Day: 27.04.2025

Λογοτεχνία και Ιστορικότητα: Για τη νέα έκδοση των Απάντων του Κώστα Κρυστάλλη

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Κώστας Κρυστάλλης – Ένας πρόωρα επαναστατημένος, Άπαντα,
Εισαγωγή – Βιβλιογραφία – Επιμέλεια Ευάγγελος Αυδίκος,
Πρόλογος Ν. Ε. Καραπιδάκης, Εκδοτικός Οίκος Κ. & Μ. Σταμούλη,
Θεσσαλονίκη, 2024

«Μες στου νεκρού το μάτι / κοιμούνται δέντρα και πουλιά». Οι στίχοι αυτοί του Χρήστου Μπράβου είναι, νομίζω, ταιριαστοί και για τον Κώστα Κρυστάλλη, καθώς και για την πρόσληψη του έργου και της διαδρομής του από τον θάνατό του μέχρι και σήμερα. Στην έκδοση των νέων Απάντων του ποιητή και πεζογράφου από τον Ευάγγελο Αυδίκο η ιστορικότητα γίνεται κομβικό στοιχείο οργάνωσης του υλικού, αναδεικνύοντας την έννοια του αρχείου με όρους αισθητικούς, ποιητικούς αλλά και πολιτικούς. Η διάρθρωση του υλικού από τον Αυδίκο δεν επικαιροποιεί μόνο την εξέλιξη και τις συνδέσεις ανάμεσα στο ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Κρυστάλλη. Επιτυγχάνει επίσης να αναδείξει ποικιλοτρόπως χωρίς εξιδανικεύσεις και δογματισμούς τις διαφορετικές προσλήψεις του Κρυστάλλη στους κριτικούς λόγους, επιτονίζοντας τις διαφορετικές ιδεολογικές μονομέρειες και διλήμματα που χαρακτήριζαν το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο ως προς τις θέσεις για την ποίηση και τις αξιολογικές τοποθετήσεις και αντιστίξεις της κριτικογραφίας ως προς το ποιοι ποιητές προκρίνονται ως σημαντικοί ή λιγότερο σημαντικοί.

Ο Αυδίκος προσφέροντας συνθετικά την ήδη γνωστή ποιητική και πεζογραφική εργογραφία του Κρυστάλλη, μια λεπτομερή κριτική εισαγωγή, ιστορικές και λαογραφικές μελέτες, επιστολές, ομιλίες, άγνωστα αθησαύριστα κείμενα και μια εντυπωσιακή παράθεση πηγών, αναφορών και βιβλιογραφίας τεκμηριώνει με εντυπωσιακό και ριζοσπαστικό τρόπο τη μακρόχρονη εμπειρία του και τριβή του με τον Κρυστάλλη ενώ παράλληλα αποδεικνύει τη σημασία που έχει η διάταξη του αρχειακού υλικού στην επικαιροποίηση κάθε συγγραφικού έργου και στην ανάδειξη της ιστορικότητας στις συμπλοκές του ίδιου του έργου αλλά και των ποικίλων κριτικών διαδρομών διαχρονικά. Στον τόμο ο Κρυστάλλης δεν εξιδανικεύεται ούτε και μυθοποιείται απλουστευτικά με όρους γενεαλογικούς ή τοπικιστικούς ως σύμβολο του Συρράκου ή της βλάχικης κουλτούρας. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια απόπειρα ηρωοοποιημένης μνημείωσης. Ούτε προτάσσεται ένας κοινότοπος βιογραφισμός σε λυρικούς τόνους που επιτονίζει τον θάνατο του Κρυστάλλη σε τόσο νεαρή ηλικία.

Η διάταξη του αρχείου επιτυγχάνει να αναδείξει κριτικά τον Κρυστάλλη στο «εδώ και τώρα» με νέους τρόπους, «φωτίζοντας» όχι μόνο την αγάπη του για τα βουνά, το Συρράκο και τους ανθρώπους του τόπου του μα επιπλέον την τρυφεράδα του, τους σταθμούς της λογοτεχνικής του εξέλιξης, την τρυφεράδα και το ερωτικό στοιχείο της γραφής του, την βαθιά επιθυμία του για μάθηση. Ο Κρυστάλλης ενσωματώνεται στην ιστορική συνέχεια των αγωνιστικών διαδρομών της Ηπείρου μέχρι την απελευθέρωση και τους πνευματικούς αγώνες του τόπου. Τεκμηριώνεται ήδη από τον τίτλο του βιβλίου πως ο Κώστας Κρυστάλλης ήταν «ένας πρόωρα επαναστατημένος» άνθρωπος ο οποίος σε όλη του τη ζωή και σε όλους του τους αγώνες να επιβιώσει στις σκληρές συνθήκες που του έτυχαν προσδοκούσε και έλπιζε μέχρι το τέλος την απελευθέρωση του τόπου του και την απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας. Ο επιμελητής του τόμου συνθέτει ένα κολάζ διαφορετικών χρονικών στιγμών, συμβάντων και φωνών, καταγράφοντας λεπτομερώς κάθε στοιχείο που αναφέρεται στον Κρυστάλλη μέχρι σήμερα, καθώς και την προσπάθεια των διαφορετικών φωνών να τον οικειοποιηθούν και να τον κατηγοριοποιήσουν με διαφορετικά κριτικά, ιδεολογικά, αισθητικά και προσωπικά κριτήρια. Η σύζευξη της έννοιας του αρχείου με την ιστορικότητα κατευθύνει στην ίδια την έννοια της κριτικής. Τα λογοτεχνικά έργα «φέρουν τα ίχνη της αξιολόγησής τους στο παρελθόν και μια νέα ιστορία της λογοτεχνίας θα ήταν η ιστορία των διαδοχικών τους προσλήψεων», σημειώνει ο Τζιόβας[1]. Μέλημα του επιμελητή στην πράξη φαίνεται να είναι η κριτικοί προβληματισμοί των αναγνωστών και αναγνωστριών ως προς το πώς και με ποιες ιδεολογικές και λογοτεχνικές συνέπειες ορισμένοι ποιητές και το έργο τους υπερτιμήθηκαν, υποτιμήθηκαν ή και τα δύο. (περισσότερα…)

Ένας θαλερός σουρρεαλισμός

*

του BΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

«Ο σουρρεαλισμός μπορεί και πρέπει να υπάρξει στον κινηματογράφο», δήλωσε κάποτε ο Άδωνις Κύρου. Ότι μπορεί, ναι, μπορεί· για το ότι πρέπει να υπάρξει, δηλώνω αναρμόδιος για την απάντηση, που εμπίπτει μάλλον στην ετυμηγορία της ιστορικής εξέλιξης, των ιστορικών και αισθητικών απαιτήσεων, που δεν εξαρτώνται μόνο από την απάντηση ενός και μόνο υποκειμένου. Πάντως το ότι ήδη υπήρξε είναι ένα απτό και θετικό δεδομένο και δεδικασμένο. Αν ακολουθήσουμε το «ό,τι μπορεί να υπάρξει υπάρχει» του Μπυφόν, συμπληρώνοντας «έστω και για λίγο, έστω και παρά τις στρεβλώσεις του», τότε ο σουρρεαλισμός υπάρχει έστω ως δυνατότητα, χλομή και δειλή, στον κινηματογράφο· όμως ό,τι υπήρξε ή υπάρχει εγγράφει μια υποθήκη για την έστω σπάνια και ψοφοδεή του ύπαρξή του και αναπαραγωγή του.

Σύγχρονοι και οι δύο, ο κινηματογράφος και ο σουρρεαλισμός, με μια εποχή κρίσεων και αναζητήσεων σε κάθε επίπεδο, όπως εκείνη των αρχών του 20ού αιώνα, με μια υπόσταση και αυτονομία που θα εγγράψει την υποθήκη της μακροβιότητάς τους μέσα στον σύγχρονο πολιτισμό. Περισσότερο ο ένας και λιγότερο ο άλλος, θα αποτελέσουν ένα πάγιο ιδιόλεκτο της ατομικής έκφρασης κατά τον 20ό αιώνα και παραπέρα. Ο κινηματογράφος ή θα είναι σουρρεαλιστικός ή δεν θα υπάρξει καθόλου: είναι μια φράση που θα μπορούσε να ειπωθεί από κάποιους καμικάζι της πρωτοπορίας. Όμως δεν ειπώθηκε καθότι τα εκφραστικά μέσα του σουρρεαλισμού μπορεί να συγγένευαν ποικιλοτρόπως με τις αυλαίες του ασυνειδήτου, σιγά-σιγά όμως αφομοιώθηκαν από τη συνείδηση του μέσου θεατή, συνιστώντας το εξημερωμένο φαντασιακό του μέσου ενήλικα. Η ρευστότητα του ασυνειδήτου παγιώθηκε μέσα στην αλυσίδα του σελουλόιντ.

Ο κινηματογράφος, όπως έχουν επισημάνει πολλοί θεωρητικοί του, έχει μια εξ αίματος συγγένεια με τη φαντασία, με το όνειρο, με την αντιληπτική διάθλαση της πραγματικότητας, κι όλα αυτά τον έφεραν πολύ κοντά στον σουρρεαλισμό. Στα πρώτα του βήματα, το μαγικό μέσο της κινηματογραφικής εικόνας είχε υποδεχθεί πολύ πιο φιλικά τα σουρρεαλιστικά αιτήματα. Αργότερα, η ευρύτερη κοινωνικοποίηση της την ανάγκασε να δώσει όλο και λιγότερο χώρο στον καλλιτεχνικό πειραματισμό. Η βασιλεία της κινηματογραφικής αφήγησης και των συμβάσεών της είχε αρχίσει. Η πανάρχαιη αφηγηματική παράδοση είχε ζητήσει τα δικαιώματά της από την κινηματογραφική εικόνα. (περισσότερα…)