Οι δώδεκα βασιλοπούλες και τα πασουμάκια τους

*

της ΣΕΣΙΛ ΙΓΓΛΕΣΗ ΜΑΡΓΕΛΛΟΥ

Ήταν μια φορά και δώδεκα καιρούς (λέμε «δώδεκα», γιατί ο χρόνος πολλαπλασιάζει τους καιρούς) δώδεκα βασιλοπούλες ή πριγκιποπούλες – όπως προτιμάτε. Σκέτες κοπελίτσες ήταν, βέβαια, όπως όλες, αλλά το παραμύθι τις θέλει αναβαθμισμένες, για λόγους γκλάμουρ – αλλιώς, το Crown π.χ. θα ’χε πάει άπατο.

Αφού ήταν βασιλοπούλες, είχαν μπαμπά βασιλιά. Αυτός ήταν φυσικά πανηλίθιος, τύραννος, φαλλοκράτης και έπασχε από αντίστροφο οιδιπόδειο: ήταν εκείνος ερωτευμένος με τις κόρες του (και με τις 12 – πού ακούστηκε!).

Μαμά-βασίλισσα δεν υπήρχε πουθενά στην ιστορία. Και ιδού γιατί: όταν δεν είναι κακές μανάδες, ή φθονερές μητριές, ή θεόμουρλες, ή φρικτές μάγισσες, οι μαμάδες των παραμυθιών –εστεμμένες ή μη– διατελούν νεκρές ή ανύπαρκτες. Έτσι, τα παραμύθια ξεμπερδεύουν χωρίς πολλά-πολλά απ’ τις καλές μητρικές φιγούρες, που μπερδεύουν τους πάντες, ακόμη και τον Φρόυντ.  Βέβαια, στην αληθινή ζωή, υπάρχουν μανάδες που μπορούν να μετριάσουν τις αυθαιρεσίες του δεσποτικού πατρός, που σφουγγαρίζουν, μαγειρεύουν, αλλάζουν πάνες, είναι CEO στη Microsoft, πλέκουν κάλτσες για τα στρατά και καμιά φορά αυτοθυσιάζονται, θυσιάζοντας μαζί και τα τέκνα τους (βλ. Σουλιώτισσες). Στα παραμύθια, ποτέ. Είτε τις τρώει η μαρμάγκα από την πρώτη φράση είτε ξεκάνουν κατευθείαν τέκνα και λοιπούς συγγενείς. Μετά, καβαλάνε το φτερωτό άρμα του Ήλιου, και μην τις είδατε (βλ. Μήδεια).

Τέλος πάντων (που λέει ο λόγος),  ο πανηλίθιος μπαμπάς-βασιλιάς διπλοκλείδωνε τις θυγατέρες του το βράδυ, μην τυχόν του ξεφύγουν, προτού τις μοσχοπαντρέψει με βασιλοπαλικαρόπουλα της αρεσκείας του, ώστε να  δωδεκαπλασιάσει το βασίλειό του (οιδιπόδειο, ξε-οιδιπόδειο, είχε τον νου του και στο δημόσιο συμφέρον). Αυτές; Στα παλιά τους τα παπούτσια! Είχαν βρει σούπερ κόλπο να κάνουν την βασιλοπουλική επανάστασή τους.

Kοιμόντουσαν όλες στο ίδιο δωμάτιο, καθότι, λόγω ελλείψεως μητρός και ελλιπούς πατρός, στο κάστρο (που λεγόταν Holy-wood, προς τιμήν της αγίας βασίλισσας, οία είχε τινάξει τα πέταλα γεννοβολώντας έφιππη τις δωδεκάδυμες στο πέριξ δάσος, όπου κυνηγούσε ελάφια) επικρατούσαν συνθήκες ντικενσιανού ορφανοτροφείου.

Έλα, όμως, που ένα από τα κρεβατάκια τους έκρυβε κρυφά κρυφή καταπακτή (που είχε ξεμείνει από άλλο μεσαιωνικό παραμύθι). Μάλιστα!

Μόλις κοιμόταν το παλάτι (122 λοιπών δωματίων, συν σαλοτραπεζαρία με  όπεν κίτσεν και θέα στον ακάλυπτο), μαζί και ο βασιλιάς (με μισό, πλην γλαρό, μάτι), οι βασιλοπούλες βρίσκονταν επί ποδός πολέμου. Δεν ήταν μόνο ξύπνιες οι νεαρές ήταν και ξυπνητές!

Φορούσαν τις κορώνες τους («μην μας πάρουν για τίποτα δευτεράντζες»), τις αραχνοΰφαντες τουαλέτες τους, τα αραχνοΰφαντα πασουμάκια τους, και χώνονταν στην εν λόγω καταπακτή.

Δρόμο έπαιρναν, δρόμο άφηναν στον Άδη (παρντόν, στο σκοτάδι), συναντούσαν δώδεκα πάγκαλα βασιλόπουλα, διέσχιζαν με τις περιστόλιστες λέμβους τους  τη λίμνη του Αχέροντα (παρντόν, του έρωτα), μετά ένα μαγικό δάσος (μαύρο κι άραχλο, άρα πολύ παραμυθένιο), μετά δυο τάφους (παρντόν, τάφρους) και να ’τες, ψιλοξεπαγιασμένες, πλην όμορφες σαν μπαμπακούλες, στο κάστρο Bal-amoral των δώδεκα πάγκαλων βασιλόπουλων – κάθε βράδυ, το ίδιο βιολί (ή κοντραμπάσο).

Από ροκ, ραπ, τραπ κ.λπ. δεν σκαμπάζαν και πολλά οι αιθέριες αυτές υπάρξεις, αλλά οι βασιλόπαιδες ήταν ξεφτέρια στους χορούς σαλονιού – τι βαλς, λοιπόν, τι μαζούρκες, τι πάσο ντόμπλε, τι πόθος και τι πάθος! Όλοι τους ήταν κάργα χορευταράδες και κάργα ερωτευμένοι, μέχρι που γλυκοχάραζε.

Αμάν! Ο μπαμπάς! Θα βρει άδεια τα κρεβατάκια, και η σώζουσα εαυτήν σωθήτω! Δεν το ’χε και πολύ ο σίριαλ βασιλιάς (ιδίως αγουροξυπνημένος) να τις σφάξει με μπαλτά πάνω στο άιλαντ της όπεν κίτσεν. Και μόνο με την ιδέα του ριγέ σκούφου του αλλόφρονος ρήγα, τις έπιαναν ρίγη.

Πριν αλέκτορα φωνήσαι, ηχούσε ανελλιπώς και απαραλλάκτως η σπαρακτική κραυγή του ίδιου υστερικούτσικου βασιλόπουλου – του Ρωμαίου, με τ’ όνομα: «Ιt is the lark, the herald of the morn, no nightingale!» (Ορνιθώνας θα καταλήξει αυτό το παραμύθι, αλλά, όσο να πεις, καλύτερα σικ κορυδαλλός ή ερωτόληπτο αηδόνι, παρά μπανάλ κοκόρι.)

Μάζευαν λοιπόν μάνι μάνι άπαντα τα αραχνοΰφαντα ξεφτίδια τους, μαζί και τα ριπίδια τους και, απ’ τον ίδιο μακρύ δρόμο, ντουγρού στα κρεβάτια τους, όπου παρίσταναν μια χαρά τις ψόφιες, γιατί ήταν ψόφιες. Ο βασιλιάς τις έβρισκε να ροχαλίζουν εν χορώ – ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Μόνο που οι ημι-ορφανές βασιλοπούλες κοιμόντουσαν ξερές όλη μέρα, πράγμα δυσεξήγητο, γιατί στο παλάτι απαγορευόταν η συνταγογράφηση υπνωτικών, αναλγητικών, oxy και τέτοια. Επιπλέον και επιπροσθέτως, όταν επιτέλους ξυπνούσαν, ζητούσαν καινούργια πασουμάκια, γιατί τα άλλα ήταν για κλάματα, ούτε κόκκινη κλωστή λυμένη δεν είχε μείνει, έτσι για δείγμα. Τί στην ευχή συνέβαινε νυχτιάτικα στα πειθήνια και καλοστοιχισμένα πασούμια; Απόδαρα ξεπασουμώνονταν; Και πού; Μυστήριο! Ενοχοποιητικό τεκμήριο!

Χώρια τα έξοδα: δώδεκα ζευγάρια σήμαινε –αν δεν μετράω λάθος–είκοσι τέσσερα τεμάχια. In house σκυροτόμο (ήτοι τσαγκάρη) δεν διέθετε ο βασιλιάς – έπρεπε ν’ απευθυνθεί σε Miu Miu, Prada, Gucci ή, το λιγότερο, στην Καλογήρου. Ναα! μια τρύπα στον βασιλικό  κουμπαρά. Όχι  πύραυλο Meteor δεν θα μπορούσε ο δύσμοιρος άναξ να προμηθευτεί, έστω στη χονδρική, έστω απ’ τους ληγμένους, αλλά ούτε ξιφολόγχη! Μην ξεχνάμε και τις οικολογικές του ευαισθησίες, αφού τέτοια απολειφάδια θα ’ταν το ρεζίλι της ανακύκλωσης, άσε που θα τα περιφρονούσε και το πιο αναξιοπαθούν κοριτσάκι από τις Μεσοπολιτείες των Γιουεσοφέι.

Least but not last, η σωματική ακεραιότητα και το ονόρε των θυγατέρων του, που έπρεπε να παραδοθούν άσπιλες και αμόλυντες σε δώδεκα βασιλόπουλα δικής του εσοδείας (το είπαμε αυτό), ειδάλλως ο δωδεκαπλασιασμός του κραταιού βασιλείου θα πήγαινε να δει αν έρχομαι – κάτι άκρως απευκταίο.

Ψύλλοι στ’ αυτιά τού είχαν μπει του βασιλέως. Άγχος τον έπιανε, φαγούρα, μαυροχολία. «Κάτι μου μυρίζει», μονολογούσε, «κάτι μου κάθεται στο στομάχι.» Και σίγουρα δεν ήταν τα δώδεκα φουά γκρα που είχε καταβοθρίσει (παρντόν, καταβροχθίσει), συνοδεία νταμιτζάνας Château d’Yquem, grand millésime (μόνο Κάστρα έπινε ο Μεγαλειότατος).

«Αχ, θα χάσω βασίλειο, παλάτι, χοροεσπερίδες, χειροφιλήματα, φιλοδωρήματα, αυγά, καλάθια και κόρες!» (μ’ αυτή τη σειρά).

Έστησε, που λέτε, φρουρούς έξω απ’ την κρεβατοκάμαρα των θυγατέρων του, έβαλε σπιούνους, ΥΠΕ (Υπηρεσία Πληροφοριών Ελσινόρης), Predator, αλλά ξέρετε πώς είναι αυτά: οι φρουροί κοιμούνται όρθιοι και οι υπηρεσίες παρακολουθήσεων σε δουλεύουν ή δουλεύουν για πάρτη τους.

Εν συνόψει: τζίφος. Κάθε βράδυ, σκέπαζε τις κορούλες του με τις κουβερτούλες τους, αράδιαζε τα αρκουδάκια τους, έβαζε τον βασιλικό ύπνο (παρντόν, ύμνο) να παίζει νανουριστικά στο Γιουτιούμπ, ευλογούσε περίφοβος τα πασουμάκια, διπλογύριζε το βαρύ μαντεμένιο κλειδί στη βαριά μαντεμένια κλειδαριά, καρπάζωνε τους φρουρούς και ξανά προς τη λόξα (παρντόν, προς τη δόξα) τραβούσε. Κάθε πρωί, έτρωγε τα νύχια του και τα λυσσακά του. Δεν του έφταναν οι ανόητες πορείες, είχε και ευνόητες απορίες: «Τί δεν καταλαβαίνω; Παπούτσι εις τον τόπον του, γιατί  ξεπατωμένο;»

Πολλαπλασίασε τους φρουρούς (αλλά μπερδεύονταν τα λοφία τους). Ανάγκασε σε παραίτηση τους ιθύνοντες άνοες της ΥΠΕ, μείωσε το μπάτζετ της Predator, έκανε δηλαδή το κατά δύναμιν. Πλην όμως, φευ, δεν κατάφερνε να καταστήσει υποδειγματικές τις υποδηματικές συνθήκες.

Κατά το μεσημεράκι, προτού ξεμυτίσει από το βασιλικό υπνοδωμάτιο, ένιωθε να τον ζώνουν αμλετικά διλήμματα: να βγει κανείς ή να μη βγει; Να βγει και να τον πλακώσουν τα μπαχαλο-πάπουτσα, που μαζεύονταν απειλητικά μπροστά στην πόρτα του, ή να μην βγει και να τον χτίσουν μέσα; Κάθε απομεσήμερο, επέβαλε έκτακτο τακτικό φόρο πριγκιπικής επανυπόδησης, που ξεπαπούτσωνε τους υπηκόους του μέχρις εσχάτης σόλας.

Λύση δεν έβρισκε ο βασιλιάς Αστόχαστος, οπότε, τί να κάνει, τί να κάνει,  στέλνει τελάλη σε βασίλειο και πέριξ να καλέσει βασιλόπουλα και μούτσους, ΠτΔ, και λαντζιέρηδες, εχέφυλους και αρνησίφυλους (ήταν δεσποτικός, άμα τε  και συμπεριληπτικός, εφόσον παρίστατο έκτακτος ανάγκη), προκειμένου να λύσουν το αίνιγμα. Έταξε καρμανιόλα εν πλατεία Ομονοίας σε άπαντες τους δύστυχους αποτυχόντες, αλλά το χέρι της μεγαλύτερης και κουτορνιθιότερης των θυγατέρων του –ονόματι Κουτορνέλλα– στον ατυχέστατο επιτυχόντα.

Ουδείς τα κατάφερε, διότι η έσχατη της ντουζίνας (ήτις είχε  κληρονομήσει άπαντα τα λαμπρά γονίδια της εκλιπούσης μάδερ) πότιζε τους υποψηφίους κρασί με λάβδανο (το οποίο θεραπεύει διάρροιες, πονόδοντους, μα και αϋπνίες), με αποτέλεσμα να ξυπνούν όλοι κυριολεκτικώς κατόπιν εορτής.

Αφού καρατομήθηκαν περί τους 1789, θυσιασθέντες στον βωμό του βασιλοπουλικού έρωτος, και αφού τα εναπομείναντα αρσενικά της επικράτειας και των πέριξ την είχαν κάνει μ’ ελαφρά, εμφανίστηκε επιτέλους ένας πτωχός πλην τίμιος πεζοναύτης, με credentials από Ιράκ και Αφγανιστάν, λουκ πρώην μποντιμπιλντερά σε αναπηρική σύνταξη και μάτι που γυάλιζε.

«MEGA!» (Make Elsinore Great Again!) ούρλιαξε ελόγου του με ναζιστικό χαιρετισμό ΤΑ (Τεχνητής Ανοημοσύνης). «Drill, baby, drill!» αντι-ούρλιαξε ο αρειμάνιος άναξ. «Τράβα να εξορύξεις τη συνωμοσία, τρία μερόνυχτα σου δίνω, προτού σε καταστήσω ακέφαλο και κάνω τα δάση του Αμαζονίου κάρβουνο!»

Είχε το κόλπο του ο πρώην μποντιμπιλντεράς, παρά την κάλτσα κολοβώματος στο ζερβί ποδάρι και το πέλμα από ανθρακόνημα στο δεξί.  Μια μαγική μάγισσα στο μαγικό δάσος τού είχε δώσει έναν μαγικό μανδύα που τον έκανε μαγικά αόρατο (στους προ των σόσιαλ μίντια ευδαίμονες καιρούς, το «αόρατος» ήταν ακόμα πλεονέκτημα). Τον ορμήνεψε επίσης ν’ αποφύγει τον λαβδανωμένο οίνο της πονηρής πιτσιρίκας. Ήπιε λοιπόν κι αυτός τσάι του βουνού με μια πρέζα ζαφορά, ενδύθηκε τον μανδύα της αορατοσύνης και πήρε στο κατόπι τις ερωτοβαλαντωμένες βασιλοπούλες.

Καθ’ οδόν, πάτησε ο απρόσεκτος το πρετ-α-ποδοπατέ φουστάνι της μικρής (ήτις θορυβήθηκε, πλην όχι επαρκώς), έκοψε ένα ασημένιο κλαδάκι από μια ασημένια δρυ (με το κρατς! ξαναθορυβήθηκε η μικρή, πλην όχι επαρκώς), χώθηκε στη λέμβο της, που πήγε να μπατάρει (ξανα-μανα-θορυβήθηκε η μικρή, πλην όχι επαρκώς, παρότι δεν ήξερε μπάνιο), έφτασε με το τσούρμο στο παλάτι και χώθηκε κρυφίως σε μια γωνιά, ώσπου να τελειώσει το χοροπηδητό – κρεμάστηκε κοινώς, αλλά, σκέφτηκε ορθώς, κάλλιο κρεμάλα παρά καρμανιόλα.

Έπρεπε, λέει το παραμύθι, να μπει στον ίδιο μπελά άλλες δύο νύχτες (τουτέστιν τρεις εν συνόλω – μη με ρωτάτε γιατί): τη δεύτερη, έκοψε χρυσό κλαδί, την τρίτη, διαμαντένιο, σούφρωσε κι ένα κρυστάλλινο ποτήρι καμπανίτη από την πριγκιπική vaisselle, το οποίο –καίτοι κουτσός, στραβός κι ανάποδος– κατάφερε να κουβαλήσει άθικτο ως πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο στη λέμβο, στο δάσος, στην καταπακτή κ.ο.κ.

«Eureka!», έκραξε την επομένη ενώπιον του Βασιλέως, του Βασιλικού Συμβουλίου, της πανάχρηστης ΥΠΕ, των έντρομων υπηκόων, των πανέντρομων πριγκιπισσών και πριγκίπων κ.ο.κ. Παρουσίασε ευθύς τα αποδεικτικά.

«Ah, ça ira, ça ira, ça ira!» αναφώνησε άκρως ικανοποιηθείς ο άναξ, που βιαζόταν κιόλας, καθότι αυτή η οχληρή ιστορία καθυστερούσε την εισβολή του σε Καναδά, Γροιλανδία, Μεξικό και λοιπές ατάσθαλες βασιλικές επαρχίες.

«Σου χαρίζω το χέρι της Κουτορνέλλας και το δωδέκατο του βασιλείου μου», πρόσθεσε γαλαντόμος, τινάζοντας το φαντεζί τσουλούφι του.

Γυρνά ο πρώην μποντιμπιλντεράς, θωρεί την Κουτορνέλλα και παθαίνει ταράκουλο: «Απαπαπαπά, ψηφίζω καρμανιόλα!»

Τον θωρεί η Κουτορνέλλα, τα ίδια: «Απαπαπαπά, ψηφίζω αλλαγή φύλου!»

Δεν είχε σε καμία  υπόληψη την ψήφο ο βασιλεύς Αστόχαστος, αλλά, όσο να ’ναι, προέκυψε ζητηματάκι – βασιλικώς ομοσπονδιακόν τε και οικογενειακόν.

«Guillotinons!!!», άφρισε ο άφρων.

«ΠΟΙΟΥΣ;;;», απόρησε ομοθυμαδόν η ομήγυρη, που τα ’χε κάνει πάνω της – αυτό που οι κομψοί Γάλλοι αποκαλούν «caca nerveux».

«ΟΛΟΥΣ! Τον προδότη πεζοναύτη, την ντουζίνα των τζιτζιφιόγκων που εκμαύλισαν τις κορασίδες μου, την ασορτί ντουζίνα των εν λόγω εκμαυλισμένων, τους άχρηστους της ΥΠΕ,  στρατηγούς, αντιστράτηγους, υποστράτηγους, ταξίαρχους, γειτόνους, όποιον τρώει σκυλιά, γατιά και όποιον βγάλει κιχ!»

«Τί λέτε, βρε μπαμπά;;; Και πούθε ξεσηκώσατε αυτά τα επαναστατικά «ça ira»; Μνήσθητί μου, θα γκιλοτινάρουμε ΕΜΕΙΣ ΕΜΑΣ, το βασιλικό μας σόι; Θα αυτοκαρατομηθούμε; Πάει, το χάσατε, MEGAλειότατε! Εκτός από αστόχαστος είστε και ντιπ άσχετος – δεν έχετε στάλα ιστορικής συνείδησης!» αναφώνησε η νεαρά δεσποσύνη, η υπ’ αριθμόν 12, που κάτι είχε πάρει τ’ αυτί της για Ροβεσπιέρο – ήταν η μόνη που τα ’χε μισοκαταφέρει στο Κρυφό Σχολειό.

Ήταν ένα ζητηματάκι. Προς στιγμήν, ο άναξ βρέθηκε σε αμηχανία.

Πάνω κει, όρμησε σπαρακτικώς οιμωγούσα η βασιλική αρχιμαγείρισσα! Έπεσε στα πόδια του άνακτος, μούσκεψε με δάκρυα καυτά τις χρυσοποίκιλτες παντούφλες του: «Αχ, Ρήγα μ’, βαχ, Ρήγα μ’, μην πάρ’ς το κεφάλ’ του Πάρσιφαλ μ’, είμαστε λογοδοσμέν’, και ποιος θα φάει τσι πατσές που του ’χω φυλαγμέν’ς, και πώς θα ταΐσ’ τα τσαμέν’ τα ξώγαμ’; Θα σφαχτώ, Ρήγα μ’, πάν’ στο κουφάρ’ του, φιλάω σταυρό!» Και να το χασαπομάχαιρο!

Ήταν ένα ζήτημα. Διότι η μαγείρισσα είχε δύο αστέρια Michelin, τρεις σκούφους Gault et Millau – δεν παίζεις με τέτοια πράγματα!…

«Fuck, fuck, fuck!», φρούμαξε ο αχόρταγος Αστόχαστος («και τα βατραχοπόδαρά μου σως περσιγιάντ με κέτσαπ; Και τα γουρουνοπόδαρά μου με ζελέ μύρτιλου και γαρνίρισμα σαντιγί;»).

Dea ex machina η αστερόεσσα μαγείρισσα! Τα «οϊμέ!» της έσωσαν άπαντες τους καταδίκους. Ο άναξ, εν τη μεγαθυμία της κοιλίας του, αναφώνησε «Άι σιχτίρ’, μου πρήξατε τους εξωτερικούς αδένες!» και έδωσε εκών άκων σε άπαντες χάρη, υπό τον όρο να εγγραφεί αμελλητί σύσσωμη η πριγκιποσύνη σε ταχύρρυθμα σεμινάρια δημιουργικής τσαγκαρικής.

Οι δυο ντουζίνες ενώθηκαν πάραυτα με τα ιερά δεσμά του γάμου, ομού και η μαγείρισσα με τον μποντιμπιλντερά της, και όλοι, ακόμη και η μάγισσα, ξεβιδώθηκαν στις καντρίλιες επί τρία ξεβιδωτικά μερόνυχτα.

Αυτό το παραμύθι όφειλε στους αδελφούς Grimm να καταλήξει σε αβυσσαλέο ρομαντικό σκότος. Αλλά, εισέβαλαν κάτι απρόσκλητα ξωτικά του φωτός, τσουπ!, κατευθείαν απ’ το Bayreuther Festspiele. Εγένετο λοιπόν happy ending, έζησαν αυτοί καλά και εμείς –ε, πώς αλλιώς;– πολύ χειρότερα.

///

Το παρόν «παραμύθι» πρόκειται να διαβαστεί και να συμπεριληφθεί στον κατάλογο της εικαστικής και multi-performance έκθεσης «Τα παπούτσια που λιώναν στον χορό» της Ιωάννας Ράλλη, στη γκαλερί Ζουμπουλάκη, τα εγκαίνια της οποίας γίνονται σήμερα Τρίτη 29 Απριλίου 2025, 18.00-21.00. Παραθέτουμε από το Δελτίο Τύπου:

Ιωάννα Ράλλη

ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΠΟΥ ΛΙΩΝΑΝ ΣΤΟΝ ΧΟΡΟ

Ατομική Έκθεση

Εγκαίνια: Τρίτη 29 Απριλίου 2025, 18.00 – 21.00
Διάρκεια: 29 Απριλίου – 24 Μαΐου 2025

Η Γκαλερύ Ζουμπουλάκη παρουσιάζει τη νέα ατομική έκθεση της Ιωάννας Ράλλη με τίτλο «Τα παπούτσια που λιώναν στον χορό», μια εγκατάσταση βασισμένη στο ομώνυμο παραμύθι των αδελφών Grimm, σε επιμέλεια της Ελένης Κυπραίου.

Η εγκατάσταση με τα 24 ζευγάρια χειροποίητα πλεκτά γυναικεία παπούτσια με σύρμα, υφάσματα και κλωστές, υποδηλώνει την ελεύθερη βούληση και την αυτοδιάθεση των ανθρώπων καθώς και την ελευθερία του καλλιτέχνη να εκφραστεί με κάθε μέσο».

Είναι πεποίθηση της Ράλλη πως το αγαπημένο παραμύθι κάθε παιδιού αποκαλύπτει κάτι για τον νου και τον ψυχισμό του. Το δικό της αγαπημένο παραμύθι ήταν «Τα παπούτσια που λιώναν στον χορό» των αδελφών Grimm. Ωστόσο, η Ράλλη αντιστεκόταν από παιδί και αντιστέκεται ακόμα στο τέλος του παραμυθιού –ένα τέλος που της φαίνεται ότι επικυρώνει την πειθάρχηση της ανεξάρτητης βούλησης, την επιβολή και, εντέλει, την τιμωρία–, γι’ αυτό ζήτησε από τέσσερις συγγραφείς, τη Λένια Ζαφειροπούλου, τη Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, τη Μαρία Καλιαμπέτσου και τον Χρήστο Σακελλαρίδη, να ξαναγράψουν το παραμύθι αλλιώς, με διαφορετικό τέλος.

Τα κείμενα αυτά θα μπορεί κανείς να τα διαβάσει, να τα δει στην οθόνη ή να τα ακούσει με ακουστικά στον χώρο της γκαλερί.

* *