Χαντίθ (απόσπασμα)

*

Η ΒΟΥΣ

Τῶν πιστευόντων εἰς τὰ ἀποκαλυφθέντα σοι
καὶ εἰς τὰ πρὸ σοῦ γενόμενα·
τῶν
πιστευόντων εἰς τὴν ἡμέραν τὴν ἐσχάτη
(K, B΄ 3)

I.

Ἐκσφενδονίζει πύρινες τὶς λέξεις
στὰ μάτια σου ἀνάμεσα σὰν ξίφος,
ἀφοῦ θαρρεῖς κακὸ πὼς βάζει ὁ νοῦς του
μονάχα, καὶ καλὸ πολὺ σπανίως.
Τὶς λέξεις ἢ τὴ λέξη· ναί, σὰν βέλος
ποὺ τρίτο ἀνοίγει μάτι στὸ κρανίο
μὲ φλόγες καθὼς σβήνει ἀπιστίες
ἀπίστων καὶ πιστῶν ποὺ ἀμφιβάλλουν.
Μὰ αὐτὸς τὰ τρίχινά του τὰ σαλβάρια
τὰ πέταξε καὶ τώρα τὸ μετάξι
χαϊδεύει τὸ ἱδρωμένο του σαρκίο.
Καρφάκι δὲν τοῦ καίγεται ‒ κοιτάει
τὸν ἥλιο, τὶς καμῆλες, τὰ τουρμπάνια
ποὺ πάνω στὰ εὐτελῆ χρυσαφικά του
(κάθε ἕναν, δηλαδή, κόκκο ἐρήμου)
τρέχουν νὰ ἐκτελέσουν τὶς βουλές του
ποὺ μὲ ἀναγκαιότητα μεγάλη
ξεπρόβαλαν σὰν νύχτα μὲ δρεπάνι.
Δὲν θέλει καὶ πολλά: μονάχα λόγια.
Μιὰν ἄρνηση καὶ μιὰ μικρὴ ἐλπίδα,
ἁπλά, πολὺ ἁπλά,
σὰν ἀγελάδα.

*

ΙΙ.

Ἱδρώνει καὶ ζαλίζεται ἀπ’ τὴ ζέστη.
Στάζουν παχιὲς οἱ στάλες τοῦ ἱδρώτα.
Τὰ μάτια καῖνε ἀπ’ τὸ καυτὸ τ’ ἁλάτι.
Σηκώνεται ἀπ’ τὸ κύμινο ἄγρια μπόχα.
Στὰ σκέλια οἱ τρίχες πήζουν σὰν κατράμι.
Φέρτε λίγο κεφὶρ γιὰ τὸν ἀφέντη.
Ρέκαξε ὁ λαιμός του ἀπ’ τὴν παρλάτα.
Τὰ χαβαρόνια ρεύονται στοὺς λόφους.
Μακριὰ οἱ στρατιῶτες, πόρτα-πόρτα.
Πεισματικοὶ πλασιὲ τῶν διδαχῶν του.
Ἐκεῖνος στὰ μετάξια ἀκουμπισμένος.
Στοχάζεται νωθρὰ σ’ ὕπνο καὶ ξύπνο.
Στοχάζεται νωθρὰ
σὰν ἀγελάδα.

*

III.

Διψᾶ ὅπως ἀντένιουμ στὴν Σοκότρα,
τρυπάει τὶς καμποῦρες τῆς καμήλας
καὶ σκάβει μὲ τὰ χέρια του τὴν ἄμμο.
Μετρᾶ τοὺς κόκκους πού ’μειναν στὰ νύχια.
Μπερδεύεται, τοὺς πιάνει ἕναν-ἕναν
ἀπ’ τὴν ἀρχή, μὰ ὑπομονὴ δὲν ἔχει.
Ἀντὶ γιὰ ψυχραιμία ἐπιστρατεύει
κοπίδι καὶ τὰ κόβει ὣς τὴ ρίζα.
Μπορεῖ τώρα πιὸ εὔκολο νὰ εἶναι
μὰ τὸ αἷμα του ποὺ κόκκινους τοὺς βάφει
ξυπνᾶ μὲς στὸ μυαλό του μιὰν ἰδέα.
«Ἀντὶ νὰ τοὺς μετρᾶς, κόκκινους βάψ’ τους,
κι’ ἂν πάλι αὐτοὶ διακρίνονται, στὶς φλόγες
τὰ χέρια πλύνε ὥσπου νὰ μαυρίσουν.
Ἂν φαίνονται, μπερδεύουν καὶ ἐξοργίζουν,
τὰ κάρβουνα εἶναι ὕπνος δίχως ἔγνοια.
Πάνω σ’ αὐτὰ θὰ ψήσεις τὴν καμήλα».
Τὰ πάντα ἐν σοφίᾳ κάνουν κύκλο.
Ξυπνᾶ μέσ’ ἀπ’ τὸ ὅραμα χορτάτος,
νερὰ γλυκὰ τὸν περιτριγυρίζουν,
Τίγρεις, Εὐφράτες, Ταῦροι, Πακτωλοί,
κι’ αὐτὸς πρὸς τ’ ἀνατολικὰ βοσκάει
στὰ τέσσερα ἢ πρηνὴς
σὰν ἀγελάδα.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

*

*

*