Ο συγγραφέας σε κρίση

*

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Γιάννης Στ. Γαβαλάς,
Τώρα είναι μετά,
Το Ροδακιό, 2023

Τώρα είναι μετά είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Ελευσίνιου πεζογράφου και ποιητή Γιάννη Στ. Γαβαλά. Το μυθιστόρημα ξεκινάει από το τέλος. Ο κεντρικός ήρωας, ενδοδιηγητικός αφηγητής της ιστορίας, είναι ένας επίδοξος συγγραφέας διαρκώς σε κρίση, που, κατηγορούμενος για έγκλημα, αποφυλακίζεται ύστερα από εννέα χρόνια εγκλεισμού. Έξω τον περιμένει μια ζωή που έχει χάσει προ πολλού κάθε πρόσημο πραγματικότητας. «Ό,τι από καιρό έγινε λάθος έδειχνε σωστό και το σωστό λάθος. Το ψέμα αλήθεια και η αλήθεια ψέμα». Άλλωστε αυτό ήταν και το όραμά του ανέκαθεν: η αναβολή της πραγματικής ζωής για το μέλλον.

2010 είναι το παρόν της αφήγησης, εννιά χρόνια πριν τη φυλακή και ο ήρωας παλινδρομεί ανάμεσα στο τώρα των τριάντα οκτώ του χρόνων και στο πριν – της νιότης του, το 1991, όταν αιώνιος φοιτητής της Γεωπονικής ερωτεύεται την μετέπειτα γυναίκα του στους κήπους της Σχολής. Τον συνοδεύει στις εξετάσεις του μαθήματος της Αμπελουργίας, όπου περνάει το μάθημα με ευκολία, λέγοντας απλώς την πασίγνωστη εξίσωση του κλαδέματος, πράγμα που ανασκευάζει στη συνέχεια, τα πράγματα δεν έγιναν έτσι, έγιναν αλλιώς, χτυπάει στο πρόσωπο τον καθηγητή, σχεδόν ανεξήγητα και αποβάλλεται, «οργισμένος λοιπόν αναρχικός» (σελ. 57) ή μήπως όχι, ήδη αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για την εγκυρότητα των αναμνήσεών του και για την καθ’ έξιν, όπως διαφαίνεται στη συνέχεια, σύγχυση ζωής και φαντασίας: ένας φαντασιόπληκτος επομένως που άγεται και φέρεται από τις ονειροπολήσεις του, καθώς σταδιακά περνά από την υλικότητα της γεωργικής χημείας με τις σκόνες, τα νιτρικά και τα νιτρώδη άλατα, στην άυλη επικράτεια της εικόνας και στο περιστασιακό επάγγελμα του εικονολήπτη, και από κει στην άυλη υλικότητα των λέξεων.

Ναι, αυτός ο φυγόπονος παρ’ ολίγον γεωπόνος, ο νωθρός εικονολήπτης που δεν έχει τα κότσια να γίνει σκηνοθέτης γιατί πρέπει να συνδυάσει «με επικίνδυνη τόλμη τη γλυκιά ζωή με το χαμαλίκι» (σελ. 20), ο αποτυχημένος σύζυγος με την μπόλικη ανία, την «πολλή μοναξιά και τα αγέννητα παιδιά» (σελ. 25), θέλει όλα αυτά να τα παρατήσει και να γίνει συγγραφέας.

Ο πρώην μέντοράς του, ο κινηματογραφιστής και θεωρητικός Διονύσης Πράος, κάποτε μαχητικός μονομανής και τώρα γέρο στριμμένος και ξεμωραμένος υποθέτει ότι ο νεαρός προτίθεται να εγκαταλείψει την εικόνα για τις λέξεις γιατί είναι πιο εύκολη η ζωή του συγγραφέα. Ο κινηματογραφιστής χρειάζεται «ιδέες και χρήμα». Ο συγγραφέας τετράδιο, μολύβι, κομπιούτερ (σελ. 79). Η υπεροχή του είναι η αυτάρκεια. Εδώ όμως ο Πράος κάνει λάθος. Και όχι μόνον ο Πράος. Στο καφενείο στο Παγκράτι που θα γίνει αργότερα το συγγραφικό στέκι του ήρωα, τα γκαρσόνια κι οι θαμώνες τον ζηλεύουν. Τι γράφεις; Ιστορίες, τους απαντάει και βλέπει στα μάτια τους αναλαμπές φθόνου. Ίσως επειδή όταν γράφεις έχεις την ικανότητα να απομονώνεσαι, να αγνοείς, ακόμα και να περιφρονείς τους δυνάμει συνομιλητές σου. Ίσως επειδή διαθέτεις το πλεονέκτημα της αυτάρκειας απέναντί τους. «Θα τους παρηγορούσε αν ήξεραν οι καημένοι πόση αναπηρία κρύβεται μέσα στον σκυφτό άνθρωπο με το μολύβι στο χέρι, την ντροπή και την αδιαντροπιά που μάχονται την ίδια στιγμή στο αλλόκοτο μυαλό μου» (σελ. 146), λέει μέσα του και κρυφογελάει με τις αφελείς τους σκέψεις.

Ξέρει πολύ καλά πως ο συγγραφέας δεν είναι αυτάρκης. Ξεδιάντροπος, ναι. Και κυνικός πολύ. Όσο γι’ αυτόν; Ένας αργόσχολος, ένας κηφήνας που απομυζά ανερυθρίαστα τις οικονομίες της κομμώτριας γυναίκας του και της πεθεράς του για να μην δουλεύει, με τίμημα μια άθλια προσωπική ζωή, ωστόσο πρόθυμος και ράθυμος πλάνης, συλλέκτης εντυπώσεων και συγκινήσεων, περιπλανώμενος στην πόλη και στις γειτονιές προς άγραν ιδεών και φευγαλέων στιγμιότυπων, γιατί, δεν μπορεί, κάποτε η τύχη θα του χαμογελάσει και η πραγματικότητα θα τον γεμίσει με ιδέες, υπέροχες, ολοζώντανες συγγραφικές ιδέες. Κι αυτός δεν θα ’χει παρά να απλώσει το αρπακτικό του χέρι και να τις καρπωθεί. Και νά που το θαύμα συντελείται, έτσι όπως το ονειρευόταν, χωρίς κανέναν κόπο, αναζήτηση ή προετοιμασία.

Μια βροχερή μέρα που κάνει ρεπεράζ στη φτωχογειτονιά της Αγίας Βαρβάρας, αναζητώντας στα ανηφορικά δρομάκια κατάλληλο τόπο γυρίσματος για ένα ντοκιμαντέρ, από το ανοιχτό παράθυρο ενός προσφυγικού σπιτιού πετάει κατά πάνω του, παρασυρμένο από τον άνεμο, ένα σμήνος γραμμένες σελίδες. Τις μαζεύει, μπαίνει στο σπίτι όπου αντικρίζει στο πάτωμα ασάλευτο έναν ημιθανή άνδρα ανάμεσα σε δεκάδες άλλες σελίδες. Τσεπώνει τον απρόσμενο χάρτινο θησαυρό, ένα από τα δύο κλειδιά που ήταν περασμένα σ’ έναν κρίκο στην πόρτα και ένα κινητό απ’ όπου καλεί ασθενοφόρο και την κάνει. Στο λεωφορείο τακτοποιεί τα χαρτιά, το υλικό, το σενάριο. Και το ονομάζει το Χρονικό. Πρόκειται για «ένα ημερολόγιο αγνώστου πατρός» (σελ. 19). «Βρήκα δουλειά», μονολογεί περιχαρής. Έτοιμο υλικό. Και δωρεάν. Χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Μελετάει το σενάριο, τα πρόσωπα: Ένας νέος άντρας ξαναβρίσκει τον παιδικό του φίλο, τον θάνατο του οποίου νόμιζε πως είχε προκαλέσει –κατά λάθος. Και πλάι στον αναστημένο φίλο, που αρχίζει να φλερτάρει τη γυναίκα του, ένα σωρό άλλα αινιγματικά πρόσωπα. Πολύ γρήγορα διαπιστώνει πως το κεντρικό πρόσωπο του Χρονικού, «με την αμφιθυμία του και τις κινηματογραφικές του εμμονές» (σελ. 50), είναι ακριβώς σαν κι αυτόν, ένας άνδρας σε κρίση. Υποπτευόμαστε πως οι επικίνδυνες ομοιότητες δεν σταματούν εδώ. Και φοβόμαστε πως το Χρονικό, εν είδει θρίλερ, θα κυριεύσει, θα καταπιεί τη ζωή του: δηλαδή με έναν υποχθόνιο και δαιμονικό τρόπο θα του την υπαγορεύσει. Θα γίνει ένας άλλος.

Ο ήρωάς μας επισκέπτεται τον κατάκοιτο άνδρα (που σύντομα θα πεθάνει) στην Εντατική, όπου με έκπληξη μαθαίνει ότι έχει το όνομα ενός αμφιλεγόμενου προσώπου από το Χρονικό. Εκεί, στον προθάλαμο της αναμονής, συναντά και έναν «θίασο» από μυστήρια άτομα, κάποια του κύκλου του, εικάζει, που αρχίζει να τα συνδυάζει με τα πρόσωπα του Χρονικού. Δεν χάνει τον καιρό του. Αναζητάει τις αντιστοιχίες. Φοβερό θα ήταν να ανακαλύψει πως όχι μόνο ο νοσηλευόμενος αλλά και τα υπόλοιπα μυθιστορηματικά πρόσωπα συνωστίζονται ζωντανά μπροστά του στο καθιστικό της αναμονής. Μπλέκει με τα άγνωστα αυτά πρόσωπα. Θέλει να τα γνωρίσει, να ζήσει τις ζωές τους.

«Προετοιμαζόμουν για τη λογοτεχνία. Τέτοιες υπερβάσεις είναι τα φτερά κάθε φαντασιόπληκτου και όπως νοιαζόμουν υπερβολικά για την ίντριγκα κάθε κωλοϊστορίας, ένιωθα έτοιμος να παραδοθώ, να πέσω με τα μούτρα, σ’ αυτό που είχα αναθέσει στον εαυτό μου» (σελ. 66).

Το Χρονικό. Και οι νέες ζωές που πρόκειται να γνωρίσει. Που μπλέκονται πλέον με τη δική του. Αυτό θα είναι σίγουρα υλικό του βιβλίου του. Ένα δώρο που του χαρίστηκε, έτσι τουλάχιστον νομίζει – θύμα και ο ίδιος του ισοπεδωτικού κυνισμού του. Νομίζει ότι μπορεί να δρέπει ατιμώρητα ό,τι βλέπει μπροστά του, να οικειοποιείται, να καρπώνεται, να κλέβει. Και να ονομάζει εύνοια της τύχης ό,τι είναι συμφωνία με τον διάβολο. Ένας σύγχρονος, αποπροσανατολισμένος Φάουστ. Που δεν ζει δυνατά τη δική του ζωή και λαχταράει τις ζωές των άλλων. Αναρωτιέται κανείς αν “πουλάει” τη δική του ζωή για να “αγοράσει” τις ζωές των άλλων για χάρη της μυθοπλασίας, ή μήπως, ακόμα πιο τρομερό, με το πρόσχημα της μυθοπλασίας.

Σιγά σιγά αρχίζει να απειλείται από πραγματικές και φανταστικές καταστάσεις, ενώ στις περιπλανήσεις και στα μπλεξίματά του με τα νέα άτομα και τους σταθερούς παλιούς φίλους του, παρεισφρέουν όλο και πιο έντονα βασανιστικές εικόνες από την πρώιμη, τραγική οικογενειακή του ζωή, που επιτείνουν ακόμα περισσότερο τη δυσφορία του και τη σύγχυσή του. Και αυτές τις εικόνες, τις τραυματικές αναμνήσεις τις βάζει στο χαρτί. Κυρίως αυτές. Κάθε περιστατικό, κάθε μετακίνησή του στην ασφυκτική ανθρωπογεωγραφία της πόλης, ανακαλεί σχεδόν συνειρμικά και μία επώδυνη ανάμνηση από τα παιδικά χρόνια με τον αυτόχειρα πατέρα, την τρελή και άπιστη μάνα, τη μικρή νεκρή αδελφή, ανάμνηση που με τη σειρά της προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις συσκοτίζοντας την κρίση του και παραμορφώνοντας την πραγματικότητα που την βλέπουμε να κατοικείται από αναστημένα φαντάσματα και να διαβρώνεται από τις ζοφερές παραισθήσεις του, σε σημείο που να μπερδεύεται το πριν, το τώρα και το μετά.

Αρχικά γράφει σ’ ένα παλιό σημειωματάριο που το ονομάζει Ροζ και Μαύρο. «Ροζ σημαίνει έρωτας και μαύρο θάνατος» (σελ. 224), δηλώνει, κλείνοντας μέσα στον τίτλο τις περιπέτειες της οικογένειάς του. Γράφει κάτι λίγα από παλιά σε αυτό το μπλοκάκι. Και κάθε τόσο δείχνει τα γραπτά του στον μέντορά του, τον Πράο, ο οποίος δεν σταματά να τον χλευάζει και να τον αποθαρρύνει. Η ετυμηγορία του δασκάλου είναι αδυσώπητη:

«Ως διανοητής θα αποτύχω, ως άνθρωπος της καθημερινής ζωής θα συνεχίσω να ζω όπως ζούσα άτολμα με συγγραφές άτεχνες, με μεγάλες ιδέες και φτωχό έργο και τον εαυτό σε διαρκή κρίση» (σελ. 189).

Ωστόσο δεν τα βάζει κάτω. Συνεχίζει αυτή την ολισθηρή πορεία όπου ανάμνηση, φαντασίωση και πραγματικότητα γίνονται ένα κουβάρι αξεδιάλυτο.

Όπως η συγγραφική του δραστηριότητα έχει την ανάγκη διεγερτικών “εργαλειακής τυχαιότητας” (το Χρονικό που κλέβει ανενδοίαστα, τα ξένα πρόσωπα και οι ιστορίες τους) που ψαρεύει εδώ κι εκεί μέσα στη θολούρα της ηθικής αναισθησίας του, «είχα τη γυναίκα μου να δουλεύει ενώ εγώ ψάρευα κουβέντες από αγνώστους για ξένες υποθέσεις. Ένιωθα βέβαια επιτακτικά την ανάγκη να μπω σε ίντριγκα με αφορμή ένα ξένο δράμα και να δοκιμαστώ στο γράψιμο» (σελ. 29), έτσι και η ίδια του η ζωή αρχίζει να γίνεται όλο και πιο θαμπή και ακατανόητη, ώσπου να ξεφύγει τελείως από τα χέρια του και να γίνει άθυρμα μιας σειράς “μυθιστορηματικών” συμπτώσεων. Το Χρονικό παίρνει την εκδίκησή του.

Μέχρι που καταλήγει στη φυλακή «για υποψία σε εμπλοκή εγκληματικών πράξεων» (σελ. 12) ύστερα από μια σειρά παρεξηγήσεων και ύποπτων συμπτώσεων. Ο ίδιος θεωρεί πως έπεσε θύμα της πλεκτάνης των κατηγόρων του (και αναφέρεται σε πρόσωπα του παρελθόντος υπεύθυνα για το οικογενειακό του δράμα αλλά και τωρινά, του κυκλώματος των απατεώνων του Χρονικού) αλλά βιάζεται να προσθέσει: «Έφταιγε επίσης η φαντασία μου: να αφηγηθώ μέσα στις συγγραφές μου πράγματα προσωπικά, παραποιημένα σε μια αυτοπαθή μυθοπλασία» (σελ. 325), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν εις βάρος του. Και κει, μέσα στη φυλακή, βυθίζεται στην τρέλα, με φρικτές ενοχές, καταδικασμένος για ένα παράφορο οιδιπόδειο σύμπλεγμα της παιδικής ηλικίας, ένα “εγκληματικό” τελικά σύνδρομο, που τα περιέχει όλα, έρωτα και θάνατο, ροζ και μαύρο, –χωρίς κανείς να ξέρει αν πρόκειται για αληθινό βίωμα ή μυθοπλασία, ή και τα δύο–, σε ένα εχθρικό καφκικό σύμπαν όπου κατηγορείται για όλα όσα έκανε ή δεν έκανε, φαντάστηκε, επινόησε. Κι εκεί του χαρίζεται επιτέλους ο χρόνος να αφιερωθεί στη συγγραφή. Για να γίνει η ζωή του στο τέλος νέτα σκέτα μυθιστόρημα. Η δική του αφήγηση, το δικό του μυθιστόρημα.

«Έτσι άρχισε αυτός ο κύκλος. Ανασφάλεια και φόβος με συμβούλευαν να μην κρύψω τίποτα. Καθώς πλησίασε η ώρα που θα γινόμουν άλλος και αφού σε λίγο θα αναμετριόμουν με το χάος, έψαχνα να βρω κουράγιο» (σελ. 163).

Ο συγγραφέας Γιάννης Στ. Γαβαλάς ανατέμνει με μαεστρία σε αυτό το σύνθετο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα τη συνθήκη της συγγραφικής και γενικότερα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, απομυθοποιώντας έννοιες όπως η καλλιτεχνική “βούληση”, στη θέση της οποίας δεν βλέπει παρά μόνο τύχη και αυθαιρεσία, αλαζονεία και κυνισμό, τραύματα και επουλώσεις. Ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός, ο συγγραφέας είναι μια κατακερματισμένη προσωπικότητα και όχι κάτι ενιαίο και συμπαγές.

Όταν μάλιστα, όπως ο συγγραφέας-ήρωας του βιβλίου μας, μπερδεύει την πραγματικότητα με την αναπαράσταση, τότε θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή του. Ζει μια αντεστραμμένη πραγματικότητα. Η πραγματική ζωή αναβάλλεται επ’ αόριστον: «Τώρα είναι μετά». Τελικά δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι συγγραφέας…

*

**