*
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ «ΣΩΣΤΟΥ»
Καθώς κοίταζε το πόμολο της πόρτας αναζήτησε μια τεθλασμένη χαρακιά στ’ αριστερά. Δε θυμόταν πώς είχε γίνει, αλλά ήταν το πρώτο που έψαχνε, όταν βρισκόταν μπροστά στην πόρτα. Τη βρήκε η προσμονή του πρώτα κι ύστερα το βλέμμα του.
Σχεδόν έξι χρόνια είχαν περάσει. Είχε φύγει θυμωμένος. Τον έπνιγε το δίκιο. Ήταν τη μέρα που είχε επιστρέψει ο μικρότερος αδελφός του. Τέσσερα χρόνια φευγάτος κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Πάντα ο κανακάρης που του τα δικαιολογούσαν όλα. Αυτός από την άλλη, πάντα ο ένοχος. Ο πρωτότοκος που του είχαν κλέψει την ευκαιρία του λάθους. Το «σωστό» είχε τρυπώσει σαν ασθένεια μέσα του. Ο μικρός είχε ζητήσει λεφτά από τον πατέρα και πήρε των ομματιών του.
Όσο έλειπε ο αδελφός του όλα ήταν σωστά. Κάθε πρωί ξεκινούσε ευλαβικά τη ρουτίνα του. Πήγαινε στη δουλειά του πατέρα του. Όλη μέρα μαζί. Στην αρχή, είχε ιδέες πολλές. Να προχωρήσει η επιχείρηση. Να εκσυγχρονιστεί. Μελετούσε, κατέστρωνε πλάνα. Φανταζόταν με χτυποκάρδι ότι θα τα παρουσίαζε στον πατέρα του κι εκείνος θα τον κοίταζε με περηφάνια. Κάθε φορά, κάτι έλειπε. Κάτι δεν είχε υπολογίσει σωστά. Με τόσο «σωστό» μέσα του και πάλι να μην μπορεί να φτάσει το «κατάλληλο», το «αποδεκτό».
Ο μικρός γύρισε μια μέρα απροειδοποίητα, όπως είχε φύγει. Δεν του παραπονέθηκε κανείς. Όλοι τον αγκάλιασαν με θέρμη. «Μας έλειψες», του είπαν. Τι είχε λείψει, λοιπόν; Το «λάθος». Αυτό που γίνεται αλλιώς Όταν επέστρεψε, το «λάθος» κατέλαβε και την πιο μικρή γωνιά της ζωής τους, σαν αέρας που ανοίγει με δύναμη ένα παράθυρο και εισβάλλει και στο πιο απόμερο σημείο. Τρύπωσε ακόμα και στα μάτια του πατέρα του και καθώς τον έβλεπε πώς κοίταζε τον μικρό κατάλαβε πως το «κατάλληλο» είχε επιτευχθεί.
Το ίδιο βράδυ, έφυγε ξαφνικά. Δούλεψε σκληρά. Μόνος. Όλα από την αρχή. Ανακάλυψε το «κατάλληλο» σχέδιο. Εφάρμοσε τα πλάνα του που πέτυχαν. Έβγαλε χρήμα με ουρά μα με τους δικούς του ξέκοψε οριστικά. Ούτε κουβέντα. (περισσότερα…)
