*
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ
Λοιπόν, αγαπητέ μου, δε γνωριζόμαστε. Επιτρέψτε μου να συστηθώ. Φάνης. Το επίθετο; Δεν έχει σημασία. Χειραψία; Βλέπω διστάζετε να μου δώσετε το χέρι σας. Δεν πειράζει, καταλαβαίνω. Σε όλους μας έχουν μείνει κατάλοιπα από την εποχή του κόβιντ. Βαθιές πληγές, δεν είναι εύκολο να κλείσουν. Μην ανησυχείτε, δεν θα επεκταθώ. Άλλωστε τώρα πια ξέρουμε αρκετά.
Κάθε εποχή, αγαπητέ μου, έχει τις πληγές της. Η Ρόδος μετρά τις δικές της. Και δεν είναι μόνον οι πλημμύρες. Δεν υπάρχει σπίτι χωρίς κάποιο δράμα, μικρό ή μεγάλο. Πήγα να πω τα πάθη μου και βρήκα άλλα τόσα – έτσι έλεγε η μάνα μου. Τα δικά μου βάσανα δεν είναι σοβαρότερα από άλλων. Προβλήματα υγείας δεν έχω, οικονομικά τα φέρνω βόλτα, έστω και δύσκολα. Οπότε μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να ζητήσω κάτι. Μόνο, αν θέλεις, μπορείς να ακούσεις τις φλυαρίες μου, ή έστω να προσποιηθείς, μου αρκεί. Άλλωστε κι εγώ πολύ συχνά προσποιούμαι. Όλοι υποκρινόμαστε. Τι να κάνουμε; Αυτή είναι η φυσική μας κατάσταση.
Τρεις μέρες τώρα είμαι κλεισμένος στο δωμάτιο. Νοιώθω ξεχασμένος – από ποιους; Προδομένος – υπερβολές. Χρόνια τώρα η ίδια πίκρα: επίμονη, ακαθόριστη. Το δωμάτιο: ίδιο κι αυτό με κείνο των παιδικών μου χρόνων, ασφυκτικό, με σημάδια υγρασίας ψηλά στους τοίχους. Τι κάνω εδώ μέσα; Συντηρώ την ύπαρξή μου με αναμνήσεις, ερμηνείες, διαβάσματα, γραψίματα – ελάχιστη παρηγοριά. Κάθε τόσο κάποια άσχετη κλήση – υπενθύμιση της μοναξιάς μου. Άσκοπο ξόδεμα ζωής; Ίσως. Όλες οι πράξεις είναι αυθαίρετες και μάταιες. Κάνουμε το ένα ή το άλλο από ανάγκη, συνήθεια ή προκατάληψη. Τι σημαίνει χρήσιμη ή άχρηστη ζωή; Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως το να υπάρχεις είναι μια ανεξήγητη εμπειρία. Και σύντομη: μια αστραπή, ένα πυροτέχνημα.
Έξω βρέχει ακόμα. Η ίδια ιστορία ξανά. Δυο μέρες βροχής και να το αποτέλεσμα. Καταστροφή και διάλυση. Δρόμοι πνιγμένοι στη λάσπη. Αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο ανακατωμένα με καλάμια και σκουπίδια. Εκατοντάδες σπίτια και μαγαζιά πλημμυρισμένα. Μια γέφυρα συντρίμμια. Οδοστρώματα κομματιασμένα από την ορμή του νερού. Μια λαμπερή βιτρίνα και ένα θλιβερό παρασκήνιο. Και η αιτία; Η απληστία, αγαπητέ μου, κυρίως η απληστία. Ρέματα, χωράφια, λόφοι, βουνά, παραλίες – δεν άφησαν σπιθαμή άχτιστη, παντού βίλες και ξενοδοχεία. Όσο για τις υποδομές – πενήντα χρόνια ανάπτυξης και το νησί παραμένει τριτοκοσμικό. Τι είπατε; Υπερβάλλω; Ε τότε δεν έχουμε παρά να πάμε μαζί μια βόλτα στους δρόμους της πόλης. Δεν ξέρω για σας αλλά εμένα με πιάνει η ψυχή μου με όσα βλέπω. Δρόμοι σακατεμένοι, με χιλιάδες λακκούβες, πληγωμένοι και χαρακωμένοι σαν σώματα που υποφέρουν και ζητούν βοήθεια. Όσο για τα πεζοδρόμια – ελάχιστα είναι της προκοπής, τα περισσότερα είναι διαλυμένα, ταπεινωμένα και βρώμικα.
Λοιπόν, αυτός ο τόπος είναι αυτός που είναι (λατρεύει το χρήμα και τον πλούτο) αλλά εγώ ποιος είμαι; Γιατί ώρες-ώρες νοιώθω τόσο κόπανος που δεν πήρα μέρος στο πανηγύρι της απληστίας και της άνεσης; Αλλά όχι, δεν είναι ώρες, είναι μόνο κάποιες στιγμές – και αυτό με παρηγορεί.
Βλέπω, αγαπητέ μου, ότι παρατηρείς επίμονα κάποια σημεία του προσώπου μου. Μην σε ξεγελά που είναι ισχνό, σχεδόν ασκητικό. Παρά τα βάσανα και τα πενήντα μου χρόνια δεν είμαι και τελείως χάλια. Φτωχός ναι, άφραγκος ποτέ. Βλέπεις, αγαπητέ μου, έχει και η φτωχική ζωή τα καλά της. Χωρίς διατροφικές υπερβολές, παραμένω στυλάκι – λίγο κοκαλιάρης αλλά σε καλή κατάσταση. Μόνο τα ελάχιστα μαλλιά μου και τα βαθουλωμένα μου μάγουλα αποκαλύπτουν την ηλικία μου. Μέχρι πρόσφατα, όσο ακόμα διατηρούσα κάποιες κοινωνικές σχέσεις, ορισμένες γυναίκες δεν με έκαναν πάνω από σαράντα. Αν μου έδιναν την ευκαιρία για πιο στενές επαφές, ίσως να με έκαναν και τριάντα. Μετά από τρία χρόνια χωρισμού νοιώθω απελευθερωμένος και ικανός για πράγματα που κάποτε θεωρούσα προκαταλήψεις.
Για την ώρα περνάω τη ζωή μου στο δωμάτιο. Χωρίς σχέσεις, χωρίς φίλους, χωρίς γνωστούς, χωρίς γυναίκα, τι άλλο να κάνω; Δεν με ενοχλεί η μοναξιά. Έτσι πέρασε η ζωή μου, με εναλλαγές κοινωνικότητας και απομόνωσης. Συγγενείς και φίλοι με έψαχναν όταν περνούσαν δύσκολα, με ξεφορτώνονταν όταν περνούσαν καλά. Τι να πω; Βαρετός ρόλος. Έμαθα να μην ζητώ εξηγήσεις. Το ίδιο έγινε και την εποχή του κόβιντ: όσο κράτησε η τυραννία πολλοί ήθελαν τη βοήθεια και την παρέα μου, μετά εξαφανίστηκαν. Κι τώρα κάθομαι εδώ μέσα (μια μικροσκοπική γκαρσονιέρα στις παλιές συνοικίες), μάρτυρας της ματαιότητας και της ανοησίας, της δικής μου και των άλλων. Και τι κάνω; Πάω πέρα δώθε, διαβάζω, γράφω, πίνω καφέ, ξαπλώνω, κοιμάμαι, ξεσκονίζω, αλλάζω τη θέση των ελάχιστων επίπλων, μονολογώ, μηρυκάζω και περιμένω: οτιδήποτε, μια ζωή καλύτερη ή χειρότερη, έναν ακόμα άτυχο έρωτα, μια περιπέτεια, ένα έγκλημα, και κυρίως έναν ήσυχο θάνατο.
Ο θάνατος με απασχολεί επίμονα. Τι νόημα έχουν οι πράξεις μου αν όλα τελειώνουν στον τάφο; Και πώς να μεταφράσω με μάθημα ζωής τη γνώση του θανάτου; Να δυο σοβαρά ερωτήματα – ίσως τα σοβαρότερα που υπάρχουν – αλλά τα απωθούμε συνεχώς γιατί αν τα καλοσκεφτείς μπορεί και να σου στρίψει.
Ήταν αυτή η αιτία του χωρισμού μου; Το γεγονός δηλαδή ότι δεν άντεχε η πρώην γυναίκα μου την ακατάσχετη θανατολογία και ματαιολογία μου; Αχ Ναταλία μου, τι σχέση και η δική μας! Εσύ να μου λες συνεχώς για χρήματα κι εγώ για φιλοσοφία! Όχι πως δεν ήμουν εντάξει στις υποχρεώσεις μου. Νομίζω πως ήμουν αλλά όχι αρκετά για τα δεδομένα τις Ναταλίας. Χαζομαλάκα, αγαπητέ μου, έτσι με αποκαλούσε λίγο πριν χωρίσουμε. Το διανοείσαι; Χαζομαλάκα! Τι λέξη κι αυτή! Και χαζός και μαλάκας. Δύο σε ένα.
Λοιπόν χωρίσαμε αφού προηγουμένως είχε απειλήσει να μου κάψει όλα τα χαρτιά και τα βιβλία. Έφυγα για να μην κάψει και μένα. Έμεινα ολομόναχος. Την ίδια εποχή όλες οι σχέσεις μου κατέρρευσαν. Έφυγαν όλοι – δεν είχαν πια τι να πάρουν. Δεν υπήρχε έντιμη επικοινωνία, ποτέ δεν υπήρξε. Επιπλέον, μπούχτισα να μιλάω συνέχεια για δουλειές και λεφτά. Τι να πεις με ανθρώπους που σε αξιολογούν μόνο με οικονομικά κριτήρια. Αχ, αγαπητέ μου, αυτό το παιχνίδι των προσδοκιών και των συμφερόντων! Ρυθμίζει ανελέητα κάθε σχέση. Τίποτα καινούριο. Χιλιάδες χρόνια τώρα η ίδια ιστορία: Έχεις χρήμα, σε εκτιμούν. Δεν έχεις, άντε γεια. Πακέτα παροχών ο ένας για τον άλλο. Πρόσωπο, ψυχή, χαρακτήρας, ήθος – τίποτα δεν μετράει. Ανάμεσα σε ένα πλούσιο κάθαρμα και σε ένα έντιμο μπατιράκι, οι περισσότεροι επιλέγουν το κάθαρμα. Τι σημασία έχει αν το ποινικό του μητρώο είναι δέκα, είκοσι, τριάντα σελίδες. Πακετάρει βρώμικο χρήμα, δίνει μίζες, ανοίγει νόμιμα μαγαζιά, φωτογραφίζεται με πολιτικούς, διαφημίζει και μερικές φιλανθρωπίες και να μια ωραία και συγκινητική ιστορία! Σημασία δεν έχει τι είσαι αλλά τι φαίνεσαι.
Ομολογώ ότι μια εποχή πήγα κι εγώ να γίνω κάθαρμα. Μου βάλανε πεντακόσια ευρώ στην τσέπη και μου είπανε να φυλάω τσίλιες. Πέντε κατοστάρικα για δουλειά μισής ώρας το πολύ. Είχανε στήσει μεγάλη συναλλαγή – πάνω από εκατό χιλιάρικα. Ξημέρωμα κάπου στην λιμενική ζώνη. Απλώς έπρεπε να έχω τα μάτια μου ανοιχτά και να ειδοποιήσω αν έβλεπα κάτι ύποπτο. Η ίδια ιστορία έγινε ακόμα δυο φορές. Δεν άνοιξε ρουθούνι. Τσέπωσα χίλια πεντακόσια ευρώ σε δυο βδομάδες, συν φυσικά το χρήμα που έπαιρνα από την κανονική δουλειά στο νυχτομάγαζο ως υπεύθυνος λειτουργίας. Μέχρι που είδα εκείνο το όνειρο με τον γέρο μου. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο και με έφτυσε – πεθαμένος ο γέρος τριάντα χρόνια. Τα παράτησα όλα και εξαφανίστηκα από τη νύχτα – ακόμα και νεκρός ο γέρος είχε ρόλο στη ζωή μου. Ζορίστηκα οικονομικά το επόμενα χρόνια αλλά ποιος ξέρει, μπορεί και να είχα ψοφήσει πρόωρα με τα τσακάλια που πήγα να μπλέξω.
Δεν ξέρω για σένα, αγαπητέ μου, αλλά βλέποντας συνολικά τη ζωή μου νοιώθω να βρίσκομαι σε μια διαρκή κατάσταση άγνοιας και ασάφειας. Βλέπω μια παράλογη ακολουθία στιγμών, ένα κουβάρι από άταφες μνήμες που δεν ξέρω τι νόημα έχουν. Τι να σκεφτώ, τι να υποθέσω, τι να πιστέψω; Τα πάντα είναι μυστήριο. Δεν μπορώ να καταλάβω την κατάστασή μου. Η ίδια μου η ύπαρξη μου φαίνεται αδιανόητη. Ο εαυτός μου: ένας γρίφος. Πώς διαμορφώθηκε; Ποια είναι η ουσία του; Υπήρχε πριν γεννηθώ; Θα υπάρχει μετά τον θάνατό μου; Τι σημαίνουν αυτές οι σκέψεις; Τι είναι αυτό μέσα μας που μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε, να απορούμε, να ψάχνουμε απαντήσεις; Ποιος μας έδωσε αυτή την τρομερή ικανότητα; Και για ποιο σκοπό;
///
Τι πιστεύω για τον Θεό; Άστο καλύτερα, αγαπητέ μου, θα παρεξηγηθούμε – δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για ορισμένα θέματα χωρίς τον κίνδυνο να παρεξηγηθείς. Η ουσία είναι: δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι είναι, δεν ξέρω αν δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, δεν ξέρω αν είναι παντοδύναμος και πανάγαθος, δεν ξέρω τι μπορεί να έχει στο θεϊκό μυαλό του. Πάντως, η εμπλοκή του ή η απουσία του από τις ανθρώπινες υποθέσεις είναι περίεργη, ενίοτε εξοργιστική. Σε κάθε περίπτωση όλα είναι θέμα πίστης. Όμως και η πίστη είναι κάτι ρευστό. Παρηγορεί αλλά δεν σώζει.
Για παράδειγμα, η πρώην γυναίκα μου. Θρησκευόμενη, με κάποιες υπερβολές και μια ιδιαίτερη προσήλωση σε ορισμένους σύγχρονους αγίους. Έτρεχε σε εκκλησίες και μοναστήρια. Προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στις υλιστικές μανίες της και στα χριστιανικά της καθήκοντα. Μπορούσε να συγχωρέσει τους πάντες – εκτός από μένα Πίστευε στην ανάσταση των νεκρών και στην ώρα της κρίσης. Αλλά τι να τα κάνεις; Έτρεμε ακόμα και στη σκέψη του θανάτου. Πάθαινε αλλεργικό σοκ στο άκουσμα της λέξης «θάνατος». Και όταν την άκουγε από μένα, το βλέμμα της σκοτείνιαζε από μίσος. Μετά σηκωνόταν και έφευγε, πήγαινε σε άλλο δωμάτιο ή και εκτός σπιτιού – συνήθως για ψώνια.
Γενικά, η Ναταλία δεν μπορούσε να σκεφτεί τα μεγάλα θέματα της ζωής. Ερωτήματα που για μένα είναι τελείως φυσιολογικά – και μάλιστα απολύτως αναγκαία – για κείνην ήταν φριχτά και ανυπόφορα. Μου το δήλωνε: «με τρελαίνουν, δεν μπορώ να τα σκέφτομαι!». Μιλάμε για ερωτήματα όπως «ποιο είναι το νόημα της ζωής;», «για ποιο λόγο ζούμε;» και τα συναφή. Πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί τα θεωρούσε τόσο αβάσταχτα. Οτιδήποτε άλλο – βαρετά, δυσάρεστα, μάταια – το καταλαβαίνω αλλά ανυπόφορα; Έξι χρόνια η ίδια ιστορία κάθε μέρα. Καμιά κουβέντα πέρα από τα καθιερωμένα – ψώνια, λογαριασμοί, αγορές, ιατρικά θέματα, παρέες, έξοδοι για καφέ και φαγητό. Δεν λέω, όλα χρειάζονται αλλά χρειάζεται και μια πνευματική επαφή, να μιλήσεις για κάτι βαθύτερο, να πιεις με τον άνθρωπό σου ένα καφεδάκι και μιλήσεις για τα μεγάλα θέματα της ζωής και του θανάτου. Τίποτε, αγαπητέ μου, ήταν αλλεργική σε οτιδήποτε πέρα από τα υλικά και οικονομικά ζητήματα. Καθόμουν κι εγώ ζαρωμένος στο γραφειάκι μου, διάβαζα και έγραφα, νοιώθοντας το βλέμμα της καρφωμένο πάνω μου. Και ήταν τόσο διαπεραστικό που για λίγες στιγμές ένοιωθα ένοχος που δεν μπορούσα να είμαι αυτός που ήθελε να είμαι. Μεγάλωνε έτσι η εσωτερική μοναξιά και η απόστασή μας. Την ίδια πορεία ακολούθησε και η σεξουαλική μας σχέση. Στο τέλος κατέληξα ένας παντρεμένος μαλάκας. Τον περισσότερο χρόνο έλεγα δεν βαριέσαι αλλά υπήρχαν στιγμές που συνειδητοποιούσα ότι ήταν μια νοσηρή κατάσταση. Τι στο διάολο έκανα μαζί της; Τι σχέση ήταν αυτή; Υπήρχαν στιγμές που έβλεπα εκείνη την ποθητή γυναίκα – ομολογώ, ήταν πληθωρική και σέξι – και ένοιωθα πως έβλεπα κάποια ολότελα ξένη, κάποια που την έβλεπα για πρώτη φορά. Τέτοια αίσθηση αποξένωσης, αγαπητέ μου. Να βλέπεις τον άνθρωπο που κοιμάται δίπλα σου και να μην ξέρεις ποιος είναι. Είναι περίεργο το πόσο ξένοι και άγνωστοι παραμένουμε ο ένας για τον άλλο μέσα στην κοινή μας μοίρα. Περίεργο και θλιβερό, αγαπητέ μου.
Και κάτι ακόμα για το θέμα της πρώην. Βλέπεις, αγαπητέ μου, με απασχολεί ακόμα η περίπτωσή της – δεν είναι εύκολο να κλείσουμε οριστικά τις πληγές μας. Με την άποψη της Ναταλίας δεν είχα πρόβλημα – τουλάχιστον στην αρχή. Είχε τις τυπικές ιδέες της εποχής. Ήθελε να κάνει ό,τι κάνουν όλοι. Δικαίωμά της – δεν προσπαθούσα να την αλλάξω. Εκείνη όμως με έπρηζε μέρα νύχτα. Ήθελε σώνει και καλά να αλλάξω, να γίνω σαν όλους. «Αν δεν έχεις χρήμα, δεν μετράς στα μάτια των άλλων» – αυτό μου έλεγε κάθε τόσο. Περίεργη ιδέα, αν το καλοσκεφτείς. Δουλειά και χρήμα – αυτό θεωρούσε φυσιολογική ζωή. Εγώ δεν ήμουν ικανός για κάτι τέτοιο. Προσωπικά, το μόνο που ήθελα ήταν μια αξιοπρεπή και ήσυχη ζωή, ούτε περιουσίες ούτε καριέρες. Δούλευα όσα χρειαζόταν για να είμαι αντέξει απέναντί της, κάναμε κάποια πράγματα μαζί αλλά ήθελα και τη μοναξιά μου για να μπορώ να διαβάζω και να γράφω. Ε, αυτό δεν μπορούσε να το καταλάβει. Όπως δεν μπορούσε να καταλάβει και την κριτική που έκανα για τα χάλια του τόπου μας. Θεωρούσε υπερβολικά όσα της έλεγα για τη Ρόδο, για τον νεοπλουτισμό και για την καταστροφή που έχει προκαλέσει το χρήμα στις ανθρώπινες σχέσεις. Πίστευε, μάλιστα, ότι όλα όσα έλεγα ήταν γιατί ζήλευα και γιατί δεν είχα «τα αρχίδια» – έτσι μου έλεγε – να κάνω δυο και τρεις δουλειές όπως έκαναν τόσοι άλλοι. Στην αρχή νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα αλλά σύντομα κατάλαβα ότι το εννοούσε. Άκου εκεί τρεις δουλειές! Και τι να της πω, αγαπητέ μου; Η κυρία ήταν αυτή που ήταν κι εγώ αυτός που ήμουν. Μας χώριζε άβυσσος. Αυτό είναι όλο.
///
Δεν ξέρω τι γνώμη έχεις, αγαπητέ μου, αλλά η Ρόδος μας πάει κατά διαόλου. Όμορφος τόπος, ευλογημένος αλλά και ταπεινωμένος. Τα τείχη καταρρέουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Εκατοντάδες κτίρια στην παλιά και στη νέα πόλη είναι σάπια και ετοιμόρροπα. Προχτές έπεσε ένα κομμάτι από το κτίριο του ΟΑΕΔ, από θαύμα δεν σκοτώθηκε κανείς. Πρόοδος, ανάπτυξη – για ποιούς; Παρακμή: αυτή είναι η λέξη για την κατάστασή μας. Θεοποίησαν την οικονομία, τον τουρισμό και το χρήμα και ξέχασαν τον άνθρωπο, την ιερότητα και την υπαρξιακή του αγωνία. Όλη αυτή η τρέλα της ανάπτυξης δεν μειώνει ούτε τόσα δα την αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο υπαρξιακό του μυστήριο και στον θάνατο. Τόση πρόοδος, τόση τεχνολογία, και ο άνθρωπος νοιώθει πιο γυμνός και πιο αβοήθητος όσο ποτέ άλλοτε. Αρκεί μια δυνατή καταιγίδα για να αποκαλύψει τη γύμνια μας και την ασημαντότητά μας.
Είδες, αγαπητέ μου, τι έγινε τις τελευταίες μέρες; Ασελγούμε τόσα χρόνια πάνω στη φύση και η φύση μας έπνιξε. Πάλι καλά που δεν θρηνήσαμε θύματα όπως σε προηγούμενες νεροποντές. Βγαίνουν για μια ακόμα φορά και λένε για ανάγκη θωράκισης του νησιού, για έργα και καλύτερες υποδομές. Ας γελάσω. Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει ουσιαστικά. Θα κάνουν μερικές κινήσεις εντυπωσιασμού και ύστερα όλοι, διοικούντες και διοικούμενοι, θα συνεχίσουν να κάνουν το μόνο πράγμα που έμαθαν στη ζωή τους: χρήμα και δουλειά, δουλειά και χρήμα, νόμιμο και παράνομο. Εντάξει, δεν λέω πως είμαστε όλοι στην ίδια μοίρα και ούτε έχουμε όλοι τις ίδιες ευθύνες. Γενικά, όμως, ο τόπος μας χρειάζεται επειγόντως ηθική επιδιόρθωση, να σκεφτεί εκ νέου τι σημαίνει καλή ή σωστή ζωή. Αλλά, αγαπητέ μου, δεν τρέφω αυταπάτες. Η μεγάλη πλειοψηφία δεν αλλάζει.
Για παράδειγμα, θυμάμαι την εποχή της κοβιντοαπάτης. Μαζευόμασταν πενήντα εξήντα άνθρωποι στην Πλατεία Δημαρχείου και φωνάζαμε όχι στην υγειονομική χούντα και στους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς. Μια χούφτα άνθρωποι όταν στις γύρω καφετέριες έπιναν τον καφέ τους εκατοντάδες συμπατριώτες μας με τη μασκούλα τους μισοκατεβασμένη. Δυο φορές βρέθηκα στο αστυνομικό τμήμα επειδή κυκλοφορούσα χωρίς μάσκα στους δρόμους! Καταλαβαίνεις το έγκλημα μου: ήθελα να αναπνέω ελεύθερα, να εισπνέω οξυγόνο και να εκπνέω διοξείδιο του άνθρακα, αυτό ήταν όλο. Έπρεπε να δεις τους αστυνομικούς. Χαλαροί και χωρίς μάσκα στα γραφεία τους και μόλις με έβλεπαν να μπαίνω συνοδεία συναδέλφων τους, έσπευδαν να φορέσουν τις μάσκες τους. Ευγενικά παιδιά, δεν λέω. Μου έκοψαν το πρόστιμο και με άφησαν να φύγω – αυτό ήταν όλο. Κατά βάθος ήξεραν ότι δεν έκανα τίποτα παράνομο και ότι παράνομες και ανήθικες ήταν οι εντολές που εκτελούσαν – ποιος ξέρει, ίσως κάποιοι να ντρέπονταν που δεν έβρισκαν το θάρρος να τηρήσουν το όρκο τους. Με συγκλονίζει ακόμα το πόσο εύκολα εκείνα τα χρόνια τόσοι πολλοί άνθρωποι πίστεψαν τόσα ψέματα και υπάκουσαν σε γελοίες και ταπεινωτικές εντολές. Μέσα σε μια νύχτα παρέδωσαν τα πάντα στην εξουσία: ελευθερία, δικαιώματα, ζωή, ψυχή, τα πάντα. Και για ποιο λόγο; Επειδή άλλοι έχαψαν το παραμύθι του ιού και άλλοι δεν ήθελαν να χάσουν την καλοπέραση και τα προνόμιά τους. Ούτε που τους πέρασε απ’ το μυαλό ότι όλο αυτό θα μπορούσε να είναι στημένο, μια νέα τυραννία με το πρόσχημα μια αμφίβολης ή και ανύπαρκτης βιολογικής απειλής. Αγαπητέ μου, καμιά εξουσία δεν θέλει το καλό των ανθρώπων. Καλιγούλες και Φαραώ κυβερνάνε ακόμα τον κόσμο – μόνο τα ρούχα άλλαξαν. Για να πετύχουν τη δική τους απατηλή αθανασία οδηγούν εκατομμύρια ανθρώπους στον θάνατο. Τα βασίλειά τους είναι χτισμένα πάνω σε βουνά από πτώματα – έτσι ήταν και έτσι θα είναι στον αιώνα τον άπαντα. Λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν καλά τη φύση και τους μηχανισμούς της εξουσίας. Οι περισσότεροι τα αγνοούν και όταν τα ανακαλύπτουν είναι πια πολύ αργά.
///
Λοιπόν, αγαπητέ μου, τι μένει απ’ όλα αυτά; Άταφες μνήμες που ζητούν ερμηνείες, στο τέλος θάβονται κι αυτές για πάντα στο χώμα. Μπορεί και όχι. Κάποιοι λένε ότι τίποτα δεν χάνεται, ότι όλα καταγράφονται στην διαρκή μνήμη του σύμπαντος. Ποιος ξέρει, όλα είναι πιθανά. Ενδιάμεσα: κάμποσες παρεξηγήσεις, υπερβολικές πίκρες, μικροί ασήμαντοι θρίαμβοι, μια απατηλή αίσθηση ταυτότητας και μια βαθύτερη αίσθηση ασάφειας και τυχαιότητας. Τι είμαστε; Γιατί υπάρχουμε; Άγνωστο. Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε αυθαίρετα. Υπάρχουμε, έτσι απλά, χωρίς να ρωτηθούμε. Εξωφρενικό γεγονός αν το καλοσκεφτείς. Όλα όσα ακολουθούν είναι το ίδιο εξωφρενικά. Ζούμε σε μια εποχή που δεν την έχουμε επιλέξει, σε μια χώρα που δεν την έχουμε επιλέξει, σε μια οικογένεια που δεν την έχουμε επιλέξει. Λέγομαι Θεοφάνης ενώ θα μπορούσα να λέγομαι Γιώργος. Γενικά, ένα σύνολο από συμβεβηκότα η ζωή μας, τυχαία κομμάτια ενός παζλ ακατανόητου και ανολοκλήρωτου. Βλέπω, αγαπητέ μου, ότι διαφωνείς. Καταλαβαίνω, προφανώς δε σε πείθω. Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Άλλωστε όλα είναι θέμα ερμηνείας – και συνθηκών.
Αλλά αρκετά με τις φλυαρίες. Άλλωστε βλέπω ότι είστε έτοιμος να φύγετε. Όμως, περιμένετε λίγο, έξω βρέχει ακόμα. Δεν ξέρω για σας αλλά προσωπικά μ’ αρέσει να ακούω τη βροχή. Μ’ αρέσει η θαλπωρή των μικρών χώρων. Με βοηθά στην προσπάθειά μου να καταλάβω τι είμαι και ποιος είμαι. Γι’ αυτό γράφω. Για να καταλάβω, να εξηγήσω, να βρω κάποιο νόημα. Για να δώσω μορφή στην ασάφεια της ύπαρξής μου. Είναι εφικτό; Δεν ξέρω. Οι λέξεις φωτίζουν ή συσκοτίζουν; Δεν ξέρω. Τουλάχιστον όμως παρηγορούν, πρόσκαιρα σώζουν. Χωρίς την αφήγηση η ζωή θα ήταν ανυπόφορη. Αλλάζοντας ελαφρώς μια φράση του Νίτσε: «έχουμε τις λέξεις για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια». Επιπλέον γράφω για να μην σκάσω. Είναι στιγμές που με πνίγει η σιωπή. Σε ποιον να μιλήσω; Σε ποιον να πεις τα εσώψυχα σου χωρίς να ντραπείς και χωρίς τον κίνδυνο να τα χρησιμοποιήσει αργότερα εναντίον σου; Άσε που όσο του μιλάς θα σκέφτεται «τι λέει ο μαλάκας!». Και ακόμα γράφω γιατί κάπως πρέπει να γεμίσω τον χρόνο της αναμονής. Τι περιμένω; Τον θάνατο, τι άλλο. Είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, μια αναμονή είναι η ζωή μας. Το γράψιμο είναι μια μέθοδος αναμονής ανάμεσα σε άλλες. Μάρτυρας της ασημαντότητας μου προσπαθώ να νοιώθω σημαντικός γράφοντας. Μηρυκάζω και φλυαρώ πότε στο χαρτί και πότε στην οθόνη.
Λοιπόν, αγαπητέ μου, σε ευχαριστώ που με άκουσες. Ακόμα και αν προσποιήθηκες, δεν πειράζει. Το ίδιο θα έκανα κι εγώ. Στο ίδιο καζάνι βράζουμε όλοι.
///
*
*
*
