*
του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
1.
Η αναστολή των δασμών άνω του 10% για όλες τις χώρες εκτός της Κίνας –όπου αντιθέτως οι δασμοί αυξήθηκαν σε 125% προκαλώντας μειδιάματα για το chicken game που παίζεται μεταξύ των δύο χωρών– προκάλεσε μια πρόσκαιρη ευφορία στις χρηματιστηριακές και χρηματοπιστωτικές αγορές. Το αρνητικό κλίμα επανήλθε μετά από δύο μέρες λόγω του φόβου για ύφεση στην οικονομία των ΗΠΑ. Βέβαια είχε προηγηθεί η «απώλεια» κεφαλαιοποίησης πάνω από 6 τρισ. δολλαρίων τέσσερις μόλις μέρες μετά την, κατά τον Τραμπ, «Ημέρα της Απελευθέρωσης». Παράλληλα, οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων αυξήθηκαν τουλάχιστον κατά 60 σημεία βάσης σε λιγότερο από δύο μέρες, καθώς οι επενδυτές τα εγκατέλειψαν μη θεωρώντας τα πλέον ασφαλή, και η αγοραστική δύναμη του δολαρίου μειώθηκε (τουλάχιστον 8% απώλεσε το δολλάριο σε σχέση με το ευρώ από την ημέρα που ανέλαβε πρόεδρος ο Τραμπ) καθώς οι ξένοι απέσυραν έξω από τις ΗΠΑ μεγάλο μέρος των τοποθετήσεών τους εκεί.
Αφού δήλωσε επανειλημμένα ότι δεν θα υπάρξουν εξαιρέσεις ή οπισθοδρόμηση, ο Τραμπ αντέκρουσε τον εαυτό του και έκανε πίσω. Η ξαφνική αλλαγή κατεύθυνσης ήταν αξιοσημείωτη ακόμη και για έναν πρόεδρο που έχει κάνει το απρόβλεπτο χαρακτηριστικό του: ο μεγιστάνας, στην πραγματικότητα, είχε ισχυριστεί ότι ήθελε να «απελευθερώσει» τους Αμερικανούς από ένα παγκόσμιο εμπορικό σύστημα που θεωρείται άδικο και το οποίο, όπως είπε, θα αναδιοργανώσει. Τότε όμως τι τον έκανε να αλλάξει γνώμη; Τουλάχιστον εν μέρει, σύμφωνα με πολλούς παρατηρητές, ήταν η κοινή πίεση που μπόρεσαν να ασκήσουν στον μεγιστάνα επενδυτές, νομοθέτες και δωρητές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Οι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου προσπάθησαν να παρουσιάσουν αυτή τη στροφή ως εξαρχής μέρος ενός έξυπνου σχεδίου, για να τρομάξουν οι πάντες και στη συνέχεια να υποχρεωθούν να διαπραγματευτούν. Όμως, σύμφωνα με τους Financial Times, με το κραχ του χρηματιστηρίου και την αύξηση της πίεσης, ο υπουργός Οικονομικών Σκόττ Μπέσσεντ –που θεωρείται στη Ουώλ Στρηττ ο πιο αξιόπιστος από τους σημερινούς συμβούλους του Λευκού Οίκου– κατάφερε να πείσει τον Τραμπ να αναστείλει την αύξηση των δασμών σε χώρες με τις οποίες οι ΗΠΑ είχαν ιστορικά καλές σχέσεις και να επικεντρωθεί αποκλειστικά, ή σχεδόν αποκλειστικά, στην Κίνα.
Όμως το πιο σημαντικό είναι όλο αυτό το σκηνικό που δείχνει με απόλυτο και καθαρό τρόπο την αδυναμία του Τραμπ να ακολουθήσει ένα σχέδιο (αν έχει, κάτι που τίθεται εν αμφιβόλω κάθε μέρα που περνά) και την αδυναμία των οικονομικών του συμβούλων να εισακουστούν. Αυτό το σκηνικό τού επιβάλω δασμούς, τους παίρνω πίσω μετά από λίγες μέρες, κάνω τον νταή παρ’ όλα αυτά και, στο τέλος, υποδεικνύω την Κίνα ως τον μοναδικό ανταγωνιστή μου στο διασυνοριακό εμπόριο, δεν το λες σοβαρή αντιμετώπιση των ανισορροπιών του εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ, ούτε πρόκριμα για την αλλαγή του εμπορικού καθεστώτος του πλανήτη.
2.
Από αυτόν τον εμπορικό «πόλεμο», αν συνεχιστεί με τον τρόπο του Τραμπ, κατά πάσα πιθανότητα ηττημένες θα εξέλθουν οι ΗΠΑ. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Πρώτος και βασικός είναι πόσο πόνο –με την έννοια του κόστους– μπορεί να αντέξουν, και για πόσο διάστημα, οι δύο κοινωνίες (εννοώ το πολιτικό και οικονομικό σύστημα, και οι απλοί πολίτες) των ΗΠΑ και της Κίνας. Δεν χωρά καμία αμφιβολία, λόγω της φύσης του καθεστώτος εκεί, ότι η κινέζικη κοινωνία μπορεί να αντέξει πολύ περισσότερο. Εξάλλου, το καθεστώς Σι έχει με το μέρος του και αρκετά ουσιαστικά επιχειρήματα, εκτός της δεδομένης κυριαρχίας του επί της κοινωνίας. Όπως λ.χ. ότι την αρχή αυτού του πολέμου την έκαναν οι ΗΠΑ και ότι η Κίνα απλώς αμύνεται.
Δεύτερος και εξίσου βασικός λόγος: Ο Τραμπ με τον τρόπο που χειρίζεται το θέμα των δασμών στην κυριολεξία έχει καταστήσει εχθρό του σχεδόν το σύνολο του πλανήτη. Αντιθέτως, η Κίνα εμφανίζεται ως κύριος εκφραστής του ελεύθερου εμπορίου και της ειρηνικής συναλλαγής μεταξύ των κρατών αλλά και ως χώρα που μπορεί να παράσχει οικονομική βοήθεια σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Ανοίγοντας μερικές εκατοντάδες μέτωπα εμπορικού πολέμου ταυτόχρονα, ο Τραμπ έθεσε σε κίνδυνο λίγο περισσότερο από το ένα δέκατο της αμερικανικής οικονομίας. Και κάνοντας αυτό, έχει δημιουργήσει εχθρούς παντού. Η Κίνα, αντίθετα, έχει επικεντρώσει τους νέους εμπορικούς φραγμούς της μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περίπου το 2,5% του ΑΕΠ της — ή πιο κοντά στο 4%, αν συμπεριλάβουμε χώρες-«συνδέσμους» όπως το Βιετνάμ. Επίσης, το μεγάλο μέρος της εξαγωγικής αγοράς της Κίνας για τα προϊόντα αυτού του τομέα βρίσκεται στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Συγκεκριμένα, σε σύνολο εξαγωγών 3,42 τρισ. δολάρια ΗΠΑ το 2023, μόνο τα 432 δισ. δολλάρια πήγαν στις ΗΠΑ, ποσοστό μικρότερο του 8%.
Τρίτος λόγος: Το οικονομικό σύστημα των ΗΠΑ μετά τα μέτρα Τραμπ βρίσκεται σε αναβρασμό, ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι διαχειριστές κεφαλαίων, οι διευθύνοντες σύμβουλοι των επιχειρήσεων πάσης φύσεως βρίσκονται αντιμέτωποι με μεγάλη αβεβαιότητα και μεγάλους κινδύνους και το δηλώνουν επίσημα. Αν σε αυτούς προστεθεί η αγανάκτηση των καταναλωτών για τις επερχόμενες ελλείψεις και την αύξηση του τιμαρίθμου, τα πράγματα θα γίνουν δύσκολα για τον Τραμπ. Αντιθέτως, στην Κίνα δεν έχουμε τέτοιες αντιδράσεις, επαναλαμβάνω: και λόγω της φύσης του καθεστώτος.
Τέταρτος λόγος: Οι ΗΠΑ έχουν τεράστια διπλά ελλείμματα –δημοσιονομικό και εξωτερικό έλλειμμα– και εξίσου τεράστιο δημόσιο χρέος. Μπορεί να διαθέτουν το δολλάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, αλλά αυτό δεν φθάνει. Και για τα δύο αυτά ελλείμματα έχουν ανάγκη την εξωτερική χρηματοδότηση. Γεγονός που αποτελεί βασικό περιορισμό που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Αντιθέτως, η Κίνα έχει τεράστια πλεονάσματα στο εξωτερικό ισοζύγιο (περίπου 1,23 τρισ. το 2023), μικρά δημοσιονομικά ελλείμματα και μικρό δημόσιο χρέος.
Χωρίς αμφιβολία η Κίνα φαίνεται πιο έτοιμη να αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη κατάσταση. Όλα τα σημάδια δείχνουν ότι η χώρα είναι έτοιμη γι’ αυτόν τον αγώνα. Μένει να δούμε αν η αναστολή 90 ημερών του Τραμπ είναι κατάπαυση του πυρός ή παράδοση. Πάντως, δεν μοιάζει με πρώιμη επίδειξη δύναμης.
///
*
**
