Μωβ, φίδι, καρέκλα

*

ΜΩΒ, ΦΙΔΙ, ΚΑΡΕΚΛΑ: 3 ΛΕΞΕΙΣ

Υπάρχει ένας πλανήτης όπου εξορίζονται όσοι έχουν χάσει τον προορισμό τους πάνω στη γη. Χθες, έφτασε στον πλανήτη μια ΜΩΒ μπάλα. Έπαιζε με αυτήν στην εξοχή ένα κορίτσι με κόκκινα μαλλιά, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του ένα ΦΙΔΙ. Το κορίτσι τρόμαξε τόσο, ώστε η μπάλα τού έφυγε από τα χέρια και έπεσε στο ποτάμι. Έτσι, κατέληξε στον πλανήτη με τους απόκληρους.

Σήμερα πάλι, έφτασε στον πλανήτη μία ΚΑΡΕΚΛΑ. Καθόταν σε αυτή με τις ώρες ένας παππούς μόνος και του άρεσε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο ένα κορίτσι με κόκκινα μαλλιά που έπαιζε με μια μωβ μπάλα. Το πρωί, όμως, ο παππούς πέθανε. Η καρέκλα άδειασε και κατέληξε στον πλανήτη των παρείσακτων. Δεν είχε πια προορισμό.

///

ΤΑ ΑΠΟΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ

Είναι κάτι λέξεις που περισσεύουν, που δεν έχουν τόπο να σταθούν. Παράταιρες για το νόημα, παράφωνες για το μέτρο. Γυρεύουν τόπο να σταθούν, να βρουν την αναπνοή τους μα όλο τις διώχνει το κύρος του ποιητή, η σοβαρότητα του στίχου.

Πώς να το κάνουμε; Είναι κατώτερες των περιστάσεων. Γκρεμίζονται απ’ την άκρη αυστηρών κοκκάλινων γυαλιών που κρέμονται με την κομψή αλυσιδίτσα τους πάνω στα στέρνα μεσόκοπων κριτών.

Βαριές κι ανεπιτήδευτες, ακατάλληλες για τα σαλόνια των αναγνώσεων, τις κομψές σελίδες των εκδόσεων, επαίτες μιας μικρής γωνιάς μέσα σε ποιήματα λαμπρά σαν καλογυαλισμένα πατώματα όπου χορεύουν ακκιζόμενα, άδεια σαρκία, οι περίτεχνες λέξεις.

Λέξεις υπό διωγμόν που καταδιώκουν την αλήθεια.

///

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ

Η δουλειά του είναι να φτιάχνει παιχνίδια. Κούκλες με φανταχτερά πολύχρωμα φορέματα, στρατιώτες με μεγαλοπρεπείς στολές, αυτοκινητάκια με γυαλιστερές πόρτες, κουτάλες πλαστικές και σπίτια με ροζ και γαλάζιους τοίχους.

Φτιάχνει τα σχέδια πρώτα σε μεγάλα χαρτιά κι ύστερα, πιάνει τα υλικά στα χέρια του και τα υποτάσσει. Τα νιώθει να υποχωρούν, να κάμπτονται πειθήνια κάτω από τα χέρια του. Να ζαρώνουν και να λυγίζουν, να παίρνουν σχήμα και μορφή με τα εργαλεία που κρατά αποφασιστικά στα χέρια του.

Άξαφνα μια κούραση τον καταβάλλει. Αφήνει μια κούκλα δίχως το δεξί της χέρι, ένας στρατιώτης μένει δίχως τις επωμίδες του, το λευκό χνουδωτό αρκουδάκι δεν έχει μύτη και το σπίτι απομένει δίχως πόρτα. Όλα ημιτελή, ελλιπή.

Τα απλώνει πάνω στο χαλί και τα χαζεύει με μια στυφή ηδονή. Οι κούκλες τον κοιτάζουν με παράπονο με τα μισοτελειωμένα μάτια τους δακρυσμένα, οι στρατιώτες χτυπούν με απαίτηση βουβή στο έδαφος τα κομμένα πόδια τους παραπατώντας μα πιο πολύ κλέβουν το βλέμμα του τα σπίτια με τα χάσκοντα παράθυρα και τους μισοβαμμένους τοίχους.

Θέλει να δώσει ένα τέλος, να ολοκληρώσει τον μικρό τους προορισμό μα νιώθει αδύναμος μπροστά στην τελική απόφαση. Αν ολοκληρώσει τα παιχνίδια του , θα πρέπει να τα τοποθετήσει στη βιτρίνα του μαγαζιού του. Άνθρωποι περαστικοί θα τα κοιτούν προσεκτικά. Θα βλέπουν την αδέξια γραμμή στο αριστερό βλέφαρο της κούκλας, το στραβό χαμόγελο στο αρκουδάκι και πιο πολύ το μικρό κακοβαμμένο πόμολο στην εξώθυρα του σπιτιού με τους γαλάζιους τοίχους.

Α όχι! Αυτό δεν μπορεί, δεν πρέπει να συμβεί. Κι έτσι, τα παιχνίδια μένουν μισά, στο μέσο μιας διαδρομής, σαν αποδημητικά πουλιά που χάθηκαν στους αέρηδες και δεν μπορούν πια μήτε πίσω να γυρίσουν μήτε τον προορισμό τους να θυμηθούν. Έτσι και τα παιχνίδια του, σ’ έναν προορισμό άρρητο από φόβο γίνονται μικρά αναθήματα. Άσκοποι σκοποί, παράταιρα μέσα μιας φοβισμένης ζωής που κουρνιάζει σ’ ένα μικρό δωμάτιο παιχνιδιών.

///

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΗΜΕΡΑ

Δεν κατάλαβε γιατί πήγε στο ζαχαροπλαστείο. Περνούσε απέξω και του ήρθε μία ξαφνική παρόρμηση. Μπήκε μέσα διστακτικά. Κοντοστάθηκε μπροστά στη βιτρίνα με τα διάφορα γλυκά. Τι να διάλεγε; Τελικά, αποφάσισε να αγοράσει ένα κουτί με σοκολατάκια. Διαπίστωσε ότι ήταν το ακριβότερο. Στο ταμείο μετρούσε ένα ένα τα κέρματα. Πλήρωσε κι έφυγε.

Πήρε το λεωφορείο και πήγε στη δουλειά. Κοντοστάθηκε έξω από τη βιτρίνα. Το αφεντικό στριφογύριζε ανάμεσα στους υπαλλήλους. Θα τους έδινε εντολές, όπως συνήθιζε. Έπιασε το χερούλι. Στο άλλο χέρι κρατούσε σφιχτά το κουτί με τα σοκολατάκια. Είχε γενέθλια σήμερα. Θα του εύχονταν όλοι στη δουλειά να ζήσει, να είναι υγιής και όλα αυτά που λένε σε τέτοιες περιστάσεις.

Ξαφνικά, έκανε μεταβολή και έφυγε. Είχε δύο μήνες που τον είχανε απολύσει. Στον δρόμο για το σπίτι σκεφτόταν τι θα έκανε όλα αυτά τα σοκολατάκια. Τα μοίρασε σε όσους περίμεναν μαζί του στη στάση το λεωφορείοΚράτησε ένα τελευταίο. Το βράδυ, κάθισε στον καναπέ και είπε: «Χρόνια πολλά! Να ζήσεις»! Αφουγκράστηκε για λίγο. Δεν ακούστηκε ούτε ένα «ευχαριστώ»!

ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΤΣΑ

*

*

*