*
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ
1
Πριν από χρόνια, σε μια πολύ κρίσιμη καμπή της ζωής μου, γνώρισα ένα πλάσμα που δεν έμαθα ποτέ το όνομά του και που ακόμα και σήμερα το θυμάμαι ως το «αγόρι με τα μεγάλα χείλη». Εξαντλημένος εκείνη την εποχή από τις ριπές των γεγονότων που είχαν προηγηθεί, αγωνιζόμουν απλώς να επιβιώσω. Εσωτερικά βίωνα μια κατάσταση ασάφειας και σύγχυσης. Όλα όσα κατοικούσαν στο μυαλό μου –σκέψεις, συναισθήματα, αναμνήσεις, ελπίδες, προσδοκίες– πολύ συχνά μου φαίνονταν ξένα, απρόσιτα, κομμάτια ενός μυστηρίου που ήταν αδύνατο να ερμηνεύσω. Αλλά και τα πρόσωπα που συναντούσα καθημερινά και όσα μπαινόβγαιναν στη ζωή μου, ενίσχυαν κι αυτά τη σύγχυση και την αδυναμία μου να ασκήσω τον οποιονδήποτε έλεγχο στην ύπαρξή μου. Ένοιωθα έρμαιο της μοίρας και αυτή η εγκατάλειψη κατά βάθος με βόλευε καθώς λειτουργούσε ως άλλοθι για τις αποτυχίες και τα λάθη μου. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες γνώρισα εκείνο το αλλόκοτο πλάσμα. Και παρότι η μνήμη μου είναι αδύναμη και προβληματική και μεγάλα διαστήματα της ζωής μου έχουν χαθεί λες και δεν υπήρξαν ποτέ, από την εφήμερη γνωριμία μου μαζί του θυμάμαι γεγονότα που με ξαφνιάζουν ακόμα με τις λεπτομέρειες και τη ζωντάνια τους.
///
Ήταν ένα ανοιξιάτικο βράδυ και η οδός Βύρωνος μύριζε σάπια φρούτα και λαχανικά από τη λαϊκή αγορά εκείνης της μέρας. Σε ορισμένα σημεία το πεζοδρόμιο ήταν αδιαπέραστο από τα πλαστικά τελάρα, τα λιωμένα φρούτα και τα πατημένα φύλα των λαχανικών. Οι κάδοι απορριμμάτων ήταν ξεχειλισμένοι και σε μικρή απόσταση υπήρχαν λευκές συσκευασίες από φελιζόλ με εντόσθια ψαριών και γλοιώδεις εκκρίσεις. Τα υγρά είχαν διαποτίσει ένα μέρος του πεζοδρομίου και η μπόχα ήταν αφόρητη. Ο δρόμος ανάμεσα στο δημοτικό στάδιο και στα μεσαιωνικά τείχη γυάλιζε από το ανοιξιάτικο ψιλόβροχο και την αντανάκλαση των φώτων πάνω στο οδόστρωμα. Η ευωδιά των βρεγμένων πεύκων και των χορταριών πνιγόταν μέσα στη πηχτή μυρωδιά της σαπίλας που εισχωρούσε παντού στην ατμόσφαιρα και στη νύχτα και ξυπνούσε μέσα μου παλιά συναισθήματα για μια πόλη που με άφηνε διχασμένο ανάμεσα στην αγάπη και τον οίκτο.
Η βροχή είχε αρχίσει να δυναμώνει αλλά η φυσική στοά που δημιουργούσαν τα πεύκα πάνω από το κεφάλι μου συγκρατούσε την ορμή της βροχής και μόνο σε κάποια ανοίγματα ένοιωθα τις ψιχάλες να ακουμπούν το πρόσωπό μου. Κουρασμένος, αργοκίνητος, αηδιασμένος με το βρώμικο πεζοδρόμιο, συλλογιζόμουν τη ζωή μου, τις αιτίες της κατάστασής μου, τη σιωπή και τη μοναξιά που με περίμεναν για μια ακόμα νύχτα, την απουσία μιας γυναίκας ή ενός φίλου, τη λαχτάρα για ένα φιλί και ένα χάδι, συλλογιζόμουν ακόμα μια σειρά από αφηρημένα γεγονότα που θα άλλαζαν ριζικά την προσωπική μου κατάσταση και θα μου έδιναν το δικαίωμα να πιστέψω ότι η ζωή μου δεν ήταν μια μάταιη και τελειωμένη υπόθεση.
Στα πενήντα μου χρόνια βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Μετά το χωρισμό μου έμενα σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου και δούλευα σε ένα συνεργείο καθαρισμού και συντήρησης σκαφών. Η οικονομική μου κατάσταση ήταν οριακή και τα 600 ευρώ που είχα στην τράπεζα λειτουργούσαν σαν ψυχολογικό όριο ασφαλείας που προσπαθούσα να το διατηρήσω σαν να κρεμόταν ολόκληρη η ζωή μου από αυτό το μικρό χρηματικό απόθεμα. Σε ένα μπλοκάκι τσέπης που κουβαλούσα πάντα μαζί μου με διάφορες σημειώσεις είχα γράψει με πολύ μεγάλα γράμματα «600 ΕΥΡΩ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗ». Αρκετές φορές στη διάρκεια της μέρας έβγαζα το μπλοκάκι και διάβαζα τη σημείωση χαμηλόφωνα λες και αυτή η κίνηση μπορούσε να συντηρήσει μέσα μου μια αισιοδοξία εντελώς δυσανάλογη με την οικονομική άνεση που αντιστοιχούσε σε αυτό το ποσό. Η επικοινωνία με την πρώην γυναίκα μου και τα δυο παιδιά μου ήταν προβληματική και όσο περνούσε ο καιρός λιγόστευαν οι ελπίδες μου για κάποια έστω και χαλαρή επανασύνδεση – τα τελευταία χρόνια του γάμου μου είχαν ανοίξει πληγές που ήταν δύσκολο να κλείσουν και το ίδιο υπέθετα ότι ίσχυε και για την πρώην γυναίκα μου. Χωρίς αδέλφια, χωρίς γονείς και χωρίς φίλους βίωνα μια κατάσταση μοναξιάς που δεν την είχα φανταστεί και που τις νύχτες οδηγούσε το μυαλό μου στα όρια της τρέλας. Επιπλέον, είχα χάσει κάθε διάθεση για χαρά. Ακόμα και ο αυνανισμός που ήταν η μοναδική σεξουαλική μου διέξοδος είχε πάψει να μου προσφέρει απόλαυση και είχε μετατραπεί σε πηγή ντροπής και αυτολύπησης.
///
Σε μια τέτοια κατάσταση βρισκόμουν εκείνο το βροχερό βράδυ όταν την είδα να κάθεται στο τοιχάκι στην άκρη του πάρκου, λίγο πριν την είσοδο της Παλιάς Πόλης. Περπατούσα από την μεριά του δρόμου που ήταν πλάι στο πάρκο και για μια στιγμή σκέφτηκα να περάσω απέναντι για να αποφύγω να περάσω δίπλα της. Ήταν μια παλιά συνήθεια να αλλάζω διαδρομή, ειδικά τις νύχτες, όταν έβλεπα στο ίδιο πεζοδρόμιο κάποια γυναίκα μόνη της – ένοιωθα άβολα και το ίδιο φανταζόμουν ότι θα μπορούσαν να νοιώθουν και οι άγνωστες γυναίκες που συναντούσα στις βραδινές και νυχτερινές διαδρομές μου όταν γυρνούσα απ’ τη δουλειά ακολουθώντας το ίδιο πάντα δρομολόγιο.
Πέντε έξι μέτρα από το σημείο που καθόταν σταμάτησα για να ελέγξω την κίνηση στο δρόμο και να περάσω απέναντι. Η φωνή που άκουσα με αιφνιδίασε και, παρά το γεγονός ότι είχα μάθει να μην εκπλήσσομαι εύκολα από τα απρόοπτα της ζωής, η πρότασή της με παραξένεψε όχι τόσο για το περιεχόμενό της όσο για την περίεργη χροιά της φωνής της.
«Πάμε εδώ πιο κάτω στις τουαλέτες του πάρκου να σου κάνω μια πίπα; Είκοσι ευρώ».
Χαμογέλασα αμήχανα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω, ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Θα μπορούσα να την αγνοήσω, να περάσω απέναντι και να την αφήσω εκεί, μέσα στη νύχτα και τη βροχή, μόνη με τις αγωνίες και τις προσδοκίες της. Όμως, κάτι μέσα μου, μια ανεξήγητη βούληση, με έκανε να την πλησιάσω χωρίς να ξέρω τι ακριβώς ήθελα να κάνω και πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί μια σύντομη κουβέντα μαζί της. Το σενάριο να δεχτώ την πρότασή της δεν υπήρχε ούτε στη φαντασία μου – ποτέ δεν είχα πληρώσει για σεξ και στα πενήντα μου η σεξουαλική μου ζωή ήταν ανύπαρκτη.
Την πλησίασα στο ένα μέτρο και το πρώτο που παρατήρησα στο πρόσωπό της ήταν τα τεράστια χείλη της, παραφουσκωμένα και γυαλιστερά, αποτέλεσμα κάποιας πλαστικής επέμβασης. Αλλά και το πρόσωπό της συνολικά ήταν αλλοπρόσαλλο, αινιγματικό, διχασμένο ανάμεσα σε μια τεχνητή θηλυκότητα και σε μια έντονη υποψία ανδρισμού που με έκανε να σκεφτώ ότι ίσως να μην ήταν αυθεντική γυναίκα. Το ντύσιμό της ήταν υπερβολικό για εκείνη την ώρα και εκείνες τις καιρικές συνθήκες. Θύμιζε περισσότερο ντύσιμο για νυχτερινή έξοδο: μαύρο, γυαλιστερό, εφαρμοστό παντελόνι και δαντελένιο, ημιδιάφανο, μαύρο πουκάμισο. Τη στιγμή που σηκώθηκε μπροστά μου υπολόγισα ότι μου έριχνε μισό κεφάλι. Επιπλέον, τα στήθη της έμοιαζαν με μικρούς κώνους ενώ το σώμα της ήταν γενικά εύρωστο και γεροδεμένο, γεγονός που ενίσχυσε την αρχική υποψία μου ότι πίσω από εκείνη τη φανταχτερή εμφάνιση ίσως να κρυβόταν κάποιο αγόρι που σε κάποια στιγμή της ζωής του οι γονιδιακές του ιδιαιτερότητες ακολούθησαν την αναπόδραστη τροχιά τους.
Σαν υπνωτισμένος αντάλλαξα μερικές κουβέντες μαζί της ή μαζί του, κουβέντες που στο τέλος εκείνης της νύχτας είχα κιόλας ξεχάσει – η κούραση και η θολούρα που επικρατούσαν στο μυαλό μου είχαν αφαιρέσει μεγάλο μέρος από την αυτοκυριαρχία μου και με έκαναν να λειτουργώ υποτονικά και άβουλα.
Την ακολούθησα στα σοκάκια της παλιάς πόλης και ανακάλυψα έναν κόσμο που τα τελευταία χρόνια είχα περάσει πολλές φορές από τις παρυφές του αλλά δεν είχα μπει ποτέ στο κέντρο του. Δρομάκια μια σταλιά, με πλάτος μισό και ένα μέτρο, αθέατες, μικροσκοπικές αυλές και σπίτια ασφυκτικά σαν τάφοι. Και παντού στην ατμόσφαιρα μια μυρωδιά μούχλας, υγρασίας και ούρων. Έξω από κάποιες πόρτες η οσμή του σπέρματος ήταν έντονη, τρύπωνε στα ρουθούνια μου, ανακάτευε τα σπλάχνα μου και προκαλούσε ένα φευγαλέο σκίρτημα στα γεννητικά μου όργανα. Και ήταν η ίδια αυτή οσμή που κάποιο βράδυ, στα ίδια αυτά σοκάκια, χρόνια πριν, σε μια ακαθόριστη ηλικία που ίσως και να μην είχε υπάρξει ποτέ, με έκανε να το βάλω στα πόδια και να μην ακολουθήσω κάποιους παλιούς ξεχασμένους πια φίλους που είχαν αποφασίσει να χάσουν την παρθενιά τους πληρώνοντας γυναίκες που κατοικούσαν σε κείνα τα σπιτάκια της παλιάς πόλης και έβγαζαν λεφτά πουλώντας το σώμα τους σε άλλους – μια δουλειά που από τα εφηβικά μου χρόνια μου φαινόταν αλλόκοτη και εξωφρενική εξαιτίας της αδυναμίας μου να καταλάβω το πώς μπορούσε να βρει ένας άνθρωπος τόσο εύκολα την οικειότητα που απαιτεί η επαφή με ένα ξένο σώμα και η διείσδυση του ενός μέσα στον άλλο. Ποτέ δεν τόλμησα να εκφράσω στους παλιούς εκείνους φίλους αυτές τις ιδέες μου καθώς από τις κουβέντες μας καταλάβαινα ότι τέτοιες παράξενες σκέψεις σαν και αυτές που έκανα θα προκαλούσαν την ειρωνεία και το γέλιο σε βάρος μου.
Με οδήγησε στο σπίτι της. Πριν μπούμε μέσα της είπα ότι δεν ήθελα τις υπηρεσίες της και ότι θα της έδινα τα είκοσι ευρώ. Με ρώτησε γιατί και της απάντησα «γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά». Ανασήκωσε τους ώμους της και είπε «έχω δει και πιο παράξενους από σένα».
Μπήκαμε μέσα. Ήταν ένα σπιτάκι με μικρά δωμάτια, μικρότερα κι από το δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου έμενα. Όλα έμοιαζαν παλιά και φθαρμένα αλλά ήταν τακτοποιημένα και καθαρά – τα έπιπλα, τα αντικείμενα, τα κάδρα, τα χαλιά. Ένα αμπαζούρ με κόκκινο διάφανο καπέλο φώτιζε αμυδρά το χώρο – ένα φως κουρασμένο, δυσάρεστο. Καθίσαμε σε ένα ντιβάνι – το δωμάτιο έμοιαζε με χολ και ταυτόχρονα με υπνοδωμάτιο. «Εδώ κοιμάμαι» μου είπε χωρίς να την ρωτήσω. Αμέσως μετά ένοιωσα το χέρι της πάνω στον μηρό μου. Χαμήλωσα το βλέμμα μου και παρατήρησα το χέρι της. Μακριά δάχτυλα, πρησμένες φλέβες, ρωμαλέα παλάμη. Τα βαμμένα κόκκινα νύχια της έμοιαζαν αταίριαστα με τη συνολική εικόνα του χεριού της. Μπορεί με την πρώτη ματιά το πρόσωπό της να σε ξεγελούσε αλλά χωρίς αμφιβολία εκείνο το στιβαρό χέρι αποκάλυπτε έναν παλιό, ξεχασμένο άντρα.
Έβαλα το χέρι μου πάνω στο δικό του για να το απομακρύνω αλλά εκείνος το πήρε σαν ένδειξη ότι ήθελα να προχωρήσουμε και άρχισε να με φιλά στο λαιμό και στο μάγουλο. Ένοιωθα τα υπερβολικά του χείλη σκληρά και αφύσικα. Σηκώθηκα απότομα να φύγω. Με έπιασε απ’ το χέρι με κάποια ένταση, όχι απειλητική. «Μείνε λίγο ακόμα» είπε σιγανά, κάπως ικετευτικά. «Είμαι κουρασμένος, νοιώθω χάλια, δεν γουστάρω τέτοιες καταστάσεις» του είπα.
Ζαλισμένος προχώρησα προς μια πόρτα που νόμιζα πως ήταν η έξοδος και βρέθηκα σε μια πίσω αυλή πολύ μικρή, με γλάστρες και κόκκινα γεράνια. Ακριβώς απέναντι μου αντίκρισα μια μεταλλική πορτούλα με το εσωτερικό τζάμι ανοιχτό – μια από εκείνες τις παλιές πόρτες με το μεταλλικό πλέγμα και τα καλλιτεχνικά σχήματα. Κλάμα συγκρατημένο αλλά γοερό ερχόταν από το σκοτεινό δωματιάκι, στο βάθος εκείνης της πόρτας. Και ξαφνικά μια γυναικεία φιγούρα κόλλησε το πρόσωπο της πάνω μεταλλικό πλέγμα και άπλωσε τα χέρια της μέσα από τα ανοίγματα όπως ο φυλακισμένος που απλώνει τα χέρια του μέσα από τα ανοίγματα της πόρτας του κελιού του. Με δυσκολία παρατήρησα το πρόσωπο της – γερασμένο, ισχνό, με βαθουλωμένα μάγουλα και εξογκωμένα μάτια σαν κι αυτά που προκαλούν η πείνα και η ασιτία. Από το παραλήρημα που ακολούθησε μπόρεσα να καταλάβω πώς κάποιοι της είχαν πάρει τα έπιπλα, είχαν αφήσει το σπίτι της άδειο και τώρα σκούπιζε ξανά και ξανά μόνο το πάτωμα. Όσο κράτησε ο θλιβερός μονόλογος της άκουσα πίσω μου το αγόρι με τα αφύσικα χείλη να μου λέει πώς η γριά γυναίκα ήταν γιαγιά του, πώς τα είχε τελείως χαμένα και ότι τελευταία αρνιόταν να φάει οτιδήποτε γιατί φοβόταν ότι ήθελαν να την δηλητηριάσουν. «Εδώ και μήνες εύχομαι να πεθάνει γρήγορα αλλά τίποτα» μουρμούρισε και μετά ακόμα πιο χαμηλόφωνα, σχεδόν συνωμοτικά «σκέφτηκα να την σκοτώσω με κάποιον τρόπο αλλά δεν μου βγαίνει, γιαγιά μου είναι».
Δεν μπορούσα να μείνω περισσότερο. Άφησα πίσω μου εκείνα τα παράξενα και βασανισμένα πλάσματα και όλη νύχτα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι από τις εικόνες που ξεφύτρωναν αδιάκοπα στο μυαλό μου και τους συνειρμούς που έκανα με τη δική μου ζωή. Ένα κορίτσι που ήταν αγόρι και μια γριά γυναίκα, τρελή και φυλακισμένη, που περίμενε να πεθάνει. Κι εγώ που θα πέθαινα κάποτε, ίσως ολομόναχος και μισότρελος, χωρίς να νοιάξει κανέναν. Και τόσοι άλλοι που ζουν δυστυχισμένοι και περιμένουν να πεθάνουν χωρίς να βρίσκουν τη δύναμη να τελειώσουν μια ζωή που δεν έχει να τους δώσει ούτε χαρά ούτε νόημα. Ήρθαν και τα παιδιά στη σκέψη μου και ένοιωσα ξαφνικά τρομοκρατημένος καθώς τίποτα δεν απέκλειε την πιθανότητα να είχαν και τα δικά μου παιδιά ένα μέλλον ζοφερό και ανυπόφορο.
Λίγο πριν το χάραμα πετάχτηκα απ’ το δωμάτιο και βγήκα έξω στους δρόμους. Σαν τρελός ένοιωθα που είχε χάσει τελείως τον έλεγχο του μυαλού και της ζωής του. Περπάτησα πάνω από τρία χιλιόμετρα χωρίς ανάσα, σαν να με κυνηγούσαν. Ήθελα να δω τα παιδιά, να τα αγκαλιάσω, να τα φιλήσω. Έξω από το παλιό μου σπίτι σταμάτησα. Το πρώτο φως της μέρας μόλις που είχε αρχίσει να φωτίζει τους δρόμους και τα κτίρια. Πάλεψα για λίγα λεπτά με φωνές και σκέψεις. Τι θα έλεγα στην πρώην γυναίκα μου; Τι θα έλεγα στα παιδιά; Πώς θα με κοίταζαν; Τι θα σκέφτονταν για την κίνησή μου να πάω να τα δω ξαφνικά ένα πρωινό; Αυτό που για μένα ήταν μια φυσιολογική ανθρώπινη επιθυμία, ίσως για παιδιά και την πρώην γυναίκα μου να ήταν τρέλα και απρέπεια. Θα μπορούσα να αντέξω μια ακόμα ήττα, μια ακόμα ταπείνωση; Φαντάστηκα το βλέμμα τους και ένα αφόρητο αίσθημα ντροπής με κυρίευσε. Ένοιωσα ξαφνικά να χάνω την ορμή και την λαχτάρα μου. Και το ίδιο παρορμητικά όσο είχα αποφασίσει να πάω στο παλιό μου σπίτι, ξαναγύρισα στο δωμάτιο και στη μάταιη μοναχική ζωή μου.
2
Πέρασαν περίπου πέντε μήνες από εκείνη την αλλόκοτη περιπέτεια και η ζωή μου δεν παρουσίασε κάποια βελτίωση: οικονομική ανασφάλεια και μια δουλειά που με κρατούσε σε μικρή απόσταση από την απόλυτη φτώχεια – τα περίπου εφτακόσια ευρώ που έβγαζα κάθε μήνα έφταναν ίσα-ίσα για να πληρώνω λογαριασμούς και τα βασικά μου έξοδα.
Κάποια βράδια, μετά τη δουλειά, έμπαινα στον πειρασμό να δοκιμάσω την τύχη μου στο πρακτορείο του ΟΠΑΠ που ήταν κοντά στο ξενοδοχείο όπου έμενα. Η σχέση με τα τυχερά παιχνίδια ήταν περιστασιακή και η πειθαρχία μου αρκετά σταθερή ώστε να μην αφήσω να μου γίνουν εξάρτηση. Δεν είχα κερδίσει ποτέ κάποιο αξιόλογο ποσό και η μοναδική φορά που βγήκα με διακόσια ευρώ κέρδος ήταν αρκετή ώστε κάποια βράδια να αφήνω την ελπίδα να οδηγεί τα βήματά μου σε κείνους τους χώρους που είναι φτιαγμένοι για να εξοντώνουν οικονομικά και ψυχικά τους ανθρώπους που θέλουν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανασφάλεια.
Εκείνο το βράδυ, αρχές του Αυγούστου, το μυαλό μου ήταν θολωμένο από την αγωνία για το μέλλον και την πιθανότητα να χάσω τη δουλειά μου στο συνεργείο που δούλευα. Η εταιρία πήγαινε καλά, δουλειές υπήρχαν αλλά είχαν αρχίσει να ακούγονται φήμες ότι ο εργολάβος είχε σκοπό να αντικαταστήσει κάποιους ντόπιους εργάτες με αλλοδαπούς που θα έκαναν τις βαριές δουλειές με λιγότερα λεφτά.
Οδηγημένος από την ανασφάλεια και την ελπίδα μπήκα στο πρακτορείο. Κάθισα σε μια γωνιά και προσπάθησα να βρω την αυτοσυγκέντρωση μου. Ο βασικός μου στόχος ήταν να παίξω επτάδες στο κίνο για να βγάλω καθαρό κέρδος δυο χιλιάρικα – ποσό που θα ήταν μια τεράστια ανάσα για τα δικά μου δεδομένα. Το χειρότερο σενάριο ζημιάς που θα ήταν ανεκτό θα ήταν η απώλεια των πέντε ευρώ και τίποτα παραπάνω. Αν δεν πειθαρχούσα και έχανα τα διπλάσια ή και περισσότερα θα το θεωρούσα προσωπική ήττα και για μια ακόμα φορά η εσωτερική μάχη με τον εαυτό μου θα με οδηγούσε σε γελοίες και ανώφελες μεταφυσικές υποθέσεις.
Στην πρώτη κλήρωση έπαιξα πέντε επτάδες με συνολικό κόστος δυόμιση ευρώ. Επέλεξα αριθμούς που ήταν συνδυασμός κάποιων μαθηματικών αριθμοσειρών στις οποίες είχα αδυναμία και οι οποίες στο παρελθόν μου είχαν δώσει κάποια κέρδη. Παρακολούθησα με αγωνία τους αριθμούς να χοροπηδάνε σε μια από τις μεγάλες οθόνες και χαμογέλασα όταν είδα ότι σε μια από τις επτάδες έπιασα πέντε από τα εφτά νούμερα – «Κερδίσατε! 10,00 ευρώ» έγραψε η μικρή οθόνη όταν έβαλα το δελτίο στο μηχάνημα που έδειχνε αν είχες κερδίσει και πόσα. Πήγα στο ταμείο και εξαργύρωσα το δελτίο ενώ ακριβώς δίπλα μου μια ηλικιωμένη κυρία μουρμούριζε «εμείς δεν μπορούμε να κερδίσουμε ούτε ένα ευρώ σήμερα» – προφανώς είχε διαπιστώσει το μικρό κέρδος που έβγαλα την στιγμή που έπαιρνα το δεκάρικο. Δεν είπα τίποτα και ξαναγύρισα στην γωνιά που καθόμουν.
Θα μπορούσα να φύγω με εφτάμιση ευρώ περισσότερα απ’ αυτά που είχα όταν μπήκα στο πρακτορείο αλλά προτίμησα να ολοκληρώσω το σχέδιο μου και να παίξω και την δεύτερη κλήρωση. Ξανάπαιξα τους ίδιους αριθμούς – ήξερα ότι συχνά το σύστημα επέμενε να βγάζει κάποιους ίδιους αριθμούς και μετά από έναν ορισμένο αριθμό κληρώσεων άλλαζε τακτική.
Στην δεύτερη κλήρωση συμπλήρωσα και ένα ακόμα δελτίο με άλλους αριθμούς, πάλι επτάδες, και πόνταρα συνολικά πέντε ευρώ. Δεν παρακολούθησα την κλήρωση και απλώς πήγα να ελέγξω τα δελτία στο ηλεκτρονικό μηχάνημα. Έβαλα το πρώτο δελτίο στην υποδοχή και περίμενα. Ένοιωσα την καρδιά μου να ανεβάζει στροφές, τον χτύπο της να δονεί το στήθος μου ενώ με την φαντασία έβλεπα την μικρή οθόνη να σχηματίζει την χαρμόσυνη ένδειξη «Κερδίσατε!» και από κάτω ένα μεγάλο ποσό. Για μια ακόμα φορά ολόκληρη η ζωή μου πέρασε αστραπιαία από την σκέψη μου. «Μια ανακούφιση γαμώτο, μια μικρή ανακούφιση, μόνο αυτό θέλω!» κραύγασε μια φωνή μέσα μου αλλά την ίδια στιγμή η ένδειξη που διάβασα στην οθόνη ήταν «Το δελτίο σας δεν κερδίζει. Καλή τύχη στην επόμενη προσπάθεια!». Με ακόμα μεγαλύτερη αγωνία έβαλα και το δεύτερο δελτίο στην υποδοχή του μηχανήματος. «Κερδίσατε ! 0,50 ευρώ» έγραψε η μικρή οθόνη. Για λίγες στιγμές ένοιωσα απόλυτα διαλυμένος. Σε κάποια στήλη είχα πιάσει τρία στα εφτά, αυτό ήταν όλο.
Ξαναπήγα στην γωνιά μου. Άλλοτε αφηρημένα και άλλοτε προσεχτικά άρχισα να παρατηρώ τους άλλους παίκτες – ήταν μια συνήθεια χρήσιμη και ηρεμιστική. Για μια ακόμα φορά παρατήρησα χειρονομίες, εκφράσεις και λόγια. Κάποιος, πριν ρίξει τα δελτία του, έκανε το σταυρό του. Κάποιος άλλος γκρίνιαζε και κατηγορούσε έναν διπλανό του ότι από την ώρα που είχε κάτσει δίπλα του δεν κέρδισε τίποτα. Κάποιος άλλος βλαστημούσε φωναχτά την ατυχία του. Σε μια γωνιά κάποιος είχε γείρει το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι και κοιμόταν – αργότερα εκείνο το βράδυ έμαθα ότι σε κάποιο πρακτορείο κάποιος είχε πεθάνει στην καρέκλα που καθόταν και το μυαλό μου πήγε αμέσως σ’ αυτόν τον κοιμισμένο άνθρωπο. Σε κάθε περίπτωση ο ψυχισμός κάθε ανθρώπου αποκαλυπτόταν χωρίς δυσκολία μέσα σε αυτούς τους χώρους της ελπίδας και της απόγνωσης. Ήταν φανερό: κάθε παίκτης είχε τα χούγια του, τις ιεροτελεστίες του, τις προλήψεις και τις αυταπάτες του. Οι δικές μου ήταν δεδομένες: πιο πολύπλοκες αλλά εξίσου μάταιες, μυστικές επικλήσεις και αξιοθρήνητες απελπισίες που έφταναν στα όρια του μεταφυσικού οδυρμού.
Για να σταματήσω αυτές τις ενοχλητικές διαπιστώσεις, κοίταξα έξω από την τζαμαρία. Τα φώτα αντανακλούσαν πάνω στο τζάμι και το μετέτρεπαν σε ένα μεγάλο καθρέφτη. Χωρίς να το καταλάβω άρχισα και πάλι να παρατηρώ τα σκοτεινά είδωλα των ανθρώπων που ήταν μέσα στο πρακτορείο και να σκέφτομαι την κοινή ανθρώπινη μοίρα μας. Όλοι όσοι ήμασταν εκείνη την ώρα εκεί μέσα καλπάζαμε προς το τέλος, ο καθένας με το δικό του ρυθμό και με τις δικές του αγωνίες. Έβλεπα τη γριά γυναίκα. Η νευρικότητά της μεγάλωνε όσο περνούσε ώρα. Κοντά στον δικό της θάνατο, παραδομένη στις δικές της μάταιες, οικονομικές ανησυχίες, πάλευε να κρατηθεί στη ζωή. Κάπνιζε, έκανε κάθε τόσο τον σταυρό της, μπαινόβγαινε απ’ το πρακτορείο, μονολογούσε. Παρατήρησα το ελάχιστο σώμα της, τις κινήσεις της, προσπάθησα να σκεφτώ το παρασκήνιο της ζωής της. Έμενε μόνη; Είχε άντρα, παιδιά; Είχε ανθρώπους να την αγαπούν και να την νοιάζονται; Ένοιωσα ξαφνικά την αγωνία της και ένα κύμα τρυφερής συμπόνιας με πλημμύρισε – για κείνην, για μένα, για όλους τους ανθρώπους που ήταν στο πρακτορείο εκείνη την ώρα και πάλευαν ο καθένας με τα δικά του βάσανα και όλοι μαζί για μια μικρή ή μεγάλη οικονομική ανάσα πριν το οριστικό μας τέλος.
Αποφάσισα τελικά να φύγω και μην ολοκληρώσω την προσπάθεια. Όπως και άλλες φορές η παρουσία μου σε κείνους τους χώρους μου φάνηκε ξαφνικά αταίριαστη με τις βαθύτερες αναζητήσεις μου. Δεν ήταν χώροι αυτοί για μένα. Ήταν η ανασφάλεια και η φτώχεια που οδηγούσε τα βήματα μου ανάμεσα σε ανθρώπους που με άφηναν μετέωρο ανάμεσα στην αδιαφορία και τη συμπόνια.
Πήγα να φύγω αλλά στην έξοδο, σαν φάντασμα που ξετρύπωσε από άλλη διάσταση, εμφανίστηκε μπροστά μου το κορίτσι ή το αγόρι με τα μεγάλα χείλη – το είχα σχεδόν ξεχάσει. Ούτε που κατάλαβα πώς με τράβηξε από το χέρι και πώς βρέθηκα να κάθομαι δίπλα του, σε ένα τραπεζάκι έξω από το πρακτορείο, και να ακούω τον ενθουσιώδη μονόλογό του. Είχε βγάλει από την τσάντα του ένα κινητό και μου έλεγε πως ήταν τελευταία τεχνολογίας και πολύ ακριβό. Έβγαλε και ένα μικρότερο τσαντάκι και άρχισε να μου δείχνει τα καλλυντικά και τα αρώματά του και να μου λέει λεπτομέρειες για την ποιότητα και τις τιμές. Ακόμα και για την τσάντα του άρχισε να μου λέει. «Είναι γνήσιο δέρμα και πανάκριβη!» είπε με ενθουσιασμό και με το πρόσωπό του να λάμπει από ικανοποίηση. Και μετά, σκύβοντας προς το μέρος μου, μου είπε «όλα είναι δώρα από το καινούριο μου αγόρι, μ’ αγαπάει πολύ, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο, μέχρι και γάμο μου έταξε και ταξίδια στο εξωτερικό». Ξανάπιασε ύστερα το κινητό και άρχισε να μου εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια τη λειτουργία και τις εντυπωσιακές δυνατότητές του. Στο τέλος μου έδειξε μια φωτογραφία, έναν νεαρό άντρα, πολύ όμορφο σαν μοντέλο, και ισχυρίστηκε ότι αυτός ήταν το αγόρι του. Δεν είπα τίποτα και ούτε απαντούσα όση ώρα μιλούσε. Κουνούσα το κεφάλι μου και χαμογελούσα ψεύτικα, σαν κάποιος που θέλει να συμμετέχει στη χαρά του άλλου αλλά που δεν ξέρει αν είναι πραγματική ή φανταστική. Και ξαφνικά –το ίδιο ξαφνικά όσο εμφανίστηκε μπροστά μου– τινάχτηκε απότομα και χωρίς να πει ένα γεια ή κάτι άλλο μπήκε στο πρακτορείο.
Απόμεινα μερικά λεπτά να κάθομαι εκεί έξω, χαμένος σε ένα σωρό τρελές σκέψεις, μέχρι που είδα τη γριά γυναίκα να βγαίνει και να απομακρύνεται μονολογώντας «πάνε τα είκοσι ευρώ μου, μου τα φάγανε κι αυτά οι καταραμένοι».
Ήθελα να γελάσω και ταυτόχρονα να κλάψω και ήταν τόσα πολλά αυτά που στριφογύριζαν στο κεφάλι μου που σηκώθηκα και έφυγα σχεδόν τρέχοντας για να μην τα χάσω τελείως.
3
Ένα μήνα αργότερα, κάποιο πρωινό στις αρχές του φθινοπώρου, ξαναείδα τη φυλακισμένη γυναίκα που το αγόρι με τα μεγάλα χείλη ισχυριζόταν πως ήταν η γιαγιά του. Αυτή τη φορά βρισκόταν πίσω από μια παρόμοια μεταλλική πόρτα αλλά σε διαφορετικό σπίτι, λίγα μέτρα από το ξενοδοχείο που έμενα. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν διαφορετικό πρόσωπο ή πως λόγω του αδιάκοπου στρες το μυαλό μου είχε αρχίσει να εμφανίζει συμπτώματα επικίνδυνης κόπωσης. Όμως, υπήρχε μια λεπτομέρεια που απέκλειε το ενδεχόμενο να ήταν άλλη γυναίκα. Όταν με είδε να κοντοστέκομαι στο δρόμο έξω από το σπίτι άρχισε να μιλά ακατάσχετα και το παραλήρημα της ήταν ίδιο με αυτό της πρώτης φοράς στο σπιτάκι της παλιάς πόλης. Έλεγε πάλι ότι κάποιοι είχαν κλέψει τα έπιπλα και ότι είχε κουραστεί να σκουπίζει το πάτωμα και να βλέπει το σπίτι άδειο. Καθώς στεκόμουν αποσβολωμένος μπροστά στην άτυχη γυναίκα είδα να ξεπροβάλει πίσω της μια άλλη γυναίκα, με μεγάλα συγκλονιστικά μάτια και να με ρωτάει τι ήθελα όχι εχθρικά αλλά με κάποια καχυποψία. Χαμογέλασα αμήχανα και το μόνο που είπα ήταν «καλή δύναμη» και έφυγα.
Σχεδόν καθημερινά, για να μην αναγκάζομαι να κάνω τον γύρο του τετραγώνου, περνούσα έξω από εκείνο το σπίτι. Άλλες φορές το ημιδιάφανο εσωτερικό τζάμι της μεταλλικής πόρτας ήταν κλειστό και άλλες φορές ανοιχτό. Πολύ συχνά η περιέργεια με έκανε να ρίχνω κλεφτές ματιές αλλά υπήρχαν και φορές που για να αποφύγω αμήχανες καταστάσεις επιτάχυνα το βήμα μου και προσπερνούσα χωρίς να κοιτάξω εκείνη την πόρτα. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι η μικρή ξύλινη μπαλκονόπορτα στ’ αριστερά της κεντρικής πόρτας ήταν μονίμως κλειστή και μάλιστα υπήρχε περασμένη και μια λεπτή αλυσίδα με ένα λουκέτο που με έκανε να φαντάζομαι διάφορα σενάρια για το τι μπορεί να γινόταν μέσα σε κείνο το σπίτι. Το πρόσωπο της φυλακισμένης γυναίκας ερχόταν κάποιες φορές αναπάντεχα στη σκέψη μου όχι μόνο όταν περνούσα απέξω αλλά και σε στιγμές που βρισκόμουν σε άλλους χώρους. Ήταν ανεξήγητο το πώς μια άγνωστη γυναίκα και η αθέατη ζωή της είχε καταφέρει να γίνει κομμάτι της εσωτερικής μου ζωής – μια ακόμα αγωνία ανάμεσα σε όλες τις άλλες που είχα.
Όσο απίστευτο κι αν ακουστεί, η διαδοχή κάποιων παρατηρήσεων που έκανα όσες φορές περνούσα έξω από εκείνο το σπίτι έγινε αφορμή ώστε να πάρω μια οικονομική ανάσα που είχα τόσο πολύ ανάγκη εκείνη τη περίοδο. Ο αριθμός του σπιτιού ήταν το 26. Απέναντι ακριβώς από το σπίτι υπήρχε ένα παλιό ακινητοποιημένο αυτοκίνητο που ήταν γεμάτο σκόνες και ξερά φύλα και με τα λάστιχα σκασμένα. Ο αριθμός της πινακίδας ήταν το 5628. Αυτοί οι αριθμοί για πολλές μέρες απασχολούσαν τη σκέψη μου χωρίς να είμαι σίγουρος γιατί, μέχρι που ένα βράδυ γυρνώντας από τη δουλειά, με μια ανεξήγητη και αστραπιαία διαδικασία, μια άγνωστη βούληση που δεν ήταν δική μου, με οδήγησε στο πρακτορείο. Λειτουργώντας σχεδόν αυτόματα πήρα ένα δελτίο του κίνο και στην πίσω πλευρά ένωσα το δύο αριθμούς σε έναν και έγραψα: 265628. Και μετά δημιούργησα την σειρά 26-65-56-62-28.
Αυτούς τους αριθμούς έπαιξα εκείνο το βράδυ με πολλαπλασιαστή τέσσερα και με μπόνους, μια επιλογή που πολλαπλασίαζε το πιθανό κέρδος. Το αποτέλεσμα ήταν να κερδίσω κάτι παραπάνω από δυο χιλιάρικα καθαρά και μέχρι το επόμενο πρωί που σηκώθηκα να πάω στην τράπεζα για την είσπραξη δεν έκλεισα μάτι από τη χαρά και την προσπάθεια να ενώσω τα κομμάτια αυτής της αλλόκοτης συγκυρίας και να βγάλω κάποια συμπεράσματα. Το ποσό δεν ήταν αυτό που θα έλυνε όλα μου τα προβλήματα αλλά ο τρόπος που διάλεξε η ζωή να μου δώσει μετά από χρόνια μια τέτοια ανακούφιση ήταν αρκετός για να ξαναγεννηθεί μέσα μου η ελπίδα και η πίστη ότι πίσω από τα φαινόμενα κρύβεται ένα σχέδιο που δεν μπορεί να εξηγηθεί με όρους λογικής και χωρίς υποθέσεις που κινούνται στα όρια της φαντασίας και ίσως και της τρέλας.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ένα ηλιόλουστο πρωινό του Οκτώβρη, με θερμοκρασία αφύσικη για την εποχή, είδα τη φυλακισμένη γυναίκα να κάθεται στο μπαλκόνι παρέα με την άλλη γυναίκα που την πρόσεχε. Έπιναν καφέ και φαίνονταν χαρούμενες. Η φυλακισμένη γυναίκα ήταν περιποιημένη, το ντύσιμό της προσεγμένο και το πρόσωπό της βαμμένο διακριτικά – μόνο το κόκκινο κραγιόν έμοιαζε υπερβολικό σε σχέση με το υπόλοιπο σύνολο. Ο ήλιος ήταν λαμπερός, το μπαλκόνι φαινόταν καθαρό και δυο γλάστρες με λουλούδια που δεν τις είχα ξαναδεί στόλιζαν εκείνο το σημείο και του έδιναν μια χαρούμενη και αισιόδοξη όψη. Χωρίς προσπάθεια και χωρίς να υποβάλλω στον εαυτό μου κάποιο συναίσθημα, ένοιωσα να με κατακλύζει μια πρωτόγνωρη χαρά, σαν να ήταν ένας δικός μου άνθρωπος που μετά από χρόνια ψυχικής καταχνιάς είχε ξαφνικά αναστηθεί. Δεν ήξερα τι ακριβώς είχε συμβεί και ούτε πίστευα ότι τα προβλήματα εκείνης της άτυχης γυναίκας είχαν λυθεί οριστικά και ως δια μαγείας. Όμως, εκείνη η στιγμή και εκείνη η εικόνα ήταν σαν μια ριπή φωτός στη ζωή μου. Είχα την ελπίδα ότι θα γυρνούσαν να με προσέξουν ώστε να έχω μια ευκαιρία να ανταλλάξω λίγες κουβέντες μαζί τους, και ειδικά με τη βασανισμένη γυναίκα, αλλά έμοιαζαν απορροφημένες στην κουβέντας τους και στην απόλαυση του καφέ τους. Και όμως, λίγα μέτρα μετά την απομάκρυνσή μου από το σπίτι, άκουσα την άλλη γυναίκα να φωνάζει τρυφερά και συγκρατημένα «κύριε!». Γύρισα και την είδα να μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Πήγα και στάθηκα έξω από τη χαμηλή μεταλλική πόρτα του μπαλκονιού. Αντίκρισα εκείνα τα συγκλονιστικά μάτια που είχα δει για πρώτη φορά πριν από καιρό. Από κοντά ήταν ακόμα πιο μεγαλειώδη – δυο βαθυγάλανες θάλασσες σε ένα πρόσωπο κουρασμένο και με ρυτίδες που όμως έχαναν τη σημασία τους από τη λάμψη εκείνων των ματιών.
Με την ίδια τρυφερή φωνή την άκουσα να λέει «από εκείνη τη μέρα που μας είπατε καλή δύναμη η φίλη μου άρχισε να καλυτερεύει και τώρα που παίρνει και τα φάρμακά της είναι ακόμα καλύτερα. Ο Θεός να σας έχει καλά, εσάς και την οικογένειά σας. Ελάτε μια μέρα να πιούμε καφέ».
Έφυγα απορημένος, έκπληκτος με την εξέλιξη εκείνης της γυναίκας, ανήμπορος να βγάλω οριστικά συμπεράσματα για τις ανθρώπινες σχέσεις, τις διασταυρώσεις και τις επιδράσεις που ασκούν ο ένας στον άλλον. Πέρασε καιρός μέχρι να καταλάβω την επίδραση που είχε και σε μένα εκείνη η ιστορία, σε μια περίοδο που τα βάσανα και οι αποτυχίες μου δοκίμαζαν διαρκώς την ικανότητα μου για κατανόηση και συμπόνια. Έχουν περάσει χρόνια αλλά ήταν από τότε που άρχισα να πιστεύω –ή έστω να έχω την αφηρημένη ιδέα– ότι οι πράξεις και τα λόγια μας, ακόμα και τα πιο φευγαλέα, ακόμα και αυτά που τα ξεχνάμε σχεδόν αμέσως, ίσως κάποιον σκοπό εξυπηρετούν μέσα στο άπειρο και την αιωνιότητα.
Τη φυλακισμένη γυναίκα την είδα ακόμα λίγες φορές στο μικρό μπαλκόνι, πότε μόνη της και πότε με τη φίλη της. Καφέ δεν καταφέραμε να πιούμε και ούτε μπόρεσα να μιλήσω μαζί της. Δίσταζα να πλησιάσω, να πάρω πρωτοβουλία, δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή κατά βάθος πίστευα ότι ο ρόλος μου σε αυτή την ιστορία είχε τελειώσει. Το μόνο που έκανα ήταν να λέω μέσα μου ή ψιθυριστά «καλή δύναμη» όποτε περνούσα απέξω με την ελπίδα να έχει η ευχή μου την ίδια θετική επίδραση όπως και την πρώτη φορά. Έφυγα από τη γειτονιά λίγους μήνες αργότερα και τα βήματα μου με οδήγησαν σε άλλες γειτονιές και σε άλλες πρόσκαιρες γνωριμίες.
Το αγόρι με τα μεγάλα χείλη δεν το ξαναείδα, δεν ξέρω τι απέγινε. Τις ώρες που σκέφτομαι τα περασμένα η μορφή του επισκέπτεται απρόσκλητα τη σκέψη μου. Φαντάζομαι το πρόσωπό του χαρούμενο, όπως την τελευταία φορά που το είδα, να μιλά για δώρα και ταξίδια με αληθινούς ή φανταστικούς εραστές, και ένα χαμογελάκι σχηματίζεται στα χείλη μου καθώς εύχομαι να έχει βρει την ευτυχία και την αγάπη που ποθούσε.
///
Οι «Μάταιες πράξεις» δεν είναι παρά μια συλλογή υπενθυμίσεων. Διηγήματα, στοχασμοί, διαγνώσεις, μικρές αυτοβιογραφικές ιστορίες, κάθε λογής γλωσσικές απόπειρες που υπενθυμίζουν, αν όχι τη «χαρά της ματαιότητας», τουλάχιστον τη χρησιμότητά της.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΡΑΣΛΙΑΣ
~.~
*
*
*
*
