Day: 13.02.2025

«Παράσημα τρόμου»

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Στη δέκατη ποιητική συλλογή του Γ. Καλοζώη Γκλεν Γκουλντ και άλλα ποιήματα (Φαρφουλάς, 2024), ο διάσημος Καναδός πιανίστας Γκλεν Γκούλντ αποτελεί (όπως εξάλλου δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου) μια προβεβλημένη πατρική και καλλιτεχνική φιγούρα, έναν σπουδαίο καλλιτέχνη πρόγονο γνωστό αφενός για την ιδιορρυθμία και την εκκεντρικότητά του (στις συναυλίες επέλεγε να παίζει πάντα χρησιμοποιώντας μία πτυσσόμενη καρέκλα που είχε μετασκευάσει κόβοντας τα πόδια της ο πατέρας του,[1] συνήθιζε να σιγοτραγουδά κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, φοβόταν υπερβολικά το κρύο, τις μολύνσεις και τις ασθένειες, έπαιρνε πολλά φάρμακα κάθε είδους και συχνά αισθανόταν πως ήταν άρρωστος, αρκετές φορές χωρίς λόγο) και αφετέρου για τη στάση απομόνωσής του από τη συμβατική κοινωνική ζωή.  Ο ίδιος ο Γκουλντ έλεγε για τη διαφορετικότητά του: «Δεν πιστεύω πως ο τρόπος ζωής μου έχει ομοιότητες με εκείνον των περισσότερων ανθρώπων και είμαι ευτυχής για αυτό. Ο τρόπος ζωής και το έργο μου έχουν γίνει ένα. Αν αυτό είναι εκκεντρικότητα, τότε είμαι εκκεντρικός». Ο Γκουλντ, ωστόσο, δεν θεωρούσε τον εαυτό του αντικοινωνικό, όπως τον κατηγορούσαν ορισμένοι. Απλώς, τον διέκρινε, όπως είχε δηλώσει, μια «αυτοπειθαρχία υπό τη μορφή απομόνωσης από την κοινωνία», που όπως πίστευε ήταν απαραίτητη σε κάθε καλλιτέχνη ο οποίος επιδίωκε «να χρησιμοποιήσει το μυαλό του για δημιουργικούς σκοπούς».[2] (περισσότερα…)

Τζούλυ Οτσούκα, Diem perdidi

*

Προλόγισμα – Μετάφραση:
ΜΑΡΙΑ Σ. ΜΠΛΑΝΑ

Η Julie Otsuka (γεν. 1962) είναι Αμερικανίδα ζωγράφος και συγγραφέας με ιαπωνικές ρίζες. Αντλεί από την προσωπική της ζωή για να γράψει αυτοεθνογραφικά ιστορικά μυθιστορήματα για τη ζωή των Ιαπωνοαμερικανών. Το 2002 δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο When the Emperor was Divine, το οποίο αναφέρεται στα στρατόπεδα εγκλεισμού των Ιαπωνοαμερικανών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιστορία ξεκινά στην Καλιφόρνια, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, και βασίζεται στον παππού της Οτσούκα, ο οποίος συνελήφθη ως ύποπτος για κατασκοπεία την επομένη της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ. Το μυθιστόρημά της βραβεύτηκε με το Asian American Literary Award και το American Library Association Alex Award το 2003. Η Οτσούκα συνέχισε να γράφει για την ιστορία της οικογένειάς της και το 2011 δημοσίευσε το παρόν διήγημα με τίτλο Diem Perdidi, σκιαγραφώντας τη μητέρα της που έπασχε από άνοια. Αυτό το διήγημα ήταν ο πρόδρομος του τρίτου μυθιστορήματός της που δημοσιεύτηκε το 2022 με τίτλο Τhe Swimmers (Κολυμπώντας), το οποίο αναφέρεται περαιτέρω στην εμπειρία της ως κόρη μιας μητέρας με άνοια και κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση Θωμά Σκάσση από τις εκδ. Πατάκη.

«Amici, diem perdidi!» Φίλοι μου, έχασα τη μέρα μου! Φράση που φέρεται να είπε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τίτος στους φίλους του, στη σκέψη πως δεν είχε κάνει τίποτα εκείνη τη μέρα για να βοηθήσει κάποιον άνθρωπο. (Σουητώνιος, De Vita Caesarum)

~.~

Θυμάται πώς τη λένε. Θυμάται πώς λένε τον πρόεδρο. Θυμάται πώς λένε τον σκύλο του προέδρου. Θυμάται σε ποια πόλη μένει. Και σε ποια οδό. Και σε ποιο σπίτι. Σ’ αυτό με την μεγάλη ελιά στον κήπο, στη γωνία του δρόμου. Θυμάται τι χρονιά έχουμε. Θυμάται τι εποχή είναι. Θυμάται τη μέρα που γεννήθηκες. Θυμάται την κόρη που γεννήθηκε πριν από σένα –Είχε τη μύτη του πατέρα σου, αυτό πρωτοπρόσεξα πάνω της– αλλά δεν θυμάται τ’ όνομα εκείνης της κόρης. Θυμάται τ’ όνομα του άντρα που δεν παντρεύτηκε –Φρανκ– κι έχει φυλαγμένα τα γράμματά του σ’ ένα συρτάρι πλάι στο κρεβάτι της. Θυμάται πως παντρεύτηκες κάποτε αλλά αρνείται να θυμηθεί τ’ όνομα του πρώην άντρα σου. Εκείνος ο άντρας, έτσι τον αποκαλεί. Δεν θυμάται πώς έπαθε τις μελανιές στα μπράτσα της ή ότι πήγατε βόλτα μαζί το πρωί. Δεν θυμάται ότι έσκυψε κάποια στιγμή, στη βόλτα, κι έκοψε ένα λουλούδι από το παρτέρι του γείτονα και το έβαλε στα μαλλιά της. Ίσως τώρα με φιλήσει ο πατέρας σου. Δεν θυμάται τί έφαγε χτες βράδυ ή πριν πόση ώρα πήρε τα φάρμακά της. Δεν θυμάται να πίνει αρκετό νερό. Δεν θυμάται να χτενίζει τα μαλλιά της.

Θυμάται τους αποξηραμένους λωτούς που κρέμονταν κάποτε από τις μαρκίζες του σπιτιού της μητέρας της στο Μπέρκλεϋ Είχαν το πιο όμορφο πορτοκαλένιο χρώμα. Θυμάται ότι στον πατέρα σου αρέσουν πολύ τα ροδάκινα. Θυμάται πως, κάθε Κυριακή πρωί, στις δέκα, την πηγαίνει βόλτα κάτω στη θάλασσα, με το καφέ αυτοκίνητο. Θυμάται πως κάθε απόγευμα, λίγο πριν αρχίσει το δελτίο ειδήσεων των οκτώ, βγάζει δύο τυχερά μπισκότα σε ένα χάρτινο πιάτο και της ανακοινώνει ότι θα κάνουν πάρτυ. Θυμάται πως τις Δευτέρες επιστρέφει από το κολέγιο στις τέσσερις, και πως ακόμα και πέντε λεπτά ν’ αργήσει, εκείνη βγαίνει στην αυλόπορτα να τον περιμένει. Θυμάται ποιο είναι το δικό της δωμάτιο και ποιο το δικό του. Θυμάται πως το δωμάτιο που κοιμάται τώρα ήταν κάποτε το δικό σου δωμάτιο. Θυμάται πως δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα.

Θυμάται τον πρώτο στίχο του How High the Moon. Θυμάται τον εθνικό ύμνο. Θυμάται το ΑΜΚΑ της. Θυμάται το τηλέφωνο της κολλητής της, της Τζιν, παρόλο που η Τζιν πέθανε πριν έξι χρόνια. Θυμάται ότι η Μάργκαρετ έχει πεθάνει. Θυμάται ότι η Μπέττυ έχει πεθάνει. Θυμάται ότι η Γκρέης έπαψε να της τηλεφωνεί. Θυμάται ότι η μητέρα της πέθανε πριν εννέα χρόνια, ενώ σκάλιζε τον κήπο της, και τη νοσταλγεί ολοένα και περισσότερο κάθε μέρα. Αυτός ο πόνος δεν σβήνει. Θυμάται το νούμερο με το οποίο η αμερικανική κυβέρνηση φακέλωσε στην οικογένειά της όταν άρχισε ο πόλεμος. 13611. Θυμάται ότι τους έστειλαν στην έρημο, μαζί με την μητέρα και τον αδελφό της, τον πέμπτο μήνα εκείνου του πολέμου και ότι τότε πήρε για πρώτη φορά το τραίνο. Θυμάται τη μέρα που επέστρεψαν στο σπίτι. 9 Σεπτέμβρη, 1945. Θυμάται τον συριγμό του αέρα στο φύλλωμα της φασκομηλιάς. Θυμάται τους σκορπιούς και τα μυρμήγκια. Θυμάται τη γεύση της σκόνης. (περισσότερα…)