***
ΚΕΡΙΝΗ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ
Αν μιμούμαι κάτι, αυτό δεν είναι η ζωή, είναι τα πράγματα.
Αυτό που είμαι ο ίδιος, είναι διαφορά από τη ζωή
–πράγμα ασήμαντο γιατί ζωή είναι όλα εκτός από μένα–
κι ένα ανάθεμα στον ανθρώπινο πόνο.Τα πράγματα προσπαθώ να τα μιμούμαι γιατί μοιάζουνε.
Μία προθήκη με (τα) κέρινα πρόσωπα (τους ο κόσμος).
Το λέω έτσι γιατί κάθε πρόταση είναι παρένθεση σε κάτι που σιωπά.Τα αντικατοπτρίζω κι ύστερα επιτρέπω το αποτύπωμά τους πάνω μου
γιατί η βούληση είναι μια δικαιολογία για την απουσία του πρωτοτύπου
που ενθαρρύνει τη μοίρα να με υποβιβάζει σε αδιάκοπο ενεργούμενό τους.Η ομοιότητα δεν είναι μόνο το πράγμα που είναι
αλλά και εκείνο που του απομένει.
Ένα υπόλοιπο.
Κάθε πράγμα είναι και εκείνο που του απομένει.
Που αξίζει να το μιμηθώ όταν είναι πιο δύσκολο σε χαρτί.
Και πολύ πιο δύσκολο σε χάρτινη φιγούρα
σαν αυτές που φυσάνε γύρω μου πριν λιώσουν στην ανακύκλωση.Το υπόλοιπο της ομοιότητας είναι πρωτίστως μια αντίστιξη
ανάμεσα στην ύπαρξη και στον έρωτα.
Γιατί όλα υπάρχουν ώστε να ερωτεύονται ώστε να υπάρχουν.
Το υπόλοιπο είναι το ένα του άλλου –
μια μίμηση της μίμησης που είναι ο κόσμος.
Και ο Θεός μια μίμηση του κόσμου μέσα μου,
που απέχει από το πράγμα όσο ο χώρος που του απομένει.Κάθε τι μιμείται ένα έτερον.
Σαν και μένα. Ψεύτικα πράγματα.
Ανάμεσα σε ολάκερο χρόνο της φύσης και χρόνο ερωτικό
μιας και ο δεύτερος είναι το πιο γερό δέντρο
ανάμεσα σε όλες τις ομοιότητες.Μαλακό αλλά αλύγιστο όταν είναι αγέρωχο σαν το κερί.
Για αυτό τούτη την ομοιότητα που αντανακλά την ύπαρξη
και που χωρίς αλφάβητο δεν θα τη γνώριζα,
θα την έβαζα στα αντικριστά.
Και θα την ονόμαζα θαυμαστικά “κέρινη”.///
ΑΤΣΑΛΙΝΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ
Ατσάλινη επιφάνεια στον ορίζοντα,
κανένα πλοίο δεν αναπηδά,
καμία ανάσα τσαλακωμένου στόματος
απ’ τον καφέ και την αγρύπνια
δεν τη φυσά εκεί ο άνεμος.Σβήνει την ύπαρξη σαν να μη σπάρθηκε.
Τα ψάρια γίνηκαν από μοναχικό νερό,
κυλούν δίχως αντίσταση στον χρόνο,
κυλούν καταμεσής σε άκαμπτα κλαδιά,
με θραύσματα απ’ τον ύπνο τους
και τσακισμένα όνειρα πικρά
στη σκιά ερειπωμένης νύχτας.Όταν φεγγάρι πέφτει στο νερό,
σαν σε πηχτό μελάνι
μέσα στο άκαρδο έρεβος,
τα δάχτυλα βουτώντας στο άγριο κύμα
κι από ’σφαλή παράθυρα χλωμά
βγαίνει η κυρά του στο μπαλκόνι,
δίπλα στεριώνεται ο βοριάς
σε ένα τρεμάμενο μικρό σπουργίτι.///
ΜΑΤΩΣΑΝ ΟΛΑ
Ένας σκουριασμένος ουρανός.
Η νύχτα καρτερεί αποκαρδιωμένη.
«Μην απελπίζεσαι», μου είπες
«δεν είσαι μηχανή να τα καταφέρεις,
είσαι ένας μόνο άνθρωπος
που δεν μπορεί να ανασάνει,
είναι τα νύχια μου πάνω σου και ματώνεις
και ξέρω έτσι πως δεν είσαι αληθινός.
Είναι η δίψα μου να σε έχω
και μια μεγάλη ανατολή
όπου παίζουν παιδιά ανάμεσα στα άνθη,
παίζουν τον ρόλο της αγάπης
που δεν θα βρουν ποτέ».Η σιωπή μάς δυναμώνει
σαν τη μελέτη σοβαρών πραγμάτων.
Σαν σώμα πέρασε που δεν ξεχνώ.
«O, let me, true in love, but truly write».Είπα να μη μιλήσω τώρα
ενάντια στον ξαφνικό ήλιο
αφού γνωρίζω μια μόνο αγάπη,
τη δική μου.
Για μιαν αγάπη μόνο ζω.Μάτωσαν όλα.
Κι έσβησαν,
έσβησαν.///
ΤΟ ΠΕΡΙΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ
Είναι διαφορετικά τα όνειρα
όταν τ’ αγγίζεις τη μέρα,
σαν σπάει το περίβλημα
το άθραυστο του πάγου
και μέσα δεν μένει τίποτα,
μόνο το περίβλημα που γίνηκε
νερό και χύθηκε στις θάλασσες.
Είναι το φως η σκληρότερη αλήθεια,
το φρικαλέο φάντασμα,
το αδίψαστο, χωρίς έλεος –
Πώς το σκοτάδι πιο
μαλακό να’ ναι κάτι φορές
και να χαϊδεύει τα μαλλιά
σαν χέρι στοργικό ή φύσημα ανέμου
να γίνεται – ανεξήγητο.
Κάτι φορές σαν και το φως
να μη μπορεί σκοτάδια να διαλύσει.ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
///
*
*
*
