί να βρει διέξοδο, θα ξεσπάσει, τελικά, στην προσπάθεια του ήρωα να εκδικηθεί. Ο αθλητισμός ως μέσον αποτροπής της βίας είναι δίδαγμα κατάλληλο μόνο για σχολικά εγχειρίδια. Η βία είναι μια συνεχής πρόκληση των κοινωνιών μας.

///

ΘΑΥΜΑΤΟΤΡΟΠΙΟ

Η γενιά του Φειδία και του Μύρωνα όπως και η επόμενη του Πραξιτέλη επιτυγχάνουν ένα είδος ισορροπίας ανάμεσα στη ρεαλιστική απεικόνιση του Κάλλους, κυρίως στις ανθρώπινες μορφές ‒ το Κάλλος των οργανικών μορφών προτιμάται από εκείνο των ανόργανων αντικειμένων‒ και αποδέχονται έναν ειδικό κανόνα (κανών) από εκείνο των ανόργανων αντικειμένων, κατ’ αναλογία με τον κανόνα (νόμος) των μουσικών συνθέσεων. Αντίθετα με ό,τι θα γίνει αργότερα αποδεκτό, η ελληνική γλυπτική δεν εξιδανικεύει ένα αφηρημένο σώμα, αναζητά όμως το ιδεώδες Κάλλος πραγματοποιώντας μια σύνθεση ζωντανών σωμάτων, στην οποία εκφράζεται το Κάλλος που εναρμονίζει την ψυχή με το σώμα…

Ιστορία της ομορφιάς, επιμέλεια Ουμπέρτο Έκο, Καστανιώτης, 2004.

~.~

Η ΖΩΗ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΣΙΝΕΜΑ

Επιμέλεια στήλης
Βασίλης Πατσογιάννης

*

*